Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΣΟΥ, ΠΟΙΗΤΗ: ΓΡΑΨΕ...

(…πόσο απαλά ανασαίνουν  ακόμα  τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας…)

 « Είμαστε ακόμη σ’ εκείνη την άδεια παραλία

που ’ναι στρωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη κόκαλα σπασμένα

κι έτσι και σκάψεις γούβα με τα δάχτυλα στην άμμο

θα ξεχυθεί δυο μέτρ’ απόσταση απ’ το  κύμα μαύρο αίμα

και θα ’ρθει το σιδερόφραχτο άλογο να πιεί

το κόκκινο άλογο της Αποκάλυψης, το λυσσασμένο

που ’ναι δεμένο μ’ αλυσίδα αντί σκοινί·

και κάθε νύχτα   μου τραβάει από τα πόδια το σεντόνι -

 

Αυτό το όνειρο ποτέ του δεν τελειώνει

είμαστε πάντα σε μιαν άδεια παραλία

και λέω είμαστε  και  σου μιλώ με ένταση και αγάπη

κι όταν ρωτάω αν θα ’ρθεις, χιονίζει στάχτη»!..

 

Είναι ένα ποίημα από τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, εκδόσεις Πόλις 2015

 

Στην κριτική της με τίτλο Η Διελκυστίνδα του Έρωτα και του Θανάτου η Σωτηρία Καλασαρίδου θεωρεί  πως

«το ποίημα αυτό συμπυκνώνει την πεμπτουσία ολόκληρου του βιβλίου,

 στο  βαθμό που τούτο το λεπτά δουλεμένο, «θλιμμένο τραγούδι»

 μας δίνει την απάντηση στο ερώτημα:

 ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;»

 

 Η κριτικός πιστεύει πως ο Ποιητής επιχειρεί να αναδείξει σκοτεινές πλευρές αυτής της ατέρμονης μονομαχίας.   Γράφει:

«… Στις δηλητηριώδεις στιγμές του παρελθόντος ο ποιητής αναμετράται με τον θάνατο και τον έρωτα,

αλλά κυρίαρχα αναγνωρίζει και βυθομετρεί το εξίσου τοξικό παρόν.

Στα πατρόν της Ιστορίας ιχνογραφεί τις κρυφές συμμετρίες του σήμερα,

χαρτογραφώντας την ίδια στιγμή τις εκλεκτικές του συγγένειες…»

 

Διαβάζουμε στη συλλογή: 

«Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.

Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει

πάνω στο κρεβάτι μου…».

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ που μετρούν την ανεπάρκεια του κόσμου τα ποιήματα της συλλογής του Δημήτρη Αγγελή,  ( σχόλιο του Δημήτρη Αθηνάκη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

«Όταν τα ποιήματα γίνονται παραμύθι,

η ανάγνωση δεν είναι απλή υπόθεση·

 ιδιαίτερα, όταν σε αυτά προστίθενται η ποιητική,

 η καλά κρυμμένη κριτική και η πλήρης ερωτική παράδοση.

Είναι φορές που η ποίηση προκαλεί δολιοφθορές στον αναγνώστη της, προκειμένου εκείνος να της παραδοθεί ευκολότερα.

Εξάλλου, αυτή η μορφή του λόγου ποζάρει, πολλάκις, ως πυγολαμπίδα που επανέρχεται όποτε της καπνίσει…»

 

Ο τίτλος, ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ είναι μπούσουλας ανάγνωσης,

αλλά το πηγαινέλα από την πραγματικότητα στις υπερβατικές εικόνες δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας.

Ο ποιητής και δοκιμιογράφος, εκδότης του περιοδικού «Φρέαρ», κρατά γερά τα ηνία των ποιημάτων του,

κάτι που αποτελεί δίκοπο μαχαίρι:

Σου επιτρέπει να διαβάσεις όπως επιθυμείς τα ποιήματά του, αλλά σου θέτει όρους…

Το ελάφι που δακρύζει πάνω στο κρεβάτι του ποιητή

είναι η γέφυρα που οδηγεί στην όχθη μια κάποιας –μερικής έστω – αυτογνωσίας

Ίσως, πάλι, τα ποιήματά του συνοψίζουν τη ρευστότητα μιας ζωής

που δεν μας αξίζει μέχρι να βρούμε κάποιον να τη μοιραστούμε.

 

Ο Αγγελής είναι, εν προκειμένω, πολύ γενναιόδωρος.

Και δανειζόμενος δικούς του στίχους:

«Κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω   για τη Μαρία

«εγώ τουλάχιστον αυτό εννοώ…»

 

Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα στίχων από την εν λόγω  συλλογή

διανθισμένα  με αποσπάσματα από κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά   [ART by Rene Magritte]







ΠΟΥ και ΠΟΥ ΕΤΡΙΖΕ η ξύλινη νυχτικιά της θείας ΕΡΗΜΟΥΛΑΣ

(στίχοι και σχόλια για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ 2015)

Η συλλογή ξεκινά μ’ ένα ποίημα- προσευχή. Σαν ν’ ακουμπούν σε εικονοστάσι, οι στίχοι υμνούν την αρχή της νέας μέρας (ίσως και την αρχή της δημιουργίας) όπου ο ποιητής στήνει τους πυλώνες της ποίησής του:

«Αρχή της νέας μέρας, δίκρανα αιχμηρά

τα δύο πρώτα κοντάρια του ήλιου.

Άνοιξε το τετράδιό σου , ποιητή – γράψε

πόσο απαλά ανασαίνουν ακόμα

τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας…»

 

Προχωρώντας στήνει το σκηνικό οικειώνοντας στον αναγνώστη την τοπογραφία της ποίησής του, με δυνατούς συμβολισμούς

«σα να ήθελε να φωτίσει τα στοιχειώδη μιας καθημερινότητας ευτελούς».

Απευθύνεται «στην πάχνη του πρωινού» και κάνει έκκληση στην αθανασία των ποιητών.

Η συλλογή αποτελεί ποιητική μετάθεση μιας εσωτερικής ζωής. Προεκτείνεται μέσω της τέχνης η φλέβα της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητικού υποκειμένου που πάλλεται προαναγγέλλοντας τον κυματισμό του ποιήματος μα και την ενάργεια των στίχων καθώς καταλύουν τα στερεότυπα της φόρμας.

Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά από το πέρασμα της λάβας. Κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας - εκείνη τη μεγαλειώδη θα τολμούσα να πω στιγμή του αφανισμού - αποτυπωμένη στο γλυπτό. Κι έτσι, η με υπερρεαλιστικές καταβολές, καταιγιστική, τολμηρή, ανατρεπτική εικονοποιία της συλλογής γίνεται ανάγλυφη και χειροπιαστή. Άλαλη θεωρητικά η εικόνα, μα μέσω της ποίησης πυροδοτεί κραυγές, αναφιλητά, και νεύματα από τα έγκατα της αρχέγονης ανάγκης για έκφραση. Οι λέξεις αναδύονται από σκούρους βυθούς σαν λαμπερά κοράλλια κι άλλοτε πέφτουν από τις πανύψηλες σκαλωσιές της λύπης για να αναμετρηθούν με τη σκοτεινιά

«προχωρούσε αθόρυβα το σκοτάδι από παράθυρο

σε παράθυρο αδειάζοντας τα δωμάτια

σαν ένας ψυχρά μεθοδικός κλητήρας, με χρόνια

εμπειρία στις εξώσεις

και στην ψυχρή καταγραφή της οικοσκευής.

………………………………………………………

Και ξεσπούσε σε κλάματα το παιδί μέσα στη νύχτα

επειδή ψήλωνε γρήγορα

και του πονούσαν τα κόκαλα των ποδιών»

 

ΚΑΙ ΧΘΕΣ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΕΠΛΕΝΑ ΔΥΟ ΛΑΣΠΩΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ…
( «…Τα μάτια μου απειλώντας πάλι να ραμφίσουν»  -

στίχοι και σχόλια για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ)

Ο οργανικός ποιητής απευθύνεται συχνά σ’ ένα υπαρκτό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, σε μια οντότητα ή στη μούσα του, στη Μαρία, η οποία ενίοτε παρακολουθεί τη σκέψη του, και στην οποία επαφίεται να μεταδώσει όσο μακρύτερα μπορεί τα μηνύματά του. Απ’ τα αρχαία χρόνια έως τις μέρες μας, οι ποιητές μιλούσαν κυρίως με το αντίθετο φύλο, σαν να επρόκειτο έτσι να καρποφορήσουν οι εμπνεύσεις τους, μέσω της ερωτικής προσαρμογής, μέσω της φιλικής υπενθύμισης και συχνά μέσω της μητρικής ή πατρικής, ανάλογα με το φύλο, στενής και απαράμιλλης σχέσης. Εδώ όμως η Μαρία είναι η λέξη του τέλους, είναι η άκρη της γραφίδας, είναι το ολοκλήρωμα της ποιητικής εκπομπής, άρα συμπεραίνουμε πως ο ρόλος της είναι μάλλον υποστηρικτικός, είναι δηλαδή σαν το μπαστούνι που κρατούν οι γέροντες για να περπατάνε καλύτερα. Η Μαρία, λοιπόν, συγκεντρώνει πάνω της όλα τα προτερήματα, που ένα σύμβολο μπορεί να κατέχει, προκειμένου να γίνει η κεντρική αναφορά ενός ποιητή, ο οποίος πάνω απ’ όλα την εμπιστεύεται ολόθερμα και συστηματικά.

Γράψε, πάχνη του πρωινού, καθώς αποσύρεσαι, τους σημερινούς  μελλοθάνατους
κι ανάμεσά τους να προσθέσεις και αυτόν τον καπνό θυσίας που αναθρώσκει  μπροστά μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν έγραψα και ναυάγησαν πρόωρα μες στον καφέ μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν θέλησες ούτε σήμερα να διαβάσεις μαζί μου,  Μαρία. (σελ.11)

[απόσπασμα από την κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Πόλις 2015]

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑΝ ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΜΟ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΑΡΧΕΓΟΝΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ

(μα έλκονται συνεχώς  από την κεντρομόλο δύναμη του βλέμματος του ποιητή στην εποχή του.  

Κι αυτή η εποχή δεν είναι ούτε χαρμόσυνη ούτε ειρηνική…)

Ο Δημήτρης Αγγελής με ευαισθησία και σθένος μιλά για τον εμφύλιο που διαδραματίζεται μέσα του, για τις γιγάντιες λύπες που ξεβράζονται κάθε χειμώνα στην ακτή του, μα και για τις σιωπηλές μακρόσυρτες Κυριακές, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό ποίημα με αριθ. 15, το οποίο αφήνει χαραμάδα για να γλιστρήσει η μελαγχολία του αναγνώστη και να συναντήσει άλλες οικείες Κυριακές, εκεί όπου όλες οι σιωπές μοιάζουν μεταξύ τους.

«Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή

που να λέει τους λύκους - λύκους

και τους φονιάδες - φονιάδες.

Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω

όχι σαν κάτι να με πνίγει

 

Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα».

 

Εδώ ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν δική του την εναλλαγή της προτροπής με την ευχή καθώς οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα και τη δημιουργική φαντασία. Με εντυπωσίασε, γράφει στην κριτική της η Ελένη Κοφτερού,  ο τρόπος με τον οποίο ο εκπληκτικός στίχος: 

«Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις»

βρίσκεται αδερφικά αγκαλιασμένος με τους στίχους:

«Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας»  και

«Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο».

Ο εξαίσιος αυτός διχασμός του ποιητή επεκτείνεται και δεσπόζει στο ποίημα με αριθμ. 14

«γιατί καθένας έχει μέσα του έναν

που κλαίει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα

κι έτσι μπορείς να μένεις κάπου

ενώ στην πραγματικότητα είσαι ήδη πολύ μακριά

να γράφεις κάτι μέσα σου ενώ δεν γράφεις τίποτα

ο ένας εργάζεται, έχει οικογένεια, αυτοκίνητο,

περιμένει τη σύνταξη

ο άλλος ξαπλωμένος κάτω από ένα πεύκο

ρεμβάζει τη θάλασσα κι όταν ονειρεύεται

ο πρώτος ξενυχτάει παιδεύοντας στο χαρτί ένα ποίημα». 

Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει

πάνω στο κρεβάτι μου.»

 [απόσπασμα από την κριτική της Ελένη Κοφτερού για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, εκδόσεις Πόλις 2015]

 

Η ΔΙΕΛΚΙΣΤΙΝΔΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (αποσπάσματα από την κριτική της Σωτηρίας Καλασαρίδου για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Πόλις 2015)

Η πινακοθήκη των προσώπων του έργου εξυπηρετεί πάντα την ίδια την ποιητική του Δημήτρη Αγγελή στον βαθμό που τα πρόσωπα παίζουν σε πολλά ταμπλό: συμβολοποιούνται και συνομιλούν με το ποιητικό υποκείμενο και με το παρόν του ανακαινίζοντάς το, μετατρέπονται σε οδοδείκτες της ποιητικής γραφής, συντείνοντας στην απέκδυση των στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να οξύνουν τον ποιητικό ναρκισσισμό, γίνονται τόσο ισθμός όσο και δίαυλος επικοινωνίας με τον αναγνώστη:

«Λοιπόν, καημένε Τράκλ, μη μου πουντιάσεις το χειμώνα

Η στέγη μας πάντα θα γέρνει στη μεριά σου

Να φυγαδεύονται οι στίχοι που δεν πρόλαβα

Κι οι θυμωμένες μέρες πού φοράω».

 

Συνδεδεμένα εντέλει τα πρόσωπα από τον ποιητή στο άνυσμα του χρόνου, ξετυλίγουν έναν μίτο που μεταλλάσσουν τον ποιητικό λαβύρινθο σε φιλόξενη κατοικία του αναγνώστη.    

Σταχυολογούμε: « (…)

«Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν

που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα

μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα

παλιές εφημερίδες έσερνε ο βοριάς στο χωματόδρομο

τα γράμματά σου

άδεια επιστρέφανε τα κάρα

κυπαρισσόμηλα έφερναν   για χαιρετίσματά σου.».

 

Μια ακόμη διάσταση της εν λόγω συλλογής είναι η παρουσία αρκετών αυτοαναφορικών ποιημάτων, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι τόσο ο αριθμός τέτοιων αναφορών αλλά κυρίως η ποιότητά τους… Οι περισσότερο ενδιαφέρουσες διαστάσεις αυτής της απόπειρας εδράζονται στη συνύφανση της αυτοαναφορικότητας με την ειρωνεία, η οποία προσεγγίζει κάποιες φορές τα σύνορα της χώρας του γκροτέσκου, αλλά ενίοτε και με την προσφυγή σε έναν ενστικτώδη, παιδικό κόσμο που τον καθορίζει εντέλει η αλήθεια:

Διαβάζουμε: 

« ― Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι, κύριε Φρόυντ,

δήλωσε ο ποιητής στην Αστυνομία

των Διαψευσμένων Παιδικών Προσδοκιών.» 

ή και αλλού:

« Ρίξε ζαριά στο άπειρο ένα ποίημα.

 είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι

μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει

να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα

το σινάφι· της άθλιας κλίκας σου την μήνιν

Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει».

 

«Μένει στην οδό Σωφρονίου αριθμ. 24, σε μια εγκαταλειμμένη γκρι
μονοκατοικία με τον κήπο γεμάτο σκουπίδια, κάθεται μονίμως σε μια
κόκκινη πολυθρόνα κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μουριάς, «μητέρα, είναι ώρα
για το απογευματινό τσάι» φωνάζει πού και πού γελώντας,
κόσμος περνάει απ’ έξω παρέες - παρέες ανυποψίαστος, ο Παβέζε με
τον Μοράβια, ο Χουάν Ρούλφο με τον Κορτάσαρ και τα παιδιά που
κλωτσάνε μια μπάλα, ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός μιας
πραγματικότητας που βουλιάζει στη λογοτεχνία ή στο μυστήριο.

Ένας με άδειο παλτό και εφημερίδα του 1910»

 

Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΕΠΑ…

(… «θέλοντας  μόνο να μιλήσει για μια ΜΑΡΙΑ…»)  

Όλα τα ποιήματα της συλλογής ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά συμμετέχοντας θαρρείς σε μια πανσπερμία μικρών δημιουργικών εκρήξεων, μολονότι κάθε ποίημα λειτουργεί αυτόνομα ακολουθώντας ή παρακολουθώντας την Μαρία με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει συμβολίζει ή κομίζει.   Γυναίκα, έρωτας και πληγή, πόθος και απουσία, σύμβολο και έμπνευση η Μαρία μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα ποιήματα – ποιά δημιουργία άλλωστε μπόρεσε να υπάρξει χωρίς μια Μαρία;   Περιφέροντας τα αέρινα βήματά της και τον αιθέριο κυματισμό των μαλλιών της εκεί όπου οι λέξεις τυφλές, περιμένουν να τις οδηγήσει στο ποίημα, χαρίζοντας στον ποιητή μα και στον αναγνώστη ένα κομμάτι από την ιαματική της δύναμη.   Η συλλογή κλείνει όπως αρχίζει.   Με ριπές φωτός πάνω στα ανύποπτα κεφάλια των πλασμάτων που έρχονται στον κόσμο καταδικασμένα στον πόνο και στην απώλεια μα διαθέτουν την ευλογία της αθωότητας και την πιθανότητα μιας Μαρίας στην ζωή τους, για την οποία ακαταπαύστως θέλουν να μιλούν:   «Αυγερινέ, πρώτο φως της άγουρης μέρας / Καλωσόρισες τον άσωτο που γύριζε από τη νύχτα του, / Πρόσταξες να διαγραφούν τα συσσωρευμένα του χρέη, τον έντυσες / Αρραβωνιαστικό σου και πρίγκιπα / Ήπιες πατρίδα στο χιόνι της εξορίας του, / έφαγες Στο ψαχνό των ματιών του τοπία σισύφειων βράχων / Κι έσφαξες το καλό μοσχάρι για να διασκεδάσεις τη μοναξιά του / Που σαν ορθάνοιχτος καταπιόνας περίμενε ανυπόμονα / Τη σειρά σου. / Ανείπωτη ευτυχία… (κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω
για τη Μαρία.)»  Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά το πέρασμα της λάβας: κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας αποτυπωμένη στο γλυπτό…
 [ΠΗΓΗ:
ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ,  ποιήτρια γράφει για τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ, Εκδόσεις Πόλις 2015]

Κυριακή, 17 Οκτωβρίου 2021




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου