Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

ΑΝ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΕΙ ΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ...

(… γιατί τραγουδάει… και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει…

ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ!..)

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας;

Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του - κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα): 

Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής; 

Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας; 

Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες; 

Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση; 

Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;

Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα;

Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη;

 

Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά

 [ΣΧΟΛΙΑ του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – ART by IGOR Zenin on Pinterest]





Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ, ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ, Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ  

(… ό,τι μπορεί να αποσυντονίσει και να απορυθμίσει τον οργανισμό μας όταν μπούμε στο τούνελ του έρωτα… )

… είναι καταστάσεις οι οποίες βιώνονται χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να λυθούν κάποτε. Είναι μαχαίρια και σφυριά πάνω σ' ένα σώμα που δεν θέλει να λυτρωθεί από τα μαρτύριά του, είναι ζάλη, και απόγνωση, και θάνατος, μέσα σε μια ψυχή που δεν εννοεί να αποκολληθεί από το λατρεμένο της αντικείμενο. Και το πιο παράδοξο με τον έρωτα, στα ποιήματα του Παυλόπουλου, είναι πως παρά τη σαφή αίσθηση φθοράς την οποία έχουν τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, παρά τις ολοφάνερες απώλειες, ήττες και καταστροφές τους, αλλά και κόντρα στη βαθιά επίγνωση της ευπάθειάς τους, δεν εννοούν για κανέναν λόγο να υποχωρήσουν και να χάσουν την πίστη τους - πηγαίνουν έτσι ως το τέλος κι ας είναι το πιθανότερο πως θα πληρώσουν πανάκριβα τις συνέπειες:

 

«Ήταν ένα καρπούζι μες στη θάλασσα.

Το σήκωνε το κύμα και το πήγαινε

κι εγώ με τη Ρέα στα βραχάκια

το βλέπαμε από μακριά που γυάλιζε   και γύριζε στον ήλιο.

Βλέπαμε τάχα πάνω του ολόκληρη τη Γη

χωριά και πολιτείες, σπίτια κι ανθρώπους

και κάπου εκεί το σκύλο μας που χάθηκε

να ψάχνει να μας βρει.

Βλέπαμε τη Ρέα κι εμένα μεσημέρι

μικρά παιδιά που έφυγαν κρυφά από το σπίτι

γυρεύοντας σ' όλη τη Γη το σκύλο τους

αγκαλιασμένα τώρα να κοιτάζουν

ένα καρπούζι μες στη θάλασσα.

Χωρίς να ξέρουν πως ίσως και να ήταν

μια νάρκη από τον πόλεμο

άχρηστη κι αδέσποτη   που κάποτε θα σκάσει».

 

Ο Παυλόπουλος γράφει απροσποίητα και αδιακόσμητα, χωρίς την ελάχιστη εκζήτηση. Νιώθει καλύτερα με την κυριολεξία και γι' αυτό χρησιμοποιεί πολύ λελογισμένα τη μεταφορά, δημιουργώντας ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον για τους στίχους του, που βάζουν εύκολα και γρήγορα τον αναγνώστη στο νόημά τους, μια και σίγουρα στο εσωτερικό τους δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσει με δική του πρωτοβουλία. Στο ρεαλιστικό, όμως, αυτόν περίγυρο και στο σκόπιμα αποξηραμένο τοπίο του ο Παυλόπουλος έχει ένα άλλο παιχνίδι να παίξει: το παιχνίδι της σκίασης, της υποβολής και του μισού φωτισμού των πραγμάτων, που φέρνει στην επιφάνεια την κρυφή και αμετάδοτη ουσία τους. Με μισές λέξεις και ατέλειωτα λόγια, με κοινές ή και αδιάφορες εκ πρώτης όψεως εικόνες, που αποκαλύπτουν απρόσμενα έναν άγνωστο πυρήνα, αλλά και με υπόγειες πυροδοτήσεις των πιο ανώδυνων σημασιών, ο ποιητής φτιάχνει σχεδόν εκ του μηδενός τον κόσμο του, με τα στοιχειωδέστερα και τα απλούστερα υλικά:

 

«Φωτίζοντας ξαφνικά λησμονημένα τοπία

το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια

το γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου

τον τοίχο που τους εκτελέσανε

το άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα

το κοιμητήριο στην πλαγιά

την πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω

και γωνία Ροδεσίας και Αλφειού

την Άνθεια να περιμένει μέσα στη βροχή».

 

Φτάνοντας στην ωριμότητά του, ο Παυλόπουλος μοιάζει να αποστραγγίζει την ποίησή του: να την απαλλάσσει από κάθε περιττό βάρος, οδηγώντας τη σταθερά και προσεκτικά σ' έναν αφαιρετικό και απογυμνωμένο λόγο με έντονη επικοινωνιακή δύναμη. Και τούτο το τελευταίο καλό είναι να μην το παραβλέψουμε: η σκοτεινότητα στην ποιητική έκφραση δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος - συχνά, μάλιστα, λειτουργεί περισσότερο ως καταφύγιο αδυναμίας και λιγότερο ως πραγματική και ουσιαστική λύση. Τα κομμάτια που διαβάζουμε στο βιβλίο του Παυλόπουλου αποδεικνύουν πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ποίηση όταν εμπιστεύεται με υποψιασμένο τρόπο την τάση της για αμεσότητα. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, ουδείς, φυσικά, διανοείται να της ζητήσει οτιδήποτε άλλο.

 

ΝΑ ΘΕΛΩ ΚΙ ΑΛΛΟ   ΚΙ ΑΛΛΟ ΑΚΟΜΗ!..  ΚΙ ΕΣΥ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ!..

(το 13ο από τα ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ ΧΑΪΚΟΥ του Γιώργη Παυλόπουλου 1990)

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη   που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα   χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα   και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της   και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες   και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω   πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα   και ποτέ πια δε θα σου πω.
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)


ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για τα Ερωτικά Ποιήματα του Γιώργη Παυλόπουλου δημοσιεύτηκε στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας στις 30/07/2004 – τα ποιήματα που συνοδεύουν το κείμενο επιλέχθηκαν κι από άλλες συλλογές του Γιώργη Παυλόπουλου



ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ, ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ και ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:  Κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου. Ανθολογία Ποιημάτων από τις τρεις αναφερόμενες συλλογές με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:  https://ai2avatongar.blogspot.com/2018/06/blog-post_11.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου