Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ

 (… κάθε ποιητής και κάθε αναγνώστης  είναι  μοναδικός  και αναντικατάστατος…)


Δυο αλήθειες που υπογραμμίζει ο Γιώργος Μπλάνας στην ΕΙΣΟΔΟ των κειμένων για τον Τάσο Λειβαδίτη που περιλαμβάνονται στην τελευταία ενότητα του πρώτου τόμου της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012. 

Δικαιολογώντας, στη συνέχεια,  την ένταξη του Λειβαδίτη στην εν λόγω συλλογή γράφει:  

«Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως ένας ποιητής που παρέμεινε στη σκιά όσο ζούσε  ή  μετά το θάνατό του.  Η εμπλοκή του στην πολιτική  και η μελοποίηση των στίχων του τον έκαναν ευρύτερα γνωστό ιδίως μετά το 1974.  

Πάντα όμως  παρέμενε στη σκιά των «μεγάλων»!.. 

Είναι ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κριτικής αυτό:  λειτουργεί σαν να είναι η λογοτεχνία  κρατική υπηρεσία.  Διευθυντές,  γραμματείς,  επιθεωρητές  και  απλοί υπάλληλοι. 

Αξίζει έτσι;   Όχι βέβαια…»  

Και συμπεραίνοντας καταλήγει: 

«Κατά κάποιον τρόπο,  τον Λειβαδίτη δεν τον έχουμε διαβάσει  ή  δεν τον έχουμε διαβάσει όσο μακριά μας πηγαίνει η ποίησή του…»

 

Αυτό το πέρα  μακριά επιχειρούν να διερευνήσουν στα κείμενα παρουσίασης του ποιητή  η Ασημίνα Ξηρογιάννη, η Εσμεράλδα Γκέκα και ο Αργύρης Παλούκας (ενδεικτικά αποσπάσματα στη συνέχεια αυτής της ανάρτησης)  

 

ΕΞΟΔΟΣ από την εισαγωγή με τα ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ από το ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ της εν λόγω παρουσίασης:

«Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο  ή  ποιος έμαθε τι συνέβη χθες,

τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί,  σε τρένα,  σε όνειρα

αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε

κι οι μέρες που σου λείπουν,  ω Φεβρουάριε,  ίσως μας αποδοθούν στον παράδεισο –

συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς της νιότης μου

ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς,  αλλά και να πάει που; 

κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον –

Κύριε,  αδίκησες τους Ποιητές δίνοντάς τους μόνον έναν κόσμο

κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου

για να πάρω και το χρόνο μαζί μου!.. 

 

Κι όμως ό,τι μένει από μας να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας

ένα μικρό μη με λησμόνει»

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ – Τρίτος Τόμος 1979 -1990] 

 



ΠΟΙΗΣΗ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΣΤΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑ Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

Νύχτες ακόλαστες,  πιστά,  σφοδρά συμπλέγματα,  γιγάντιες,

σα θόλοι ναού, ηδονές.  Κι άγνωστες,  πέρα από κάθε πρόσχημα,

τραχιές,  σα νίκες,  αμαρτίες!..

Και το πρωί επέστρεφε μόνος  κι  εξαντλημένος  κι ώριμος

κομίζοντας,  σα μια καινούργια αγνότητα,  το νέο αμαρτωλό του Ποίημα…

(ΚΑΒΑΦΗΣ, από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958 – 1964, μέρος δεύτερο ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ : ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Κέδρος)

 

Το παραπάνω ποίημα για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, γραμμένο από τον Τάσο Λειβαδίτη τη μακρινή δεκαετία του 1960, ήταν η πρώτη επαφή που είχε με την ποίηση του Λειβαδίτη η Ασημίνα Ξηρογιάννη.

Ενθουσιάστηκε μ’ αυτό καθώς (όπως σημειώνει στο κείμενο της παρουσίασης της στον πρώτο τόμο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2012)

«… συναντούσα για πρώτη φορά έναν ποιητή που ’χε γράψει   ένα υπέροχο ποίημα για τον αγαπημένο μου ποιητή!..  Αυτό ήταν!.. Από τότε ξεκίνησα να διαβάζω Λειβαδίτη χωρίς δεύτερη σκέψη…».

Το παράπονό της όμως, ως φοιτήτρια φιλολογίας που ήταν εκείνο τον καιρό, ήταν που δεν είχε ακούσει ούτε λέξη για τον εν λόγω ποιητή «από τους νεοελληνιστές καθηγητές μας στο μάθημα της Λογοτεχνίας»!..  Από τότε δεν έπαψε να επιστρέφει στο έργο του Λειβαδίτη,  «απλά, γιατί δεν μπορείς να μην επιστρέφεις στην ομορφιά»!..

«Όμως τι σημαίνει για μένα αυτή η ποίηση και γιατί με αφορά;

Είναι μια ποίηση που νιώθω κάθε φορά ότι με κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια.  Μια ποίηση που με ξεγυμνώνει και με αναγκάζει να βλέπω μέσα μου.  Παλεύοντας κι εγώ όλα τα χρόνια με την τέχνη του λόγου, έχοντας την αγωνία της γραφής, προσπαθώντας να βρω τη φωνή μου  και  ερχόμενη σε επαφή με διάφορους ποιητές, φτάνω να πω ότι ο Λειβαδίτης μού δίνει μαθήματα ποιητικής τέχνης:

απλότητα,   διαύγεια,   καθαρότητα.

