Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΩΜΑ, ΜΙΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΤΟΣ ΜΕ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ:

Εύστοχη επιλογή ο τίτλος στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ιωαννίδου: ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ (εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2016).   

Οδηγεί τις  «αναγνώσεις» από τα άκρα  του Σώματος ως τον πυρήνα της Ποιητικής Έμπνευσης, (Καιόμενη Βάτος;)  

το εντός των τειχών Καταφύγιο δηλαδή που είτε πυρπολημένο είτε μισητό σκήνωμα, είτε Ιερή Νόσος,  

είναι η μόνη διαφυγή των ποιητών. 

Το μαρτυρούν και το εισαγωγικό ποίημα με το συμβολικό τίτλο ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ και η ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ: 

«Καταφύγιο πυρπολημένο το μισό πρόσωπο 

τοπίο εντός των τειχών, φλεγόμενη βάτος 

όσο το άγγιγμα διαρκεί το επισφαλές 

και μετά νηνεμία 

ώσπου το κουπί να μην μπορεί να διανύσει την απόσταση 

από τα άκρα ως τον πυρήνα τον Λίθο» 


«Η διαδρομή έξω από τα τείχη αποπειράται το βράδυ» 

διαπιστώνει η Αναστασία Γκίτση και είναι  

«Ιεροτελεστία λεπτομερειακά περιγραφόμενη σε λειτουργική θέση εισαγωγής με κατάληξη την ανθολόγηση ποιημάτων πάνω σε σάρκα»  


«Ανοίγεις τη σελίδα – ένα ποίημα

Δεν θα το διαβάσεις

η απόσταση θα το σβήσει ο χρόνος θα θέσει τα όρια

Ένα ποίημα δεν διαβάζεται, 

σε καταβροχθίζει σαν ιερή νόσος 

σου τρώει τα σωθικάσε κάνει δικό του

Όμως το σκοτάδι ακουμπάει στη στέγη του σπιτιού

και οι τοίχοι σε συνθλίβουν

με αγάπη λευκή και ακατέργαστη –

κλείνεις τη σελίδα έξω από το μυαλό σου  [ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ] 

[ΣΥΝΕΧΕΙΑ παρουσίασης συλλογής με σχόλια και αντιπροσωπευτικά ποιήματα με ΚΛΙΚ στην εικόνα του ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟΥ]:



Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ (τελικά η αλήθεια χωράει σε μια μικρή γαλάζια θήκη)
Στέκομαι πολλή ώρα σε κάθε σχεδόν «στάση» του εξωτικού αυτού ταξιδιού προσπαθώντας να χαρώ όλες τις εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά μου «όσο τo άγγιγμα διαρκεί το επισφαλές» των αισθήσεων, όσο το δρομολόγιο του τρένου των ποιημάτων της συλλογής «θα περνάει από πάνω μας». Στέκομαι πολλή ώρα στο μυστικό αυτό δείπνο. Δείπνο με ακρυλικό: «Ένα μήλο κομμένο στη μέση… Λειώνει το πιάτο δίπλα στα δάχτυλα… Δεν θα μετρήσω σε πόσες συλλαβές θα με καταπιείς»!.. (ΑΚΡΥΛΙΚΟ) Και «όταν λέω στάση», θα εννοώ, ακολουθώντας τις οδηγίες των στίχων, το αντάμωμα των χρωμάτων στο ουράνιο τόξο του ταξιδιού-δείπνου σωμάτων:
«Όταν λέω «στάση»
θα ανταμώνουμε
εγώ θα αλλάζω χρώματα
στο ουράνιο τόξο
την ώρα που θα περνάει
το τρένο από πάνω μας [ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ]

Βραδινή η πρώτη στάση στο ποιητικό ταξίδι της Ειρήνης. Υπερρεαλιστική σκηνή από ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ στην άκρη του δωματίου.  Ετερόκλητα «εδώδιμα αποικιακά» σ’ ένα μεγάλο μπολ,  κομμάτια η καρδιά, το μαρούλι, ο δυόσμος… «Μικρές μπουκιές, αμάσητα φιλιά», σ’ ένα χωροχρόνο που οι σκοτεινές γωνιές του προσφέρονται για το «κρυφτό» των σωμάτων. «Στο τραπέζι χορεύουν φράσεις κάτω απ’ τα μάτια κάτω απ’ το βάρος… απειλούν, ικετεύουν, σκοτώνουν»!..  «Και τώρα που τελειώνει η επιθυμία τι προς βρώση;», αναρωτιέται στο ποίημα της με τίτλο ΔΕΙΠΝΟ. Το συμπέρασμα αβίαστο:     Έτσι ανθολογούνται τα ποιήματα πάνω στο σώμα, με γρήγορη αλληλοδιαδοχή εικόνων που διανύουν αποστάσεις με ταχύτητα φωτός και αφήνουν τους συνταξιδιώτες με κομμένη ανάσα. «Και το μαρτύριο εις σάρκα μία εσαεί και εις τους αιώνας ανυπόστατο… Πόσο το μαχαίρι εις βάθος θα λάμψει την αλήθεια των σπλάχνων;»  «Μικρά αρτοσκευάσματα» οι ποιητικές απορίες… όχι πάντως «γιατί η τροφή δεν είναι αρκετή αλλά γιατί ο φόβος (της Ανομβρίας σελ. 19) περισσεύει»! Η προσδοκία της βρώσης των σωμάτων εαρινή και αιματοβαμμένη: «Να κατασπαράξουμε. Να φάμε σάρκες. Εγώ θα σου χαρίσω τα χέρια μου αιμοσταγή… Κόκκινη παπαρούνα το πάθος, περιμένω ν’ ανθίσει…»  (ΕΑΡΙΝΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ σελ. 12). Προσδοκία ανθοφορίας από τη μια αλλά, από την άλλη, η κυριαρχία ενός υποδόριου φόβου περιφέρεται από ποίημα σε ποίημα με άλλη φορεσιά κάθε φορά. Γιατί «εκεί που τώρα άνθη φύονται… η γνώση κι αυτή θα υποκύψει, η γλώσσα θα πλαταγίζει άσκοπα αναζητώντας την εκφορά…» (ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ)    
Αν είχε εσοχή θα μπορούσε
να είναι καταφύγιο
Δεν έχει όμως
Μόνο ένα αμύγδαλο στη μέση

Θα γίνει μάχη τώρα ποιος θα ’χει μερίδιο
Όποιος έχει μεγαλύτερο διασκελισμό
όποιος έχει μεγαλύτερο εκτόπισμα
όποιος ποθεί περισσότερο
και χωθεί μες το τεράστιο στόμα
με τα καραμελωμένα τείχη

Κι όταν κάποτε ανοίξει τα μάτια, τι;

Πάλι μόνο
ζάχαρη [ΕΔΕΣΜΑ]

Παύση με απρόσμενο ΡΕΚΒΙΕΜ στη σελ. 11. Σκοτεινό τούνελ ξαφνικά στη διαδρομή, που παρουσιάζεται μάλιστα πλημμυρισμένο με ήχους, οσμές, γλώσσες… «Στον ορίζοντα ανείπωτο όχι», αλλά  τα χέρια στέλνουν δικά τους σήματα κάτω απ’ το στρώμα: εκλιπαρούν το ναι; Ρέκβιεμ ο ανθόσπαρτος βίος; Πάλι στην κατακλείδα μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους με την αποφθεγματική περιγραφή τους: «τα λόγια λιπόσαρκα, ασθενικά, όπως και τα σώματα»!.. Σώματα μες το σκοτάδι, αιωρούνται φιγούρες ανυπόστατες στο φύσημα του ανέμου… τρυφερής εκδοράς λάφυρα, που χωράνε μια αιωνιότητα κορεσμού:

Ένα μεγάλο φτερό
από παγώνι
πεσμένο στο πάτωμα
Τρυφερής εκδοράς λάφυρο

Λαμπυρίζει ακατέργαστο
στους πολύχρωμους ρόμβους
παλαιού μωσαϊκού
Ορατή απειλή μεταξύ των αρμών

Συνδαιτυμόνες
Συνυπάρχοντες στο λεπτό
εκείνο το ήδη υπάρχον και μη
Στον κάδο ριγμένο
στις αποσκευές που ηθελημένα αφήσαμε

στα σκουπίδια  [ΛΑΦΥΡΟ]

ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΑ ΓΚΑΖΙΑ ΠΑΤΗΜΕΝΑ (κάθετες και περιεκτικές που χωράνε μια αιωνιότητα κορεσμού)
Αν μια ευθεία γραμμή στη γλώσσα των μαθηματικών είναι άπειρα σημεία, το σημείο μιας στιγμής στη γλώσσα της ποίησης «χωράει μια αιωνιότητα κορεσμού». Το Σώμα Δρομολόγιο όμως, καθώς «γλιστράει στον υγρό δρόμο με τα γκάζια πατημένα τέρμα»  δοκιμάζεται στις στροφές, εκεί όπου «οι κορυφές των δένδρων αδυνατούν να ρυμουλκήσουν το φαιό» (ΣΤΙΓΜΗ) και «μυρωδιά αγνώστου θηράματος… εισβάλει εχθρικά» στα χωρικά ύδατά του. Αύριο, σε μια άλλη στροφή, μετά την ευθεία τοξικών εκκενώσεων, αντικανονικό προσπέρασμα διαμπερών τραυμάτων: «… θα χρησιμοποιώ και πάλι λέξεις, φθόγγους. Θα λέω βγάλτε μου τις χειροπέδες. Εξημερώθηκα»!.  Εξημερώθηκε το Θήραμα, που σημαίνει ότι είναι πλέον έτοιμο να ενδώσει. Πρόβα νυφικού και γάμου:

Τρεις το πρωί
Σμήνος ακαθόριστης σύστασης
Εισβάλλει εχθρικά
Στα ύδατά μου

Η γλώσσα ασφυκτιά
αναστατώνει το πλέγμα
των νυχτερινών μου εξορμήσεων

Μυρωδιά αγνώστου θηράματος
με προσελκύει
ενδόμυχα σχεδόν

θα ενδώσω [ΘΗΡΑΜΑ]   

Νήματα
στρόβιλος λευκού
γάμος
κάτι θα στάξει
από τις άκρες των χειλιών
βατόμουρο
χαμογελά
στα δόντια σου

Μην πέσεις τώρα,
θα λερώσει το νυφικό
Κατάμαυρος διέσχισέ με [ΓΑΜΗΛΙΑ ΤΟΥΡΤΑ]   

Στο σύμπαν των σωμάτων, λοιπόν,  καταγράφονται στιγμές ύπαρξης με κατανόηση της αυθαίρετης και εφήμερης φωταψίας τους. Ταλάντωση είναι η ύπαρξη, ανέβασμα-κατέβασμα και εξαίσιος ίλιγγος εκτόξευσης και πάλι από την αρχή σε μια αέναη επανάληψη που δεν έχει τέλος. «Θα αναληφθείς όμως;», είναι το αγωνιώδες ερώτημα που διακόπτει την ονειροπόληση:

ευτυχώς τώρα έχεις χέρια
αντί για εκείνα τα φύλλα
με τις νευρώδεις παραχαράξεις
που ορίζουν τη μοίρα

Τώρα σου είναι
πιο εύκολο να τα μετατρέψεις
σε βατήρα εκτόξευσης
ή απλά σ’ ένα σχοινί για να κρατηθείς

Θα αναληφθείς όμως

Προς εκείνο το μη μετρήσιμο
Αναδεύοντας πλέον απαλά τα άκρα σου
τα αυτόνομα μέλη

καθόλου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν
μόνο ως ύπαρξη
της οποίας ουκ έσται τέλος [ΥΠΑΡΞΗ] 

ΚΑΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (σε άλλες εποχές θα έπρεπε να ζούμε;)
Σ’ όλη τη διάρκεια αυτού του Δρομολογίου, καθώς το Σώμα περνάει από τη μια Στάση στον  άλλο Σταθμό, συναντάμε πρόσωπα και πράγματα που ανήκουν σ’ άλλες εποχές. Εκτός από τις ρητές αναφορές στη βιβλική Καιόμενη Βάτο, στους μυθικούς Λωτοφάγους ή την Ωραία Κοιμωμένη σ’ ένα Δάσος με τριανταφυλλιές και το χαμόγελο της Τζοκόντα στον πίνακα  ντα Βίντσι, ονόματα και πράγματα που αξιοποιούνται στους τίτλους αντίστοιχων ποιημάτων,   υπάρχουν και κάποια στοιχεία λιγότερο εμφανή που, σκόρπια σ’ όλη τη διαδρομή, διανθίζουν το ταξίδι με εικόνες που εναλλάσσονται κινηματογραφικά. Έτσι, σε κάποια στάση βλέπουμε    τον αγορασμένο από ένα μαύρο στην πλατεία Πύργο του Άιφελ, στον άλλο σταθμό ένα Κορίτσι με κόκκινο φόρεμα και μαύρα μαλλιά βγαλμένο από το γνωστό παραμύθι συμπλέει με τον Οιδίποδα που δίχως μάτια ψαχουλεύει την αφίσα με το γαλάζιο του Ματίς απ’ το άλλο ποίημα!.. Ένα αντίγραφο του Γκογκέν στον απέναντι τοίχο, ένα άκαιρο αστέρι της Βηθλέεμ δίπλα σε άκαπνη καμινάδα και παραδίπλα Λέξεις για μια Νίκη που δεν χρειάζεται τα φτερά της, Λέξεις που «γνωρίζουν να κολυμπούν και ας μην σώζονται…», «Ωκεανός, Αιθέρας, Ουρανός», «Ουρανός καθαρός χλόη ακμάζουσα, γλώσσα ποτάμι καλπασμός Λέξεων»!..  Κάθε στιγμή, όποιο βαγόνι στίχων κι αν διαβαίνει, γόρδιοι δεσμοί τυλιγμένοι με επτά πέπλα και σύννεφα κινηματογραφικών εικόνων αρχίζει να βρέχει… Όλη αυτή η παρέλαση ετερόκλητων στοιχείων, σκόρπια σ’ όλη τη συλλογή,  είναι σαν μια έμμεση πλην σαφής υπόμνηση στο Σώμα, «σαν βγει σ’ αυτό το Δρομολόγιο» να εύχεται να είναι μακρύς ο δρόμος γεμάτος περιπέτειες κι εμπειρίες κάθε λογής:     

Παιδί σου άρεσε να καταπίνεις εικόνες
έπειτα να τις γεννάς σε μια λευκή λεωφόρο
-Λέξεις πια με το δικό σου δέρμα
το δικό σου σχήμα

Ήταν εύπλαστες, δίχως μέλη
Τους τα αφαιρούσες, έμοιαζαν μ’ αγάλματα
τις κοίταζες, τις φανταζόσουν μόνο εσύ
Είχαν μια γοητεία αυτές οι επεμβάσεις
Ανώδυνες
Η Νίκη δεν χρειάζεται τα φτερά της

Ήταν σπλαχνικές μαζί σου
σε άφηναν να τις κάνεις και πάλι εικόνες
Τότε έμπαινες μέσα τους
Τι μύριζες, τις άκουγες
μπορούσες και να τις γεύεσαι [ΛΕΞΕΙΣ]

Σε άλλη εποχή θα έπρεπε να ζούμε – μα υπάρχει καλύτερη εποχή απ’ αυτή που η Αγάπη είναι μαζεμένη σ’ ένα χαμόγελο και που, όπως γράφει σε κάποιο άλλο ποίημα, «ψηλά πάνω στο λόφο σπόρους»… φυτεύεις στο κορμί  και τ’ άνθη σου χυμένα για θέρος και συγκομιδή»! Δικαιούσαι μαξιλάρι σύννεφο και καρποφόρα νύχτα

ΣΩΜΑ, ΣΕ ΥΦΑΙΝΩ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ ΦΟΡΑΩ… (δεσμό γόρδιο να σε λύνω, να σε κόβω)
Το Σώμα, κεντρικό θέμα σ’ όλη τη συλλογή είναι κι ο τίτλος ποιήματος στη σελ. 50. Είναι το Δρομολόγιο στάσεων που έπρεπε να διαβεί. Τα ερωτήματα που έπρεπε να τεθούν. Οι υποθέσεις και η απόδοσή τους. Η σκιαγράφησή του έγινε με λέξεις, που έκοψε και έραψε η ποιήτρια. Δεν υπήρχε καμιά πρόθεση περιχαράκωσης, σταθεροποίησης. Το φτάσιμο κάπου δεν ήταν στόχος. Ο γόρδιος δεσμός του λύνεται «σ’ εκείνο το δωμάτιο επί πληρωμή» αλλά ξαναδένεται και πάλι απ’ την αρχή χωρίς τέλος. Γι’ αυτό, λίγο πριν το τέλος της αναζήτησης, ομολογεί στο ομότιτλο ποίημα: «Ανίσχυρο έτσι σε θέλω απ’ τα μαλλιά να κρέμεσαι…»

Αλλαγή στάσης:   «Τα χέρια διατρέχουν τη λευκή κοιλάδα των ήχων και το φόρεμα γλιστρά απ’ τους ώμους στην επιθυμία!..». Μπλε πάλι στιγμές, που χωρούν αιωνιότητες ευδαιμονίας, αλλά πνίγουν κι ένα λυγμό! Υπόθεση προφητείας: «Αν μπορείς να καταπιείς τόσο μπλε που να κυματίζει η ανάσα μεσίστια», η πρόβλεψη προσδοκώμενης θαλπωρής είναι ασφαλής: «τότε η χρωστική του λόγου σου θα γεννήσει τον τόπο τον ύστατο της θαλπωρής εναέριο κι επίγειο ώστε τα πέλματα μέσα του να κυοφορούν άλματα θεσπέσια» [ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΜΠΛΕ] Μεσάνυχτα, κλειστές πόρτες, χαρτιά με λόγια και θλίψη… «Στενό ποίημα στο στήθος δίχως ανάσα ο Έρωτας» αλλά υπέρτατη στιγμή Ποίησης που βιώνεται ως ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ!.. Και μόνο έτσι, με Ποίηση, τίποτα δεν  μας εμποδίζει να παίρνουμε μαζί «το ακριβές υπόλειμμα των ονείρων», όπως γράφει  κι η Αγγελική Σιδηρά σ’ ένα της ποίημα (συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ)

Είναι μοναδική και σπάνια τύχη να γινόμαστε κοινωνοί της ποίησης των άλλων και μάλιστα έτσι όπως αυτή εξελικτικά προκύπτει και πορεύεται το δρόμο της καταξίωσής της… Είναι στιγμές που με γεμίζουν ενθουσιασμό γιατί χαίρομαι τη δημιουργία, την ποίηση, τις λέξεις στην ζωντανή πορεία της αυτοπραγμάτωσής τους. Είναι όμορφη κι απρόβλεπτη η ζωή με τις εκπλήξεις της και τα τυχερά της. Τυχερός που διάβασα το ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ της Ειρήνης Ιωαννίδου και κράτησα αυτές τις σημειώσεις σχολιασμού. Τι σχόλιο (άλλο) να κάνω; Θυμάμαι στίχους από ένα άλλο της ποίημα: «το σύννεφο δεν είναι ανθηρό και το Γαλάζιο νύχτα καρποφόρα δεν γεννάει! Ούτε γαλάζιο δανεικό μπορώ να φανταστώ. Οπότε, μοιραία, δεν έχεις άλλη επιλογή: Αντί «να κλαδεύεις εφιάλτες στα βορινά δωμάτια τις νύχτες με το σεντόνι τραβηγμένο ως το λαιμό» πρέπει οπωσδήποτε να βρεις στα «κεραμίδια» «φωλιά με ρίζες και θεμέλια να τρίζουν απ’ αγάπη». Κατακλείδα το ανέκδοτο ποίημα που για τίτλο του διάλεξα τον ακροτελεύτιο στίχο:

ΣΤΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΔΙΧΩΣ ΑΝΑΣΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ:
Μπήκε μέσα του
ένα σκούρο μπλε
σταύρωσε τα χέρια
στο ύψος του λαιμού
μια δαντέλα
έπνιξε έναν λυγμό

Φούσκωνε
το φόρεμα
τις μέρες της βροχής
ο βυθός
έμπαινε στο δωμάτιο
Μια λευκή γυναίκα
πίσω από κλειστές πόρτες
μεσάνυχτα
μάζευε χαρτιά με λόγια
θανάτους και θλίψη [ΑΝΕΚΔΟΤΟ]

Με τη μεταφορική δύναμη που έχει το ρήμα στην ποίηση σε φιλώ:
Yπάρχει καλύτερη μέρα από αυτή που οι στιγμές της κερδίζουν εκείνη τη διάρκεια που μόνο μια Ποίηση Μοναδική κι Αληθινή μπορεί να δωρίζει;
Και μοναδική,   είναι η Ποίηση,  όταν ο δημιουργός καταφέρνει να «οπλίσει» μ’ εκείνες τις λέξεις το ποίημα του που δυνητικά θα κάνουν φανερή (και στον ίδιο και στους μυημένους αναγνώστες…)  την κρυφή εικόνα  της δικής του Μοναδικής Αλήθειας!  (προκαλώντας, βέβαια, κι εκείνα τα συναισθήματα «συμπάθειας», λύπης, φόβου, επιθυμίας ονείρων… «δοκιμές νάρκης του άλγους» -όπως λέει κι ο ποιητής,  που οδηγούν στην απομάκρυνση από τη συμβατική καθημερινότητα, στην υπέρβασή της και τελικά στη λύτρωση, σ’ αυτό δηλαδή που στον περίφημο ορισμό της Τραγωδίας ο Αριστοτέλης  ονόμασε κάθαρση:… - δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων…).
Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, θαρρώ, πως βρίσκεται το «κουμπί» που ορίζει και ξεχωρίζει την καλλιτεχνική δημιουργία: ενώ η αλήθεια του κάθε δημιουργού ως βιωματική είναι μοναδική, με το μαγικό ραβδάκι της τέχνης εξυψώνεται  η Μοναδική αυτή Αλήθεια σ’ ένα τέτοιο νοητό βάθρο/ καθρέφτη όπου ο κάθε αναγνώστης/θεατής (όταν μπορεί να «εξίσταται», να βγαίνει δηλαδή από τα «ρούχα» του εφήμερου εαυτού), προβάλλει τα δικά του πάθη, τη δική του επίσης μοναδική αλήθεια  και έτσι ταυτιζόμενος με την ιστορία  του ποιητή συμπάσχει βιώνοντας την περιπέτεια του ως μια εμπειρία που, όσο ιδιάζουσα κι αν είναι,  θα μπορούσε να είναι και δική του… 
Διαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα της συλλογής ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ πολλές φορές, ταυτίζομαι ως αναγνώστης  με τις αλήθειες της δημιουργού ζώντας μέσα από τις λέξεις δικές μου ιστορίες, όνειρα, προσδοκίες, επιθυμίες, πόθους, απογοητεύσεις:  ένα μεγάλο πρώτο (;) έρωτα που  ως μακρινή ανάμνηση επιζεί στα όνειρα σαν μια ταινία ιλουστρασιόν που η χαμένη μέσα στην ομίχλη του χρόνου φαντασμαγορία της κάνει να μπερδεύονται γλυκά τα ασαφή έτσι κι αλλιώς όρια του πραγματικού με το φανταστικό!
Τα χρυσάνθεμα συμφωνούν και τα τοπία εσωτερικού χώρου εναλλάσσονται, κάποιες φορές με κινηματογραφική ταχύτητα που χαρίζει μια δημιουργική ασάφεια  σε παλιές αναμνήσεις αλλά κάποιες άλλες φορές παγώνει στην οθόνη –δώδεκα ακριβώς;- μια στιγμή ατελείωτη σαν έρημο, σαν προσδοκία, σαν παράφορο έρωτα που ήταν, που θα είναι κι ας κυλάει δίπλα η άλλη ζωή ανικανοποίητη σε συνέχειες…
Να κυλάει η ζωή μας ήσυχα κι όμορφα με πολλές όμως απρόβλεπτες ποιητικές στιγμές που θα απογειώνουν φαντασία, όνειρα, επιθυμίες και θα δυναμώνουν τον έρωτα για την πραγμάτωσή τους…


ΠΕΦΤΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΧΑΡΤΙΝΟ ΑΙΩΡΕΙΣΑΙ ΦΙΓΟΥΡΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΣΤΟ ΦΥΣΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (αποσπάσματα από το σημείωμα της Αναστασίας Γκίτση που δημοσιεύτηκε στο ΒΑΚΧΙΚΟΝ)
Η ποιήτρια περιγράφει στιγμές καθημερινής εξοικείωσης αλλά και εξόντωσης με τα αντικείμενα του σπιτιού και τις κινήσεις του σώματος, αιωρούμενη συχνά μέσα σε δύο χώρους. Ο εσωτερικός  χώρος προεκτείνεται κι ο εξωτερικός περιβάλλεται, συνέχονται κι αλληλοφωτίζονται μέσα σε λέξεις που γεννούν εικόνες … Με ύφος άλλοτε επιτακτικό, άλλοτε αποφθεγματικό η Ειρήνη Ιωαννίδου στην ποιητική της συλλογή μοιάζει με την θεατρική εκείνη persona που στέκεται στο ημισκότεινο σημείο της σκηνής πίσω από τους ανθρώπους ηθοποιούς και τους ψιθυρίζει χαμηλόφωνα εκκωφαντικές αλήθειες, τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας, μιας ζωής που θυμίζει θεατρική παράσταση. Με διάθεση περιπαιχτική προσεγγίζει την τραγικότητα της όποιας αλήθειας κάθε σπιτιού και κάθε σχέσης.
Δεν χρειάζεται θόρυβος σε αυτό το σπίτι
Δεν στήνεται έτσι ένα σπίτι
Οι ένοικοι απουσιάζουν
(όπως συνήθως γίνεται)
Δεν έχει σημασία να περπατάς στις μύτες
να κλείνεις την πόρτα, ενώ πλένεις τα πιάτα
Αυτό που πρέπει είναι να καταπίνεις λόγια
σοκολατάκια—
Οι λέξεις έχουν την διαδρομή τους στο ποιητικό δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, επαναλαμβάνονται πολλάκις στα ποιήματα προφανώς επειδή έφτασε η στιγμή τους να παραστούν εκτός του ασφαλούς (βασανιστικού ωστόσο) πεδίου μιας χρόνιας σιωπής με αλυσίδες σε λαιμό και πόδια
έτσι είναι η ζωή
δεν γλιστράνε τα βήματα
αλυσίδες σέρνουν
χλιμιντρίζουν μόλις τεντωθεί το σχοινί
Η διαδρομή γίνεται αντιληπτή αν την παρατηρήσει κανείς, σαν το τρίτο μάτι που παραμένει εσαεί άγρυπνο ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται. Πρώτα η παραδοχή της πληγής, κατόπιν η επούλωση. Η εσωτερική φωνή γίνεται λέξη και οι συλλαβές  στόμα που άλλοτε καταπίνουν άλλοτε ξερνάνε την πικρή γεύση της ζωής
Παράξενο πράγμα η επούλωση
με ένα τσάι και μια κουταλιά δάκρυα
 Οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν
κι ας μην σώζονται
Όσο κι αν αλλάζουν τα χρώματα στις ανθρώπινες επαφές και στις υπαρξιακές διαδρομές, όσο και αν ο εραστής/ερωμενη ορέγεται την πολυγλωττία της επιθυμίας και του πάθους, η αρχή επιφέρει το τέλος ενώ  στο πίσω μέρος των backstage η σφαγή δηλώνει την παρουσία της χωρίς φώτα και προβολείς
Ερώτων αρχή, ερώτων τέλος      
[…]
γιατί το κρυφόν
ουδέν φανερότερον του φανερού
και η σφαγή παρούσα και αμετάκλητη.

ΤΗ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΘΑ ΤΗΣ ΡΑΨΩ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΡΕΜΑ  [στην Ειρήνη Καραγιαννίδου]
Τη φωνάζουν κορίτσι
Θα της ράψω ένα κόκκινο φόρεμα
θα το βάλει μ’ εκείνα τα δωδεκάποντα
Έχει μαύρα μαλλιά
σπάνιο αίμα
μακριά δάχτυλα
Έρχεται στον ύπνο τα βράδια
μου ξηλώνει τις λέξεις
Τις κεντώ ξανά σταυροβελονιά

Άσε με να  σου χτενίσω τα μαλλιά
Θα πάρω μια σκάλα
Το βράδυ σε ταΐζω
μήλο γλυκό στο στόμα
Με κοιτάς σαν έργο τέχνης
κρεμασμένη στον τοίχο
Έχουμε το ίδιο όνομα:
Παραμύθι

ΕΧΩ ΜΙΑ ΦΙΛΗ, ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ (γράφει η Ειρήνη Καραγιαννίδου):
Έχω μια φίλη, την Ειρήνη. Για να ακριβολογώ μία από τις τρεις καλύτερές μου φίλες είναι η Ειρήνη. Με όνομα κανονικό σαν τον ορίζοντα, με μάτια που λαμπυρίζουν ακατέργαστα σαν τους πολύχρωμους ρόμβους του μωσαϊκού και μ´ ένα καλοσχηματισμένο κρανίο απ´ όπου βγαίνουν ελατήρια. Και λέξεις. Και κάποτε κι ένα βιβλίο. Που ´χει μέσα την λέξη σώμα. Άλλη λέξη πυκνότερη δεν αγαπά ετούτο το κορίτσι.
Όταν ο καιρός μπατάρει, παίρνει τη νάϋλον σακούλα, μπαίνει στα εστιατόρια, μαζεύει ψαροκόκαλα για τις άγριες γάτες της γειτονιάς, έπειτα έρχεται στην παιδική κρυψώνα μας, σε μια μεσαίου μεγέθους βιολετί σκηνή κάτω από μια κόκκινη πλεκτή ζακέτα που όλα τα χωράει και γελάμε. Και μιλάμε. Για ´κεινο το φτερό του παγονιού στο πατρώο πάτωμα -λάφυρο εκδοράς. Για ´κείνες τις κορφές των δέντρων στη στροφή που ´ναι ανίκανες να ρυμουλκίσουν το φαιό. Για τοξικές εκκενώσεις. Για τις στιγμές τις κάθετες και περιεκτικές. Για τούρτες με γεύση βατόμουρο. Αν οι σκέψεις μπορούν να σε θρέψουν σε ανομβρία κι αν η ζύμη κι η δοσολογία της τάρτας είναι πάντα ακριβής όπως κι η πείνα. Αν η γλώσσα πλαταγίζει άσκοπα αναζητώντας εκφορά. Για την λάμπα που ´ναι άκαιρο αστέρι της Βηθλεέμ. Και γελάμε. Για την μνήμη λέμε που όλα τα κουβαλά - και ήχους καλωδιακής και ξεχασμένες ωτοασπίδες και λόφους και κοιλάδες και πουέντ και φακούς επαφής κι έδαφος και υπέδαφος και ρέζους αρνητικά-. Για τον βατήρα εκτόξευσης που γίνεται σκοινί να κρατηθείς. Για την αναρριχώμενη έξω απ´ το παράθυρο. Για τους λευκούς ιριδισμούς στα όστρακα που αποκαλύπτουν τις άγονες γραμμές μας. Για δωδεκάποντα, βαφές μαλλιών και σταυροβελονιές. Και γελάμε. Αν οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν κι ας μην σώζονται. Για Λάνσελοτ και λαμινέιτ, ηλεκτρονικά ξυπνητήρια, εξόδους κινδύνου, για το ποίημα που σε καταβροχθίζει πριν διαβαστεί, την Ταϊτή του Γκογκέν και τον φοιτητικό πύργο του Άιφελ. Για κρεμ φρες, κρεμ μπρουλέ, κρέμες ημέρας. Για τις σκιές κάτω απ´ τα βλέφαρα, τα πόδια χήνας. Αν ο καθρέφτης μας είναι αυτός που πάσχει τελικά από χρόνια αϋπνίας και ήλιου. Και γελάμε. Για τα παρασκήνια -πόση απόσταση διανύει απ´ το σώμα ως το σώμα το γνωστό δρομολογιο. Για εκπρόθεσμα εισιτήρια. Για την φιλία, την αγάπη την μαζεμένη σ´ενα χαμόγελο, σ´ εναν ντριν τηλεφώνου που λέει "έλα τώρα" κι έρχεται. Για το μη μετρήσιμο. Για την εικόνα και καθ´ ομοίωσιν της οποίας ουκ έσται τέλος.
Όταν μιλάμε πλήθος λεμόνια κυλούν επάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες, κίτρινες λάμψεις τρέχουν τα μάτια, συνήθως βρέχει, μας αρέσει που βρέχει νύχτα με χίλια λεμόνια. Και γελάμε.
Καμιά φορά ο φακός του δασοφύλακα μας ακούει, σταματάει τους βρεγμένους λαγούς στα πισινά τους πόδια, το πλατύσκαλο φαντάζει χάρτινο, τότε μένουμε αγαλματάκια ακούνητα εως ότου πεινάσουμε. Μετά με κρύο νερό ξεπλένουμε χολή, σ´ ένα μεγάλο μπολ κόβουμε καρδιά, μαρούλι, δυόσμο, εκείνη με μικρές μπουκιές τα κατεβάζει στον λαιμό, ύστερα τρώμε μηλόπιτα, κέικ σοκολάτας και πάλι απ´ την αρχή. Και γελάμε.
Κάποιος έξω απ´ την σκηνή μονίμως φωνάζει "ψηφίζω το γαλάζιο" για εξώφυλλο, Εκείνη επιμένει στο κόκκινο, Κι εγώ.

Όταν μεγαλώσουμε και με τις ζέστες του Μαγιού κακοφορμίσουμε, το κόκκινο θα το φυτρώσουμε παπαρούνες σε ντάνες μπλου μαρέν ασιδέρωτων. Θα χωρέσουμε πάλι στα παλιά αθλητικά και στις χοντρές μάλλινες κάλτσες. Και θα γελάμε. Κάτω απ´ την πλεκτή ζακέτα πέρα απ´ το χρόνο κι απ´ το χρόνο πέρα.


http://deepunctum.blogspot.gr/p/blog-page_6.html

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΘΑ ΣΗΜΑΝΕΙ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ:

«Από την πόρτα του δωματίου αδιάκοπα μπαινοβγαίνουν ονόματα ποιητών, κατεξοχήν ονόματα πεθαμένων ποιητών, κατεξοχήν ονόματα πεθαμένων, κατεξοχήν ονόματα»: Είναι το μότο που, κατά κάποιον τρόπο προοικονομεί την ιδιότυπη μορφή και τις ιδιαίτερες αναφορές που κάνει ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου σε ονόματα ποιητών (και όχι μόνο) στο βιβλίο  του με το συμβολικό (από πρώτη ματιά) τίτλο ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ (Θράκα, Αθήνα 2015). Ο τίτλος, ως σημαίνον, παραπέμπει στη γνωστή παροιμία, το περιεχόμενο όμως του βιβλίου και ειδικά το τελευταίο ποίημα με τίτλο ΔΩΜΑΤΙΟ 1925 –ΓΙΑΣΕΝΙΝ μας κάνουν να σκεφτούμε ότι εδώ ο Συφιλτζόγλου με μια μεταφορά… κυριολεκτεί και σημαινόμενα του είναι τα ίδια τα γεγονότα που υπονοούν οι στίχοι: «ξύλινο ρολόι/ φεγγάρι/ μεσάνυχτα/ σωλήνας κεντρικής θέρμανσης – στο σπίτι του κρεμασμένου ποιητή/ το ποίημα θα σημάνει το σχοινί». Έχουμε, δηλαδή, μέσα σε έξι στίχους/ γραμμές μια άμεση μεταφορά στο δωμάτιο Νο 5 του ξενοδοχείου «Αγκλετέρ» όπου ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γιεσένιν κρεμάστηκε από τους σωλήνες κεντρικής θέρμανσης με το λουρί της βαλίτσας του ενώ στο δωμάτιο βρήκαν το τελευταίο ποίημά του γραμμένο με το αίμα του. Στο πρώτο ποίημα, ο Φραντς Κάφκα σκοτώνει τον πατέρα του. Στο τελευταίο, ο Ρώσος ποιητής Γιεσένιν αυτοκτονεί. Στο ενδιάμεσο συναντούμε θανάτους ποιητών και άλλων ηρώων και άλλες παράδοξες συναντήσεις και καταστάσεις. Γι’ αυτό…Παύση και Πάροδος/ εικαστική παρέμβαση: «μπροστά  από έναν πίνακα. στο ένα μέτρο ο Μαρκ Ρόθκο. πιο πίσω ο Ρολάν Μπαρτ. συμφωνουν στο περίγραμμα. διαφωνούν στα σημεία. στο βάθος ο Λουί Φερντινάν Σελίν. εποπτεύει –τα μάτια του μια οριζόντια κλεψύδρα» (από τη σελίδα 18 του βιβλίου – ART by Mark Rothko) 



ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΤΕ ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «Λακάν»
 Ο ποιητής, μας ενημερώνει, στην παρουσίαση του βιβλίου η Μαρία Τοπάλη,  «έχοντάς μας συνηθίσει ήδη στο ιδιαίτερο χαρμάνι της ιδιοσυγκρασίας του, σκηνοθετεί εδώ 26 σύντομα κομμάτια όπου πρωταγωνιστούν γνωστά ονόματα ποιητών, φιλοσόφων, ζωγράφων, μυθιστοριογράφων. Συχνά ενώπιος ενωπίω.  Τα ποιήματα θυμίζουν ταινίες μικρού μήκους, καθώς αποτελούνται από ελάχιστα, καμιά φορά ένα μονάχα, «καρέ». Για την ιδιοπροσωπία του Συφιλτζόγλου μίλησε και   Πέτρος Γκολίτσης σ’ ένα σημείωμα του για τον ποιητή και την τέταρτη αυτή εκδοτική προσπάθειά του:  «έχοντας κατακτήσει ήδη την ιδιοπροσωπία του, καταθέτει μια ελλειπτική, παιγνιώδη και διακεκομμένη –φωτογραφική θα λέγαμε– γραφή, κινούμενος κυρίως στον χώρο του φασματικού και του παράδοξου…». Και συμπληρώνει: «οι χρονολογίες και οι ποιητές γίνονται επισκέψιμοι χώροι και τόποι… Ο ποιητής ως περιηγητής αποτυπώνει με τη φωτογραφική του γραφή στιγμιότυπα και καταλήγει σε κρυπτικά συχνά «συμπεράσματα».  

Έτσι, τα ποιήματα αφενός λειτουργούν αυτόνομα σε ένα κλίμα μεταφυσικό-εικαστικό τύπου Ντε Κίρικο και αφετέρου διψούν για αστερίσκους, δηλαδή υπομνηματισμούς που οδηγούν τον αναγνώστη σε άλλα κείμενα και περιστατικά, προσκαλώντας τον σε νέες περιηγήσεις.
Στεκόμαστε, για παράδειγμα,  στο έτος θανάτου «δωμάτιο 1968-Γκαγκάριν», του πρώτου Σοβιετικού κοσμοναύτη, και στο «δωμάτιο 1938-Μπουχάριν», έτος εκτέλεσης του γνωστού θεωρητικού του μαρξισμού:
ΔΩΜΑΤΙΟ 1968 – ΓΚΑΓΚΑΡΙΝ (από τη σελ. 32):
δούλεψες σε χυτήριο
υπηρέτησες στον Βόρειο στόλο
πέταξες με ελαφρά αεροπλάνα
ώσπου μπήκες πρώτος σε τροχιά γύρω απ’ τη Γη
-άντεξες  την επιτάχυνση
το ανθρώπινο λάθος
όχι όμως και την κακοκαιρία

ΔΩΜΑΤΙΟ 1938 – ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ
έχει και ο Οκτώβρης το πρόγραμμά του
έχει και η επανάσταση τον χαρακτήρα της

-αγαπημένος του Κόμματος
κρατούσες σημειώσεις
επέμενες με τους αγρότες
ώσπου το κόμμα σε δίκασε
με μια σφαίρα κι αντίο

Γι’ αυτό το ποίημα ο Πέτρος Γκολίτσης γράφει: «Ο ποιητής κινείται με άνεση στον καλλιτεχνικό και στον ιστορικό χώρο, επιδεικνύοντας επίσης τον δέοντα «υιικό σεβασμό», για να προχωρήσει στον παράδοξο και πολυκατοικημένο του κόσμο, έναν κόσμο πραγματικά διακριτό και αναγνωρίσιμο»

Για το πρώτο ποίημα/ κείμενο της συλλογής η Μαρία Τοπάλη σημειώνει: «Ο δεκάχρονος Κάφκα στο Μέσα Συναγώι των Ιωαννίνων παίζει επικίνδυνα με τον σουγιά του, ενώ στη σελίδα-οθόνη εμείς βλέπουμε αυτά και άλλα ακόμη, αν το θελήσουμε. Το Μέσα Συναγώι, κλεισμένο μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων, βλέπε και Κάστρο (=Πύργος του Κάφκα) της Πράγας αλλά και Γιωσέφ Ελιγιά, και καφκική θανάτωση του πατέρα και λίμνη των Ιωαννίνων ως διαχρονικός τόπος θανάτωσης και πένθους. Αυτά, δεν λέγονται ρητά: τα προκαλεί, ακριβώς, η επιτυχημένη πύκνωση». Ιδού το ποίημα:
Ο Φρανς Κάφκα, στα Γιάννενα. στο μέσα Συναγώγι. φορά λεπτό σακάκι. γύρω στα δέκα –τα μάτια του δυο λίμνες. κρατά σουγιά. σκαλίζει το μπροστινό στασίδι. έχει κάνει γούβα –τρεις οι λίμνες. έρχεται ο ραβίνος. ξυλοκέρατο. τον αρπάζει απ’ τ’ αυτί –πέντε οι λίμνες. ο Φρανς μπήγει το σουγιά στο γόνατο του ραβίνου. τον στρίβει –έξι οι λίμνες. ο ραβίνος στο πάτωμα. ο Φρανς σηκώνεται. βγάζει μια μικρή αλεπού. απ’ το σακάκι –οκτώ οι λίμνες. την ξεσαρκώνει. φορά το δέρμα της. φεύγει στα τέσσερα. για Πράγα. όχι στη Βιέννη. είναι η σειρά του πατέρα –δέκα οι λίμνες

Σε άλλα ποιήματα-ταινιάκια τα ονόματα ζευγαρώνουν με τρόπο μάλλον προφανή, σε άλλα μένουν εντελώς μόνα («υπήρχε κάποτε ασθενοφόρο/ με το όνομα “Λακάν”»). Στο αγαπημένο μου, λέει η Μαρία Τοπάλη, πρωταγωνιστεί αναπάντεχο ζεύγος: «ο Σάμουελ Μπέκετ με τη Μέλπω Αξιώτη:
«ο Σάμουελ Μπέκετ με τη Μέλπω Αξιώτη. αυτή ποτίζει τις ρυτίδες του. αυτός οργώνει τις σκέψεις της. συγγενεύουν. απ’ το ίδιο ινδιάνικο φαράγγι. καπνίζουν αμίλητοι. ένα ποτάμι αυλακώνει τα μάτια τους. η σελήνη τραβάει τα νερά. κάνουν να φιληθούν. ξαφνικά η Μαντώ Αραβαντινού. τους χαστουκίζει. σπάνε σαν ξερόκλαδα –ο ένας πάνω στον άλλο»

Με την προσθήκη της Μαντώς Αραβαντινού η συγγένειά τους φανερώνεται και στο επίπεδο του έργου τους, παρατηρεί η Ελένη Τσαντίλη. Και επισημαίνει:  «Βαδίζουν πάνω στη γραμμή του μοντερνισμού. Αν ανατρέξουμε στα κείμενά τους πρέπει να σπάσει ο λόγος, να σπάσει το νόημα, να σπάσουν οι βεβαιότητες να σπάσουν οι ήρωες, να μείνει η μνήμη.

Είναι ενδιαφέρον να δούμε, μέσα από τις διακειμενικές αναφορές και την ονοματολογία ποιητών και ζωγράφων, τι προτιμά ο Συφιλτζόγλου, τι διαβάζει, τι και ποιους μοντάρει σε κοινά ποιήματα. Η Ελένη Τσαντίλη, στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ, την Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015, έκανε τις παρακάτω πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: «Έχουμε κλασικούς γερμανόφωνους: Κάφκα, Μπέρνχαρντ, Χάιντεγκερ, Μπένγιαμιν, Φάλαντα. Έχουμε κείμενα περί εικόνας: Έβανς, Γουίνογκραντ, Σόνταγκ, Ρόθκο, Ροτσένκο, Χόπερ. Έχουμε Ρώσους ή γενικότερα σλαβόφωνους, και συγκεκριμένα από το κομμάτι της ρωσικής πρωτοπορίας. Υπάρχουν και Έλληνες: Καβάφης, Βιζυηνός, Φιλύρας, Σαχτούρης, Αναγνωστάκης και Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Δεν τους ονοματίζουμε όλους αλλά βάζοντάς τους σε μια νοητή λίστα, πέρα από τα περισσότερο ή λιγότερο προφανή ζευγαρώματα, θα θέλαμε να δούμε πού συγκλίνουν όλα τα ονόματα. Διότι σε αυτόν τον πρώτο άξονα έχουμε καταρχάς έναν συγγραφέα, τον Κ. Συφιλτζόγλου, που διαβάζει και ύστερα γράφει για αυτά ή αυτούς που έχει (όχι απαραίτητα) διαβάσει. Ίσως το κοινό στοιχείο που τους συνέχει και για το οποίο μας προϊδεάζει η προμετωπίδα του βιβλίου είναι ο θάνατος. Όχι το γεγονός ότι είναι όλοι νεκροί, αλλά κυρίως ο τρόπος του θανάτου τους, ή η περιθωριακή ζωή τους. Κάθε πρόσωπο έχει ένα βάσανο, αυτό το βάσανο μπορεί να εμπλέκεται στην τέχνη τους μπορεί και όχι. Άλλοι παγιδευμένοι από την τρέλα έφυγαν στα τρελοκομεία. Άλλοι ψηλαφούν τις ρωγμές του μικροαστισμού και του περιθωρίου. Όλοι λοιπόν μοιάζουν να έχουν μια σκοτεινή μοίρα, ενώ για ορισμένες περιπτώσεις η ποιητική τέχνη εξισώνεται με πολιτική επιλογή (σελ. 28):
Κόνραντ: Πολωνός πατριώτης με αγγλική υπηκοότητα
                        στην Ουκρανία υπό ρωσική κατοχή
Ζέμπαλντ: Γερμανός φιλόλογος βαυαρικής καταγωγής
                        στον χιτλερικό στρατό υπό γαλλική αιχμαλωσία
ανασκαλεύουν, άρα υπάρχουν
ο πρώτος μ’ ατμόπλοιο
ο δεύτερος μ’ αεροπλάνο

Συναντάμε συγγραφείς που γράφουν χωρίς τυμπανοκρουσίες για τις αθέατες πλευρές του καθημερινού, του αστικού ή επαρχιακού τοπίου, άλλωστε «η καθημερινότητα είναι ένα ζήτημα» όπως λέει ο στίχος από το ποίημα της σελίδας 29:
«κ. Γουίνογκραντ,
άλλος ο καρκίνος στο Λος Άντζελες, άλλος στη Δράμα. ίσως είναι θέμα οπτικής. άλλη γωνία λήψης. η καθημερινότητα είναι ένα ζήτημα. –όχι πολιτικοποιημένη. το λέμε αναπόδραστα. η πολεμική αεροπορία κάνει εξαιρετική δουλειά –με τις αεροφωτογραφίες
/κατάμουτρα
τινάζονται
τα ελατήρια

η εικόνα
βγάζει
γλώσσα

τέτοιο ιδρυτικό
«πλιάτσικο»
-από την εποχή
των σπηλαίων

επώδυνα
τα χιονοπέδιλα
στον ώμο

κατά ριπάς
το zapping

κι οι φωτογράφοι
-με κλειστό διάφραγμα
περνάν αξονικη»

Ο Συφιλτζόγλου φροντίζει και τους τοποθετεί σε ανάλογα περιβάλλοντα: τους Θεσσαλονικιούς ποιητές στην Αθήνα, Ρώσους κι Αμερικανούς σε δωμάτια ξενοδοχείων, άλλοι ανταλλάσουν πόλεις π.χ. Τόκιο-Μπουένος Άιρες. Από όλες τις συναντήσεις προσώπων τίποτα δεν φαίνεται παράταιρο, ούτε καν ο Εμίλ Σιοράν στη Σίφνο. Η πρώτη ανάγνωση και ο συνδυασμός προσώπων και έργων που επιχείρησε ο Συφιλτζόγλου βασίζεται πάνω στα κοινώς αποδεκτά αναγνωρίσιμα σημεία τους.

Όπως προαναφέρθηκε τα κείμενα αναφέρονται στις τύχες των ηρώων τους στη ζωή. Το εύλογο ερώτημα (καθόλου ρητορικό) είναι: γιατί διαβάζουμε τα βιογραφικά ενός συγγραφέα και πώς οι πληροφορίες για τη ζωή του επηρεάζουν τη δική μας αναγνωστική συμπεριφορά απέναντι στο έργο του; Οι παρατηρήσεις της Ελένης Τσαντίλη είναι αρκούντως διαφωτιστικές:  «Τα περισσότερα ποιήματα πιάνονται από μια λεπτομέρεια της ζωής κάθε προσώπου. Υπάρχει κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε για τον Δανιήλ Χαρμς, για το πού πέθανε και από τι. Αλλιώς δεν βγάζει νόημα το να βρίσκεται μαζί με τον Χανς Φάλλαντα, όπως και ο Φάλλαντα μοιάζει παράταιρος χωρίς την ανάγνωση μέχρι τέλους του Πότη του (στοιχεία από το ποίημα της σελίδας 13). Με λίγα λόγια έχουμε έναν ποιητικό βιογραφισμό. Μπορεί ο βιογραφισμός να αποφεύγεται στη σύγχρονη θεωρία και την κριτική, ωστόσο σε μια ποιητική εκδοχή, δεν φωτίζει τόσο  πτυχές του έργου ενός συγγραφέα, θα ήταν παρακινδυνευμένο, αλλά αναδεικνύει στοιχεία που μπορεί και να απαντούν στο ερώτημα πώς φτιάχνεται η τέχνη, από τι υλικά συγκροτείται και πώς τα υλικά αυτά τη διατηρούν στο χρόνο. Τι είδαν οι άνθρωποι που στάλθηκαν στην εξορία, πέθαναν από κάποια αρρώστια, στάθηκαν μπροστά σε ένα ζωγραφικό πίνακα ή πίσω από μια φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίσουν ένα ζευγάρι αγροτών; Όλα αυτά είναι κρίσιμες στιγμές στη ζωή τους. Εμείς σήμερα διαβάζουμε το έργο τους και διαβάζουμε για τη ζωή τους και βλέπουμε μια μαρτυρία ή μια κατάθεση. Αυτό δεν είναι δεσμευτικό αλλά είναι μια πραγματικότητα για κάθε αναγνώστη… Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου επιλέγει μια μικρή φέτα από ένα πρόσωπο, την πιο χαρακτηριστική για εκείνον, και πρώτον, σαν άλλος κριτικός επιγραμματικά συνοψίζει το καλλιτεχνικό του ύφος και τη θεματολογία του σε δυο σειρές, και δεύτερον μιλά για το ιστορικό υπόβαθρο του έργου μέσω του ίδιου του καλλιτέχνη που το έφτιαξε. Τα έργα πολλές φορές μας κάνουν να αναζητήσουμε το υπόβαθρό τους. Τον τόπο γέννησής τους, τη χρονολογία τους. Το αν χύθηκε γύρω τους αίμα, ή αν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Το βιβλίο ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ  είναι μια προσωπική ανάγνωση που υπενθυμίζει τη συνάφεια μεταξύ προσώπων και έργων και μας δείχνει τον μεγάλο καμβά όπου όλα τα έργα γράφονται απ’ το ίδιο μελάνι. Η πρόσληψη σε αυτά τα κείμενα λειτουργεί σαν καθρέφτης με πολλαπλά είδωλα. Ο δε βιογραφισμός είναι δίκοπο μαχαίρι για την κριτική. Και τα δυο μαζί, είναι εργαλεία για μια κοινωνιολογική θεώρηση της τέχνης»

Και ένα σχόλιο του ΑΝΤΩΝΗ ΨΑΛΤΗ στη Θράκα (αποσπάσματα):
«Η βιογραφία των «επώνυμων»  και διάσημων ανθρώπων πάντα απασχολούσε τους υπόλοιπους. Είτε με μια αδιάκριτη περιέργεια, είτε με την αίσθηση ότι η γνώση λεπτομερειών του βίου θα συμπλήρωνε το παζλ της εικόνας, πιστεύοντας ότι έτσι θα εισχωρήσουμε στα άδυτα της ψυχής τους, και ότι πιο βαθιά και ουσιαστικά θα κατανοήσουμε το έργο τους… Κάπως έτσι έχουμε να συνοδεύουν τα τυπωμένα έργα (λογοτεχνία, φιλοσοφία, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες) και τα λοιπά δημιουργήματα των ανθρώπων της τέχνης και της  φιλοσοφίας, η επιστολογραφία τους, τα ημερολόγιά τους  αλλά και ασήμαντες, ουσιώδεις ή όχι λεπτομέρειες από τον προσωπικό τους βίο…

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου στο βιβλίο του ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ συνθέτει φανταστικά μικροεπεισόδεια, εμπλέκοντας ανθρώπους που χρονικά και τοπογραφικά δεν θα γινόταν να βρεθούν ποτέ μαζί, στέλνει αποκόμματα επιστολών ο ίδιος σε άλλους, με άλλα λόγια συνθέτει μια φανταστική «μεταμυθολογία» (συγχωρήστε μου την φτιαχτή αυτή λέξη) των ανθρώπων – δημιουργών που (προφανώς) από λίγο ως πολύ τον απασχόλησαν. Αντί λοιπόν να αποκαλύπτονται οι δημιουργοί μέσω πραγματικών περιστατικών, καλούνται να ανταποκριθούν σαν μαριονέτες στη μελάνι του συγγραφέα (αυτά τα πραγματικά ονόματα! Χάϊντεγκερ, Μπένζαμιν π.χ.) ως ήρωες εγκλωβισμένοι σε μυθοπλαστικά περιστατικά. Δεν προτίθεται ο Συφιλτζόγλου να εισχωρήσει με αυτό το λογοτεχνικό κόλπο στο ενδότερον του χαρακτήρα τους, λες και είναι ένας ψυχαναλυτής. Τα κείμενα του Συφιλτζόγλου δεν λειτουργούν ως «ντιβάνι». Τα μικροπεριστατικά του βιβλίου σκηνοθετούν ένα πεδίο «λογοτεχνικής» βολής. Εκεί ο Συφιλτζόγλου θα περιγελάσει τους ήρωές του, θα τους χλευάσει, θα τους απευθυνθεί με αγάπη, με στοργή, θα τους προστατέψει από τις φτηνές «λογοτεχνικές φήμες» που εν είδει θαυμασμού τους περιβάλλουν και πολλά άλλα που θα τα διαπιστώσετε εντός του κειμένου Εν τέλει και ως εκ τούτου του σκηνοθετημέτου πυροβολισμού ο συγγραφέας αντί να αναρωτηθεί [προς πιθανό παραδειγματισμό] για το τι έπραξαν οι εκάστοτε ήρωές του στην αληθινή ζωή τους, θα αναρωτηθεί για τον νόημα και την ουσία της ίδιας της δημιουργίας…
Η γραφή του Συφιλτζόγλου, όπως πάντα, υπαινικτική, ονειρική, σαρκαστική, μα πάντα με συνέπεια ρυθμού και εκπάγλου γλωσσικής λάξευσης, απλώνει το σεντόνι των «μικρού μήκους» αφηγήσεών του στο χαρτί έτσι ώστε γρατζουνιά καμία να μην πονέσει τα μάτια του αναγνώστη, αλλά να εισβάλλει στη σκέψη του καθενός ως σκλήθρα (ανα)στοχαστικού φωτός…»

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ (δυο ακόμα αποσπάσματα από το βιβλίο χωρίς σχόλια):
όταν αφυπηρέτησα απ’ τις Νήσους των Μακάρων, με βρήκε ο Μαύρος Κόκορας. μου ’δωσε ένα αυγό. για το Σαχτούρη. πού τον ξέρετε. ρωτώ. ήμασταν συμφοιτητές στη Νομική, μου λέει, ο Μίλτος έγινε Ποιητής, εγώ Κόκορας
κι έφυγε δακρυσμένος
με  το κόκκινο
λειρί του
μεσίστιο [από τη σελ. 19]

κ. Καβάφη,
εδώ ας σταθώ λιγάκι στον τάφο του Λεύκιου. ξέρετε, δεν ήταν και τόσο όμορφος, το ίδιο και ο Χαρμίδης, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. η κοινωνία πάντα συσχέτιζε κουτά και ειδικά οι φίλοι. με σιγουριά σας λέω πως ο Λεύκιος ήταν αλλήθωρος και δεν του άρεσαν τα μισόλογα, ήταν γνωστός ξυλουργός. φτηνός και γρήγορος στη δουλεία του. πέθανε ένα βράδυ στον ύπνο του. αυτή είναι η ιστορία άκρες-μέσες. τώρα εσείς, τι τα θέλετε να κομίσετε εις την τέχνη, δεν καταλαβαίνω. λένε οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. εσείς όλα τα μπερδέψατε και αναρωτιέμαι αν βγαίνει κομμάτι νόημα. μόνο μια  ερώτηση ήθελα να σας κάνω και μη με πείτε πικρόχολο, αλήθεια, πόσα «εν μέρει» χρειάστηκαν για ένα ανεπαισθήτως»;
δικός σας
Μ. [από τη σελ. 25]