Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ (από τη ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ 1981 και το ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ έως το ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ και την ΕΥΛΥΠΗ 2010)

«Ό,τι άγγιξα κι ό,τι θυμάμαι», είναι ο τίτλος της συγκεντρωτικής συλλογής του Γιάννη Τόλια, που κυκλοφόρησε το 2011, από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν, από το 1981 έως και το 2011. Τριάντα χρόνια ο ποιητής γράφει, γράφει, … Έτσι μπορούμε να δούμε την εξέλιξη της γραφής του. Γιατί όπως ο ίδιος εύστοχα παρατηρεί: «Η ποίηση δεν είναι άσκηση επί χάρτου. Είναι πόλεμος». Πολεμάει ο ποιητής. Είναι, σύμφωνα με το Σοφία Στρέζου,  ο μαχητής που ταμπουρώνεται στις ακρώρειες του χρόνου, προσπαθώντας να διαφυλάξει ερείπια μνήμης, στην ατέρμονη σύρραξη με την απουσία, στα μελαγχολικά πεδία της μοναχικής μάχης του. Πολύ χαρακτηριστικό και το παράθεμα που επιλέγει ο Τόλιας για την αυτοπαρουσίασή του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Εσύ θα επιλέξεις το χρόνο και το χώρο που θα συναντηθείς με το ποίημα. Σε κανέναν μην αποκαλύψεις τη μυστική σας συνομιλία, ούτε τους ασπασμούς και τις θεωρίες που ανταλλάχθηκαν. Μόνο μέσα από μια συνουσία ανάγνωση ερμηνεύονται οι χρησμοί του ποιήματος» [ακολουθεί παρουσίαση όλων των ποιητικών συλλογών. Τα σχόλια και η κριτική είναι παρμένα από την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ που έχει κάνει για τον ποιητή η Σοφία Στρέζου  - ART by YORO eternals sleep]



ΕΣΥ Η ΛΕΞΗ ΤΟ ΧΑΡΤΙ. ΥΣΤΕΡΑ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ. ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ (τίτλοι από τη ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ 1981)
Μελέτη ποίησης θα μπορούσα να ονομάσω,, γράφει η Σοφία Στρέζου, τούτη την ποιητική συλλογή του Γιάννη Τόλια, «Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ».  Τα ποιήματά του είναι μικρά ή μεγάλα θλιμμένα χαμόγελα, που πέφτουν στη γη. Είναι αποστάγματα αισθητικής συγκίνησης, στα ιδεατά οικοδομήματα της ποίησης, που τράφηκαν με αισθήσεις. Για τούτο και ο ποιητής συχνά ερωτοτροπεί με τους στίχους. Η ποίηση είναι η μεγάλη αγαπημένη του. Τι κι αν κάποιες φορές την ξεχνά, εκείνη περιμένει υπομονετικά τον δημιουργό, για να την αναστήσει άλλη μια φορά, με την καυτή του ανάσα και «ν’ ανάψει το καντήλι της ενθύμησης στο αμετάκλητο».
«Αλιεύς αναστεναγμών και βλεμμάτων, μαζεύει στις χούφτες προσεκτικά την κόκκινη αλμύρα από αιματοβαμμένα καλοκαίρια», είναι η ετυμηγορία της Σοφίας Στρέζου. Σημάδια άμμου που σβήνουν στην ανατολή του Άδη, με αυτοκτονικές προσκρούσεις σε κύματα λύπης, πλημμυρίζοντας οδύνη. Η άμπωτη της γραφής θα φέρει γαλήνη στη σκέψη, ανεμίζοντας το μαντήλι που χορεύει με νόστους αισθήσεων, μεταλλάσσοντας χρώματα αποχωρισμού…. Ιδού τρία μικρά δείγματα από την πρώτη του συλλογή τη ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ 1981
ΑΠΟΚΡΙΣΗ 
Μην προσπαθείς να με πολεμήσεις 
δεν υπάρχει πια μάχη 

Ερείπια μόνο 
σκορπισμένα 
στη σκέψη μου 

Άφησέ με 
πίσω να κοιτάξω 
μην κλέβεις 
λέξεις που μου ανήκουν 

Πρέπει να απαντήσω. 

ΛΑΛΕΝΙΑ 
Να φανείς 
πίσω από τα ανοιχτά 
παράθυρα του καλοκαιριού 
με μια χούφτα αλμύρα 
κι ένα κοχύλι στο αυτί 

Μ’ ένα χαμόγελο 
περασμένο στο λαιμό σου 
να αγγίξεις την πληγή μας 
με τα κοραλλένια δάχτυλά σου 

Έτσι να έρθεις 
με μια χούφτα 
κόκκινη αλμύρα 
που μάζευες τα βράδια 
στάλα στάλα 
το αίμα του καλοκαιριού 

ΜΙΑ αΜΑΡτΙΑ
Τώρα που ο κόσμος μίκρυνε
κι έγινε δάκρυ μέσα στα μάτια σου
Τώρα που η άνοιξη μαδώντας
την τελευταία της μαργαρίτα
ρωτάει να μάθει αν την πληγώσαμε
Απόψε που το χαμογελαστό καλοκαίρι
μας γνέφει από την απέναντι αυλή
το μυστικό σου καλά φύλαξε Μαρία
και μη κλαις
Πάλεψε με τον πόνο
Μη τον αφήσεις να σου σφαλίσει τα βλέφαρα
Μίσησε εκείνον που θα πει
πως οι στιγμές μας ήταν ψεύτικες
Εκείνον που θα σβήσει τα σημάδια μου στον τοίχο
και μη λύπηθείς
φώναξέ με καινούρια να γράψω
Το ξέρεις πως αύριο στις στέγες του καλοκαιριού
αμίλητα θα κρυφοσμίγουν τα όνειρά μας
κι εμείς ορφανοί από αγάπη
μ’ ένα ξένο χέρι μπλεγμένο στα δάχτυλα
θα βαδίζουμε το δικό μας πικρό χειμώνα
Πάντα όμως θα περιμένω μιαν άνοιξη
Χωρίς τύψεις
Χωρίς ενοχή
Μιαν άνοιξη χωρίς φόβο μαζί σου να ζήσω

Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ.

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΗ Η ΚΥΗΣΗ, Η ΣΙΩΠΗ, Η ΣΗΨΗ, Η ΑΠΡΑΞΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ Η ΣΥΝΑΓΩΓΗ, ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΜΟΥ ΠΟΘΩΝ Η ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΠΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (Σιωπηρός Γόνος από το  Ονειρόδραμα 1984)
Στα ποιήματα του Γιάννη Τόλια, σύμφωνα με την αισθητική ανάλυση της Σοφίας Στρέζου διακρίνουμε μια λύπη, που λιώνει από μελαγχολικό πόνο, τα διαμάντια της γραφής του. Από μακρινές εκστάσεις γεννιούνται συναισθήματα, φέρνοντας αρώματα ακριβά, που ευωδιάζουν συγκίνηση. Γίνεται συλλέκτης μυσταγωγικών θανάτων στα ανθοκήπια της θλίψης. 
Μέρες και νύχτες αρθρώνει συλλαβιστά, της νοσταλγίας θαύματα. Ανεξόφλητα έρπονται σε σελίδες λευκές, ξαγρυπνώντας φόβους, σε πολύχρωμα ονειροδρόμια. Ο οραματισμός γίνεται έμπνευση κι η έμπνευση γίνεται έναρθρη κραυγή, απλώνοντας τις κυοφορημένες αισθήσεις στο χαρτί. Βραδείς αναφλέξεις στα ηφαιστειογενή πετρώματα της ποίησης, δυναμιτίζουν τις κατάλληλες λέξεις, για να πραγματοποιηθεί η έκρηξη των συναισθημάτων. Η λάβα κυλά στα περιστύλια της λύπης, οικοδομώντας έντεχνα την Ακρόπολη, από τα συντρίμμια βιωμάτων και περιστατικών, που συγκλόνισαν τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού… Να κάποια σκόρπια αποσπάσματα από το ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ 1984: 
Οι μέρες είναι λίγες
φεύγουν γρήγορα
κι οι νύχτες χωρίς όνειρα

Γι’ αυτό σου λέω
κάποτε να πάψεις
εξοντωτικά να με διασχίζεις…

Τίποτα δεν περιβάλλει στοργικά 
τις καλοκαιρινές μέρες 

Μια λύπη 
τρυφερή και διακριτική 
χρωματίζει 
το φωτεινό τοπίο των ματιών σου 

Ξέρω ότι δύεις 
πίσω από ορίζοντες 
αγνώστων λοιπών στοιχείων 

Ότι βυθίζεσαι 
σιωπηλά κι αυτάρεσκα 

Το βαθύτερο ρήγμα σου ονομάζεται Ιωάννης….

Κι εγώ 
όλη τη νύχτα 
τίναζα τη σκόνη 
από τα σεντόνια 
της νοσταλγίας μου 

Κι αυτή 
το πρωί τηλεφώνησε 

Τα γραφτά σου 
στις σκάλες 
που οδηγούν στο υπόγειο 
στο λέβητα του καλοριφέρ…

Ελάτε λοιπόν παρθένες 
των πορφυρών δωματίων

Κοιτάξτε με
είμαι το βασικό
το τέλειο πρότυπο

Νυχτερινός  εραστής
υπνοδότης
της πάναγνης σκέψης σας

Αναδύομαι από τ’ ανέραστα κρεβάτια
εκεί που το αρσενικό
δεν άφησε ποτέ τα σημάδια του

Στις τσέπες μου
κουβαλάω το δώρο σας
τυλιγμένο σ’ ασημόχαρτα

Σε σκοτεινά δωμάτια
εκεί συναντιόμαστε
Εμείς

Και τα υγρά δάχτυλα του Μορφέα.

Τη θυμάμαι μικροκαμωμένη
με κοντά μαλλιά και μακριές βλεφαρίδες

Συναντιόμασταν συνήθως τις ημέρες της βροχής
Άφηνε ένα σημείωμα στην πόρτα:

Θα βαδίζω στην Ακτή Δυμαίων
έλα – ας έρθεις

Ανέβαινα στη μηχανή και γινόμουνα μούσκεμα
μέχρι να τη βρω

Την έπαιρνα και τράβαγα νότια
της άρεσε η αλμύρα και η εγκατάλειψη
των θερινών προαστίων

Της έδινα τσιγάρο
το έσβηνε πάντα στη μέση
ύστερα άπλωνε το χέρι της
δείχνοντας τις βάρκες και το θάμπωμα

Το απόβραδο γυρίζαμε σπίτι
άπλωνε τις κάλτσες της στη σόμπα
καθάριζε ένα πορτοκάλι
και ξάπλωνε δίπλα μου

Μ’ αγαπάς όπως εγώ;
Όχι όσο
Όπως εγώ
Τότε δεν καταλάβαινα
πως μπορείς ν’ αγαπάς τόσους άνδρες;

Εγώ αγαπάω όπως τα χρώματα
εσύ το μωβ
οι άλλοι το μπλε ή το κόκκινο

Φόραγε πρώτα τις κάλτσες της
κι ύστερα το αιώνιο παντελόνι

Φεύγω τώρα
να χαίρεσαι με τις χαρές μου
και να θυμάσαι ότι αγαπάω όπως τα χρώματα

Την άκουγα που έκλεινε την πόρτα

Μετά από μια ώρα χτύπαγε το κουδούνι
στεκόταν στην πόρτα κι έσταζε ολόκληρη

Αφού το ξέρεις
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μωβ

Τώρα δεν ξέρω πού είναι
δεν τηλεφωνεί ούτε γράφει
Από τότε μισώ τις μέρες τις βροχής
στο άνοιγμα της πόρτας μου

Ο συλλέκτης των νεκρών δύσεων
κατοικεί στα παραπήγματα της λήθης
Τις ώρες του γέλιου σου
μη μνημονεύεις τ’ όνομά του

Έχει παραδοθεί άνευ όρων στη θλίψη.

ΚΡΥΩΝΩ ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (από τη συλλογή   ΕΞΙΤΗΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 1999)
Σιωπηλά δειλινά κι αναίμακτα ηλιοβασιλέματα συλλέγουν θρυμματισμούς χρωμάτων. Ξεθάβουν άγνωστες λύπες. Τις περιφέρουν στα αδιάτρητα πικρά εκμαγεία του χρόνου, μετρώντας απώλειες. Σε ανύποπτη στιγμή, η απουσία υγραίνει πικρούς καημούς, εκπλήσσοντας τα χέρια που γράφουν τα δώρα του μαρτυρίου… Ο άνεμος θα καίει ένθεους χρησμούς, αποκρυπτογραφώντας κώδικες μυστικούς, που βασανίζουν την ενδοχώρα της ψυχής. Κι είναι τα ποιήματα χαρές ναυαγισμένες που σώθηκαν, από τα κατακλυσμιαία απρόσιτα πάθη του. Αρματωμένα καράβια οι πόθοι στεγνώνουν δάκρυα, διασώζοντας την ακριβή αλμύρα από την λήθη. Με χέρια βαμμένα, βουτηγμένα στο πουθενά της θλίψης, επαναφέρει ασύλληπτα χρώματα από την αχρωμία γεγονότων που έληξαν, γονιμοποιώντας την ανάμνηση: 
Μαζεύω αργά και σχολαστικά τα κομμάτια μου 
πορσελάνες και κακότεχνα εκμαγεία 

Αδειάζω στα σκουπίδια 
το τασάκι με τις λέξεις 

Πρέπει να πλύνω και να στεγνώσω το γέλιο μου 
δεν έχω άλλο άσπρο πουκάμισο να φορέσω 

Πάλι νέκρωσες τις γραμμές 
και παραπλάνησες την άρκτο 
για να δείξει ψεύτικη πορεία 
στο σαπιοκάραβο της απαντοχής μου…

Ανάλωσα την όραση
για να τη διασχίσω
Ήταν η γυναίκα  
της διφορούμενης ευεργεσίας
Μιας κατάφορης διάθεσης
για σιωπή ή θάνατο

Τράφηκε με τη λύπη μου
κι αφού την εξάντλησε
εκδόθηκε αδιάντροπα
στη Λήθη… 
Μόνο εσύ που ήξερες 
να με συμφιλιώνεις 
εξοργιστικά απουσίαζες 

Δεν άντεξα 
το απόβραδο 
παρέδωσα τα όπλα μου 
το χαρτί 
ένα μολύβι 
και την διάτρητη ασπίδα της λύπης μου 

ΑΝ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ, Η ΠΕΙΡΑ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΜΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΠΙΟ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΗ,ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΤΑ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ; 
Αυτό το λυρικό (;) ερώτημα προτάσσει στην τέταρτη ποιητική συλλογή του ο Γιάννης Τόλιας, από τον οποίο δανείζεται και τον τίτλο: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ, 2002.  Η νοσταλγία περιμαζεύει τον οίστρο σε δίχτυα ελπίδας. «Πεινασμένα σκυλιά οι λέξεις», όπως ο ίδιος λέει, τον καταδιώκουν. Στης μοναξιάς του την κλίνη ριζώνει, τινάζοντας τα σεντόνια της θλίψης. Χαράζει νόστους, ματώνοντας από την θελκτική απουσία. Ψίθυροι, ενοχές, πόνοι κλάματα, συντριβές, γίνονται το περιστέρι που με πληγωμένα φτερά οδηγείται με ακρίβεια στην κατακόρυφη πτώση, προς το νέο άγνωστο.
Ένα άγγιγμα ζεστό στην μαύρη ησυχία, αδημονεί να έλθει, λίγο πριν κοιμηθούν οι αισθήσεις. στα ξέφωτα της μνήμης. Ακούγεται η ηχώ επώδυνων πράξεων που πυρπολούν τη σκέψη. Δεν ξεχνιέται ο χρόνος στις φωτιές των βλεμμάτων που άσκησαν την όραση στα πολύπλοκα του νου. Εξακολουθεί να υποθάλπει την μελαγχολία ωρών που πέρασαν. Ραγισμένη επιθυμία, μαρμαροσκαλισμένη στην ερωτογεννημένη αγαλματένια, απρόσμενη παρουσία. Στέκει ψυχρή λαξεύοντας με την σμίλη τα αποτυπώματα ανάσας καυτής που έπαψε ν’ ανασαίνει: 
ΕΣΚΙΣΕΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ 
Έσκισες το γράμμα μου 
σε μικρά κομμάτια 
που έτρεχαν πίσω σου 
πεινασμένα σκυλιά 
όπως τις φύσαγε ο αέρας 
οι λέξεις. 

ΤΟ ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ 
Στάζει η σελήνη
από τα κεραμίδια
Το αγιόκλημα της αυλής
υποθάλπει
μια αδιόρατη μελαγχολία

Μουσική μακρινή
επώδυνη
πυρπολεί του κορμιού σου το θέρος

Όσες λέξεις
απόμειναν
τις κλέβει
το σεσημασμένο ποίημα. 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ 
Αχνίζουν οι ψίθυροι
πάνω στα τζάμια

Τα ρουμπίνια των χειλιών σου
χαράζουν την επώαση μιας ενοχής

Ο κυματισμός  των χεριών
δύει σε καπνούς τσιγάρου
εγκαταλελειμμένου εραστή των δαχτύλων σου
που συντρίβεται
μέσα σε δάκρυα στάχτης

Σκορπίζεις θραύσματα θαλπωρής
δωρίζοντας την αφή σου
στον επόμενο ανώνυμο

Ελεείς τα θύματα της παρατήρησης
προσφέροντας για ανάμνηση
το ελάχιστο μιας μελλοθάνατης διάρκειας

Αμετάκλητα
κατεβάζεις το ακουστικό

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 
Το τέλος της νύχτας
ζητάει την πληρωμή του
κι όταν ψάχνω τις τσέπες μου
βρίσκω μόνο τα κέρματα 
της απουσίας σου.

Η ΜΟΝΗ ΕΥΣΤΟΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΕΝΟΣ ΚΟΚΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΝΟΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΤΙΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ (από τη συλλογή   ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ 2007)
Ο ποιητής κρύβει τις στιγμές του σε σπαράγματα, επιχειρώντας αναδύσεις με φυσαλίδες χρυσές να τρέχουν πάνω του, συνεχίζει την ανάλυσή της η Σοφία Στρέζου. Τσακίζονται στην ακτή της λύπης για να χορέψουν τον τελευταίο χορό της θλίψης. Μαγεύουν, αγγίζοντας «όνειρα υψηλής τάσης» σα γεννούν κάθετες λάμψεις. Είναι οι κεραυνοί που συνόδεψαν ταξίδια αφής με τα ακροδάχτυλα των θαυμάτων. Εύθραυστες λεπτομέρειες, μετασχηματίζονται σε κρυμμένα άστρα που επιτακτικά επιθυμούν να φωτίσουν σκιές, δραπετεύοντας από σκουριασμένους καθρέφτες. Θέλουν να κατοικηθούν στη γη, είδωλα μιας άλλης εποχής, φερμένα από κόσμους απόγνωσης. 
Σπασμένα τα κάδρα, φιλοξενούν επιστροφές υλικών που γκρεμίστηκαν στις ακροβασίες αιμοδιψών δακρύων. Πάλι συνομιλούσαν με νύχτες ασέληνες θηρεύοντας όνειρα. Δεν αρκεί να έρθουν, πρέπει και να γραφτούν με το μελάνι του ανεξίτηλου λυγμού, μνημονεύοντας επετείους μαχαιρωμένης πληγής, που δεν λέει να κλείσει. Άσωτη σιωπή περιρρέει τον αθάνατο Άμλετ στα θνητά ενθύμια της νοσταλγίας, κατατρώγοντας σάρκα από την σάρκα του. Τελευταία επιθυμία! Να συλλεχθούν όλα τα σκόρπια λόγια που τ’ άρπαξε ξαφνικά ο άνεμος, αμείβοντας με εξαίσιες λέξεις την τροχιά του ποιήματος. Θα αθωωθούν οι λύπες στα αιμάτινα πληκτρολόγια της πιο βαθιάς νύχτας, ματώνοντας δάχτυλα απόκληρων ποιητών, σε διανυκτερεύοντες καταυλισμούς γραμμάτων ανομοιοκατάληκτης μνήμης. 
Ένας ψίθυρος στη μοναξιά, η αύρα όλων εκείνων που έφυγαν, με την ψευδαίσθηση πως είναι πάντα εδώ. Στα τριμμένα σεντόνια αμνήμονων στιγμών, καρτερούν την αθανασία των ποιημάτων. Ελάχιστα σπαράγματα από το ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ: 
Είναι ποιήματα
που σε πιάνουν απ’ το χέρι
και σε οδηγούν
σε μια σκοτεινή γωνιά
πάνω στον ώμο τους 
γέρνεις και κλαις…

Έχει σημεία ορίζοντα η μελαγχολία;

Στις αίθουσες αναμονής της λύπης
γράφονται ποιήματα…

Καθόταν παράμερα
και κοιτούσε το ρολόι των στιγμών
περιμένοντας το ξυπνητήρι
να χτυπήσει τη δική της
απόχρωση…

Αυτή κι αν είναι προδοσία
Να πέφτουν οι σταγόνες της βροχής
και να σπάζουν
σε χιλιάδες κομμάτια αιθρίας

Και αυτός είπε:
Θα σε πληγώνω
κάθε μέρα θα σε σκοτώνω
Στην αγκαλιά μου πεθαίνοντας
θα γράφεις τα πιο ωραία ποιήματα

Κι αυτή είπε:
Καμία λέξη σου δε συγχωρώ
Πάλι και σήμερα 
με ποίημα 
έβαψες τα χέρια σου…

Με συναρπάζεις
γιατί κατέχεις
την τέχνη της απουσίας

Πέφτουν κοπαδιαστά οι σταγόνες
σαν σμάρι βρόχινων πουλιών
Τουφεκισμένων
Στα ρυάκια τους πλέουν ατελέσφοροι
οι κατακλυσμοί

Τι ικανότητα κι αυτή
Να βυθίζεις τις καταβολάδες του ποιήματος
και να το πολλαπλασιάζεις…

Πεισματικά αρνείσαι
να πεις το όνομά σου
για να μην ξέρω τι να περιγράψω το πρωί
στο «Ημερολόγιο των Ονείρων»

Ανταγωνισμός κι αυτός των στίχων
Ποιος πρώτος να αποικίσει μέσα σου;

Ω γένος θηλυκό
από πάντα μας έχεις κλέψει
τις πιο συναρπαστικές λέξεις:
την Αγάπη, τη Νοσταλγία τη Λύπη!..
Μας έμειναν μόνο ως αντίπαλο αρσενικό δέος
ο Έρωτας, ο Πόνος και ο  Θάνατος!

Σου καταλογίζω
ότι οδηγείς τις λέξεις
πάνω στο τεντωμένο σχοινί του ποιήματος
μ’ εκείνον το μαγικό τρόπο
που να αγγίζουν μέχρι θανάτου
Χωρίς την αφή…

Σκαρφαλώνεις στο φεγγίτη του ποιήματος
κι ανασαίνεις
την πιο σκοτεινή επιθυμία

ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΑΓΓΙΓΜΑ ΝΑ ΜΕ ΔΙΑΣΩΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΕΜΒΟ ΤΗΣ ΑΦΗΣ ΣΟΥ (από τη συλλογή   ΛΥΣΙΠΟΝΟΝ 2008)
Μεσίστια κυματίζουν οι λέξεις του Γιάννη Τόλια στα αγεωγράφητα τοπία της ποίησης. Είναι ο δημιουργός, που ξέρει πολύ καλά να αφηγείται και να χειρίζεται ερωτικούς σπασμούς, από το «ακριβό των αισθήσεων». Χαμένο ουράνιο τόξο, που συνέλεξε προσεκτικά τα χρώματά του, για να νανουρίσει αποχρώσεις κρύων σωμάτων πριν το ξημέρωμα, μη τύχει κι αποδράσουν οι λέξεις για το μοναδικό θηλυκό φωνήεν του πάθους. Πάντα κρυφή κι ατέλειωτη δίψα, περιπλανάται στους ουρανίσκους αρσενικών φωνηέντων του πόθου. Στιγμές-στιγμές σκύβει και πίνει, ξεδιψώντας ουρανό ξέσκεπο, με τα σύννεφα να βρέχουν βροχή, στα ρυάκια της αποκάλυψης, παγιδεύοντας την αφή στα υγρά άκρα της μνήμης… 
ΑΚΡΙΒΟ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ 
Το ποίημα 
δεν έχει προορισμό 
Στοιχειωμένο τρένο 
ακατάπαυστα 
πάνω στις ράγες του χρόνου 

Περνάει από παντού 
και κάνει στάσεις παντού 
Άλλοι το βλέπουν 
ενώ για άλλους είναι αόρατο 

Διαλέγει αυτό τους επιβάτες του 

Απαιτείται κόμιστρο ακριβό των αισθήσεων. 


Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ 
Απ’ όλους τους θρήνους 
στη ζωή 
ο πιο σπαραχτικός 
είναι της επιθυμίας 

Αν ο χρόνος 
δεν έσβηνε τη δίψα του 
με τα δάκρυα των επιθυμιών 

Το σύμπαν θα είχε πλημμυρίσει οδύνη. 

ΜΕ ΤΟ ΚΟΠΙΔΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 
Όλη τη νύχτα 
σε χάραζα 
με λέξεις δίκοπες 

Δεν άφησα αγεωγράφητο 
κανένα σημείο 
του κορμιού σου. [από τη συλλογή ΛΥΣΙΠΟΝΟΝ 2008]

ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟ ΧΩΡΟ  ΑΥΤΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΜΝΗΜΗ (από τη συλλογή   ΕΥΛΥΠΗ 2010)
Με τον χρόνο σύμμαχο κι ανταγωνιστή θα ξεδιπλώσει ταριχευμένες μνήμες και κονιορτοποιημένα όνειρα, διασχίζοντας υποσχέσεις ποίησης που μεταλλάχθηκαν σε ακριβή ποίηση. Προσκυνητής του άλογου που γίνεται έλλογο, χτενίζει και ξαναχτενίζει τα άλυτα μαλλιά της ποιητικής κόμης, εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν. Υψιπετούν λίγο πριν δύσουν οι αναλαμπές της μνήμης και ξεχαστούν. Δρομολογούν θαύματα που επιμένουν να αναγνωσθούν, διασώζοντας την ανάμνηση σε μοναχικές ώρες. Υγρές αυπνίες που γίνονται σύννεφο και τρέχουν στα μάτια αμετανόητων ταξιδευτών της νοσταλγίας: 
ΝΗΠΙΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΣ 
Από το κορμί σου 
ξεκινάει ο χρόνος μου 
Νήπιος της αφής 
διδάσκομαι των αγγιγμάτων 
προσανατολισμό. 

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ 
Όσες φορές 
έχω στείλει 
ποιήματα με τα μάτια 
ο ταχυδρόμος 
της μελαγχολίας 
τα επιστρέφει ανεπίδοτα. 


Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ 
Αύριο που θα είμαι 
τόσο μακριά 
τα μάτια σου άλλες εικόνες 
θα τα διασχίσουν 

Κι οι υποσχέσεις 
σε ώρες παράφορης 
του μέλλοντος σκηνοθεσίας 
με λύσσα θα κομματιάζουν 
τη σάρκα 
του αποχωρισμού μας 

Να θυμάσαι 
πως άφησα πάνω στην κόμη σου 
όλα τα προνόμια της αφής μου 

Τώρα θρυμματισμένος 
όπως το τζάμι 
των εγκαταλελειμμένων 

Φωνάζω ανήμερα 
ό,τι άγγιξα 
κι ό,τι θυμάμαι [από τη συλλογή ΕΥΛΥΠΗ 2010]

Με την τελευταία ποιητική του συλλογή «Ασκήσεις Συναισθήματος» ο Γιάννης Τόλιας αποδεικνύει στους αναγνώστες του για άλλη μια φορά πως η γλυπτική μέσω της ποίησης υπάρχει αλλά ταυτόχρονα είναι μια τέχνη για λίγους. Με το κοπίδι των λέξεων δημιουργεί ονειρικά και συγχρόνως τραγικά ‘τοπία’ συναισθημάτων. Τα περισσότερα ποιήματα του αναδύουν ένα μοναδικό χιμαιρικό άρωμα και πολλές φορές μια συγκλονιστική απώλεια η οποία οδηγεί τον αναγνώστη σε δικά του ‘τοπία’ και εμπειρίες. Ο ερωτισμός, υποβολέας σε όλο το έργο του τραβάει σιγά-σιγά το πέπλο από τα ‘γλυπτά’ των ποιημάτων του αποκαλύπτοντας τον αισθησιασμό και την έντονη επιθυμία. Άψογη τεχνική διέπει όλο το έργο καθώς επίσης και ένα πρωτότυπο και πλούσιο λεξιλόγιο. Η ποίηση του Γιάννη Τόλια δεν αφήνει κανέναν να παραμείνει ‘θεατής’ παρά τον προσκαλεί να ‘δράσει’ και να ‘αντιδράσει’ στην αιώνια και ασίγαστη μάχη του έρωτα.
Ο ποιητής δεν θα εγκαταλείψει εύκολα την ποίηση. Ή θα επιζήσει μ’ αυτήν ή θα χαθεί για πάντα μαζί της 

ΕΠΙΓΕΥΣΗΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ  Ή θα γίνεις ποίημα εδώ  ή  θα πεθάνουμε κι οι δυο.

Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ και Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ:
Μόνο μέσα από μια συνουσία ανάγνωση ερμηνεύονται οι χρησμοί του ποιήματος (με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ απ’ όλες τις συλλογές του Γιάννη Τόλια):


Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΤΟΠΙΑ AΝΤΙΦΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ

(«Μια αιωνιότητα δεν είναι άλλο από μια υπέρτατη στιγμή» - ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ, Σαν το Νερό που κυλάει)  

«Κάποια παράξενη απαγόρευση μας εμποδίζει να πάρουμε μαζί

το ακριβές υπόλειμμα από τα όνειρά μας!..

 

Όσο κι αν μου εκθέτεις την ψυχή σου

πάντοτε κάτι μένει μακρινό κι απαραβίαστο

μια λεπτομέρεια σημαντική, ασήμαντη   δεν ξέρω

σκόνης απολειφάδι που αιωρείται στον αέρα αόρατο

ή όνειρο που υφαίνεις την πλοκή του κάθε πρωί

ξανά και πάλι   και σε πονά,  μαζί και σε ηδονίζει

κι όλο σου διαφεύγει   και είναι τόσο κοντά

σαν χέλι που το πιάνεις και γλιστράει

κι ίσως γι’ αυτό να σ’ αγαπώ   ακόμα περισσότερο

γι’ αυτό το υπέροχο άδυτο μικρό σου κάτι

που δεν μου επιτρέπει ολόκληρο να σε κατέχω,

αυτό το υπόλειμμα ονείρου   το ανεξιχνίαστο»

 

Ήταν ένα ποίημα από τη  συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ,  που κυκλοφόρησε από εκδόσεις Καστανιώτη το 2007.

Με έναυσμα στοχασμούς της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που προτάσσονται ως τίτλοι,  η ποιήτρια, στην ένατη αυτή συλλογή της,  μας ταξιδεύει τόσο στις δικές της θάλασσες όσο και στους ωκεανούς της μεγάλης συγγραφέως.  

 

«Η Αγγελική Σιδηρά είναι η ποιήτρια των μικρών πραγμάτων, της άδολης αγάπης και της ανθρώπινης ζεστασιάς…»,

σχολιάζει η Αγγελική Βουλουμάνου, που ερμήνευσε με την κιθάρα της μελοποιημένα από το συνθέτη Θοδωρή Ξυδιά ποιήματα της Αγγελικής Σιδηρά:  

 «Στους σφυρηλατημένους στίχους της συναντάμε…

μια αρμονική συμφωνία λέξεων και συναισθημάτων…

Τα ποιήματά της συχνά διακατέχονται από μελαγχολική διάθεση, που πηγάζει από επώδυνες σχέσεις,

αποξένωση,   μοναξιά,   απώλεια αγαπημένων προσώπων, μεταφυσική αγωνία.

 Αυτό που τελικά θριαμβεύει είναι ο βαθύς στοχασμός, θρεμμένος από την πλατιά της καλλιέργεια και τα ποικίλα πολιτιστικά βιώματα…

Διεισδύει ερευνητικά στην ανθρώπινη ψυχή κι αφουγκράζεται αισθήματα κι επιθυμίες,  που τις περισσότερες φορές έχουν τη σφραγίδα του ανικανοποίητου και της ματαίωσης...

Κινητήριος δύναμη της πένας της είναι η κυνική πραγματικότητα…»

 

Ακολουθούν επιλεγμένα αποσμάσματα από την εν λόγω συλλογή διανθισμένα από σχόλια και κριτικές.

Στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης επιλογές ποιήματων με ενδιάμεσα σχόλια για την ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ,  τη δέκατη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά που κυκλφόρησε από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ και ΔΙΑΤΤΩΝ το 2011 :   – ART by VHM ALEX Intolerance]





Από το  «ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ»   στο «ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ» : 

Με τη συλλογή ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ  (Νεφέλη 2004) η Αγγελική Σιδηρά μάς έδωσε μια ελεγεία για ό,τι έχει χαθεί, για αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή, για τη «γυάλινη μπάλα», την εφήμερη ύπαρξη, η οποία διαβαίνει από το φως στο σκοτάδι. Αλλά και στη συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ (Κατστανιώτης 2007) οι απόντες από τη ζωή εξακολουθούν να βρίσκονται στην ποιητική μνήμη, ενώ το παρελθόν ξαναζωντανεύει μέσω των μικρών και ασήμαντων στιγμών της καθημερινότητας, εκείνων που έρχονται και παρέρχονται τόσο γρήγορα, ωστόσο προλαβαίνουν να αφήσουν το γλυκό τους άγγιγμα:

 

ΠΑΣΧΙΖΩ ΝΑ ΞΑΝΑΠΛΑΣΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ 

(…αέρινες μπούκλες καπνού, ιριδισμούς από μπαλόνια κάποιου παιχνιδιού…  σελ. 32)

Θα σε θυμάμαι πάντοτε   ημέρες γιορτινές.

Με γκυ, μελομακάρονα και κάλαντα.

Θα 'ρχεσαι μεσ' από ένα σύννεφο

με σερπαντίνες, κομφετί   απάχης, καουμπόυ, πιερότος.

Μετά με βάγια   κόκκινα αυγά, πυροτεχνήματα.

 

Όμως θα μένω πάντα με την απορία:

Πώς έτσι ξαφνικά μια  μέρα   μπέρδεψες τα έθιμα;

Παραμονές των Χριστουγέννων   φακίρης ντύθηκες

και στο λεπτό τον εαυτό σου εξαφάνισες;

 

Τι ήτανε λοιπόν;

Πάσχα; Χριστούγεννα; Απόκριες;

Πάντως έτσι κι αλλιώς   ήτανε σίγουρα μέρα γιορτής.

Μια Κυριακή…

 

( ή αλλού) ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΕ ΑΡΑΙΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΥΑ

(… πως ένιωθα μια παρουσία ανάλαφρη σαν το παίξιμο των βλεφάρων…  - σελ. 58)  

«Μόνη μου στο Σινέ Παλλάς

μ' εσένα πάντα πλάι μου να λείπεις

να καπνίζεις χαμογελώντας περιπαικτικά

στην κάθε απαγόρευση.

Ο θάνατος μοιάζει να μη σε αφορά

καθώς γλιστράς με αμφιβολία    τ' άυλα δάχτυλά σου

στο άδειο, παγωμένο χέρι μου.

Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ χαμένος   μέσα στη ρεπούμπλικα

και τη μακριά του καμπαρντίνα

τινάζει τις στάχτες του τσιγάρου του

δίχως διόλου να νοιάζεται κι εκείνος   που δεν είναι ζωντανός.

Βρέχει στο έργο και συ βήχεις ασταμάτητα.

Ο ηθοποιός παράφορα την Μπέργκμαν αγκαλιάζει

κι ένα ρίγος ανάμικτο   τρόμου και πόθου με διαπερνά.

Σκύβεις, κάτι μου ψιθυρίζεις   όμως δεν μπορώ ν’ ακούσω

τόσο που δυναμώσανε τον ήχο   και θυμώνω που διακρίνω

ξένες φωνές κι εκμυστηρεύσεις άλλων

ακόμα και της θάλασσας τον παφλασμό.

Της θάλασσας που εισβάλλει ορμητική   να σε διεκδικήσει πάλι .

Πώς να τη συγχωρήσω  που δεν είναι καν γαλάζια.

Ασπρόμαυρη ταινία και η ζωή

κάποιες φορές απ’ το λευκό   στο μαύρο ολισθαίνει
οριστικά.

 

Στέρεος ποιητικός λόγος, που από ποίημα σε ποίημα μεταμορφώνεται μέσω καινούργιων εικόνων, αν και συχνά τα θέματα παραμένουν ίδια: η απουσία του άλλου, το κενό, το γρήγορο πέρασμα του χρόνου, η φθορά και ο θάνατος, η δύναμη της μνήμης…

Η αντίθεση: κίνηση - ακινησία αποδίδεται μέσω εικόνων που έχουν αντληθεί από κλασικά γλυπτά και τα οποία αντικατοπτρίζουν από τη μια κάθε τι ζωντανό και από την άλλη τους νεκρούς. Το κενό, το πουθενά, η ακινησία παρουσιάζονται ως καταστάσεις στο μη χρόνο ή μήπως στο χρόνο όπως τον βιώνουμε, αλλά μας ξεφεύγει και άρα ισοδυναμεί με το τίποτε, με τον αέρα:

 

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ

(… με μάθανε να εκτιμώ την κίνηση… σελ. 43)

Κινήσεις παγωμένες εσαεί   στη λαξεμένη πέτρα

δίχως ελάχιστη απόπειρα συνέχειας.

Η Αφροδίτη καταδικασμένη   στην αιώνια ομορφιά της

αφηρημένα ν’ ατενίζει στο κενό

έναν μικρό απόντα Ερωτιδέα.

Συνεπαρμένος από μια νίκη ανέφικτη

ο ηνίοχος στο πουθενά να κατευθύνει

το ακλόνητο στο χρόνο άρμα του

κι ο Μωυσής στο Βίνκολι

να σείει ασταμάτητα τις στήλες

με μιαν οργή, μιαν απειλή   για πάντα αδιάλλακτες.

Και μόνον η κοιμωμένη κόρη

να συνεχίζει συνεπής στο μέλλον της

-προβάλλοντας παράφορα την κίνηση

που στους αιώνες θα διανύει εκείνη -

την Ακινησία.

 

Η ποίηση της Σιδηρά ξεπηδά από την εμπειρία και την ψυχική διάθεση, η οποία αναγνωρίζει και ελέγχει όσα συμβαίνουν. Και αυτό διαπιστώνεται από την καθαρότητα του ύφους, από τη συνέπεια των εικόνων, που συνομιλούν με τη σκέψη και το συναίσθημα. Ο κοφτός λόγος διαθέτει αυθεντικότητα και γι' αυτό άλλωστε δεν έχει ανάγκη από υπερβολές και αφαιρετικές «τρίλιες». Η γήινη φωνή της ποιήτριας αγγίζει και συγκινεί τον αναγνώστη.

[τα ενδιάμεσα σχόλια για τη συλλογή της Αγγελικης Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007 υπογράφει η Χρύσα Σπυροπούλου]

 

«ΑΓΑΠΩ  και ΦΟΒΑΜΑΙ το ΦΩΣ…

(… συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.

Τη θάλασσα,  τον έρωτα, κυρίως το φως.

Αυτό που δίνει υποσταση στη λεπτομέρεια»  - Θερινό Ηλιοστάσιο).

Διάλεξα αυτούς τους δύο στίχους από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ (εκδόσεις Καστανιώτη και Διάττων 2011), επειδή εκφράζουν χαρακτηριστικά τη δυνατότητά της να μεταπλάθει ευρηματικά την προσωπική της αλήθεια, τον στοχασμό ή την παρόρμηση. Το ότι η ποιήτρια αποκαλεί τη σκληρή πραγματικότητα φως, αυτό δεν αλλάζει σε κάτι την αλήθεια, ότι η ποίηση είναι άδολη και μαζί επαναστατική. Πάνω από όλα όμως, αναπόφευκτα παράλογη, καθώς ο ποιητής «βάζει στη γλώσσα εκείνο που εκείνη δεν λέει ποτέ κατά τρόπο φυσικό» (Jean Cohen). Η ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, η δέκατη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά, περιλαμβάνει 47 ποιήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη (Η Φαντίνα και οι άλλες) αντιστοιχεί η κατάθεση προσωπικών σημειώσεων - αναγνώσεων αναφορικά με γυναικεία πρόσωπα, στα οποία η ποιήτρια αναζητεί μια κυρίαρχη ιδιότητα που την εκφράζει.

 

ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ

Σε φωνάζω   μ’ όλη μου την ψυχή

μα δεν μ’ ακούς.

Να ξεπηδήσεις μέσα από τα κύματα

όπως εκείνος  ξετιτάχθηκε   απ’ τις φλόγες.

Κι εκείνη ύστερα πώς αφουγκράστηκε

μίλια χιλιάδες πέρα   το κάλεσμά του!

Ενώ εσύ μονάχα πέντε χρόνια μακριά

κι ούτε που γνέφεις.

Τυφλός αργότερα    και την αισθάνθηκε στο πλάι .

Τζέην! ψιθύρισε

όπως κι εσύ στα όνειρά σου με καλείς

όμως δεν έχω σαν εκείνη

όνομα εύηχο κι ελκυστικό.

Ντρέπομαι και τινάζομαι.

Ανάβω το δικό σου πορτατίφ.

Σε λίγο, το ξέρω κι ας  λείπεις   θ’ αλλάξεις πλευρό:

Κοιμήσου! νυσταγμένα θα μου πεις   η ώρα πέρασε

και θα διαλέξεις πάλι το σκοτάδι.

 

Στη δεύτερη, ομότιτλη της συλλογής, ενότητα κυριαρχεί το στοιχείο της γνώσης, που ο μόνος τρόπος να αποκτηθεί δεν είναι παρά η μακροχρόνια και καταπονητική άσκηση του νου μέσα στις ποικίλες εκδοχές της. Μια φωτογραφία στο λευκό μάρμαρο, με πεντακάθαρα γραμμένο το όνομα, θα επισημάνει ό,τι η ποιήτρια αποκόμισε από «την παράφορη συγκίνηση της πρώτης συνάντησης, την άνοιξη που επέμενε να μοσχοβολά υποσχέσεις και την ομορφιά του εφήμερου και της αμφιβολίας»

 

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ένιωθα μια παράφορη συγκίνηση

σαν τότε, στην πρώτη μας συνάντηση.

Είχα ντυθεί όπως σου άρεσε.

Φούστα κόκκινη, κλος   και μπλούζα μαύρη εφαρμοστή

που μεσ’ απ’ το βαθύ της ντεκολτέ

λιποτακτούσε λες, το ίδιο   παλιό ένοχο πάθος.

Είχα τελείως λησμονήσει σε ποιο σημείο

ακριβώς θα με περίμενες.

Έτσι περιπλανιόμουνα ξανά και πάλι

στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια.

Ο ήχος των βημάτων μου   ερχόταν πίσω,

προξενώντας μου   μια ταραχή, μιαν αγωνία

μη δε σε βρω, μήπως και διασταυρωθώ

με κάποιο πρόσωπο γνωστό και προδοθούμε.

Η άνοιξη γύρω επέμενε

έρωτα να μοσχοβολά  και υποσχέσεις.

Το αεράκι ανάλαφρο   τις μνήμες αναμόχλευε

φέρνοντας πίσω αδιάκοπα

τους βιαστικούς αθετημένους όρκους μας

κι οι σκόρπιες παπαρούνες

επισφράγιζαν την ομορφιά του εφήμερου

και της αμφιβολίας.

Ξαφνικά μέσα από μια συστάδα δένδρων

ξεπρόβαλε παρείσακτος  και ξένος   ένας φοίνικας.

Τότε σε είδα.

Είχες γεράσει τόσο   που ίσως δεν θα σ’ ανεγνώριζα.

 

Όμως κάτω από τη φωτογραφία   στο λευκό μάρμαρο

ήταν γραμμένο πεντακάθαρα   το όνομά σου

 

Στην τελευταία ενότητα (Ο κύκλος των εποχών) η χαμηλόφωνη ποίηση της Σιδηρά προβάλλεται αναδρομικά σαν εικόνα που πλάστηκε για την ίδια της την ύπαρξη, καθώς η θέαση των πραγμάτων δίνει τον τόνο σε ατομικές στιγμές. Διαβάζοντας την ποίηση της Αγγελικής Σιδηρά έχουμε την εντύπωση ότι ατενίζουμε το βάθος της ψυχής της. Και ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι είναι η δική μας ψυχή που απλώνεται στο οπτικό πεδίο μας. Είναι εκείνη που μας ατενίζει

[Τα ενδιάμεσα σχόλια για την ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ της Αγγελικής Σιδηρά έκανε η  Νένα Κοκκινάκη]

 

ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ: Ι. ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία

Σκέψου πως διανύσαμε    την πιο μεγάλη νύχτα.

Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα

πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε   μες στο πηχτό σκοτάδι

ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως

τόσων και τόσων ημερών κατοπινών   να ματαιώσει.

Κι εμείς φαντάσου   πώς στριμωχτήκαμε   σε μια ζωούλα τόση δα

ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει   η αέναη διάρκεια

Η απειλή;   Η υπόσχεση;   της πιο μεγάλης νύχτας.

ΙΙ. ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή   διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος   που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα   δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.

ΙΙΙ.  ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ
Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά   ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον   όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο   της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται   στο άδειο σπίτι.


IV. ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα   του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν   με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.

 

Η ΜΕΛΩΔΙΚΗ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΙΔΗΡΑ:  

Με την Αγγελική Σιδηρά μας συνδέει το ίδιο μικρό όνομα και η αγάπη για την τέχνη με όποια μορφή εκφράζεται. Μας συνδέει και κάτι ακόμα. Μου έχει εμπιστευτεί να ερμηνεύω με την κιθάρα μου τα μελοποιημένα ποιήματά της από τον συνθέτη Θοδωρή Ξυδιά, αδιάλειπτα τα τελευταία χρόνια σε κάθε παρουσίαση του έργου της, δίνοντας σ’ εμένα τη συγκίνηση να μετέχω στην τέχνη της και στα τραγούδια της, που δεν υπάρχουν ηχογραφημένα, την ευκαιρία ν’ ακούγονται σε κοινό.

Στις δύο πιο πρόσφατες συλλογές της, ΑΜΙΛΕΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ και ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, η Αγγελική Σιδηρά υπογράφει 54 ποιήματα που αποτυπώνουν στιγμιότυπα της προσωπικής της ζωής και αντανακλάσεις του εσωτερικού της κόσμου με τρόπο που σε κάνει να τα αισθάνεσαι δικά σου. Το ταλέντο της Σιδηρά είναι ότι παρατηρεί τα γεγονότα απαλλαγμένα από το όποιο υλικό μεγαλείο τους και το ογκώδες γήινο διακύβευμά τους και τα περιορίζει στην αγωνία του πρωταγωνιστή.

Ο λόγος της βαθιά ανθρώπινος και εξομολογητικός, συχνά σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, σε κάνει κάποιες φορές να νιώσεις σχεδόν ανοίκεια, σα να κρυφακούς κι όμως να μη μπορείς να κάνεις διαφορετικά παρά να συνεχίσεις να θέλεις ν’ ακούς, γιατί η ποιήτρια έχει το χάρισμα, παίρνοντας τις σωστές αποστάσεις, να μοιράζεται το όποιο βίωμα μαζί σου.  Έχει επίσης την ευχέρεια να μεταπλάθει όλα τα μικρά και τα μεγάλα του κόσμου της σε λόγο ποιητικό, ειλικρινή, άμεσο, γυμνό από φκιασίδια, εμπιστευόμενη την καλλιτεχνική παρόρμηση και την εσωτερική της φωνή.  Κατορθώνει να υφαίνει μύθους γύρω και από τα πιο παράδοξα πράγματα ή γεγονότα, καθιστώντας τα πιστευτά και οικεία.

Στο ΑΜΙΛΕΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, οι στοχασμοί της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ γίνονται τίτλοι των ποιημάτων της Αγγελικής Σιδηρά και μέσω ενός υποθετικού διαλόγου μαζί της, μας ταξιδεύει τόσο σε δικές της θάλασσες, όσο και στους ωκεανούς της μεγάλης συγγραφέως.

Στην ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, ηρωίδες από την παγκόσμια λογοτεχνία δίνουν το έναυσμα για τον ποιητικό στοχασμό της Σιδηρά, ενώ η αέναη κι ακούραστη σκέψη της σμιλεύει κι εδώ περίτεχνα τ’ ανθρώπινα χαρίζοντάς τους αθανασία

[Αγγελική Βουλουμάνου]

 

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ’ΣΚΑΒΕΣ ΘΑ ’ΦΤΑΝΕΣ ΣΤΟ ΘΕΟ

(… όπως στην ακροθαλασσιά φτάνεις στο νερό όταν σκάβεις στην άμμο…)

Δεν θέλω να ξανάρθεις γητευτής ούτε στα όνειρά μου πια.    Τη μοναξιά σφυρηλατώ τριγύρω μου μέρα τη μέρα    έτσι που περιβάλλομαι από αυτήν μια πανοπλία σιδερένια,    κρύα κι όλο αναμετράω το κενό της απουσίας σου    με το αδιανόητο χάσμα του Χάους.    Κάποτε μια μνήμη μακρινή διαπερνά την άτρωτη αρματωσιά σου ένα καυτό σου δάκρυ ίσως, φυλαγμένο.    Έπειτα σαν απάντηση έρχεται η βροχή καταιγισμός δακρύων Του για μένα    που το σίδερο τρυπούν ξεπλένοντας όλα τα αποτυπώματά σου.    Καθώς διάχυτη απλώνεται η οσμή Εκείνου στο βρεγμένο χώμα    εξαφανίζεται κάθε υπαινιγμός από το κοσμικό άρωμά σου    [ΟΤΑΝ ΤΑ ΧΑΝΩ ΟΛΑ ΜΟΥ ΜΕΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ από τη συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ της Αγγελικής Σιδηρά, εκδόσεις Καστανιώτη 2007 και με ΚΛΙΚ  στον παρακάτω σύνδεσμο κι άλλα ανθολογημένα ποιήματα από την παραπάνω συλλογή αλλά και από την ΑΜΦΟΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη 2011]

https://deepunctum.blogspot.gr/p/blog-page_18.html