Ποίηση δηλαδή χωρίς περιττά στολίδια, εύστοχη, δεόντως υπαινιχτική και διεισδυτική.   Ποιητής ειλικρινής, ατόφιος άμεσος, αληθινός,  συχνά αυτοαναφορικός:

«Κι η ποίηση είναι μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις

ύστερα από χρόνια όταν δεν μπορεί να σου χρησιμεύσει πια σε τίποτα…»

 

Ένα άλλο στοιχείο στην ποίηση του Λειβαδίτη που εντυπωσιάζει την Ασημίνα Ξηρογιάννη είναι, όπως σημειώνει στην παρουσίασή της,  είναι οι επικίνδυνοι στίχοι του Ποιητή:  «Στίχοι που προκαλούν σοκ, στίχοι που λειτουργούν σαν μικρά πυροτεχνήματα, μικρές βόμβες στο τέλος των ποιημάτων… Εκεί που έχεις βολευτεί μέσα στο ποίημα, έρχονται και σου ταράζουν τα νερά, σε ξαφνιάζουν,  όπως για παράδειγμα:

«Κύριε,  αδίκησες τους Ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο…»

 

«Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία…»

 

«Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι…»

 

«Ω εσείς που ναυαγήσατε σε θάλασσες που δεν ταξιδέψατε ποτέ…»

 

«Μόνο αφήστε με μες στο όνειρο γιατί εκεί κανείς δεν πεθαίνει…»

 

«Κι η Ποίηση είναι η λέξη που αποσιωπήθηκε για να μας οδηγεί σε ουράνιες παρανοήσεις…»

 

Δεν μένει ασχολίαστο το κοινωνικό πρόσωπο στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη:

«Πιστεύω ότι ο Λειβαδίτης αγαπά βαθιά τον άνθρωπο και τις πράξεις του, γι’ αυτό και τον τοποθετεί στο κέντρο του ποιητικού του σύμπαντος. Κατανοεί  και  ερμηνεύει συχνά τους ήρωες των ποιημάτων του, θίγοντας πάντα την υπαρξιακή της αγωνία…»

 

ΤΟ ΦΕΥΓΑΛΕΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ

(από την ενότητα ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ, τρίτος τόμος ΠΟΙΗΣΗ 1979 – 1990)

Κάθε πρωί ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά ενός κόσμου που βασίλεψα μέσα στο όνειρο,

οι μύγες τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο να έχουν μόλις πληροφορηθεί

οι φτωχοί όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν στο βάθος του καπέλου τους σα να ’ναι  εκεί προφυλαγμένη η αληθινή τους ζωή

πρόσωπα λησμονημένα που δεν θέλουν να πεθάνουν

τοπία εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά

θυμάμαι,  παιδί,  τα τζιτζίκια  ή  τις μέλισσες  κι ύστερα τους χαμένους συντρόφους εδώ κι εκεί

κάποτε πιάναμε φιλίες με το άγνωστο πίσω απ’ τον καναπέ

αργότερα έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα για ν’ αντικρίσεις όλο το ανεπίστρεπτο

κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά,  ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη – ίσως αυτό είναι ο Θεός

οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία

η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους

μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος -  ποιος φεύγει;  τι σημασία έχει,

η μητέρα  κι ο πατέρας πέθαναν,  τ’ αδέλφια πέθαναν,  πέρασαν τα χρόνια – ούτε τα φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται πια,

λοιπόν, γιατί απορείτε που βιάζομαι;  είναι μια γνωριμία από μιαν άλλη ζωή και τρέχω να την ξαναβρώ,

στον καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα  που το ’χουμε ξεχάσει -  αλλά φοβόμαστε τον ύπνο

ο νέος που υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες…

 

κι αυτή η μυστική εύνοια που σου χαρίζεται όταν σ’ έχουν όλοι εγκαταλείψει

λοιπόν,  ποιος είμαι;  καιρός να γνωριστούμε καλύτερα – ένα καμπαναριό φεύγει μες στα σύννεφα

ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω  -  που διαβαίνω ανυπεράσπιστος  κι ωραίος…

 

«ΚΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΙΟΛΑΣ ΝΕΚΡΟΙ…»

(… είναι ο πολύτιμος για την Εσμεράλδα Γκέκα στίχος

που προλογίζει το κείμενό της στον πρώτο τόμο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ όπου αναφέρεται στη γνωριμία της με την Ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη)   

Το ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ έφτασε στα χέρια μου, με την όλη μαγεία των «μεγάλων ονείρων»  που θα μπορούσε να φτάσει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στα χέρια εντός εντεκάχρονου παιδιού… Μα όντας παιδί της πόλης, τα άστρα δεν ήταν το πρώτο μου αναγνωστικό.   Το Μικρό  Βιβλίο  για  Μεγάλα  Όνειρα έγινε το εγχειρίδιο μου στο σύμπαν της Ποίησης  και  του  Ονείρου,  το ανάγλυφο αλφαβητάρι μου,  όπου τυφλή ακόμα στην ασχήμια, ψηλαφούσα με αφράτα δάχτυλα τα πράγματα του κόσμου.  Και μπορεί ως παιδί ακόμα να μην καταλάβαινα τα σχετικά με τα πολιτικά φρονήματα του ποιητή,  ένιωθα ωστόσο το πανανθρώπινο πυρήνα που σιγόκαιγε στην ποίηση του Λειβαδίτη κι απειλούσε μ’ έκρηξη!..  Ο ανθρώπινος πόνος, η αγάπη,  η συντροφικότητα  και  κυριότερα το όνειρο, σαν ξανακερδισμένο γονίδιο πολλών χρόνων πριν,  έψαχνε μέσα μου τη θέση του, ανασκάλευε τις αισθήσεις μου,  με συγκινούσε βαθιά…  Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι,  επιθυμώντας τόσο έντονα να βαπτιστώ στην  Ποίηση,  βούταγα όλο και πιο βαθιά το κεφάλι μου στα νερά του Λειβαδίτη.  Δανειζόμουν τους συντρόφους,  τους έρωτες,  τα όνειρα,  ακόμη και τους νεκρούς του,  συμπληρώνοντας μ’ όλους αυτούς την ελλείπουσα εμπειρία μου στη ζωή, προσπαθώντας να γράψω σαν εκείνον…  Το άφθαστο απροσδόκητο της ποίησής του,  μου ανέβαζε την ανδρεναλίνη, με σήκωνε ψηλά  και  με κινούσε αλαφριά στους αιθέρες.  Η αλήθεια είναι ότι στη συνέχεια  το Λειβαδίτη τον εγκατέλειψα για πολλά χρόνια για να εξερευνήσω και άλλα μονοπάτια της Ποίησης.  Αυτό που συνδέει το τότε με το τώρα,  είναι ότι ανά καιρούς ανακαλύπτω στους στίχους μου ουσιώδεις ομοιότητες με τους δικούς του.  Πράγμα που για μένα, σύμφωνα με την παραλλαγή κάποιων στίχων του, εξηγείται ως εξής:  Η ανάμνηση της ποίησής  του συγκρατεί κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που έζησα…   «Να ’σαι τόσο πρόσκαιρος  και  να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια»!..  Τάσο Λειβαδίτη, είχες σε όλα τόσο δίκιο: σαν άνθρωπος μπορεί πράγματι να ήσουν πρόσκαιρος,  όμως ως  Ποιητής μας κληροδότησες όνειρα τόσο υπεραιώνια…  [αποσπάσματα από το κείμενο παρουσίασης στον πρώτο τόμο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]  

Τετάρτη, 13 Μαρτίου 2024

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

ΚΑΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ…

 (… «Οι δειλοί φοβούνται τ’ αποτελέσματα, είναι τύποι αντιποιητικοί!..  Μα η τέχνη είναι πυριτιδαποθήκη, απόδειξη ο Παρθενών»!..

Νικόλας Κάλας ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ, η πρώτη ελληνική υπερρεαλιστική συλλογή …)


Απόψε επήρα τη νύχτα μαζί μου – έλα κι συ

όλα μας ανήκουν τώρα, δε μπορεί

και για μας κάπου θα υπάρχει ένας πανέρημος λειμώνας

θα κάτσουμε εκεί ωσότου έρθουν οι άλλες οι αναπόφευκτες ώρες

και θα πλημμυρίσουμε το χάος με ασήμαντα λόγια

θα φερθούμε σα θεοί:  γύρω μας θα φυτεύσουμε

όστρακα  και  μανιτάρια,   τηλέφιλα  κι  οινάνθια

στη Ρουθ  και  στη Βάλια θα στείλουμε αγγελικούς σημάντορες

στους άλλους δεν θα πούμε τίποτα 

κανείς δεν θα ξέρει πως ένας κόσμος ολόκληρος εδηιουργήθη

από τα αισθήματα που τρέφουμε ο ένας για τον άλλο!..

 


Το παραπάνω ποίημα έχει τίτλο ΔΙΧΩΣ ΤΗ ΡΟΥΘ  και τη ΒΑΛΙΑ  και είναι από την πρώτη ελληνική υπερρεαλιστική συλλογή που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1933!.. 

Την υπογράφει ο ποιητής, κριτικός του πολιτισμού, θεωρητικός της avant garde  και πολιτικός στοχαστής Νικόλαος Καλαμάρης  ή Νικόλας Κάλας  ή Νικήτας Ράντος  ή Μ. Σπιέρος…

Στη συλλογή αυτή υπήρχαν οι προδιαγραφές που θα ακολουθούσαν αργότερα όλοι οι Έλληνες υπερρεαλιστές. Ωστόσο προσέκρουσε στην επαρχιώτικη αλαζονεία των φιλολογικών κύκλων  που  οδήγησαν το δημιουργό της να… ξεγλιστρήσει από την Αθήνα στο Παρίσι  κι  από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, συγχέοντας απελπιστικά τα ίχνη πίσω του!.. 

«Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός  και  τι ακριβώς κάνει;  Γράφει  ποιήματα, δοκίμια επαναστατικά,  λίβελους; 

Γράφει στα ελληνικά,  στα γαλλικά,  στα εγγλέζικα;

Πρωτοστατεί σε κινήματα;  Εκμαιεύει  νέους ζωγράφους; 

Τα βάζει με τους ισχυρούς;   

Τίποτα απ’ όλα αυτά  και  όλα μαζί», 

έτσι προλόγισε ο Οδυσσέας Ελύτης τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Νικόλα Κάλας  ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ 1933.  

Ο Γιώργος Μπλάνας, στο εισαγωγικό κείμενο για τον ποιητή,  στον πρώτο τόμο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ των εκδόσεων Γαβριηλίδη, περιγράφει την περιπέτεια της ζωής του μετά την απογοήτευση για την «υποδοχή» που είχε αυτή η πρώτη απόπειρα υπερρεαλισμού:

«Η  απογοήτευση  και οι επαναστατικές πολιτικές απόψεις του τον οδήγησαν στο Παρίσι.  Εκεί έγινε μέλος της θρυλικής υπερρεαλιστικής ομάδας του Αντρέ Μπρετόν  και  εξέδωσε στα γαλλικά το μνημειώδες βιβλίο ΕΣΤΙΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ  (Foyers dincendie,  εκδόσεις Gutenerg).  Όταν ο Μπρετόν έφυγε με τον Τρότσκι  για το Μεξικό, ο Κάλας περιπλανήθηκε στην Αφρική,  μελετώντας την ποίηση και την τέχνη των αυτόχθονων πληθυσμών. Το 1940 διέφυγε μέσω Πορτογαλίας στις Ηνωμένες Πολιτείες  και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του (1988). 

Η Αμερική τού πρόσφερε το κατάλληλο περιβάλλον για την εκδήλωση της ιδιοφυίας του. 

Βιβλία όμως  ΝΑ ΜΩΡΑΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΣΟΦΟΥΣ  και  Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΩΝ ΛΑΩΝ  είναι σήμερα θεμελιώδη κείμενα για τη θεωρία των Καλών Τεχνών!..

Οι εθνολογικές έρευνες  και η συνεχής άσκηση της τεχνοκριτικής στα σημαντικότερα έντυπα τον καθιέρωσαν ως ένα από τους κορυφαίους κριτικούς των πρωτοποριών  του μεταπολεμικού κόσμου!..

Ποιήματα έγραφε κυρίως στα ελληνικά ως το τέλος της ζωής του  πάντα προλαβαίνοντας τις αργοκίνητες εξελίξεις στην Ελλάδα…

Η γραφή του – σύμφωνα πάλι με όσα αναφέρει ο Ελύτης – συμπυκνώνει πολιτισμούς  και  με την ευκινησία θαυματοποιού δημιουργεί μικρές ενότητες που μπλέκονται μεταξύ τους και εν τέλει αλληλοσυμπηρώνονται…   

Η δυναμική του έργου του όμως είναι εν πολλοίς αναξιοποίητη στην ελληνική γλώσσα…»

 

Ο Ηλίας Σεφερλής, σχολιάζοντας τη συλλογή ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ σημειώνει:

«Η αντίδραση μου όταν διάβασα πρώτη φορά ποιήματα του Νικόλα Κάλας συνέπεσε  με το σύνολο των αντιδράσεων από τρίτους που διάβαζαν παρόμοιους στίχους:  «Ωραία αυτά που γράφεις, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα»!.. 

Ο ίδιος ο Ποιητής στο τετράδιο Δ, στον ΠΡΟΜΥΘΟ υποστήριζε:  «Καλά ποιήματα είναι τα αποτελεσματικά.  Οι δειλοί φοβούνται τ’ αποτελέσματα, είναι τύποι αντιποιητικοί.  Μα η τέχνη είναι πυριτιδαποθήκη, απόδειξη ο Παρθενών» 

 

«Θα μπορούσα να παρομοιάσω την ποιητική συλλογή του με ένα φυτολόγιο γεμάτο ασφοδέλους. Πρόκειται απλά για δικούς του στίχους»:

«Έμεινα  μόνος ν’ αγαπώ τους ασφοδέλους»  (Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ) 

«Θα μ’ άρεζε στο δρόμο όπου περπατώ να ’χω για συντροφιά δάση ολόκληρα από ξερά κορμιά ασφοδέλων…»  (ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ) 

«Μόνον  οι κάκτοι  και  οι ασφόδελοι θα έπιναν όμβρια ύδατα»  (Villa Asphodela) 

«Στον κήπο μόνο ασφόδελοι θάλλουν»  (ΟΡΕΣΤΗΣ) 

«Το χώμα εφοδιάζεται κει με ασφοδέλους»  (ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΙΣ) 

Για τους αρχαίους Έλληνες ο ασφόδελος  ήταν σύμβολο πένθους  και  τον έσπερναν στους τάφους γιατί νόμιζαν ότι οι ψυχές τρέφονται με τους κονδύλους τους.  Η σταθερή αναφορά του ανάμεσα σε στίχους του Κάλας, εντείνει το αίσθημα απογοήτευσης  και  δυσκολίας και μετουσιώνει τα ποιήματά του σε πένθιμα εμβατήρια…» 

 

«Τα ποιήματά του, ακόμα,  περιέχουν είδωλα, ίσως είδωλα αποκαμόντων  σύμφωνα με τον Όμηρο, διαφορετικές μορφές και αναπαραστάσεις του εαυτού του,  παραμορφωμένες εικόνες,  καθρέφτες και νερό.  Όλη η γραφή του περνάει από πρίσματα όπου αλλάζει την οπτική γωνία του κάθε ποιήματος και την κατευθύνει ανάμεσα στον προσωπικό του κόσμο και στους ανθρώπους γύρω από αυτόν.  Ακόμα και οι στίχοι του μοιάζουν με αντανακλάσεις των προηγούμενων στίχων  ή  λέξεων: 

«Κι οι άλλες  και  οι προάλλες είναι πολλές 

 

Ίρμα,  είναι σαν αναποδογυρισμένη ρίμα…»   (ΜΕ ΑΣΠΑΣΜΟΥΣ)

 

«Φαίδρα φαιδρή μου Φαιδρούλα

χανούμισσα εσύ χαμένων χαδιών» 

 

«Ωστόσο, μπλεγμένος μέσα στο ίδιο το ποιητικό του σύμπαν αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να ξεγλιστρήσει μέσα από τις αντανακλάσεις  και  τα πρίσματα  και  να δει ξεκάθαρα μπροστά του την απάντηση που ψάχνει.   Απογοητευμένος γράφει:

«Ίσως το Ποίημα δεν θα ’πρεπε να είναι φωτογραφία.

Παραμένω στο νερό όταν θα έπρεπε να βρίσκομαι στη φωτιά» 

 

Ο Κάλας έρχεται πολύ συχνά στα όρια της ψυχικής καταστροφής του,  και συχνά αντιλαμβάνεται την ανάγκη για ένα ποιητικό διάλειμμα.  Γεγονός που τον βοηθάει να αντιληφθεί το πραγματικό του είδωλο στον καθρέφτη  και  να μπορέσει να οικοδομήσει τον ποιητικό του σκοπό… Όπως αναφέρει σε μια ρήση του:

«Το υπέρτατο νόημα της τέχνης είναι να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε  ότι η αποτυχία να λύσουμε το αίνιγμα της ζωής είναι πιο σημαντική από το να βρούμε επιτυχημένες απαντήσεις» 

 

Ανθολογούνται τα ποιήματα:

ΣΚΑΚΙ,  Ένας κόσμος – ένα κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου… 

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,  Όλη η γης του ματιού,  όλη η γης – σταυροί  κι η γης άλλων ματιών σταυροί κι αυτή… 

ΟΡΕΣΤΗΣ   (… ο αρχαιοελληνικός μύθος στη λογοτεχνία…)  και αποσπάσματα από το ποίημα

ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ,  Σμίξαν τα κορμιά, πέφτει το προσωπείο
για να φανερωθούμε δίχως Εγώ…

 ΕΞΟΔΟΣ…  «Δεν γράφω για να διαβαστώ  αλλά  για να ξαναδιαβαστώ»   - Art by KUKOWSKI Jaroslaw The poet of painting

 

ΣΚΑΚΙ 

(… ένας κόσμος – ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου…)

Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των ημερών,  της ισονυχτίας η αντιθετική επιφάνεια.

Όλα τα εγκλήματα της ζωής  - πανουργίες φόνοι -  ξαναζούν απάνου  στο σιντέφι  και  στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.

Ο δρόμος τους,  οι  επικίνδυνοι σταθμοί των,  οι απογοητεύσεις  και  τα λάφυρα – χαρές γι’ αυτό που ήτανε καρδιά.

Τώρα ζήτα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό παιχνίδι.

Το αίμα που κυλάει,  οι βιασμοί,  ό,τι κρυφό έχει η ψυχή,  δεν διακρίνεται στις αυστηρές του μεταβολές. 

Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις φριχτές εικόνες που δυο παίχτες κλείσανε σ’ εβένινο πλαίσιο και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν

 

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

(από τη συλλογή  του Νικόλα Κάλας ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ 1933)

«Όλη η γης του ματιού.  όλη η γης – σταυροί

κι η γης άλλων ματιών σταυροί κι αυτοί

μέσα απ’ τη γη να νεκρά ζεστά κορμιά στρατιωτών.

Από τη γη όρθιοι ξεπετιούνται οι σταυροί

σταυροί σε τάφους  σε γάμους  και  πριν  και  μετά σταυροί.

Και στα δυο στεφάνια άνθη λεμονιάς  αμάραντα άνθη τώρα

για τις πεπλοφορούσες  νύφες των σταυρών.

Σφιχτά – σφιχτά τα μελανοβαμμένα κάτασπρά των πέπλα

-πάνω στα ίδια τα κορμιά, τ’ ακόρεστο κορμί της νύφης

ριγμένο πάνου στο χώμα,  το ερωτικό κάλεσμα των λυγμών των

και στις άλλες κλίνες,  οι άλλοι γάμοι.

Τα φιλιά της αδελφής για τον αδελφό  κι   η κόρη στον πατρικό σταυρό

ο τραγικός γάμος,  τα φιλιά της μάνας στο γιο

οι άλλοι γάμοι,  ο αδελφός με τον αδελφό

τα ουρλιαχτά των πέπλων,  το κάλεσμα της νύχτας

τα μαύρα σεντόνια νύχτας οργίων,  τους μυστικούς ερωτικούς ασπασμούς

το νεκροφίλημα  κι  οι σταυροί,  όλη η γης του ματιού σταυροί

η γη  ο ουρανός  κι  εκεί φεγγαροστολισμένοι άγγελοι

ημισέληνα  και  άγγελοι  και  τραγούδια

ως εν τοις ουρανοίς  και  επί γης,  και κατεβαίνουν τ’ άστρα

και ρυθμικά κινούνται τα μισοφέγγαρα

καθένα απάνου από τον οικείο του σταυρό

και κόβει το σταυρό σα να ’ταν στάχυ,  ω να ’ταν στάχυ

και τα μαύρα ξερά ξύλα κατάφορτα καλάμια

και τα μάτια των γυναικών λουλούδια του αγρού

και το κλάμα των γυναικών κελάηδημα πουλιών

και οι προσευχές των να ’τανε φιλιά

και τα φιλιά προεόρτια παιδιών,  ω χαρά

χτυπάει η καρδιά μου,  χτυπάει σα σφυρί!..

 

Θα ’θελα να φτιάξω έναν ουρανό

να ’χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω

θα το ’καμνα  μεγάλο,  γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα

θα του ’βαζα  αντίς από ’να, δυο φεγγάρια ανόμοια

το ’να μικρό σαν παιδί,  τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.

Δε θα πήγαιναν τα δυο πάντα μαζί

το πρώτο θα πλάγιαζε κοντά στο βορρά

και το μεγάλο θα ’ρχοτανε  απάνου απ’ το ρολόι μου να σημάνει μεσάνυχτα.

Την εποχή όπου όλα θα πήγαιναν πλάι  - πλάι

σα δυο μάτια γλαυκά – της τύφλας τα μάτια

θα ’βλεπαν όσα ο φόβος έχει φτιάξει

θα ’βλεπαν ριγμένα κοντά μου

λόγια  -  της μέρας τα λόγια

και θα με κυνηγούσαν τα φεγγάρια

και το φέγγος τους θα με κάρφωνε

και το ένα σιωπηλά θα μίλαγε γλώσσα μετάνοιας

και το άλλο με πάθος θα ’τρεχε μες στο στερέωμα

πάνου σε καινούργιες τροχιές

έτσι που του διφέγγαρου ουρανού

η νεόβγαλτη τάξη να μοιάζει σαν τρέλα

και λιβανισμένα από την αρμονία τους θ’ ανεβοκατεβαίνουν τα βλέφαρά μου.

Διπλό παιχνίδι κύκλων τώρα σκεπάζει τον ουρανό

ζευγαρωτές μελωδίες πρωτάκουστες στ’ αυτιά μου

γεννούν οι αόρατες χορδές των φεγγαριών

αιώνια μοτίβα για μαντολίνα και σερενάτες

κι ενώ αυξάνουν οι αριθμοί των φεγγαριών –

στεφάνι ολόκληρο από άσπρες μπάλες ο ουρανός

κυλούνε κι ανεβαίνουν ρόδες φωτεινές

κι ανεβάζουν τον ουρανό.

Προτού ξημερώσει ακούγονται φιλιά

είν’ τα φεγγάρια  που πέφτουν και χτυπιούνται.

Όταν ξυπνώ,  ξυπνώ από κούραση το κορμί μου μοιάζει σα να υπέφερε…


Και το πράσινο έπεφτε μες στο γαλάζιο

και γινότανε γκρίζο εκείνο το μάτι

ένα γκρίζο αλαφρύ

απλή σκιά απάνου στην έκφραση

κυλούσε το σπίτι παντού – δεξιά και ζερβά,  απάνου  και  κάτου

τώρα που λευτερώθηκε από το ανυπόφορό του κορμί

πλανήτης μεγάλος  και φωτεινός

άστρο για βήματα μάγου  -  μα πεθάναν οι μάγοι

και σέρνω τα πόδια μου στην άσκοπή μου πορεία

μέσα στην πόλη  στα βουνά στην ακτή

ως το αφιλόξενό μου γυμνό μου κρεβάτι

και το μάτι πλανιέται σα σφαίρα στο χάος

σα ήλιος λαμπρός – που το γλυκό φως, τ’ ανώδυνο φως του φεγγαριού –

σαν ήλιος που καίει,  που κοιτάς, που δε βλέπεις

σαν ήλιος σα μάτι θεϊκό

το μάτι της αγάπης

χαρίζει στον ύπνο αγρύπνια

και στ’ όνειρά μου βραχνά

πριν το σβήσει η αυγή μεταπλάθει το χρώμα του

όπως στις ακτίνες το χάδι ένα ωραίο οπάλι

και γίνεται  μπλου

με κάτι τριανταφυλλένιες γραμμές που θυμίζουν κοράλι

μετά επικρατεί το σμαραγδένιο κείνο πράσινο

που περιφέρεται στα δροσόλουστα χορτάρια

το πράσινο διαδέχονται τα ανυπόφορα κίτρινα σημάδια βαριεστημένης ζωής.

 

Όταν ξυπνώ – ξυπνώ από κούραση

ορθάνοιχτο το μάτι ακόμα με κοιτάζει

παίζοντας με τα χρώματα που το βάψαν οι τόσες του αγάπες

παίζοντας με τα χρώματα που ξεδιπλώνουν τις πτυχές των άλλων ματιών

τ’ αγαπητά τα μάτια ξένων κορμιών

μάτια που ελπίσανε

και κλείσθηκαν για να μη δουν μα είδαν

μάτια που αγαπήσανε

και τώρα δεν ξέρουν ποιο είναι το προτιμότερο

να μείνουν ανοιχτά  ή  κλειστά. 

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

(… ο αρχαιοελληνικός μύθος στη λογοτεχνία…)

Εφόνευσε τo γιo της για να μη γίνει άντρας και πήρε την κόρη της για εραστή

γλάροι κι αετοί φρουρούν το μέλαθρό της, στον κήπο μόνο ασφόδελοι θάλλουν, στα δώματα πνέει μουσική

ζουν όλη μέρα με το σώμα τους γυμνό, κατάσκιοι πέπλοι συγκρατούνε κάπως τα μαλλιά των

κάθε μήνα τα βάφουν άλλο χρώμα

τώρα η μια τα ’χει βαθυπόρφυρα και της άλλης είναι σαν βαθύ σμαράγδι

την νύχτα ξεκινούν για ορθρινές ικεσίες, όταν φτάνουν στον τάφο του

παιδιού ορχούνται με τους ήχους περασμένης ολβίας

η μάνα θρηνεί τον γιο κι η κόρη τον αδερφό

«τον σκότωσα για σένα για να ’σαι πιο δικιά μου» κράζει εκείνη

«τον έκρυψα για σένα για να ’σαι πάντα κοντά μου» φωνεί η άλλη

λυγμοί διαλύουν την οδύνη, το σέλας τα παραθυρόφυλλα της βασιλικής οικοδομής

έβη ο ήλιος, κηρύχνει την ημέρα, φυσά μύρα στα λούλουδα, ανέμους στους πλοκάμους, σκορπά τα όρνια στον ουρανό

στις δώδεκα μ’ όλο το φως του καλεί τον νιο να βγει από αόρατο τάφο

ίστατ’ εκεί, γυμνός μελαγχαίτης και ωραίος και καλός — ένα θαύμα

πέφτει η μάνα ξερή από την άνομη επιθυμιά, κι η κόρη κείτεται κι αυτή

κατόπιν όλα συνεχίζονται όπως ήταν καμωμένα να συνεχισθούν

τα πάντα έρπουν προς την δύση

οι αγαπώμενες καταφεύγουν στις κλίνες των, στα καλλυντικά, στο δηλητηριώδη χυμό των ασφοδέλων

δεν είναι όμως η αιδώ το αίσθημα που γεύονται

η ντροπή είναι του κόσμου, των γλάρων των αϊτών

δεν είναι η τύψη που τις πυρώνει

μετανοούν οι πεθερές, οι νύφες, οι πένθιμοι βράχοι και τα άνθη

δεν είναι αγωνία, η αγωνία είναι για τη μουσική

δεν είναι ή αγωνία ή τύψη ή αισχύνη που αισθάνονται αυτές

αλλά ηδονή Ηδονή ΗΔΟΝΗ

τα άλλα όλα είναι του Ορέστη φαντασιοπληξίες.

[από τη συλλογή του Νικόλα Κάλας, ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ, πρώτη έκδοση 1934]

 

ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ

5

Σμίξαν τα κορμιά, πέφτει το προσωπείο

για να φανερωθούμε δίχως Εγώ

χάριν ασκήσεως αποβιβάσαμε το πάθος

νέες διαστάσεις ίσως να βρεθούν

Επιβολή κι υποβολή. Ακτινοβολεί

η διγλωσσία. Μα τον κύνα!

Τι σημασία έχει το πόθεν ξεκινήσαμε;

Κάποιος θα ξαναρχίσει το «πρώτη φορά»

με δισταγμούς και δυσκολίες άλλες.

Οι ρόλοι μεταβάλλουν τις ορέξεις.

6

Πέντε δεκαετίες εξαλείφονται απόψε

πού ατενίζω την άλλη όψη

γνωστής μου βουνοσειράς

«Μόνος προς Μόνον»  ποτές δεν έγινε ο λόγος μου

Βουνά και θάλασσες ανάφτουν εικόνες

Ταραχή τώρα καθρεφτίζεται στην ήρεμη λίμνη

Με το βλέμμα μου στραμμένο στο ακαθόριστο του μέλλοντος

από τις όχθες άλλης λίμνης κοίταζα τότες τοπία

του Νίτσε με το δικό μου Μάνφρεντ

Τώρα, πεπεισμένος πώς γνωρίζω τις Άλπεις

αφ’ υψηλού παρακολουθώ απ’ τη γενέτειρα

του Πλίνιου, το ρυθμό κυματοειδής κορυφογραμμής

«Ας αντανακλασθεί στα ύδατα του Como!

τα νέα κομίζουν την άνοδο λουσιτανών εργατών

Αιρέσεις λομβάρδων εργαζομένων

Νέα πού αξιούν ν’ αναστατώσουν

την επιφάνεια του στίχου.

 

ΕΞΟΔΟΣ:  «Δεν γράφω για να διαβαστώ  αλλά  για να ξαναδιαβαστώ…»

Ο Νικόλας Κάλας διακατεχόταν από μια φαινομενικά παράξενη ιδέα: την εποχή που οι αντιδραστικές,  αλλά  και  οι προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις της Δύσης αναζητούσαν ένα νέο μέλλον,  για χάρη του οποίου αφάνισαν εκατομμύρια ανθρώπους,  εκείνος αναζητούσε ένα νέο παρελθόν!..  Θα είχε ιδιαίτερη σημασία να εφαρμόσουμε αυτή την ιδέα της αναδόμησης του παρελθόντος στην  Ποίηση!.. Όμως εκείνο που έχει τώρα τη μεγαλύτερη σημασία είναι η τραγική αντήχηση μιας τέτοιας αναζήτησης στην ελληνική περίπτωση, στον πολιτισμό που δεν μπόρεσε να δεχθεί τον Κάλας!... Το ποσοστό του οξυγόνου που αντιστοιχεί σε κάθε άνθρωπο, άλλοι το ξοδεύουν μεθοδικά και με κανονικές εισπνοές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους άλλοι πάλι με βίαιες και δυσανάλογες δόσεις, ανάμεσα σε δύο νεκροφάνειες. Ποιός θ' αποδειχθεί ότι εκμεταλλεύτηκε καλύτερα εκείνο που του δόθηκε - άγνωστο. Ας μην είμαστε αγνώμονες απέναντι στο τυχαίο που μας επιτρέπει να μιλούμε σα να ήμασταν αθάνατοι.  Προσωπικά, μισώ τη νοσταλγία και δεν συνηθίζω να μιλώ πρωθύστερα. Στην ιστορία όμως της Λογοτεχνίας, όχι αυτήν που καταρτίζουν οι ειδικοί αλλά την άλλη, που η πυξίδα δεν υπακούει πάντοτε στον βορρά, μου άρεσε ανέκαθεν να παρακολουθώ τις παλινδρομικές αποτιμήσεις του χρόνου: που τον βλέπεις να προωθεί άξαφνα μια συγκίνηση του 1931 στα 1976 και αντίθετα, μιαν ευαισθησία δήθεν σημερινή να την απωθεί - με χαιρεκακία θα 'λεγα - σαράντα χρόνους πίσω. Αλλά όταν η γοητεία μπαίνει στη μέση, αλλάζουν όλα. Επειδή η γοητεία μοιάζει με τη θάλασσα κι ευτυχώς.  Μια μέρα, ένα βιβλίο ξαναβγαίνει στην επιφάνεια σαν υποβρύχιο που το θαρρούσες από καιρό χαμένο. Διόλου. Απλώς κάτεχε το μυστικό να μένει κάτω απ' το νερό για ένα διάστημα πολύ μεγαλύτερο από ό, τι τα νεώτερα μοντέλα. Κι αν οι τεχνικοί τα χάνουν, οι Σειρήνες, αυτές που πάντα ξέρουν κάτι περισσότερο, χαμογελάνε με νόημα.  Τώρα βέβαια, για τα στρατολογικά γραφεία της πνευματικής μας ζωής, ο ποιητής Νικόλαος Κάλας έχει κηρυχθεί ανυπότακτος εδώ και πολλά χρόνια. Πότε ως Ράντος, πότε ως Σπιέρος, πότε ως Κάλας, κατάφερε με την αξιοπρέπεια και την ευκινησία θαυματοποιού, να ξεγλιστρήσει από την Αθήνα στο Παρίσι κι από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, συγχέοντας απελπιστικά τα ίχνη πίσω του… Πρόσωπο περίπου ασύλληπτο, με κάτι από τον Jacques Vache και κάτι από τον Marcel Duchamp, είναι προπαντός ένας ανυπότακτος. Τα άλλα έρχονται ύστερα... (ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, απόσπασμα από τον πρόλογο της επανέκδοσης ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ, Ίκαρος 2007 – πρώτη έκδοση συλλογής του Νικόλα Κάλας 1933)

Κυριακή, 3 Μαρτίου 2024