Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΚΥΨΩ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΜΟΥ, ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥΣ: ΜΑΤΑΙΟΥΣ (γράψεις δεν γράψεις, φαρμακώνεσαι…)

«Με το κεφάλι μου βαρύ από φρόνηση, / Στόχους πετυχημένους, μπαγιάτικους / Και την ανάμνηση μιας μουσικής από κείνες / Που ενθουσιάζουνε σε γαλανές βραδιές / Έγειρα έξω απ’ το παράθυρό μου, /Να δω την πάνδημη κηδεία μου. // Πάγκοι απλωμένοι σ’ όλη τη λεωφόρο. / Ζαχαρωμένα φρούτα, λιβάνι, / Παιχνίδια πλαστικά και μικροτάματα. /Πίσω τους πωλητές χαμογελάνε / Σαν να ’χουν πόνο ξαφνικό στα πλευρά. / Με κάτι κέρματα ασήκωτα / Πασχίζουν οι αγοραστές να πληρώσουν. / Μικρά παιδιά τα κουβαλάνε ιδρωμένα, / Κι ο άγγελός μου τα χαρτζιλικώνει αδρά. // Τέλος, να ’μαι κι εγώ με τ’ αλογάκι μου! / Πώς μου πηγαίνει το αστρικό μου φόρεμα! / Ποτέ μου δεν υπήρξα ωραία κι όμως τώρα / Ένα φεγγάρι θα ήταν χλωμότερο. / Πλήθος θλιμμένοι πανηγυριστές / Ακολουθούν στον ρυθμό της μπάντας / Ως τη στιγμή που κλείνω το παράθυρο / Και μες στα ξέφτια του φωτός σκορπίζονται / Γλείφοντας καραμελωμένα μήλα. // Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου, // Να γράψω στίχους σαν και τούτους: Μάταιους».
Είναι «Το Πανηγύρι», δέκατο ποίημα στην 13η  συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ εκδόσεις Μελάνι 2017. Ίσως ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα για να διαπιστώσει ο προσεκτικός κι υποψιασμένος αναγνώστης τη μαγεία της τέχνης να ντύνει με ανεξίτηλα χρώματα μικρά στιγμιότυπα της ασήμαντης ζωής μας. Τέχνη στην οποία διαπρέπει με ξεχωριστό τρόπο η Δήμητρα Χριστοδούλου.
Από αυτό το ποίημα «πιάνεται» και η Διώνη Δημηριάδου για να συνοψίσει με τα παρακάτω λόγια τη λειτουργία αυτή της ποίησης:   «Η παρατήρηση είναι μια αναγκαία συνθήκη για να αρθρώσει τον λόγο του ο ποιητής. Στρέφει το βλέμμα του γύρω, απομονώνει τα έμπλεα σημασίας κομμάτια μιας πραγματικότητας, που αν και μέσα της διαβιούν ίσως περνά απαρατήρητη για τους αδιάφορους και βιαστικούς. Για τη δική του οπτική, όμως, κάτι ελάχιστο μπορεί να αποβεί εξαιρετικά σημαίνον, με όλα τα σημαινόμενα που εμπεριέχει. Κι έτσι αποκόπτοντάς αυτήν την ψηφίδα από το όλον την ενσωματώνει στον δικό του πίνακα, να αποτελέσει κομμάτι του προσωπικού του τοπίου. Αυτονόητη διαδικασία που ενώνει απρόσκοπτα τον έξω με τον μέσα κόσμο, με την εσωτερική παρατήρηση να συμπληρώνει την άρρηκτη πλέον σχέση ιδιωτικής δημιουργίας και ιδιωτεύοντος πάθους  σε ένα νέο όλον…».
«Σύμπαν αναίτιο» η ποίηση; «Ένα ανομολόγητο σφάλμα;», «Το σπιτάκι του σκύλου;» Δαγκώνουν άραγε οι στίχοι;  «Γράψεις δεν γράψεις, φαρμακώνεσαι;», σκέφτεται η Δήμητρα Χριστοδούλου στο ποίημα Ο Κουασιμόδος ως Φυσιολάτρης Λόγιος (συλλογή Το Ελάχιστο ψωμί της Συνείδησης) και είναι σχεδόν έτοιμη να πετάξει το τετράδιο απ’ τα χέρια της «σαν να βρήκε στις σελίδες του ένα φίδι»… Ποιητικά ή ρητορικά τα ερωτήματα η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι!.. «Να ζήσουμε σαν να υπήρχε λόγος, να πεθάνουμε σαν ν’ αξίζει τον κόπο» η προσταγή προς εαυτόν… Έτσι ράβει τα κουμπιά της δημιουργίας της!.. Αυτή είναι η μοίρα της, το σπιτάκι του σκύλου: «εδώ είμαι στο σπιτάκι του σκύλου. Τρώω χώμα, πίνω φόβο, καμιά φορά κοιτάζω τ’ άστρα. Ποτέ δεν έχασα το σεβασμό μου προς αυτά. Κι αν τα γαυγίζω, δεν μου μένει πλέον άλλος τρόπος να γράψω στίχους» (Εγκατάσταση, 1ο ποίημα στη συλλογή Ελάχιστα Πριν 2005)  
Είναι μάταιοι, λοιπόν, οι στίχοι των ποιητών; Αλλά πάλι ποιος θα μιλήσει καλύτερα και με ουσία για τις «μικρές» κι «ασήμαντες» ανθρώπινες στιγμές;
Απαντήσεις πολλές και ερεθίσματα περισσότερα για ανάλογους προβληματισμούς με αποσπασματικά σχόλια σε αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις συλλογές: «Παράκτιος Οικισμός» 2017 και «Το Ελάχιστο ψωμί της Συνείδησης» 2014, Κατακλείδα «Οι λέξεις και τα πράγματα του συγγραφέα», όπου η Δήμητρα Χριστοδούλου γράφει σε πρώτο πρόσωπο για τη συλλογή της «Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι», εκδόσεις Πατάκη 2010 - στη φωτογραφία λεπτομέρεια από έργο του Μανώλη Αναστασάκου, που κοσμούσε το εξώφυλλο στο Ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης.



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ»… ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙΣ… (ξέροντας όμως ότι εκεί στο βάθος του «χαμού» της θα είναι «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυροί ναυαγισμένων πλοίων», η συγκομιδή μιας ζωής «επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας»)
Έξοχες οι επισημάνσεις της Διώνης Δημητριάδου για τις προεκτάσεις που μπορεί κανείς να βρει προσεγγίζοντας την ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου μέσα από το φακό του ποιήματος με σκηνές από ένα πανηγύρι που στοιχειώνει νοσταλγικά τις αναμνήσεις της ποιήτριας. Γράφει: «Η ποιήτρια… πλησιάζει προς το παράθυρο για να δει όχι την  Αλεξάνδρεια που φεύγει, αλλά την Αλεξάνδρεια που κάθε τόσο πρέπει να κερδίζει ως απότοκο των πολλών βαθιά βιωμένων χρόνων ζωής και ποιητικής κατάθεσης. Και αυτό που βλέπει κάτω στον πολυσύχναστο δρόμο είναι μια σκηνή πανηγυριού. Είναι όλοι εκεί: κι αυτοί που πουλάνε κι αυτοί που αγοράζουν. Είναι και ο άγγελός της, προσωπικά να ασχολείται με τις συναλλαγές. Είναι κι αυτή με όλη την αίγλη μιας εικόνας παραμυθένιας, ουτοπικής και απλησίαστης. Ένα παραμύθι παρηγορητικό και γεμάτο θαλπωρή, που αν κάνεις όμως να το αγγίξεις εξαφανίζεται. Δεν θα την ακολουθήσει μόλις αυτή κλείσει το παράθυρο. Θα πάρει μαζί της μόνον την εικόνα του και θα την αποτυπώσει στους στίχους. Μάταιους θα τους ονομάσει. Ίσως και να είναι έτσι, μέσα στην καταγραφή μιας εικόνας που εμπεριέχει τη μάταιη δόξα του προσωρινού και του ευφάνταστου. Ή πάλι, μάταιοι να είναι γιατί απευθύνονται σ’ αυτούς που στο πανηγύρι μέσα παρακολούθησαν την πάνδημη κηδεία της. Η ποιήτρια διαλύθηκε μέσα στο πλήθος – δεν ήταν η θέση της εκεί – και αποσύρθηκε στο κλειστό τοπίο της προσωπικής της μοναξιάς. Μονήρης πλέον γράφει και ενσωματώνει στον δικό της κόσμο τις πολύβουες εικόνες που μάζεψε απ’ έξω, από τον δρόμο»

Στον κόσμο της ποίησης χωρούν πολλές και διαφορετικές εικόνες που περιστρέφονται γύρω από τα συνηθισμένα και καθημερινά θέματα/ εμμονές των ποιητών: έρωτας, ζωή, μοναξιά, θάνατος. Ο πλούτος και η ομορφιά πηγάζουν από τη δημιουργική παρέμβαση του ποιητή να «ξαναδεί» τα «τετριμμένα» αυτά θέματα  από μια δική του μοναδική οπτική γωνία, από την ευρηματική μαεστρία του να εστιάσει στις λεπτομέρειες εκείνες που θα φωτίσουν άλλες εκδοχές και, φυσικά, από την εμπνευσμένη αξιοποίηση των μέσων της τέχνης του, τις λέξεις εν προκειμένω.  Χρήσιμα όπλα στη φαρέτρα του ποιητή και η κληρονομημένη παράδοση των ομοτέχνων, τα λόγια τους «παιδιά πολλών ανθρώπων» που, όπως προσφυώς είπε ο Σεφέρης «σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα» και έτσι εξασφαλίζουν την εξέλιξη και τη συνέχεια φυλάγοντας τη μορφή του ανθρώπου κι ας δεν είναι πια ο άνθρωπος εκεί!..  Για παράδειγμα η ποιήτρια  στον Παράκτιο Οικισμό της συνομιλεί με τον Νίκο Καρούζο, που τον χρειάζεται για να ανοίξει την πόρτα της συλλογής της στην προμετωπίδα:

«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες. / Ακούω τα φυλλώματα σήμερα / γίνηκαν ανήσυχα χορικά… (Νίκος Καρούζος) αλλά και με τον Γιάννη Βαρβέρη του οποίου τους στίχους παραθέτει επίσης ως μότο: «… η μέτρηση των ημερών μας / ανήκει στους νεκρούς / με τα ανύποπτα συναισθήματα…»

Ο λόγος πάλι στη Διώνη Δημητριάδου: «Η ποίησή της, με όλο το φορτίο της συσσωρευμένης πείρας, έρχεται με τη γνώριμη γραφή να συνομιλήσει για μια ακόμα φορά με τους συνοδοιπόρους της ευαισθησίας της. Λεπτές επισημάνσεις, αδιόρατο χιούμορ στα όρια της ειρωνείας, κι ένας σαρκασμός προς εαυτήν… Σημάδια αναγνωριστικά μιας ποίησης που επιμένει να μας κεντρίζει και να μας στρέφει προς αυτά που αξίζει να δούμε, στον περιβάλλοντα χώρο και κυρίως μέσα μας»:

Η ΦΑΡΣΑ (από τη σελ. 38 της συλλογής)
Πετώ, πενθώ, δαγκώνω τα χείλη
Κι αρχίζω τη δημιουργία του κόσμου
Ως ξεκαρδιστική θεότητα
Με τα κατεστραμμένα μου αισθήματα
Και τα παραπανίσια μου κιλά.

Στο ποτάμι που περνά μπρος απ’ τα πόδια μου
Σπαρταρούν φοβερά καλαμπούρια,
Η γέννηση, η ενηλικίωσή μου,
Το δωδεκάθεο των ερώτων
Και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα
Που έφτυσα μέσα στο νερό.

Τώρα, με ρόμπα μάλλινη και χάπια,
Κάθομαι και σκαρώνω υποσημείωση
Σε άγραφους, ανεπίληπτους στίχους.
Με προσπερνούν κουτσομπολεύοντας
Η Μούσα και η Καλή Υγεία αγκαζέ.
Να δεις που θα έχω ένα εύθυμο τέλος
Ως κάποιος που του τραβάνε την καρέκλα του
Και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα.

ΑΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΟΝΟΜΑ ΣΤΟ ΛΟΦΟ ΕΚΕΙΝΟ!.. ΑΣ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΕΛΞΗ… ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΕΡΣΗ ΘΡΥΛΟ (από το Φιλικό Πνεύμα σελ. 12)
Αξιοπρόσεκτες οι παρατηρήσεις του Κώστα Λαγαρά για τη γλώσσα της Δήμητρας Χριστοδούλου:  «Οι λέξεις της –μία και μία– συγκροτούν μια γλώσσα κρουστή, δυνατή. Σαν τη φυσική πνοή. Γι’ αυτό έχει κανείς την εντύπωση ότι παρακολουθεί έναν αγώνα αντοχής όπου το ποιητικό υποκείμενο κρατάει τον δυναμικό του ρυθμό αδιάπτωτο, ώσπου να φτάσει στο τέλος της ποιητικής του αφήγησης και να μπει η τελεία.» (Στην επόμενη ποιητική σύνθεση, το ίδιο). Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου είναι χαμηλόφωνη αλλά με εσωτερική ένταση που οφείλεται, πιστεύω, σε δύο χαρακτηριστικά της γνωρίσματα: Πρώτον στην καθαρότητα των εικόνων της και δεύτερον στην ικανότητα να αφηγείται μια ιστορία με αρχή-μέση-τέλος με τη μέγιστη δυνατή ελλειπτικότητα, αλλά τόσο όσο να φτάνει ο ποιητικός λόγος στον αναγνώστη της και να τον κερδίζει…»

ΛΟΒΟΤΟΜΗ  (από τη σελ. 15 της συλλογής)
Αύριο θα συναντηθούν δυο αγόρια.
Θ’ αποτελειώσουν τον καβγά
Σ’ ένα χαμόσπιτο από κόκκινη λάσπη.
Καθένας έχει κιόλας στα μάτια του
Τον αποκεφαλισμό μιας γάτας.
Μα απόψε σμίγουν και τα δυο κουλουριασμένα
Στην αγκαλιά της ακατάδεκτης Μαίρης.
Θαμπό φεγγάρι τη μελαγχολεί
Και, μ’ ένα στεναγμό τους παραδίνεται.

Αν ζήσουν, το πολύ να γίνουν άνδρες.
Με χρήματα ή χωρίς. Σχεδόν ζωόφιλοι.
Να γεύονται το πατροπαράδοτο γεύμα
Σε σπίτι όλο ανεξιχνίαστους θορύβους.
Με αιμορροΐδες και προσβεβλημένη σύζυγο.
Τόσο θ’ αστράφτει πάνω απ’ τα ποτήρια το φεγγάρι
Που ολόκληρη η ωμή εφηβεία θα ημερεύει
Όσο κι ένα τουφεκισμένο γεράκι
Που το βαλσάμωσαν με τα φτερά ανοιχτά.


ΛΥΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, ΣΦΥΡΟΚΟΠΗΜΑ ΕΝΟΧΗΣ: «είναι -ο Παράκτιος Οικισμός- το πλέον μαχητικό, ευφυώς στρατευμένο βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδουλου» (Γιώργος Βέης)
Ο απροσδόκητος ίσως αλλά πολύ εύστοχος χαρακτηρισμός του βιβλίου της Δήμητρας Χριστοδούλου από τον πολύπειρο και πολυγραφότατο Γιώργο Βέη ως «το πλέον μαχητικό και ευφυώς στρατευμένο βιβλίο», μπορεί από μια πρώτη ανάγνωση να ξαφνιάζει αλλά, κατά την γνώμη μου, είναι μια πρώτης τάξεως αφορμή για να «διασκεδάσουμε» πολλές από τις ενστάσεις που εγείρονται μερικές φορές για το… «είδος» της ποίησης που γράφεται σήμερα ή για την υποτιθέμενη αποστασιοποίηση των σύγχρονων ποιητών από την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Το γνωστό δίπολο που επανέρχεται με διαφορετική προβιά κάθε φορά και απασχολεί «φιλοσόφους», στοχαστές και μη: τέχνη στρατευμένη, ενταγμένη στον άλφα ή βήτα βαθμό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει την κοινωνική δικαιοσύνη και να κατοχυρώσει τις διαχρονικές εκείνες αξίες που δίνουν νόημα και ουσία στη ζωή του ή τέχνη για την τέχνη που ικανοποιεί ιδιαίτερες ανάγκες αισθητικής απόλαυσης μιας προνομιούχας καλλιεργημένης τάξης που μπορεί να αίρεται πάνω από τις τρέχουσες κοινές βιοτικές μέριμνες; Διαφορετικά: ποια πρέπει να είναι η ευθύνη και η αποστολή των πνευματικών ανθρώπων και των αληθινών καλλιτεχνών, αν έχουν υψηλή συνείδηση του χρέους τους απέναντι στην εποχή και στην τέχνη τους!..  Μπορεί και πρέπει να είναι η πορεία τους αυτόνομη μακριά από κάθε εφήμερη πολιτική σκοπιμότητα ή (ειδικά σε καιρούς κρίσιμους και δύσκολους που δοκιμάζονται ιδέες, αξίες και πολιτισμός) οφείλουν να είναι μπροστάρηδες στους όποιους κοινωνικούς αγώνες ξέροντας ότι «σήμερα έχουμε πόλεμο, κι όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του πολεμάρχου μας. Αύριο, σαν τελειώσουμε, θα συζητήσουμε για την Τέχνη». Το δίλημμα όμως είναι τις περισσότερες φορές πλαστό και συνήθως εκπορεύεται από κάθε λογής φανατισμούς που υπηρετούν «αποστειρωμένες» ιδεολογίες ή μικροπολιτικές σκοπιμότητες που «θολώνουν τα νερά» με δημαγωγικά τσακίσματα. Πόσο γνήσιος κι αυθεντικός, δηλαδή, μπορεί να είναι ο όλος προβληματισμός όταν απροσχημάτιστα αμφισβητείται η αυτονομία της τέχνης και η ελευθερία έκφρασης;  Ο Σεφέρης ήταν κατηγορηματικός σ’ αυτό το ζήτημα και μάλλον είχε δίκιο, γιατί ήξερε καλά πόσο σημαντικό είναι για τη γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία η πραγματική ελευθερία του πνεύματος!.. Έγραφε: «… δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη – η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα- αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματισμένη εποχή μας, ν’ αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας της εποχής του… Ο μεγάλος καλλιτέχνης, όμως «δεν είναι της εποχής, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του»… «Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας», που έλεγε και ο Auden… Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη, δεν εννοώ διόλου πως ο ποιητής είναι ένας ανεύθυνος που κατρακυλά στο φύσημα της έμπνευσης ή της ιδιοτροπίας του. Απεναντίας, η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν’ απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή, που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρα του: «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα…»

Μετά την μακροσκελή αλλά πολύτιμη αυτή παρέκβαση αξίζει να δούμε το σκεπτικό του Γιώργου Βέη που θεωρεί, όπως προείπαμε,  τον Παράκτιο Οικισμό «το πλέον μαχητικό και ευφυώς στρατευμένο βιβλίο». Γράφει στον ημερήσιο τύπο παρουσιάζοντας το βιβλίο: «Με τρεις τρόπους φρονώ ότι μπορούμε να μελετήσουμε το σημερινό πολλαπλό μήνυμα της δικαίως πολυβραβευμένης αυτής δημιουργού... Πρώτον, ως λυρική καταγγελία για τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεύτερον, ως εκ βαθέων εξομολόγηση μιας αναστοχαζόμενης ύπαρξης για τα όσα την αφορούν κατ' αποκλειστικότητα. Δηλαδή, άμεσα και διαχρονικά. Και τρίτον, ως μονόπρακτο δράμα του ανθρώπου εν γένει, ο οποίος πασχίζει να αποδείξει ότι όντως είναι ο ζωτικός φορέας πολιτισμικών αξιών… Από την άποψη αυτή, η εν λόγω συλλογή είναι το πλέον μαχητικό, ευφυώς στρατευμένο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Τα ποιήματα συνοψίζουν, κατά τα άλλα, τα κυριότερα κεφάλαια της βιοτής, όπως τη σπουδάζει ένας ομολογουμένως βαθύνους παρατηρητής… Το τελικό αισθητικό προϊόν δεν αντανακλά, όπως θα περίμενε ο βιαστικός αναγνώστης, τη θλίψη ενός ισοπεδωτικού αφανισμού τού εγώ, αλλά την προοπτική της επανεμφάνισής του, μέσα από τα παρ' ολίγον ερείπιά του, ως του δικαιότερου κριτή των όσων δοκίμασαν να το παγιδεύσουν. Πρόκειται για την πνευματική αλκή, η οποία παραμένει αλώβητη και άφθιτη παρά τα όσα ενάντια έχουν κατά καιρούς υψωθεί…»

ΔΩΔΕΚΑ  (από τη σελ. 45 της συλλογής)
Το μεσημέρι στέκει πάνω απ’ την Τετάρτη
Με μια φωτιά από κακόβουλα βλέμματα.
Πώς είναι τόσο εχθρική η φύση
Απέναντι σε κάτι που πεθαίνει;

Μπρος απ’ το μηχάνημα της τράπεζας
Κυλάει ένας ασώματος ιδρώτας.
Το λεωφορείο φουσκωμένο επιβάτες
Τρέμει να κινηθεί. Περιμένει
Ν’ αδειάσουν εντελώς από την ύλη τους.
Μπορεί να μεταφέρει μόνο
Μικρά φορτία από λεφτά.

Κατακόκκινα σαν ρόδια σε κόλλυβα
Χώνονται στον αέρα δευτερόλεπτα.
Αν ήμασταν πουλιά, αν πετούσαμε,
Με ράμφη πεινασμένα καταπάνω τους
Πόσες ψυχές θα είχαμε σώσει.

Α, ΜΙΚΡΕΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΧΙΛΙΕΤΙΕΣ,
Πόνοι υποφερτοί, σχεδόν γελοίοι,
Ωστόσο ρυθμικοί κι ακατάπαυστοι,
Μια σαβούρα μαχαιριές του λεπτοδείχτη…
(τελευταία στροφή από την Ασήμαντη Αιωνιότητα ΙΙ στη συλλογή Το Ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης)
Ένα σχόλιο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου για την προηγούμενη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου, «Το Ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης», Μελάνι 2014, επιβεβαιώνει τις προηγούμενες διαπιστώσεις του Γιώργου Βέλη και ενισχύει την άποψη ότι η ποιήτρια με το έργο της διαχρονικά ταυτίζεται με την εποχή και τα προβλήματά της: «… Η αγωνία της ύπαρξης και ο κοινωνικός προβληματισμός, τα δυο αυτά στοιχεία, αποτελούν δύο ομόκεντρα, ακατάπαυστα αλληλοκαλυπτόμενα πεδία, στις μεταβαλλόμενες διαστάσεις των οποίων η ποιήτρια εναποθέτει το προσωπικό της πάθος, επιδέξια και πειστικά ενσαρκωμένο, παρά το επίφοβο και επίβουλο υλικό που είναι οι λέξεις. Μόνο που δεν πλαγιοσκοπείται απλώς, με λέξεις σύμβολα και λέξεις-οδοδείκτες, η νοσηρή πραγματικότητα, αλλά διεμβολίζεται κάποτε άμεσα και επιθετικά, με σαφή την πρόθεση να καταδειχτούν τα αίτια αλλά, κυρίως, οι δυσβάσταχτες, λανθάνουσες ή προφανείς, συνέπειες μιας κοινωνικής ασχημίας ή ενός σκοτεινού μηχανισμού που αδιαλείπτως παράγει και στοιβάζει στο κέντρο και στις παρυφές της πόλης τα κοινωνικά του απόβλητα: επαίτες, λαθρομετανάστες, άστεγους, που «πάνε για συσσίτιο / Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρωμνής τους», άνεργους, υποσιτισμένους ή νηστικούς, εγκαταλελειμμένους συνταξιούχους, ρακένδυτες ψυχές και άλλους αναξιοπαθούντες, θύματα της εποχής, που αναγκάζονται να εφευρίσκουν νέους τρόπους για την αντιμετώπιση παλιών, πάγιων αναγκών τους, με το ενεχυροδανειστήριο να προηγείται του αρτοποιείου και του θεραπευτήριου.

Σε ένα της ποίημα μάλιστα δηλώνει ευθέως, απερίσπαστα, την αλλαγή, τη ρήξη μάλλον που αισθάνεται να έχει συντελεστεί μέσα της, με τη βίαιη εισβολή στη ζωή της εικόνων και ήχων μιας πραγματικότητας που σίγουρα γνώριζε την ύπαρξή της, της ήταν δύσκολο, ωστόσο, να τη φανταστεί τόσο κοντά της, τόσο στενά συνυφασμένη με την καθημερινότητά της και ως αιτία εσωτερικών ρωγμών και ανατροπών, που θα την οδηγούσαν σε υπαρξιακής βαρύτητας αναθεωρήσεις της σχέσης της με τον εαυτό της και με τους άλλους…»

ΛΑΙΜΑΡΓΗ ΦΛΟΓΑ  (από τη σελ. 32 της συλλογής)
Στάχτη και χαμηλός βρασμός κουβέντας.
Μόνα τους συνωθούνται στο σκοτάδι
Τα λόγια ανθρώπων που κρύβουν το πρόσωπο
Ρίχνοντας στη φωτιά χλωρά ξύλα
Θερισμένα μαζί με τα σώματα.
Αχ, εσείς, εσείς πεταλούδες…

Είχα κάποτε καταγωγή θηρίου,
Ορμούσα στην αθανασία ασυλλόγιστα,
Ξόδευα τόσο αίμα στο ψωμί
Που έμενα λευκή σαν την πείνα.
Τώρα σηκώνω τον ξένο πόνο
Όσο και τον δικό μου. Έκανα
Ξανά θνητό το ηλιοβασίλεμα.

Χαριτωμένοι εσείς κοντά στη θράκα,
Τι να φοβηθώ απ’ τους άλλους…
Όλοι στον τρόμο του δικαστηρίου…
Στη μαύρη θλίψη του επιούσιου.
Κουβέντα ή ροχαλητό ή παραλήρημα,
Εκεί που φύτρωσαν, εκεί σιγοκαίγονται

Οι αιώνες

Κάθε ποίημα, τουλάχιστον κάθε ποίημα απ' αυτά που ανταποκρίνονται στο κυρίαρχο πνεύμα της συλλογής, συνεχίζει τις διαπιστώσεις του ο Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, «είναι και μια λυπημένη μπαλάντα γραμμένη για ανθρώπους ηττημένους, χαμένους στον βυθό της πόλης… Ακόμα και όταν γίνεται απολύτως προσωπική, ακόμα και όταν βυθοσκοπεί -όπως πολύ καλά ξέρει και κάνει- ακόμα και τότε αισθάνεται κανείς να παρεμβάλονται, φανερά ή υποδορίως, σκηνές, ήχοι ή απόηχοι της καθημερινότητας φοβισμένων απλών ανθρώπων, που εναγωνίως επιζητούν να αυτό-επιβεβαιωθούν ως υπάρξεις μέσα από τα μάτια των άλλων. Και δεν σταματάει να επιχειρεί αφηγηματικές προσεγγίσεις πτυχών της αιωνιότητας, όπως και όπου διαισθητικά την εντοπίζει στην καρδιά και των πιο ασήμαντων εκδοχών της κάθε μέρας, στον «σπαραγμό των φαινομένων», στα «λόγια ανθρώπων που κρύβουν το πρόσωπο»… Έτσι, τα ποιήματα της συλλογής δημιουργούν έναν πολύ γοητευτικό, συχνά και ιδιαιτέρως συγκινητικό, συνδυασμό προσωπικής οδύνης, υπαρξιακής και κοινωνικής αγωνίας. Και ο αναγνώστης τους δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί με την καθαρότητα με την οποία αποδίδεται, μάλλον δημιουργείται μία ατμόσφαιρα ζόφου, καθώς η απελπισία τείνει να γίνει μία αρραγής και συμπαγής ουσία που όμως, παρά το συμπαγές της ουσίας της, μοιάζει να γίνεται ευπρόσβλητη σε κάποιες αιφνίδιες ριπές νοσταλγίας για κάποιαν άλλη εποχή, για μιαν εποχή αθωότητας, όπου τα πρόσωπα, τα πράγματα και οι καταστάσεις περιβάλλονταν προστατευτικά από το ακόμη ανόθευτο όνομά τους. Επίσης, δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί ο αναγνώστης από τη σπάνια καθαρότητα της έκφρασής της, από το πόσο αδιαμαρτύρητα οι λέξεις προσαρμόζονται στο κειμενικό τους περιβάλλον, σαν οικειοθελώς υποταγμένες στις προθέσεις της, με απώτερη συνέπεια να μη φαίνεται μόνο το μέσον απόλυτα κατακτημένο, αλλά και ο εκάστοτε στόχος να είναι ευκρινής στο κέντρο ακριβώς του πεδίου στόχευσης…»

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ  (τελευταίο ποίημα στη συλλογή Το Ελάχιστο ψωμί της Συνείδησης)
Πενικιλίνη και θνητότητα
Και κάτι παλαιό και παράλογο
Καταγράφουν τα βιβλία μπροστά μου.
Τα μολύβια σαν βελόνη πυξίδας
Στρέφονται τρέμοντας προς το βορρά
Κάθε φορά που το γραφείο μου διατρέχει
Ο χλευασμός μιας καλής ιδέας.
Θα έγραφα ανεπανάληπτο έπος.
Αν δεν είχα αρχίσει να γερνώ.

Πόσο τις άφησα τις λέξεις μου να σέρνονται
Ανάμεσα στον χρόνο και τη δύναμη
Σαν να ’χα το δικαίωμα να ελπίζω
Σ’ έναν καταυγασμό της συνείδησης
Από άλλον κι όχι αυτόν που ζούσα βίο,
Σαν μου όφειλε το άστρο αλάτι
Για το ψωμί των ηρώων μου,
Την ώρα που μπαγιάτευε δίπλα μου
Το μυστήριο της έρημης νύχτας…

Πόσο αργά, πόσο λίγο κατάλαβα
Οποιονδήποτε στίχο…
Καθένας μόνος του αξιώνει
Μια κλονισμένη υγεία και κυρίως
Την ηλικία που έχει απόψε ο ουρανός…

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
(Η Δήμητρα Χριστοδούλου γράφει σε πρώτο πρόσωπο για τη συλλογή της «Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, εκδόσεις Πατάκη 2010) 
Μπορούν αρχαίοι λαοί να επιβιώνουν ως ψυχικές διαδρομές; Είναι αρχοντιά ή παραφροσύνη; Επιλογή ή ψυχαναγκασμός; Κλίση ή τυφλότητα; Μπορούν οι ψυχικές διαδρομές να αισθητοποιούνται ...ως έπος; Το έπος της μιζέριας; Ή το έπος της επίμονης ανάνηψης; Πώς βιώνεται και πώς -το κυριότερο...- εκφράζονται η ντροπή, ο πόνος, η οργή, η αγωνία για την παρακμή και τον θάνατο ενός βαριά άρρωστου τόπου, ενός βαριά άρρωστου λαού, ενός βαριά άρρωστου πατέρα; Πόσο πολιτική είναι η πιο προσωπική μας θλίψη, πόσο προσωπική είναι η πιο πολιτική δυσπλασία; Αλλά το κυριότερο -πάντα το κυριότερο...- ποια μέσα, ποιοι φυσικοί μηχανισμοί, που να μην εκβιάζονται, αλλά να προκύπτουν και να λειτουργούν πηγαία ως συνεπής εξέλιξη μιας πορείας κάπου τριάντα έξι χρόνων πια, θα επιτρέψουν να μορφοποιηθεί αυτό το πλαίσιο ζωής σε ποίηση που να πείθει ως τέτοια;

Γράφοντας το Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι είχα να αναμετρηθώ με όλα αυτά τα ερωτήματα, που, όπως είναι φυσικό, ξεπηδούσαν κάθε λεπτό αυτής της διαδικασίας αναπόσπαστα δεμένα, σάρκα με κόκαλο, με κάθε φάση της, από τη βιωματική της αφόρμηση ώς τη στιγμή που αφήνει κάποιος το στυλό στο χαρτί και λέει «δεν πάει άλλο για τώρα» ή «δεν πάει άλλο για μένα». Είναι επίσης αυτονόητο ότι είχα να αναμετρηθώ και με την εύλογη (φαντάζομαι...) φιλοδοξία να μην ξαναμασήσω το Λιμό ή το Ελάχιστα πριν ή το Προς τα κάτω, για να αναφέρω μόνο τα τρία τελευταία βιβλία μου, που εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι ότι σημειώνουν μιαν άλλη φάση, έναν νέο προσανατολισμό στη δουλειά μου. Η ανάγκη βέβαια της σαφήνειας του θέματος και η αναζήτηση της μεγαλύτερης δυνατής πυκνότητας, από τη μια, και από την άλλη, η παράλληλη αγάπη -ακριβώς όπως λέμε «παράλληλη σχέση» ή «διπλή ζωή»- προς το πεζόμορφο ποίημα παραμένουν. Όμως στο Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι πιστεύω πως και τα δύο αυτά στοιχεία διαφοροποιούνται αισθητά ως προς την αυστηρότητά τους. Τα μεν ολιγόστιχα ποιήματα γίνονται πεισματικά πιο ολιγόστιχα, τόσο που συχνά ο τίτλος στέκει ως άλλος Κέρβερος πάνω από τα κεφάλια τους, μπας και ξεφύγουν από το θέμα τους, από τον αρχικό παλμό που τα γέννησε, και το ρίξουνε στις λυρικές εξομολογήσεις, προς τις οποίες τόση κλίση είχα στα νιάτα μου. Τα δε πεζόμορφα ποιήματα συγκροτούνται γύρω από έναν ευδιάκριτο μύθο, μια μικρή περιπέτεια με αρχή, μέση και τέλος, με πρόσωπα που δρουν (;) σε χώρο και χρόνο, αλλά με ένα μουσικό στοίχημα, που, είτε κερδηθεί είτε χαθεί, πάντως τα τοποθετεί ευθέως στην περιοχή της ποιητικής πρόθεσης. Και, για να είναι ακόμη πιο στρατιωτική η πειθαρχία, το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, τα ολιγόστιχα μόνα τους και τα πεζόμορφα μετά. Χώρια, δηλαδή, το ιππικό, χώρια η πυροβολαρχία, και οι καλές μούσες να βάλουν το χέρι τους, να μην εξελιχθεί το όλο πράγμα σε εμφύλιο πόλεμο ή συμμαχία και των δύο για ανταρσία κατά της ποιήτριας. Αλλά κι αν έτσι συμβεί -έχω όλη την έπαρση να αμφιβάλλω- θα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσω αν ο σαρκασμός, που λίγο ώς πολύ, φανερά ή υπόγεια, διατρέχει τα τελευταία βιβλία μου, μπορεί να μου σταθεί και στην τέχνη τόσο αποτελεσματικός μηχανισμός άμυνας όσο μου έχει σταθεί ώς τώρα στη ζωή. Να δούμε... [Δήμητρα Χριστοδούλου στη Βιβλιοθήκη της πάλαι ποτέ Ελευθεροτυπίας]

ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: Ο Οικισμός, λοιπόν είναι Παράκτιος, το επιβεβαιώνει ο πίνακας με την αφρισμένη θάλασσα του Gerhaed Richter που κοσμεί το εξώφυλλο, το μαρτυρούν κι οι στίχοι για τη θάλασσα στο ομότιτλο ποίημα: «Η θάλασσα. Η αστρική της νύστα, Η δόνηση της άπαυτης πνοής της. Τ’ ακοίμητα μεγαλειώδη βράχια. Ω, προσπαθώ να διώξω από το νου μου τη μαύρη πόλη της καταγωγής μου…».  Από τη ΣΠΙΘΑ, το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, καταγράφουμε τα έξι «είναι» της ποιήτριας: «Είμαι ένα ρεύμα θερμό, ρόδινο, / Όπου κυλάνε τα πεσμένα φύλλα. / Και είμαι εκείνη που τραβάει τα δίχτυα / Και φέρνει πάνω τα θνητά. / Τ’ άλλα πηδούν και πάλι στο ποτάμι / προς την απέραντη χαρά. /  Είμαι τα ανέσπερα καντήλια / Πού κρέμασε ο αέρας σ' άδεια κάμαρα. / Κι είμαι ο σκύλος που κλεισμένος μέσα / Κουνάει την ουρά σ' ένα φάντασμα. / Με χίλια δυο μπουκέτα αστραποβόλα / Τραντάζει ο ήλιος τα μισόκλειστα παράθυρα. / Και είμαι εκείνη που κλαίει χαρούμενη, / Πώς ξέσπασε μια τόσο όμορφη μέρα; / Είμαι ο τυφλός με τη λάσπη στα βλέφαρα / που νιώθει τα θαυματουργά τα δάχτυλα». Με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο  διαβάζουμε έντεκα από τα σαράντα ποιήματα της συλλογής: Ο ΞΕΝΑΓΟΣ, ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ, ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΟΣ, ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΕΝΑΣ ΡΟΛΟΣ, ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΑΥΤΑ, Η ΚΑΛΗ ΠΑΡΕΑ, ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ, ΔΩΔΕΚΑ και το ΕΡΩΤΗΜΑ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου