Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ σαν κρεμασμένα από τον ουρανό και ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης

Τα ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ, η ποιητική συλλογή του Τόλη Νικηφόρου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας το 2014 και είναι, ως όφειλε ένα ύμνος ερωτικός στην ίδια την ποίηση, που τόσο πιστά υπηρετεί για πάνω από 40 χρόνια ο ποιητής. Η δήλωσή του από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής είναι κατηγορηματική και ξεκάθαρη: «κανένα γυναικείο χέρι δεν κράτησα δεν χάιδεψα ως τώρα με την παλάμη μου με τ’ ακροδάχτυλα τόσο θερμά κι ερωτικά όσο ένα κοινό μολύβι… ένα μολύβι έτοιμο να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί…».
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΝΗΤΟ, (που είναι και τίτλος παλιότερης συλλογής, εκδόσεις Μανδραγόρας 2010) της Ποίησης του Τόλη Νικηφόρου είναι κάτι στρατευμένοι συνειρμοί για τη μαγική ελευθερία που είναι η αλήθεια της ζωής.
Με το μολύβι, λοιπόν, και το χαρτί γεννιέται το Ποίημα ανάμεσα στις λέξεις, που είναι κάτι «σαν φως», «κάτι ολοφάνερο και μαγικό σαν άγριο θηλυκό» σαν οπτασία… σαν άγγιγμα, σαν αίσθηση πέρα απ’ τις αισθήσεις σαν φως από ένα φεγγίτη ή από μια μυστική καταπακτή. Κι αυτές οι λέξεις από το μολύβι φτάνουν στον αναγνώστη άυλες. Κι έτσι, μια ξεχωριστή, μοναδική δική του στιγμή, γεννιέται το Ποίημα κι από το πηχτό σκοτάδι αναδύεται ως φως και ως θαύμα.
Τα πιο ωραία ποιήματα επομένως γράφονται χωρίς λέξεις, μια φλόγα είναι η ιστορία τους και τα μαγικά τους δευτερόλεπτα είναι το ρίγος της ζωής, ισόθεο με το δέος του θανάτου γι’ αυτό και «Φωτεινά παράθυρα», απ’ όπου μπορείς να κοιτάζεις «τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίζουν» (κι άλλες επιλογές ποιημάτων από τις δύο αυτές συλλογές του Τόλη Νικηφόρου και σχόλια για την ποίησή του – Art by Βεν goossens Lindsa
):  


ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (από τη συλλογή «Φωτεινά Παράθυρα»
το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια
που σε σφραγίζει
με πυρωμένο σίδερο
μικρό κι ανυπεράσπιστο

αν είσαι δυνατός κι επιβιώσεις
θα συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας βιβλία
μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω από το μπαλκόνι σου

αυτά κι ο έρωτας
θα σε οδηγήσουν
και ίσως κάνουν κάποτε
τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν

δεν μένει παρά να κοιτάξεις
το θηρίο στα μάτια
καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν υπάρχει

α] Εκ προοιμίου παιδιά σιωπηλών διαλόγων τα λόγια των ποιητών  «κόσμος παράξενος και μαγικός, ανεξιχνίαστος στο φως και στο σκοτάδι. Κόσμος εκστατικός, στο ελάχιστό του απέραντος»
«Ποιήτρια», με μια έννοια, είναι και η επιστήμη της Ιστορίας, αφού καταγράφοντας τα γεγονότα δίνει σ’ αυτά την οριστική εκείνη μορφή, με την οποία μπορεί πλέον να αναφέρεται κάποιος  σ’ αυτά.   Γεγονότα πραγματικά ή επινοημένα μπορεί να περιγράφει και η Ποίηση, εκείνο όμως που την ξεχωρίζει και την καθιστά Τέχνη ανώτερη, βρίσκεται στο γεγονός που κάνει τα συντελεσθέντα σε χρόνο παρελθόντα γεγονότα να ανακαλούνται με την Ποίηση ως κάτι ζωντανό που τώρα μπροστά στα μάτια μας συμβαίνει. Και ακόμη πιο πέρα η Ποίηση μπορεί να κάνει τις όποιες  παρελθούσες δραματικές εικόνες που γέννησαν το ποίημα, να συντελούνται  σε χρόνο παρόντα ακόμη πιο συγκλονιστικά. Η Ποίηση λοιπόν, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Αντώνης Φωστιέρης, με το να κατέχει την τελευταία λέξη εκεί που συναντιούνται το φως με το σκοτάδι, μεταβάλλει το γνωστό σε αβέβαιο, το δυσδιάκριτο σε παραμυθία παρηγορητική και την υπαρξιακή αγωνία σε απροσμέτρητο πλούτο. Κάπως έτσι εξηγείται και ο μαγικός κι ανεξιχνίαστος κόσμος της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου: «μέσα στο πράσινο και το βαθύ γαλάζιο, μέσα στο κόκκινο που κάποτε τον γέννησε και τον φωτίζει, να το που ξεπροβάλλει ντυμένο την ομίχλη τ’ όνειρο, να τη που αναδύεται μοσχοβολώντας φρέσκο χώμα η απουσία. Κι ο άνεμος με μυστικές φωνές και ξεχασμένες. Κόσμος παράξενος και μαγικός, ανεξιχνίαστος στο φως και το σκοτάδι του…». Σε έναν τέτοιο κόσμο, «εκστατικό, στο ελάχιστό του απέραντο», διδάσκονται «λέξεις σκληρές και ιδρωμένες» και ο ποιητής, ακόμα «και στα ογδόντα εφτά του χρόνια με τα ξερά του δάχτυλα και την πλημμυρισμένη του καρδιά» γράφει ποιήματα και «το θαύμα αστράφτει, γίνεται χνώτο, άγγιγμα, χαμόγελο αποκλειστικά δικό του». Διαφορετικά «αν δεν τσαπίσει τα χωράφια του θα πεθάνει»: 

ΠΥΚΝΟ ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»
στην έρημη πλατεία από νωρίς
λυσσομανάει ένας βαρδάρης απροσκύνητος
πυκνό βελούδινο σκοτάδι
σκοτάδι θηλυκό ανεξερεύνητο
στα τζάμια πέφτει τούφες –τούφες
η γειτονιά υποδέχεται βουβή
την άλλη όψη του ουρανού

την ώρα εκείνη που όλα ξεθωριάζουν
από τις χαραμάδες εισχωρούν
και διαγράφονται ολοκάθαρα οι σκιές
προφέρουν ήχους μυστικούς εκστατικούς
λόγια ανεπαίσθητα
στα έπιπλα τριγύρω απλώνουν
ένα άρωμα
ένα παλιό λησμονημένο χάδι

παράξενα που σβήνει τότε ο πόνος
παράξενα που λάμπει η μνήμη
παράξενα που η νύχτα αστράφτει
μες στο δικό της φως

β] Η Σιωπή των Λέξεων και ο στιγμιαίος ίλιγγος της αιωνιότητάς τους που διαρκεί όσο «ένας γαλάζιος άνεμος που ανάβει ξαφνικά τα φώτα του ουρανού»… και λόγια δειλά ψιθυρίζοντας «τα χρώματα… στα μάτια σου εξαίσια αστράφτουν πάλι και σε τυλίγουν μυστικά»
Οι άμεσες ή έμμεσες αναφορές των ποιητών σε θέματα γύρω από την ποίηση, το ποίημα ή τον ποιητή είναι μια υποχρεωτική πορεία που, θα έλεγε κανείς, ότι πρέπει να διασχίσουν όλοι τους στον πηγαιμό για την Ιθάκη. Αυτός ο μονόδρομος οδηγεί τους ποιητές στο διάλογο με την ίδια την τέχνη της ποίησης και, δυστυχώς ή ευτυχώς, το αποτέλεσμα είναι πολλαπλές ερμηνείες, διαφορετικές απόψεις και  μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, για την πεμπτουσία της ίδιας της ποιητικής πράξης! Η πολυπλοκότητα όμως στην εστίαση και την οπτική γωνία, από τη μια μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως η ποιητική δημιουργία δεν γεννιέται εν κενώ αλλά είναι μια συνεχής και αδιάλειπτη (ενδο)επικοινωνία και από την άλλη είναι η πιο αξιόπιστη μαρτυρία για την αλήθεια που όλοι, μυημένοι και μη, τελικά αντιλαμβάνονται: είναι αδύνατον να υπάρξει ποτέ μία και μόνη, οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση για το τι συνιστά την ποίηση, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή ή ποιοι μπορεί να είναι οι κανόνες συγγραφής και τα διακριτικά γνωρίσματα του ποιήματος. Και αυτή η αλήθεια είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, αυτό που κάνει την τέχνη της ποίησης να είναι «ο μαγικός εκείνος χώρος, στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό». Και οι ποιητές, γράφοντας και ξαναγράφοντας ποιήματα από τότε που υπάρχει ο κόσμος, ψάχνουν για το κλειδί προκειμένου να παραβιάσουν την ανοιχτή, (σύμφωνα με την ευφυή σύλληψη του Γιώργη Παυλόπουλου στα Αντικλείδια του) Πόρτα της Ποίησης. Κι η Ποίηση τους αποζημιώνει πλουσιοπάροχα, καθώς «γυρεύοντας το μυστικό να ανοίξουν την πόρτα της» προκύπτει αυτή η «ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια», που είναι τα ποιήματα. Έτσι, στην αέναη κι απεγνωσμένη αυτή αναζήτηση ερμηνείας, που δυνητικά θα καθιστούσε ορθάνοιχτη την πόρτα της ποίησης, παρακολουθούμε άλλοτε τον ποιητή ν’ αντιλαμβάνεται την ποίηση ως αντίδοτο κατά της φθοράς (Καβάφης), άλλοτε να υπηρετεί με πάθος ένα πρωτογενή λυρισμό (Πολυδούρη) μερικές φορές να πικραίνεται κιόλας που η ποίηση δεν ανατρέπει καθεστώτα (Αναγνωστάκης) αλλά ό,τι κι αν συμβαίνει, ο Ποιητής με το π κεφαλαίο, ως κληρονόμος πουλιών, έστω και με  σπασμένα τα φτερά του από τις κακουχίες των καιρών,  θα αίρεται πάντα πάνω από την πραγματικότητα και θα πετάει δείχνοντας το δρόμο για τον λίγο Ουρανό που όλοι μας έχουμε ανάγκη (Σαχτούρης). Τα αντικλείδια τώρα του Τόλη Νικηφόρου στις συλλογές «Το μυστικό Αλφάβητο» και «Φωτεινά Παράθυρα» είναι η απλότητα, η αλήθεια, ο έρωτας, το όνειρο και τα φωτεινά χρώματα της ζωής, με αυτήν ακριβώς τη σειρά έτσι όπως εξελικτικά προέρχονται το ένα μέσα από το άλλο: «ένα πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται/ κι αστράφτει μαγικά πάνω απ΄ τα κάστρα/ με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές/ σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό/ κι ύστερα χάνεται μες την ομίχλη/ ύστερα στροβιλίζεται και πέφτε/ πέφτει, σκαλώνει σκίζεται/ χάνει τα χρώματα και τα στολίδια του/ πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου». Τέτοιες είναι, απλές κι αληθινές οι εικόνες στο «Μυστικό Αλφάβητο» Γι’ αυτό κι ο Έρωτας φτάνει τα χρώματά του ως τον άλλο Ουρανό στα «Φωτεινά Παράθυρα»: «με της ψυχής το κόκκινο/ και το βαθύ γαλάζιο/ άνοιξε τους κρουνούς/ για να λουστείς/ στις λέξεις και το βλέμμα/ στις άκρες των δαχτύλων μου/ νίκησε τη φθορά/ το καθημερινό μας γκρίζο/ μετάγγισε στις φλέβες μας πνοή/ αγάπησέ με/ δεν έχω άλλο κλαδί να κρατηθώ/ άλλο ουρανό».  Η ποιητική αποκάλυψη του έρωτα «αναδεικνύει τη στιγμή του σε αιωνιότητα» και η «όασή του από απόρθητη στην έρημο» γίνεται «ηλεκτρική εκκένωση και τρέμουλο στα γόνατα». Έτσι, «τα πιο ωραία ποιήματα/ γράφονται χωρίς λέξεις/ οι πιο μεγάλοι έρωτες δεν γράφονται ποτέ» με λέξεις. Γιατί «οι πιο μεγάλοι έρωτες/ αθώοι ταυτόχρονα/ και καταχθόνιοι συνωμότες/ στο μισοσκόταδο θροΐζουν/ ανάσα ή άγγιγμα/ σε μια μεταξωτή κουρτίνα/ και χάδι σε βελούδινο κορμί/ τα μαγικά τους δευτερόλεπτα/ είναι το ρίγος της ζωής/ ισόθεο με το δέος του θανάτου». Το ενδιαφέρον είναι πως σ’ αυτή την ασπρόμαυρη έρημο των λέξεων γεννιούνται όνειρα και μάλιστα έγχρωμα. Η συνταγή είναι το Μυστικό Αλφάβητο και υλικά τα Φωτεινά Παράθυρα: «ματώνεις όλη μέρα στον τροχό/ σαν έρθουν τα βαθιά μεσάνυχτα/ βάφεις με αίμα/ κόκκινο έναν χαρταετό/ και τον υψώνεις με σπασμένα δάχτυλα/ στον ουρανό να λάμπει σαν αστέρι/ κάθεσαι στο παράθυρο μετά/ μακριά τον βλέπεις και δακρύζεις/ έτσι γεννιέται το όνειρο». Στην έρημο των λέξεων λοιπόν ευδοκιμεί η φαντασμαγορία του κόσμου των ονείρων: «ένας γρίφος θηλυκός/ ένα παράξενο σταυρόλεξο/ με κάθετα αναπάντητα ερωτήματα/ βελούδινα οριζόντια μονοπάτια/ που οδηγούν σε μυστικές καταπακτές/ και υγρά αδιέξοδα». Οπότε όντας το όνειρο του Έρωτα «Αίνιγμα και σαγήνη δέος πηγή της ύπαρξης και πεπρωμένο» επιτρέπει στα χρώματα «από τις μυστικές πηγές της μνήμης εκστατικά στα μάτια σου ν’ ανατέλλουν» και καθώς «λάμψεις, ήχοι βελούδινοι, φωνήεντα ενός άλλου κόσμου» αντηχούν, ακόμη κι ο Ουρανός «προσγειώνεται» απότομα γιατί «μόλις την είδε στ’ ανοιξιάτικο λιβάδι/ κατέβηκε αργά και μίκρυνε/ κι έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα»   

ΕΡΗΜΩΣΕ ΑΠΟΨΕ Η ΠΑΡΑΛΙΑ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»)
ερήμωσε απόψε η παραλία χωρίς ν’ ανθίζει ένα φως σο μαύρο χώμα τ’ ουρανού. κι έμειναν μόνα τους τα εφηβικά μας χρόνια να περιμένουν το πλοίο για την απέναντι ακτή. Λευκή το λένε πάντα ή Ευδοκία, αστράφτει τώρα μέσα στην ομίχλη, λες και είναι χάραμα, λες και είναι εξαίσιος ήχος μυστικός. και να που ακούγονται φωνές, τραγούδια στο κατάστρωμά του, και να που κόκκινα φορέματα ανεμίζουν, για μια στιγμή η νύχτα πλημμυρίζει φως. ερήμωσε απόψε η παραλία και μέσα στο ψιλόβροχο έμεινε μόνη της η επίκληση στους φανοστάτες, στα ξεχασμένα πρόσωπα η μάταιη, η αιώνια προσδοκία.

ΜΟΥΣΙΚΗ (από τη συλλογή «ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ»)
Το φόρεμα της όταν θροΐζει
όπως στον άνεμο ένα δάσος σκοτεινό

ο όνομά μου στη φωνή της
το χνώτο μου μες στο δικό μου χνώτο

τα γόνατά της καθώς τρέμουν
πριν απ’ το άνοιγμα και μισανοίγουν

το χέρι μου στην απαλή επιδερμίδα
καθώς αναζητάει κάθε ποτάμι μυστικό

ψίθυροι και πνιχτές φωνές
ένα μακρόσυρτο αχ που τρεμοσβήνει

και η απόλυτη σιγή, η έκσταση
μες στο πυκνό βελούδινο σκοτάδι

γ] Ο αισθητός κόσμος των ιδεών «μια λάμψη αχνή, μια θύμηση, μια γεύση από χαρτί και δάκρυ» «στη διάλεκτο της μοναξιάς» που δε σε γέλασε,  γιατί «διαβάζοντας το βαθύ γαλάζιο», «παλιές γραφές και θαύματα» ήδη θα το κατάλαβες στο Μυστικό Αλφάβητο Φωτεινά Παράθυρα τι σημαίνουν
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής του Τόλη Νικηφόρου «Το Μυστικό Αλφάβητο» ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως χάνει τον περίγυρο της δύσκολης πραγματικότητας καθώς τα γράμματα αυτού του μυστικού αλφάβητου διαλαλούν την προσδοκία, την ομορφιά και αναπέμπουν αισιοδοξία, καθώς ακόμα και το πυκνό σκοτάδι παραμένει βελούδινο, ενώ ο παρατατικός χρόνος, αυτός που ζήσαμε κι απλώς παρήλθε διατηρεί την μαγική λάμψη της μνήμης του Έρωτα: «χάθηκε η πόλη μες στα φώτα της κι έπλεε η βάρκα στ’ ανοιχτά. Χαμογελούσε εκείνη με το πιο βαθύ της θάλασσας. Άρχισε τότε η νύχτα να προφέρει λέξεις μυστικές, ηδονικές, άρχισε να χιονίζει ο ουρανός κόκκινα και γαλάζια ξέφτια στα μαλλιά της. Έμεινε εικόνος θαμπωμένος και η στιγμή ανάμεσά τους εκστατική για πάντα» (ΕΡΩΤΑΣ, 2) 

Πολύχρωμοι λυτρωτικοί δοξαστικοί μουσικοί στίχοι-φράσεις: «κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα,! το απέραντο γαλάζιο,! να περπατάς ανάλαφρα σαν μακρινό τραγούδι κι όλα ν' ανθίζουν γύρω σου μες στον μπαχτσέ το σούρουπο,! τα χρώματα που χάθηκαν στα μάτια σου εξαίσια να αστράφτουν πάλι,! κι έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα,! εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ' ουρανού, που τοποθετούνται με ακρίβεια αισθήματος υμνώντας το θαύμα της φύσης-ζωής»

Ίσως η πιο αισιόδοξη απορία, η πλέον διάφανη ομίχλη, η πιο συντροφευμένη μοναξιά, ο πλέον ανώδυνος φόβος, η πιο καθησυχαστική εναγώνια αναζήτηση της ανθρώπινης πορείας μέσα στην αβεβαιότητα του θανάτου: «με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος/ με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως/ πριν απ' το φως/ πέρα απ' το φως».
Μια ποίηση, μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης, που υπονοεί αλλά και τραγουδιέται, με μυστικές φωνές

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΧ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»)
λευκές καμπύλες απαλές πάνω στο σκούρο
μια χώρα μαγική, ουτοπική
που εκτείνεται σε θαμπωμένα μάτια
άγνωστη σε κάθε λόχμη και κρυψώνα της
με το γυμνό και το βελούδινο
ακόμη ανεξερεύνητο

ψηλά μια τούφα καστανά μαλλιά
στα μαξιλάια βυθισμένα
κι ως κάτω ανεπαίσθητο
ένα σκίρτημα
μια λάμψη υγρή μελωδική
που στην επιδερμίδα αχνά λικνίζεται

όλα είναι απλά και ηδονικά
όλα είναι δέος
από τα γόνατα ως τους ώμους
κι ως το εξαίσιο τόξο του λαιμού
ως το πυκνό σκοτάδι στην ανάσα της
που ψιθυρίζει λέξεις μυστικές

βαθύσκιο πρόσωπο εκστατικό
μεσα στο αχ και μέσα στο όνειρο

κι ο ΑΠΟΗΧΟΣ: Οι λέξεις επιστρέφουν «σαν μελωδία με θαύματα από χώμα κι ουρανό» σαν  «ένα όνειρο που διαφεύγει από τη λήθη» σαν «μια λάμψη στο μαύρο χώμα τ’ ουρανού»
Έχοντας διαβάσει πολλές φορές το Μυστικό Αλφάβτητο και τα Φωτεινά Παράθυρα, αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο χάος των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά μου, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την  αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:    

 «στιγμές παράξενα μαγευτικές/ παράξενα από το χθες εφηβικές/ καθώς στα μάτια σου/ η μνήμη αστράφτει (ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ) κι εγώ ρίγος αιχμάλωτο… έκθαμβος μελετώ/ παλιές γραφές και θαύματα/ αναζητώ τον μυστικό ορίζοντα/ όπου ελλοχεύει η μοίρα (ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ) φωτεινά παράθυρα από τον ουρανό στην παγωμένη ερημιά του δρόμου προβάλλουν σκόρπια εκεί ψηλά και μες στη νύχτα εκπέμπουν ένα χάδι απρόσιτο (ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ) ποια είναι η γλώσσα που μιλάει το φώς πέρα απ’ τις λέξεις; ένα ποίημα γυμνό εμπρηστικό κόκκινο επιφώνημα της φλόγας ή της αστραπής (ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ) ανοίγει ο μυστικός κρουνός κι απλώνεται, σκορπίζει ακούγεται παντού η μουσική… άγγιξε, φίλησέ με, νύχτα πάλι να γίνουμε ένα, αγέννητο ένα και παντοτινό… όταν σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι χωράει η θάλασσα, στα μάτια σου ο ουρανός και στην καρδιά το πεπρωμένο… κοιτάζω εκστατικά τα μυστικά και θαύματα ηδονικά διαβάζω λέξη-λέξη το αιώνιο παραμύθι της ζωής κι εγώ ταγμένος να προσθέτω μια φράση εδώ ένα στίχο παρακάτω σαν έτσι α εξορκίζω τον πόνο και τον θάνατο (ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ)


Ποίηση, η θλίψη από την παιδική καρδιά του κόσμου, μια θλίψη τελεσίδικη μέσα στο φως

Γράφω για να τηρήσω μια εσωτερική εντολή και ελάχιστα αντιλαμβάνομαι το τί, το πώς, και το γιατί. Συχνά  έχω την αίσθηση ότι απλώς καταχωρώ  όσα μου υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας, ότι δεν είμαι παρά ο πρώτος αναγνώστης των βιβλίων μου. Στην πρωταρχική ανάγκη της έκφρασης δίνω διέξοδο, όπως οι μακρινοί μας πρόγονοι, μόνος με τον εαυτό μου στη σύγχρονη σπηλιά μου. Με τον ιστότοπο ίσως να ικανοποιήσω σε μεγαλύτερο βαθμό και την αμέσως επόμενη, την ανάγκη της επικοινωνίας. [Τόλης Νικηφόρου]

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Φωτεινά Παράθυρα» του Τόλη Νικηφόρου

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Το μυστικό αλφάβητο» του Τόλη Νικηφόρου

Κλεφτές ματιές στα «Φωτεινά παράθυρα» του Τόλη Νικηφόρου από τη Τζούλια Φορτούνη:
Και ποια μυστική δύναμη σπέρνει και καλλιεργεί αυτά τα αναβλήστήματα της  ψυχής;  Ρωτάω τον ποιητή. «Για λίγο σήκωσε πέρα μακριά τα ήρεμά του μάτια, αν  δεν τσαπίσω θα πεθάνω είπε απλά.»
Έτσι το ποίημα γεννιέται και μεγαλώνει. Παίρνει μαθήματα. Το πιο σπουδαίο, το  Άλφα της Αγάπης. Αλλά κι εκείνο της Απώλειας. Δυναμώνει, επιβιώνει, προχωράει  σε ανώτερες σπουδές, αλλά πάντα το Άλφα το καθορίζει. Είναι αυτό που σιγά σιγά  μετουσιώνεται σε Αθωότητα. Αλλά και τ’ άλλα γράμματα το διαμορφώνουν. Το «ε» του Έρωτα. Το «φ» της Φύσης κι εκείνο το απειλητικό θηρίο «Μη» της Ματαιότητας. Το «π» της πατρίδας, Το «ρ» του ρίγους και του ουρανού. Το «χ» του Χρέους στον πάνω κόσμο, το παγερό «θ» του θανάτου»…
Όμως το ποίημα αλλάζει φυσική κατάσταση. «Πλανιέται τώρα μέσα στο πλήθος, γίνεται χνώτο, άγγιγμα,  χαμόγελο αποκλειστικά δικό σου.» Ένα ποίημα δώρο. Ένα θαύμα που αστράφτει.  Κι ο ποιητής μέσα από το θαμπό παράθυρο εκλιπαρεί «το κάτι εκείνο που δεν παραδίδεται : «αγάπησέ με, δεν έχω άλλο κλαδί να κρατηθώ, άλλον ουρανό».
Και «η απόλυτη σιγή, ή έκσταση, μες σε πυκνό βελούδινο σκοτάδι» κυοφορεί νέες κραυγές, νέα ποιήματα, αφού «οι μεγάλοι έρωτες δεν γράφονται ποτέ», αλλά δραπετεύουν, πλανιόνται «κόκκινα σύννεφα στον ουρανό».
Κι ύστερα πλησιάζουν οι σκιές. Πλαισιωμένες κι αυτές με το δικό τους ανέσπερο φως:  «μια αγαθή σκιά ήταν η γιαγιά μου, ένας ψίθυρος, όπως το φως του πρωινού, δειλά σαν μπαίνει από τις χαραμάδες.

Και μια απόκοσμη μουσική: «ίσως νάναι αυτοί που αγάπησα που αναδύονται στο φως σαν μελωδία, διάφανη, μαγευτική, εκστατική μέσα στον πόνο» Ο πατέρας, η μητέρα. Εδώ το ποίημα γίνεται χάδι που μας αγγίζει με την αβάσταχτη ελαφρότητα της μνήμης
Η αρχή πάντα είναι ένα ερώτημα. Κι εδώ είναι προφανές: Πώς το σκοτάδι γίνεται φως; Γιατί δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο που η λέξη «φως» είναι η πιο συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη συνολικά στην ποίηση του Τόλη. Και πώς το φως αυτό  εισβάλει από το παράθυρο; Και δεν είναι μόνο η εικόνα και οι χίλιες λέξεις της.
Είναι και ο κρότος που κάνει το παράθυρο όταν ανοίγει ορμητικά για να υποδεχτεί τη νέα μέρα. Και είναι και άλλοι ήχοι. Του δάσους ή της θάλασσας, ή της γειτονιάς στην πλατεία Δικαστηρίων. : «όλα είναι σπίτι, φίλοι, γειτονιά, το αύριο είναι τώρα κι όλα είναι ο φως». Πώς λιώνει έτσι ο χρόνος σε τούτη την πλατεία, σαν τα ρολόγια του Νταλί οι μνήμες χυμένες πάνω στα μάρμαρα. Και η μια εικόνα, ένας πίνακας γεννάει άλλες, ατέλειωτες και η ιστορία που αρχίνησα να πω γίνεται συνεχώς ρευστή και απρόβλεπτη, όπως και τα ποιήματα…
Σίγουρα, όπως λέει και ο ποιητής τα ποιήματα επιλέγουν το δικό τους χρόνο για να γεννηθούν, αλλά και τα παράθυρα ανοίγουν ξαφνικά διάπλατα. Και τι άλλο είναι το φως που αλώνει το σκοτάδι, παρά ή ίδια η ποίηση, που βρίσκει εκείνη τη ρωγμή, τη χαραμάδα και διαχέεται στα σκοτάδια της ψυχής και του μυαλού; Είναι η στιγμή

που το ποίημα γεννιέται με «εκείνες τις σκληρές τις ιδρωμένες λέξεις».
Ύστερα το ποίημα-φως ενηλικιώνεται παραμένοντας όμως  στο βάθος πάντα παιδί. Που πάντα θα παίζει με τους βόλους του στο πολύχρωμο χαλί και πάντα θα ανοίγει ερμητικά το παράθυρο στον κόσμο…
Και αν τις νύχτες οι ποιητές κλαίνε βουβά μέσα στο πιο πηχτό «αδιαπέραστο , λυτρωτικό σκοτάδι» είναι γιατί κάθε ποίημα που θα γεννηθεί  θα είναι κι ένα φως βγαλμένο για να λάμψει εκθαμβωτικά… «Ένα φως εξόριστο, πηγή της ύπαρξής μας και της πατρίδας μας.» Είναι επώδυνος ο τοκετός αυτός «να φλέγομαι ταγμένος, να φλέγομαι και να ονειρεύομαι με όλες τις αισθήσεις μου, με την ψυχή μου
Γιατί έτσι μόνο «Θα ναι δικός μας  αύριο ο κόσμος»


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, µεταφραστής -διερµηνέας και αναλυτής συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Μετά το τέλος της δικτατορίας, επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελµα του µελετητή-συµβούλου οργάνωσης επιχειρήσεων έως το 1999.Τακτικός συνεργάτης του περιοδικού "Νέα Πορεία" από τα µέσα της δεκαετίας του '70, διετέλεσε επίσης αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραµµάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης ενώ υπήρξε και µέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα, "Οι άταφοι". Από τις εκδόσεις της "Νέας Πορείας" έχουν κυκλοφορήσει µεταξύ άλλων οι ποιητικές του συλλογές "Το διπλό άλφα της αγάπης" (1994, επανέκδ. Παρατηρητής, 2002), "Χώμα στον ουρανό" (1998), "Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο" (1999), "Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται" (2002),"Ο πλοηγός του απείρου" (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήµατα 1966-2002, 2004), τα διηγήµατα "Εγνατία οδός" (1973), "Τα µάτια του πάνθηρα" (1996), "Νόστος" (2000), και το µυθιστόρηµα "Η γοητεία των δευτερολέπτων" (2001). Από τις εκδόσεις του περιοδικού "Μανδραγόρας" έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή "Μυστικά και θαύματα: ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας" (2007), και από τις εκδόσεις "Νεφέλη" τα μυθιστορήματα "Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα" (2005), "Η εξαίσια ηδονή του βιασμού" (2006), "'Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου" (2009) καθώς και η συλλογή διηγημάτων "Ο δρόμος για την Ουρανούπολη" (2008), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, από κοινού με το "Οριζόντιο ύψος" του Αργύρη Χιόνη. Έχει επίσης συγγράψει παραµύθια για µεγάλους. Ποιήµατά του έχουν µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ:

Το ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ, η πρώτη ποιητική συλλογή της Τζούλιας Φορτούνη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ το 2013. Προμετωπίδα της συλλογής ο αφορισμός του Σαχτούρη «κάτι επικίνδυνα κομμάτια είναι η ψυχή μου που έκοψε με τα δόντια του ο Θεός... Εγώ δεν τα πουλώ», που ίσως να προϊδεάζει για τις φιλοδοξίες και τις  λυρικές διαθέσεις της ποιήτριας για την οποία  «με χαρτί και με μολύβι» ..... «κάθε ποίημα είναι ένα ταξίδι» και το ακολουθεί κατά γράμμα αφαιρώντας από τις λέξεις -ρέουσες πάντα- τ' αγκάθια- σύμφωνα για να «βαδίζει με γυμνά πόδια στα χαμόκλαδα»  της έμπνευσής της «από το «α» έως το «χ»: Πάντα μ' ακολουθούσαν οι φωτοσκιάσεις. Μου άρεσε να κοιτάζω τα βιβλία  στο τρεμάμενο φως της φωτιάς. Να παρακολουθώ το χοροπηδητό των γραμμάτων. Ώσπου έβλεπα μόνο παλμικές γραμμές. Το καρδιογράφημά τους. Ύστερα έκλεινα τα μάτια μου κι οι γραμμές γίνονταν αχνές καμπύλες κι εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μικρές ανεπαίσθητες κουκίδες. Πού πήγαιναν τα γράμματα; Ποια ακατανόητη λέξη τα ρουφούσε; Τότε ήταν που άνοιγε απότομα το φως. Τα μάτια μου θάμπωναν κι όλα τα χαμένα γράμματα ξεχύνονταν από τα μάτια μου. Πλημμύριζαν το χώρο, την κουζίνα, το στρογγυλό τραπέζι, το α πάνω στην αλατιέρα, το β στο βάζο με τις ελιές, το γ στο γουδοχέρι της γιαγιάς , το δ στη δαντέλα του εργόχειρου πάνω από το τζάκι. Και το ξ, εκείνο το ξ το ατίθασο στα ξύλα του δάσους που καίγονταν, μαζί με το χ του χειμώνα. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πώς έμαθα να διαβάζω. Εκεί στο χ όμως σταματούσα. Ήταν το χιόνι έξω μια κόλλα λευκό χαρτί. Με προκαλούσε μόνο να γράψω. [παρουσίαση ποιητικής συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ Τζούλιας Φορτούνη με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα με ΚΛΙΚ στο σύνδεσμο παραπάνω]




α] ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΠΑΙΔΙΑ ΣΙΩΠΗΛΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ:
Αν ρωτούσαμε την Κική Δημουλά «τι είναι η ποίηση» θα μας έλεγε να ρωτήσουμε τη σοφή την άγνοια. Γιατί η ίδια γράφοντας ποιήματα ξέρει την ποίηση ως «ένα δαίμονα που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο» Μπορεί όμως, μας λέει η Κική Δημουλά, να είναι «κι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων, που υποφέρουν μέσα μας είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα. Γιατί ΠΟΙΗΣΗ είναι η διπλή ζωή των λέξεων. Κάθε τόσο εγκαταλείπουν τη μετριότητα της χρήσης τους και ακολουθώντας δυσανάγνωστους χάρτες, που χάραξε ανώνυμη ανησυχία, ψάχνουν, σκάβουν να βρουν φλέβες χρυσού λυτρωτικού ρόλου». Αν είναι έτσι τα πράγματα, πώς γράφεται ένα ποίημα; Η Κική Δημουλά απαντά απερίφραστα: «με τόσους τρόπους όσοι και οι ποιητές του κόσμου». «Τώρα, πώς γράφεται ένα καλό ποίημα, ε αυτό πια πραγματικά μόνον ένας Θεός το ξέρει. Πάντως με σκληρή δουλειά και εσωτερικές αιμορραγίες. Με άγρυπνη τη δυσπιστία του ποιητή απέναντι σ’ αυτό που γράφει…»
Δεν χρειάζεται να κάνουμε τις ίδιες ερωτήσεις και στη Τζούλια Φορτούνη. Γιατί βρίσκουμε έτοιμες τις απαντήσεις στους στίχους των ποιημάτων της πρώτης της συλλογής.  Το χιόνι είναι το λευκό χαρτί που σε προκαλεί να το γράψεις. Έτσι, η «πρόκληση» είναι το αρχικό ερέθισμα, με το οποίο αρχίζει να ξετυλίγεται η «συνταγή»  για τη θεία διαδικασία της «καιόμενης βάτου»,  για την περιπέτεια της σύνθεσης του ποιήματος. Από την αρχή, λοιπόν, μας προειδοποιεί ότι πρόκειται να ακολουθήσει κατά γράμμα την (έτοιμη; μυστική;) συνταγή: «πώς γράφει κανείς ένα ποίημα/ Πώς ξανοίγεται με απλωτές στα άπατα/ Σε ποιους βυθούς ξεχνιέται/ Και τι ανάσες παίρνει ν’ αναδυθεί…».   Σ' όλα σχεδόν τα ποιήματα της πρώτης αυτής δοκιμασίας, από τους τίτλους ως τις λεπτομέρειες-στίχους  είναι εμφανή τα σημάδια της πορείας. Ας τα ακολουθήσουμε. Πρώτο υλικό είναι το χαρτί και το μολύβι. Στην ποιήτρια, βέβαια, δεν αρέσουν «οι συμμετρίες/ τα ολοστρόγγυλα γράμματα/ οι άρτιοι αριθμοί/ τα περιγράμματα των σχημάτων/ των υλικών οι ακριβείς αναλογίες» γιατί ίσως από ένστικτο ξέρει πως πολύτιμο υλικό στην ποίηση είναι όλα «αυτά που ανατρέπουν/ που δραπετεύουν/ τα μισά/ τα ατελή/ τα αδιαμόρφωτα» Παραδείγματος χάριν: «μια αστραπή που σχίζει τον καθαρό ορίζοντα/ μια πεταλούδα το χειμώνα/ μια ρωγμή στον καθρέφτη/ μια φέτα στο θολό φεγγάρι του Αυγούστου» και φυσικά «το χέρι μέσα στο δικό σου/ τα μικρά μου δάχτυλα/ όταν ναυαγούν στην παλάμη σου» «Με χαρτί και με μολύβι» λοιπόν που είναι κι ο τίτλος του 2ου ποιήματος της συλλογής:
προσωρινές μοιάζουν οι λέξεις
καμαρώνουν στα παράθυρα
κούκλες σε βιτρίνες αγοράς
ποιήματα χωρίς ορίζοντα
χωρίς αφή και μνήμη
γεννιούνται και πεθαίνουν
στα πλήκτρα μιας στιγμής
εμφανίζονται
και πάλι χάνονται
στα πίξελ της οθόνης

νοσταλγώ εκείνο τον καιρό
επάνω σε χαρτοπετσέτες
να γράφονται τα ποιήματα
ή σε βαρκούλες κόκκινες

οι λέξεις να επιστρέφουν
με τσακισμένα ακρόπρωρα
από του κόσμου τον διάπλου
παντοτινά δικές μας
με το άρωμα του ταξιδιού
σε παλιά μπικ
ή κοινά μολύβια
Κάθε ποίημα που περιέχεται στο «ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ» είναι ένα ταξίδι με προορισμό την ίδια τη δημιουργία του ποιήματος. «Κάθε ποίημα είναι ένα ταξίδι» είναι και ο τίτλος του επόμενου ποιήματος, στους στίχους του οποίου κρύβονται κι άλλες λεπτομέρειες της ποιητικής δημιουργίας: αποσκευές ενός τέτοιου ταξιδιού είναι βέβαια «όλες οι λέξεις» και μέσα στις αποσκευές αυτές «ακονισμένες καλά οι σκέψεις, οι κραυγές και οι σιωπές τους». Προορισμός του ταξιδιού, «η αμφίσημη ενδοχώρα» του ίδιου του ποιήματος όπου σε περιμένουν «συναντήσεις αναπάντεχες». Το πιο σημαντικό όμως είναι πως, άπαξ και μπήκες σ’ αυτό τον πηγαιμό για τη νοσταλγία, «δεν έχει μονοπάτι να ξεφύγεις όσο κι αν θέλεις να γυρίσεις», εκτός κι αν νόστιμον ήμαρ είναι η παιδική ηλικία, στην οποία φαίνεται πως επιστρέφει γράφοντας ποιήματα η Τζούλια Φορτούνη:  «γράφοντας ποιήματα...  αναζητώ ένα στίχο/ ένα φως… να με ταξιδέψει πέρα από την άνυδρη σιωπή/ στα ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος… με μια επίκληση πολυσύλλαβη/ ν’ ανοίγω ρωγμές στο σκοτάδι… να προκαλώ πλημμυρίδα λέξεων, άμπωτη αποσιωπητικών/ πάντα εκεί να γυρίζω/ με μια αρμαθιά δισταγμών/ να στέκομαι δακρυσμένη/ στη σκουριασμένη πόρτα της μνήμης (τι πιο ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ;) Πόσα χρόνια, και μέρες και νύχτες για να ανταμώσεις το ποίημα, πόσα κομμάτια χαρτιού να σκίσεις για ένα μόνο στίχο που θα βρει το στόχο του; Επί χάρτου:
και τις νύχτες
όλο χάραζα πορείες
με μαρκαδόρο
σ’ ένα χάρτη που σκέπαζε
το μουχλιασμένο τοίχο

για κείνο το τροπικό νησί
στη μέση των ματιών σου
άφηνα το φοιτητικό δωμάτιο

πόσα χρόνια ταξίδευα
ως εδώ να σ’ ανταμώσω
πόσα κομμάτια χαρτιού
έσκισα για να σε κλείσω
για πάντα σε ένα μόνο στίχο

πώς μα ταυτιστεί
κανείς με τη ζωή του
πώς με κόκκινο μελάνι να ορίσει
της μοίρας τη μοναδική διαδρομή

γιατί εσύ που ήσουν πάντα εκεί
αναχώρηση κι άφιξη μαζί
με μια βαλίτσα λύπης
κι ένα εισιτήριο σκισμένο
χωρίς επιστροφή
γιατί εσύ που πάντα λείπεις
το χέρι μου κρατούσες τρυφερά
στο χάρτη πλοηγούσες
όλα μου τα ταξίδια
εκείνα τα πλάνα
τ’ απελπισμένα
τα νυχτερινά

β] Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ και ο ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΙΛΙΓΓΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ (που διαρκεί όσο «μια αστραπή που σκίζει τον καθαρό ορίζοντα»)
Κοινός τόπος η αγωνία των ποιητών για την έκβαση της δουλειάς τους, για το βάθος της επικοινωνίας με τον αναγνώστη, για την ουσία του τελικού εγχειρήματος. Τι θα λέει κάποιος (π.χ. ο αναγνώστης…) που βρίσκεται πάνω κι έξω από αυτή την καταβύθιση στο πέλαγος των λέξεων και, ίσως διαβάζοντας το ποίημα, να διαβλέπει την αγωνία και να αναρωτιέται μήπως «… πνίγεται κάποιος ή (μήπως) ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς». Την ειρωνεία αυτή και τον αυτοσαρκασμό για την έντονη ανησυχία που προκαλεί στους άλλους η όλη ψυχολογική κατάσταση του δημιουργού, τη συναντάμε στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, όπου ο Γιάννης Ρίτσος βάζει τη γυναίκα-ηρωίδα του να φτάνει στο βάθος της ψυχής της για να ανακαλύψει την αιτία του «πνιγμού» της: «Τούτο το σπίτι με πνίγει/ Μάλιστα η κουζίνα/ είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν/ σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών/ τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες/ φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα/ δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια- ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι-  και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν/ και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες/ κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες/ τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;». Η κατάδυση στο βυθό που είναι κατάδυση στη μνήμη, στο παρελθόν βίωμα και, αν μιλήσουμε με όρους ψυχολογικούς, στο υποσυνείδητο, γίνεται με μεταφορές και εικόνες από τον υποθαλάσσιο κόσμο, στο Ρίτσο. Στο Φυσικό Αντίδοτο έχουμε εξίσου δυνατές εικόνες που ανακυκλώνουν την ίδια αγωνία: «θα γράφω τις νύχτες δίχως μελάνι μες στις κραυγές αυτού του κόσμου… θα γράφω τις νύχτες σ’ ένα ξέφωτο κοντά σε μια πηγή που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό και θα μαζεύονται κοντά μου όλες οι λέξεις όλα τ’ αγρίμια… θα γράφω τις νύχτες… (και) γύρω μου χιλιάδες ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν την αιωνιότητα…». Και η μεν Φορτούνη με διάμεσο τη μητέρα της ονειρεύεται ως ποιήτρια να «δίνει πάντα όσα ποτέ δεν πήρε» και, ακόμη, θα ήθελε όπως η μητέρα της «να δίνει πάντα όσα ποτέ δεν ζήτησε». Για να βρεθεί κάπου κάποτε «ένα ποίημα, ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα, μια γέφυρα από λέξεις και εικόνες μικρή αλέα να περπατήσουμε μαζί ένα παγκάκι μες στις ανεμώνες». Κάπως έτσι και η ηρωίδα του Ρίστου, αφού πρώτα ανακαλύπτει στο βάθος του «πνιγμού της» τους πολύτιμους θησαυρούς των ναυαγισμένων πλοίων, δηλαδή το υλικό από τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν αλλά τώρα είναι η πρώτη ύλη για μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας που δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ποίηση, κάνοντας αυτό τον απολογισμό καταλήγει σ’ έναν τελικό προβληματισμό για την ίδια τη λειτουργία της ποίησης για τον αντίκτυπό της στους γύρω μας. Μπορεί οι εμπειρίες των ποιητών να είναι αποτυχημένες, στον απολογισμό της ζωής όμως γίνονται πολύτιμο υλικό μνήμης. Το πρόβλημα είναι στο αποτέλεσμα, για το ποίο πάντα θα πλανάται μια γόνιμη αμφιβολία:  «μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – τα δώρα της ποίησης – όχι τα δίνω, μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν- πάντως εγώ τα δίνω»      
Κι αφού «κάθε ποίημα είναι ένα ταξίδι» και μάλιστα χωρίς επιστροφή, δικαιολογημένη η εξωτερίκευση της ανάγκης να προσδιοριστούν τα μέσα του ταξιδιού για να βρεθεί η ουσία του τελικού εγχειρήματος. Ενδεικτικοί τίτλοι, στίχοι και ποιήματα που καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της συλλογής: από το ‘α’ ως το ‘χ’(σελ. 9), με χαρτί και με μολύβι (σελ. 10), θα γράφω τις νύχτες (σελ. 14), όχι δεν γράφω ποιήματα/ απλώς αρχίζω  μια ιστορία απ’ τη μέση/ γιατί κάθε αρχή έχει το τέλος της («in media res”, σελ. 13), ζούμε σ’ ένα παράξενο ενυδρείο/ γεμάτο λέξεις χρυσόψαρα/ που πηγαινοέρχονται/ μας μιλούν και μας χαιρετούν («επικινδύνως» σελ. 50). Ακόμη και ο τίτλος της συλλογής «Φυσικό αντίδοτο», υποδηλώνει το ποιητικό μέσον που χρησιμοποιείται ως αντίδοτο για να καθαρίσει τη ζωή, να κάνει πιο ανθρώπινη «την αλήθεια που θρυμματίζεται σε χιλιάδες ψέματα». Ο τίτλος όμως της συλλογής, που διευκρινίζεται στις λεπτομέρειες και στα ρητορικά ερωτήματα της συνταγής που ακολουθεί κατά γράμμα η ποιήτρια  στο ομότιτλο ποίημα και ειδικά η αποστροφή της «Πώς το φαρμάκι γίνεται φάρμακο/ Πώς η ζωή μας καθαρίζει/ Πώς το δηλητήριο/ Εξουδετερώνεται/ Με ποιο φυσικό αντίδοτο;» φαίνεται πως συνδιαλέγονται με τους ομόλογους προβληματισμούς του Νίκου Καρούζου, ο οποίος, έχοντας σαν ερέθισμα τη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομαγηνη 595 μ.Χ», το ποίημα του Καβάφη δηλαδή για την τέχνη της ποίησης που «ξέρει από φάρμακα για πληγές από φρικτό μαχαίρι», αναρωτιέται για τη φύση και την ουσία των ποιημάτων: «είναι πληγώματα, είναι ομοιώματα, φενάκη, φρεναπάτη; Φρενάρισμα ίσως; ταραχώδη κύματα; Τι είναι (τέλος πάντων) τα ποιήματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα, είναι σκαψίματα; Είναι ιώδιο, είναι φάρμακα; είναι γάζες επίδεσμοι, παρηγόρια ή διαλείμματα; Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα. Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης» (Νίκος Καρούζος, Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος). Στον Καβάφη η τέχνη της ποίησης «ξέρει από φάρμακα, από δοκιμές νάρκης του άλγους» και γι’ αυτό «κάμνει να μη νιώθεται η πληγή» από το φρικτό μαχαίρι του χρόνου, για τον Καρούζο, όμως, «ποίηση είναι να τα οδηγήσεις όλα στη σιωπή. Ποίηση είναι να φτάσεις να γίνεις ο σιωπών λέγων, ο λέγων δια της σιωπής, ο σιωπών δια του λόγου, διότι πρέπει να πείσεις πάντα το τίποτε. Το τίποτε το εκφράζει η σιγή, σιγή είναι όλα». Γι’ αυτό και τελικά ονομάζει τα ποιήματα ΕΝΘΥΜΙΑ ΦΡΙΚΗΣ. Για τη Τζούλια Φορτούνη είναι Φυσικό Αντίδοτο η ποίηση που κάνει το φαρμάκι φάρμακο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο της ζωής. Εύγλωττο εξάλλου είναι και το έργο εξωφύλλου του Σωτήρη Σόρογκα: Από ένα τοπίο όπου κυριαρχεί η πέτρα, ξεπροβάλει κι ανοίγει τα πέταλά της η παπαρούνα της Ποίησης για να μας δελεάσει με την ομορφιά της αλλά και με το φαρμακευτικό της όπιο. Ωστόσο, στη συνέχεια και αρχίζοντας από τη μέση τώρα μας εξομολογείται η ποιήτρια:
όχι δεν γράφω ποιήματα
απλώς αρχίζω μια ιστορία από τη μέση
γιατί κάθε αρχή έχει το τέλος της
η μέση όμως πάντα διαφεύγει
ξεχνιέται στην πορεία

γίνεται κύκνος
που αρνείται να τραγουδήσει

γίνεται λυγμός
και κρύβεται στα νούφαρα

πόνος βουβός
κι εξατμίζεται απ’ την επιφάνεια

σύννεφο που βρέχει
ασταμάτητα εντός μου [in medias res]
Μέσα από λέξεις-συναισθήματα, εικόνες-φόβους, περιγραφές-ελπίδας, την πρώτη ύλη της ποίησης δηλαδή, ο χρόνος, οι εποχές και τα όνειρα έρχονται να φωτιστούν ποιητικά δηλαδή υπαρξιακά/ερωτικά κι ανθρώπινα. Στην πορεία βέβαια προς την (αυτό)πραγμάτωση του ποιήματος πολλά είναι τα εμπόδια και οι δυσκολίες, οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, που όχι μόνο δεν πρέπει να φοβηθεί ο ποιητής, αλλά, βάζοντας το δάχτυλο στον τύπο των ήλων, με κάθε μέσο να υπερκεράσει: «ήρθε η ώρα να σπάσω τούτον τον καθρέφτη/ να βάλω το χέρι μου ανάμεσα στα θραύσματα/ ν’ αγγίξω το αίμα στα ματωμένα παπούτσια/ να πατήσω τη σκανδάλη της ανυπαρξίας/ τον ιδρώτα στο μέτωπο, τη σκόνη από τα ερείπια/ επιτέλους στα χείλη μου να φέρω… ήρθε η ώρα να σπάσω τούτον τον καθρέφτη/ να βάλω το χέρι μου γενναία/ ανάμεσα στα είδωλα/ το παγιδευμένο φως να ελευθερώσω/ και να γράψω («Καθρέφτης, σελ. 15). Η Τζούλια Φορτούνη γράφει το ποίημα «Κάποτε» «Επί χάρτου», για «να δούμε… μαζί μια δύση και μια ανατολή», γράφει το ποίημα «για κείνο το τροπικό νησί στη μέση των ματιών σου», γράφει το ποίημα «Μυστικό Δείπνο» «Φυσική ιστορία» «Στο δάσος» «θηράματα μιας χίμαιρας που έχει παγιδεύσει ο χρόνος και είναι πια αδύναμα να εμποδίσουν τη σαρκοφαγία του τέλους». Και οι δυνατές εικόνες της αφήγησης διαδέχονται η μία την άλλη: «μια πασχαλίτσα μόνο περιφέρει αμήχανα την κόκκινη υποψία της επάνω στ λευκό τραπεζομάντηλο» με μια μελαγχολία τόσο ταιριαστή με τη νοσταλγία: «τα χέρια σου έχουν το σχήμα των φθινοπωρινών φύλλων/ ένας μικρός δρυοκολάπτης παίζει με το γέλιο σου… και μια αλεπού χτενίζει ανέμελα την κόκκινη ουρά της/ και είναι μια συνηθισμένη μέρα/ φθινοπωρινή…» αυτή η Θαλασσογραφία:
Το πλάνο μακρινό
Τραπεζάκι δίπλα στο κύμα
Εκείνος συμπαγής
Εκείνη διάφανη
Απέναντι έτσι όπως κάθονται
«τόσο ταιριαστοί σαν τελείως άγνωστοι»
Ορίζουν τη θαλασσογραφία

Ανάμεσά τους στρογγυλό
-που με φεγγάρι μοιάζει-

Το κενό
Που απαιτεί μια έκρηξη
γ] Ο ΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ «χιλιάδες ουράνια τόξα που εκλιπαρούν την αιωνιότητα» και μας ταξιδεύουν με  «ένα στίχο, ένα φως –ένα μονόξυλο- πέρα από την άνυδρη σιωπή στα ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος»
Γίνεται ΖΩΗ δίχως ΟΝΕΙΡΑ; Δίχως ΜΕΛΛΟΝ στα ρήματα του κάθε ενεστώτα; Θα ακολουθήσω κατά γράμμα τις οδηγίες χρήσεως… Πώς βαδίζεις με γυμνά πόδια στα χαμόκλαδα, πώς γράφεις ποιήματα αρχίζοντας μια ιστορία απ’ τη μέση… Φυσικό αντίδοτο η Ποίηση, η πιο ισχυρή αντιβίωση για δίσεχτα χρόνια που ξεχάστηκαν εντός μας… και παραπέρα, το μονόξυλο (Ποίημα) θα περιμένει να μας ταξιδέψει στ’ ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος όπου θα γίνουμε πάλι «έφηβοι» σ’ εκείνο, το ΠΕΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟ που «δεν είχε τοίχους παρά μόνο ένα τυφλό παράθυρο και μια μυστική καταπακτή που ανοίγει τις νύχτες για να τρυπώνουν τα ΟΝΕΙΡΑ/ κισμέτ σε μυστικά κιτάπια», το πιο πολύτιμο ΦΕΤΙΧ, «αλάτι που μένει στο κορμί σαν στεγνώνουν τα καλοκαίρια». «Κι εσύ ήλιος φωτεινός μπαίνεις αυθαίρετα στο πλάνο της ζωής μου»: «Έρχεσαι πάντα μυστικά/ μπαίνεις από την πόρτα ή βγαίνεις από τη θάλασσα/ με τα μαλλιά σου ανακατωμένα/ γεμάτα φύκια και υποσχέσεις/ ή με τα μαλλιά καλοχτενισμένα/ γεμάτα ξαφνικές αναχωρήσεις». Απαστράπτον δέος τις Κυριακές το απόγευμα οι έρωτες, το πιο μεγάλο ποίημα οι έρωτες, ουράνιο τόξο που καταλύει όλα τα βροχερά τοπία, «κι όταν από το διπλανό δωμάτιο/ με την οργιώδη βλάστηση/ ακουγόταν η κουκουβάγια/ άνοιγε το ταβάνι στα δύο/έμπαινε μέσα η άρκτος/ η μοναδική μου φιλενάδα…» :   
BIRTH MARK
μια ρωγμή σχηματίστηκε
και πέρασα σχεδόν άθικτη
μέσα από τη φλεγόμενη βάτο

μ’ ένα μικρό σημάδι στον αριστερό γοφό
και μελανά τα χείλη
δεν ξέρω αν ήταν η Λάχεσις ή η Κλωθώ
που μ’ έσωσε από την καταιγίδα

η Άτροπος όμως σίγουρα
ήταν αυτή που επέβαλε
οριστικά και αμετάκλητα
τις δέκα πληγές του Φαραώ
και γλίτωσε η ζωή μου

αλλά εσένα
ποιος σε όρισε
και έγινες
η πιο δικιά μου μοίρα
το μαγικό ραβδί
ο από μηχανής θεός
η ελάχιστη αποζημίωση
της πιο μεγάλης περιπέτειας

το «μ» αμετανόητο
στη μέση του Νοέμβρη

δ] ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ «δένδρο ή πουλί, άνεμο ή όστρακο, κισμέτ σε μυστικά κιτάπια γραμμένο» χωρίς «μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας να ορίζει την ευτυχία μας»
«Παγιδευμένο φως το ποίημα στο κεχριμπάρι του χρόνου και οι λέξεις του που σπάζουν σε στιγμές το φόντο της ανυπαρξίας, μια φύση νεκρή στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης» σχολιάζει αυτόματα ή ίδια η ποιήτρια. Γιατί, αντιγράφοντας και επικολλώντας στίχους από δω κι από κει, καταλαβαίνουμε ότι «κάθε ποίημα είναι μια (αυτόματη) φωτογραφία σ’ ένα τοπίο λυπημένο κάπου στην εξοχή ή στη θάλασσα», και καμιά φορά είναι ένα «τρένο που περνά τη νύχτα μέσα από τα όνειρα», κι οι λέξεις του ποιήματος ως  «κλειδούχος-φάντασμα» «ανοίγουν όλες τις ράγες δίνοντας το σήμα «ελεύθερη έλευσις» ρυθμίζοντας τη νυχτερινή κυκλοφορία. Κι ο ποιητής, φορώντας το καπέλο του σταθμάρχη γνέφει «απεγνωσμένα ΣΤΟΠ, μα αυτό (το τρένο-ποίημα) συνέχιζε σφυρίζοντας ένα πρωινό τραγούδι» Γιατί, τελικά, τα ποιήματα/καλοκαίρια «ήταν τρένα που ποτέ τους δεν σταμάτησαν»    
Ο,ΤΙ ΕΜΕΙΝΕ
Είναι φως
Μια στιγμιαία φωτογραφία
Στην κορνίζα της απουσίας

Ό,τι έμεινε είναι φως
Παγιδευμένο
Στο κεχριμπάρι του χρόνου
Ήχος χαρτιού που σκίζεται
Ποίημα ημιτελές

Ό,τι έμεινε
Είναι μόνο το φως
Που αναθρώσκει

Τα άλλα συνθέτουν το κενό.
Αυτό που κυριαρχεί στην ποίηση της Τζούλιας Φορτούνη, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει στην κριτική του ο Δημήτρης Παπαστεργίου, είναι ο λυρισμός  και η χρήση των εικόνων, τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει σαν πολύχρωμο ταξιδιωτικό οδηγό στην περιήγησή του στο βιβλίο ή σαν καρτ-ποστάλ όταν κάποτε θα το τοποθετήσει στην βιβλιοθήκη του. Λυρισμός γεμάτος νοσταλγία και με διάχυτη τη διάθεση για την ερωτική συνάντηση: «ίσως συναντηθήκαμε… τη νύχτα που ξωθιές το ρίγος σκόρπιζαν στο στοιχειωμένο δάσος, ίσως συναντηθήκαμε στων αστεριών τα μακρινές συνομιλίες… ίσως συναντηθήκαμε στα μυστικά του βυθού, σ’ ένα ναυάγιο ή θαλασσοσπηλιά, την ώρα που η ψυχή μας μάθαινε το απέραντο ή το ελάχιστο… ίσως συναντηθήκαμε για πάντα». Η ερωτική αυτή συνάντηση λαμβάνει χώρα τις Κυριακές το απόγευμα στην Κιβωτό του Ονείρου, όπου ο αγαπημένος «λάμνει μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια/ μισός άλμπουρο και μισός βουή του ανέμου» και καθώς αυτός ο «αιώνιος επιβάτης», «κρυμμένος καλά σε όλα τα καταγώγια του κορμιού» εραστής εν αγνοία της, είναι «μια ρίζα μέσα στην καρδιά που απλώνεται σ’ όλο το κορμί», «μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή και λόγια που πετάγονται στα χείλη σαν διψασμένα ελάφια», η τυφλωμένη από έρωτα ποιήτρια έτσι γι’ αυτόν αλυχτά, «με το πιο μεγάλο ποίημα, το πιο ερωτικό», γονατίζοντας μπροστά του με δέος στο άπειρο της αγάπης.   Μια παρόμοια, λοιπόν, ερωτική μυσταγωγία, που πλαισιώνει  «με μεθυσμένους ψιθύρους το σμάρι φιλιών που πέταξαν απ’ τα κλαδιά του δάσους»,  δεν μπορεί παρά να έχει Φως Εωθινό:
θα έρθω ένα πρωί
να σε ξυπνήσω
θα ’ναι χειμώνας βαρύς
θα φυσάει δαιμονισμένα
θα σου φέρω στο κρεβάτι
το πιο γλυκό κόκκινο μήλο
κι ένα αγκαθωτό κάστανο
απ’ το δάσος

Θα έρθω ένα πρωί
να σε ξυπνήσω
άνοιξη θα ’ναι ολόχαρη
και πασχαλιά
μια χελιδονοφωλιά
στα χέρια σου θα κρατάς
κι εγώ θα ταϊσω
όλα τα μικρά σου όνειρα

Θα έρθω ένα πρωί
να σε ξυπνήσω
θα ’ναι καλοκαίρι
με φεγγάρι δύο ημερών
και στο δωμάτιο σου
θα μπαίνει η θάλασσα
με όλα της τα καραβάκια
στης ανατολής τα χρώματα

θα έρθω ένα πρωί
να σε ξυπνήσω
θα ’ναι φθινόπωρο απόβροχο
και μ’ ένα μικρό κυκλάμινο
τα μάτια σου θ’ αγγίξω
υγρά και έκπληκτα
να με κοιτάξουν

θα έρθω ένα πρωί
να σε ξυπνήσω με μια λέξη
ή ένα χάδι
με μιαν ανάσα
με ένα χαμόγελο

φως εωθινό

ΑΠΟΗΧΟΣ: Οι λέξεις επιστρέφουν με τσακισμένα ακρόπρωρα από του κόσμου τον διάπλου παντοτινά δικές μας…
Έχοντας διαβάσει με προσοχή πολλές φορές το ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ, αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο χάος των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά μου με υπογραμμίσεις σχεδόν σε κάθε στίχο, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την  αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:    

 «Μα πού πήγαν όλοι; Οι άνθρωποι. Οι δουλειές τους. Τα πλάσματα. Τα εφήμερα. Πάντα έρχεται πιο γρήγορα πάντα πιο αιφνίδιο το τέλος… Όσο κι αν θέλεις να γυρίσεις, προορισμός η αμφίσημη ενδοχώρα του ποιήματος, σύννεφο που βρέχει ασταμάτητα εντός μου… Και τι ανάσες παίρνει ν’ αναδυθεί στίλβον κι απρόσιτο… Θα γράφω τις νύχτες σ’ ένα ξέφωτο κοντά σε μια πηγή που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό και θα μαζεύονται κοντά μου όλες οι λέξεις όλα τα αγρίμια μα πιουν να ξεδιψάσουν, ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν την αιωνιότητα… Πάντα εκεί γυρίζω παγιδευμένη στο άβατο μιας ενοχής, συλλέκτρια στιγμών σε γκρίζα αναμονή, να προλάβω πλημμυρίδα λέξεων, άμπωτη αποσιωπητικών… Ένα ποίημα κάπου ας βρεθεί, ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα, μια γέφυρα από λέξεις κι εικόνες, αναχώρηση κι άφιξη μαζί κι ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, της μοίρας η μοναδική διαδρομή… Οι συμμετρίες, τα ολοστρόγγυλα γράμματα, οι άρτιοι αριθμοί, τα περιγράμματα των σχημάτων, των υλικών οι ακριβείς αναλογίες… μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας ορίζει την ευτυχία μας, το όνειρο… σφραγίδα μιας οριστικής σιωπής, αλήθεια καθολική μες στα ψέματα που σε χλομιάζουν, αν κύκλος είναι κι αν είναι ευθεία γονάτισε μπροστά της με δέος στο άπειρό της ώσπου να σπάσει η γυάλα κι ό,τι είναι έξω εντός μας να βρεθεί κι όλες οι λέξεις και τα τιμαλφή μας σαν το πολύ που χάνεται στην αμετάκλητη επιβολή του ελάχιστου… Μα πού πήγαν όλοι; Οι άνθρωποι. Οι δουλειές τους. Τα πλάσματα. Τα εφήμερα. Πάντα έρχεται πιο γρήγορα πάντα πιο αιφνίδιο το τέλος!

Με μια πρώτη ανάγνωση της συλλογής, κατανοεί κανείς ότι η ποιήτρια έχει αναλώσει πολύ χρόνο στα ορυχεία της Ποίησης ερευνώντας τα πολύτιμα πετράδια της. Η αγάπη της για την Ποίηση αντικατοπτρίζεται όχι μόνο σε κείνα τα ποιήματά της που αφορούν την Τέχνη της αλλά και στον ίδιο τον τίτλο της συλλογής, που μας έφερε στο νου τους στίχους του Κ.Π. Καβάφη: Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα·/ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. /... / Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή. Μόνο που η ποιήτρια αντί να καλεί την Τέχνη να της φέρει τα φάρμακά της, κλείνεται στο ποιητικό εργαστήριό της και παρασκευάζει το δικό της «αντίδοτο» ενάντια στα άλγη της καθημερινότητας [απόσπασμα από την κριτική του Δημήτρη Παπαστεργίου


ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΤΩΝ από το Φυσικό αντίδοτο με κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: