Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ ΛΕΞΕΩΝ ΜΕ ΣΩΖΕΙ:

«Βλέπω ακόμα παιδικά»

είναι το τίτλος της ποιητικής συλλογής της Αντωνίνης Σμυρίλλη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θράκα στις αρχές του 2017.

Θα ήταν σπουδή ο χαρακτηρισμός «εύρημα εύστοχο» για τον τίτλο, αν από την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων δεν γινόταν φανερό ότι συνειδητή επιλογή της ποιήτριας είναι:

το Βλέμμα Παιδικής Αθωότητας που ρίχνει στα θέματά της για να τα προσπελάσει.

«Κλινική περίπτωση;», αναρωτιέται με τον τίτλο του πρώτου ποιήματος.

Για να ακολουθήσει το κατηγορηματικό Όχι!, στον επινοημένο διάλογο με το γιατρό. 

Απάντηση που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και λύνει πιθανές απορίες του αναγνώστη που θα παραξενεύεται βλέποντας το περιεχόμενο και τη μορφή των 20 ποιημάτων της συλλογής.

Τι μαγικό να μπορεί κανείς να ΒΛΕΠΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ όλα τα πράγματα!..

Τι αυθεντικό ο Κήπος των Λέξεων να αντιστοιχεί με μια ποιητική ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ!..   

Δεν είναι καθόλου υπερβολή ο ισχυρισμός (πεποίθηση για μερικούς) πως εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει Ποιητές από Κοινούς Θνητούς.

Με αυτόν τον τρόπο (και κάποιους άλλους ακόμα) μπορούν ν’ ονομάζουν τον κόσμο απ’ την αρχή μεταμορφώνοντας την αντίληψή μας γι’ αυτόν.

Αλλά πιο πολύ είναι προσπάθειές «νάρκης του άλγους, που κάνουν για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή από το μαχαίρι του χρόνου» που έλεγε ο Καβάφης

ή «Το Ροζ μέσα στο γήρας» που σώζει την Αντωνίνη Σμυρίλλη, όπως ομολογεί κλείνοντας την πρώτη ποιητική της συλλογή με το τρίστιχο ποίημα «Μαλλί της Γριάς» [διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα by andre kertesz and David Brayne για την αποκωδικοποίηση της «Κλινικής Περίπτωσης» μιας ποιήτριας που ψάχνει το νόημα του κόσμου στην Παιδική Χαρά των Λέξεων:

Θέλεις να παίξουμε;

Έχω παρέα τις λέξεις μου

Δεν είναι αρκετές για να φτιάξουν

μια ολόκληρη παιδική χαρά; ] 




ΓΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΧΩ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΜΟΥ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΜΟΥ:
ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ:
-Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου

-Είναι μαγικό
Όποτε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει

Κλείνομαι

-Παράξενο κορίτσι

-Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ και ο εαυτός μου

-Εγωιστικά παράλογο, είπε

Ο γιατρός μπήκε στο καπέλο του
Κι εγώ στο δικό μου

ΨΑΧΝΩ ΤΟ ΝΟΗΜΑ!.. ΑΛΛΑ ΤΟ ΕΦΑΓΕ Η ΓΑΤΑ (Υπερφαγία):
Δυνατό σημείο της συλλογής  η αδυναμία στη μικρή φόρμα. Δέκα τουλάχιστον από τα 20 ποιήματα της συλλογής είναι ολιγόστιχα.  Σ΄ αυτά συμπεριλαμβάνω και τους αφορισμούς (Its Complicated) με τις Παρενέργειες τους (σελ. 25 και 27): παίζει η ποιήτρια χωρίς αναστολές και ψευδαισθήσεις. «Αυτοκτονικός Ιδεασμός;» Πιθανή παρενέργεια ή αυτοσαρκασμός;  Μεγάλη υπόθεση να κλείνεις σε λίγες λέξεις ή σε μια εικόνα νοήματα και ιδέες, για τις οποίες θα μπορούσαν τόμοι ολόκληροι να γράφονται και να ξαναγράφονται (κι ας τους τρώει στο τέλος η … μαρμάγκα). Φτάνει μια έκφραση, μια ευρηματική αναπάντεχη σύλληψη, ευφορία της στιγμής για να ειπωθούν σπουδαία πράγματα σε 3-4 στίχους ή μια εικόνα (= 1000 λέξεις) με τις ποικίλες αποχρώσεις τους, φτάνει ενίοτε για να υπονοηθεί μια ποικιλία συναισθημάτων: «Μισώ την επιβεβλημένη χαρά/ –ένα φτηνό performance- / Εγώ έχω το γουργούρισμα / της γάτας μου. Αυτό φτάνει!» (Ευφορία σελ. 14). Ξεχωρίζω και τη Ψυχανάλυση (σελ.16) μαζί με  το άτιτλο τρίστιχο της διπλανής σελίδας:

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ:
Όσο θόρυβο
Κάνει ένα πριόνι
Στο τέλος
Αφήνει πριονίδια

Κατέληξα τι δεν αντέχω
Σ’ αυτόν τον κόσμο

Τον κόσμο.

Πράγματι, δεν αντέχεται ένας κόσμος όπου τόσο πολλοί κάνουν πολύ θόρυβο αφήνοντας  πίσω τους πριονίδια. Ενώ άλλοι τόσοι «υποκρίνονται τόσο καλά… όσο τα χάπια μου»!!! (θαυμαστικά για τον αναπάντεχο συσχετισμό που σαρκάζει με πολλά ρίχτερ την υποκρισία). Τα 8,7 Ρίχτερ, (άλλο ένα τετράστιχο στη σελ. 24) μας αφήνει άφωνους: τι ευρηματική σύλληψη για την αντικειμενική δυσκολία της Θλίψης να κρυφτεί πίσω από ένα δάχτυλο ψεύτικα τρικ: 

8,7 ΡΧΤΕΡ:
Αγνοώ τη θλίψη μου
Αλλά αυτή ξέρει καλά
Πώς να κάνει αισθητή
Την παρουσία της

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ: ΟΥΤΕ ΣΤΗ ΛΙΜΠΙΝΤΟ, ΟΥΤΕ ΣΤΟ ΚΛΑΜΑ…
Δεν θα δεχθώ πολύ εύκολα, όμως, τη λανθάνουσα θλίψη που απορρέει από την άλλη αντικειμενική διαπίστωση  για την ακύρωση του νοήματος κάποιων λέξεων (όπως η χαρά και ο οργασμός…) πολύ πιθανόν από την καταχρηστική «ποιητική» (;) έκθεσή τους. Αυτό πράγματι συμβαίνει κι έχει τ’ αποτελέσματα που επιγραμματικά επισημαίνει η Αντωνίνη στο Overdose (σελ. 26):

OVERDOSE:
Υπάρχουν λέξεις
που είναι υπερτιμημένες

Όπως η χαρά ή ο οργασμός

Ας πούμε

Η (φιλοσοφική…) ένστασή μου ξεκινάει από το γεγονός ότι πιστεύω παθολογικά στη μαγική δύναμη της ποίησης!.. Σ’ αυτήν βρίσκεται όλη η υπεροχή της: μπορεί να ξαναδίνει νόημα και ουσία στις «φθαρμένες» ή υπερτιμημένες λέξεις. Αίφνης η λέξη «οργασμός» που από κορύφωση μιας στιγμιαίας σεξουαλικής πράξης που την παίρνει ο αγέρας και χάνεται μη έχοντας πλέον  καμιά ισχύ, με την ίδια λέξη (ή άλλες καθημερινές και πιο πεζές) σ’ ένα ποίημα ο εμπνευσμένος ποιητής μπορεί να οικοδομήσει μια εικόνα με τόσα χρώματα και ήχους και συμβολισμούς που να είναι  η έκλαμψη που περικλείει όλη την ομορφιά μικρών στιγμών στις οποίες ο άνθρωπος απογειώνεται, επαναστατεί, ανασταίνεται, νιώθει τον ανάλαφρο εκείνο ίλιγγο Ποίησης αληθινής που ο Ρίτσος με το δικό του μοναδικό τρόπο περιγράφει στη Σονάτα ως: «μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποια χαμόγελο αθανασίας όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη…». Ο Ελύτης συνοψίζει με το δικό του τρόπο αυτό το χάρισμα των ποιητών θεωρώντας «επιφοίτηση»  τη δυνατότητα με τις λέξεις «να καθηλώνουν ένα σκίρτημα σε μια στιγμή οιονεί αιώνια δίνοντας έτσι την ευχέρεια στην ύλη να επιχειρεί μαζί τους πτήσεις…». Αντίστιξη παράλληλη μ’ όλα αυτά το ποίημα «Δεν μου αρέσει η Υφή σ’ αυτό το βιβλίο» (σελ. 22): τα εναγώνια διλήμματα (αυτό που αγγίζεις ή αυτό που σ’ αγγίζει; το εξώφυλλο ή το περιεχόμενο; αίσθηση επιφανειακή ή ουσιαστική;) είναι τα σκιρτήματα της ποιήτριας   στην επίμονη προσπάθειά της ν’ αναζητά το νόημα του κόσμου βλέποντας ακόμα παιδικά  (κι ας νιώθει όταν γράφει «σαν ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα που αντιστέκεται να μπαλωθεί γιατί λατρεύει τη φθορά»!.. (Για Πέταμα σελ. 23):

ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ Η ΥΦΗ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
-Και τι σε νοιάζει η υφή;
Υφή μπορεί να είναι αυτό που αγγίζεις
Ή αυτό που σ’ αγγίζει

Υφή μπορεί να είναι το εξώφυλλο
Ή το περιεχόμενο

Υφή είναι αίσθηση επιφανειακή
Ή ουσιαστική

Επιμένω
Δεν μου αρέσει η υφή σ’ αυτό υο βιβλίο

Οι σελίδες δεν γλιστρούν
Κι εγώ δεν έχω πια χρόνο για στασιμότητες.

Κλείνοντας την πρώτη αυτή συγκομιδή εντυπώσεων από την ανάγνωση της συλλογής ΒΛΕΠΩ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ δανείζομαι τον τίτλο του πρώτου ποιήματος για να πω (απευθυνόμενος προς το «παράξενο κορίτσι», την ποιήτρια και προς κάθε νέο ποιητή): Κλινική περίπτωση, Αντωνίνη, η Αναζήτηση Νοήματος στο κάθε τι (ιδεοληψία των ποιητών).  «Σ’ ένα λαβύρινθο σκέψεων» περιφέρουν τη μελαγχολία τους και ψάχνουν για το Μίτο που θα τους βγάλει από το Αδιέξοδο ξέροντας εκ των προτέρων ότι «Δεν υπάρχει Αριάδνη, ούτε Μίτος». Αρνούνται όμως να συμβιβαστούν με την κανονικότητα της καταθλιπτικής πραγματικότητας κι συνεχίζουν το φαύλο κύκλο της αναζήτησης. Μάλιστα, οι υπαρκτές παρενέργειες των εμμονών τους καταγράφονται αλλά μπαίνουν σε παρένθεση ως αηδίες ή προβλέψιμο παραλήρημα.   Και η ταλάντευση ερωτημάτων, διαπιστώσεων, κατάφασης κι αντίφασης, «εξαίσιος ανάλαφρος ίλιγγος»: «Υπάρχω; / Ψευδαισθήσεις / Υπάρχω!../ Αυτοκτονικός Ιδεασμός / Ας υπάρχω / Αναξιότητα / Δεν μπορώ να υπάρχω / Αδράνεια / Δε θέλω να υπάρχω / Αφύπνιση / Δεν υπάρχω (από τις Παρενέργειες σελ. 27) Συνεπώς η αναζήτηση δεν τους γέλασε, γιατί είναι αυτή που δίνει το βάθος και τη διάρκεια στο γεμάτο περιπέτειες «ταξίδι»!.. Τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει λίγο την καφκική πορεία αναζήτησης του ήρωα στα Αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου: έχει αρπάξει κάτι το μάτι του από το μαγικό κόσμο της Ποίησης αλλά η πόρτα της κλείνει ευθύς. Σ’ όλη του τη ζωή ψάχνει για το κλειδί, φτιάχνει αντικλείδια/ ποιήματα… μα η πόρτα δεν ανοίγει πια. Για να βγάλει, στο τέλος, το συμπέρασμα ο ποιητής: «ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την Πόρτα της Ποίησης. Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή»!.. 

NEED SOME SPACE (από τη σελ. 13):
Αμέτρητες φορές παρακαλώ
Να σταματήσω να σκέφτομαι
Μπας και γίνω
Κάτι λίγο ευτυχισμένη

Είμαι καταδικασμένη
Σε μια ενδιάμεση σφαίρα
Πλανιέμαι
Κάπου ανάμεσα
Στον κόσμο και τους πλανήτες
Κάπου ανάμεσα
Στη Γη και τον Ουρανό

Μετεωρίτης

Ένα σώμα
Που δεν μπορεί να ενσωματωθεί
Ένα σώμα που εκλιπαρεί
Για μια λανθασμένη τριβή

Μήπως αναφλεγεί

Οι ιστορίες στο ΒΛΕΠΩ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ, με αρχή μέση και συμπεράσματα, οι διάλογοι με το γιατρό, τη γάτα, τον εαυτό, τα ερωτήματα, οι απορίες, η αμφιβολία, όλα «ένα σώμα που δεν μπορεί να ενσωματωθεί, ένα σώμα που εκλιπαρεί για μια λανθασμένη τριβή, μήπως αναφλεγεί». Τι όμορφη ευχή προς εραστές της ποίησης: Να μην σταματήσουν να σκέφτονται ποιητικά. Είναι μια γλυκιά καταδίκη η έμπνευση και η δημιουργία. Να πλανιέσαι, δηλαδή, «κάπου ανάμεσα σε γη και ουρανό, μετεωρίτης», όπως λέει στο παραπάνω ποίημα η Αντωνίνη.   

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ
Σήμερα είμαστε μελαγχολικές
Και άβαφες

Εγώ και η γάτα μου
Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση
Μια διαστροφική επικοινωνία

Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε

Ξουβαλούμε τη θλίψη μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων

Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις
Των σκέψεων μας

Μινώταυροι
Αδύνατο να βγούμε
Δεν υπάρχει Αριάδνη
Ούτε Μίτος
Έτσι μόνο περιφερόμαστε
Μελαγχολικές
Και άβαφες


[Αντωνίνη Σπυρίλλη, Βλέπω ακόμα παιδικά, εκδόσεις Θράκα Φεβρουάριος 2017 – επιλογή ποιημάτων και σχολιασμός από Τάσο Κάρτα – ART Andre Kertesz and David brayne

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ:

 «Φλόγα από τη στάχτη» είναι ο τίτλος της συλλογής του Τόλη Νικηφόρου που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Μια ακόμα απόδειξη ότι παραμένει πιστός στα Μυστικά και Θαύματα του ανεξερεύνητου λόγου της Ουτοπίας!..

Όρθιος σ’ αυτό το παιχνίδι ζωής κι ας ξέρει ότι είναι στημένο από την αρχή, «ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα», αυτός θα παραμένει μέχρι το τέλος περήφανος  «στο μονοπάτι προς μια κορυφή που δεν υπάρχει».

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους είναι οι ποιητές και όρθια η πράξη τους σαν αλεξικέραυνο, λέει σε κάποιους ακροτελεύτιους στίχους του ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο Τόλης Νικηφόρου τιτλοφορώντας μ’ αυτό το εμβληματικό ΟΡΘΙΟΣ το πρώτο ποίημα της νέας του συλλογής έχει συνείδηση του μεγέθους αυτής της στάσης. Αλλά, με κατανόηση της ματαιότητας των εγκοσμίων (που θα έλεγε κι ο Καβάφης) κλείνει αυτό το εισαγωγικό ποίημα με την κατηγορηματική διαπίστωση: 

«Περήφανο ένα τίποτα στην άβυσσο της λήθης».

Στις «Ασκήσεις Ματαιότητας», δυο ποιήματα παρακάτω, αισθάνεται «μοναχικός κι αδύναμος» γιατί καταλαβαίνει ότι το ποίημα ακόμα

«κι όταν σφίγγει τη γροθιά του»

ίσως μαζί με τους απόκληρους και καταδικασμένους, κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα,  δεν είναι παρά

 «μάταιες λέξεις, λέξεις βουβές και χάρτινες»!..

Και ίσως στο τέλος

«δεν θα απομείνει ούτε ένας στίχος, μια λέξη ελάχιστο ίχνος στην κινούμενη άμμο» της εποχής.

Παρόλη όμως αυτή τη διάχυτη θλίψη για τα αποτελέσματα της αέναης προσπάθειας, δεν παύει η Ποίηση να είναι μια Γιορτή, ένα Πανηγύρι, ένα Πρώτο Φως 

«μπροστά στην προαιώνια νύχτα».

Ο τελικός απολογισμός της μυστικής διαδρομής είναι θετικός:

«κάθε βιβλίο μου στην άβυσσο του τίποτα

είναι ένα πείσμα, μια περηφάνια, μια χειραψία

με τη ματαιότητα και το ανεξιχνίαστο μέλλον»

(στη φωτογραφία το εξώφυλλο του βιβλίου που κοσμεί ένας πίνακας του Augusto Giakometti και με ΚΛΙΚ σ’ αυτόν ανοίγει το αρχείο για την παρουσίαση του βιβλίου με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα]



ΥΜΝΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΗΓΟΡΟ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΦΩΣ

Καθόλου τυχαίο, που το 5ο και 6ο ποίημα της συλλογής έχουν στον τίτλο τους τη λέξη ΦΩΣ, που μπορεί να είναι

«κάτι μακρινό κι ανέγγιχτο στα τρίσβαθα της μνήμης» αλλά είναι  «παρήγορο, λυτρωτικό», γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη ο ποιητής να συνθέσει τον Ύμνο του, που πηγάζει από μέσα του και δεν έχει άλλη πατρίδα από αυτό:

 

ΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΦΩΣ

από λέξη σε λέξη   από εικόνα σε εικόνα

στα τραύματα μου επάνω   ακροβατώντας

 

ως κάτι μακρινό κι ανέγγιχτο

στα τρίσβαθα της μνήμης

 

ο νους μου έχει μάθει από παλιά

με συνειρμούς και άλματα

ν’ αυτονομείται και να ταξιδεύει

αιφνίδια ν’ ακολουθεί

δικές του μυστικές διαδρομές

 

σε κάθε επικίνδυνη στροφή   αναζητώντας

σε κάθε σκοτεινή παγίδα ή βάραθρο

παρήγορο   λυτρωτικό

ένα πρώτο φως

 

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΩΣ

υμνώ το φως   για να εξορκίσω το σκοτάδι

γιατί πίσω απ’ το κόκκινο   και το βαθύ γαλάζιο

κυλάει ένα ποτάμι θλίψης

 

υμνώ το φως   σαν χάδι στο παιδί

που ακόμα ελπίζει μέσα μου

σαν κάποια λύτρωση

απ’ τα πολλά μου τραύματα

 

υμνώ το φως   γιατί είναι πλάσμα του βυθού

που απώλεσε τον ουρανό

και τον αναζητά   και τον επικαλείται απελπισμένα

 

υμνώ το φως   γιατί το φως πηγάζει μέσα μου

γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα

 

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΙ ΜΙΑΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΡΑ ΑΝΑΠΕΜΠΕΙ ΝΟΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Σ’ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΟΥΡΑΝΟ:

Στο ποίημα «Άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου» βρίσκουμε πολλούς χαρακτηρισμούς για τα «παράξενα κι ασυμβίβαστα πλάσματα» που είναι προφανώς οι ποιητές. Είναι τόσο πεισματικά κι αμετανόητα αφοσιωμένοι στην ερωμένη τους, την Ποίηση, που «γράφουν» ακόμα και «με σπασμένα δάχτυλα», «τραγουδούν με κομμένο λαιμό». Οι αντιφάσεις είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής και της τέχνης τους:

«ταχυδρομικά περιστέρια σε χώρα κυνηγών»

ή «μικρά θερμαντικά σώματα στην επικράτεια των πάγων»

ή «άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου».

Αυτά τα «μικρά δακρυσμένα αδέλφια» μας, οι Ποιητές είναι τελικά πολύ σημαντικοί, γιατί είναι

«μαντατοφόροι μιας αθωότητας  που αιώνες τώρα αναπέμπει νότες μουσικής σ’ ένα χαμένο ουρανό».

Ο «χαμένος ουρανός» φέρνει στο νου εικόνες από την εμμονή του Σαχτούρη σ’ αυτόν, ο οποίος στο ομότιτλο ποίημα του προειδοποιούσε τα πουλιά

«μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας»:

«δεν είναι εύκολα πράγμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό».

Κι ο «Μαντατοφόρος ποιητής» του Τόλη Νικηφόρου συγγενεύει με τον Ελεγκτή από «Τα φάσματα ή τη Χαρά στον άλλο δρόμο» του Σαχτούρη.

Εκεί ο ουρανός ήταν πάλι χαμένος καθώς ήταν

«ένας μπαξές γεμάτος αίμα»

αλλά ο ποιητής «κληρονόμος πουλιών» μαντατοφόρων

έχει προορισμό, σ’ αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής του, να σφίγγει τα σκοινιά του και

«έστω με σπασμένα φτερά»

να πετάει για να ελέγχει τ’ αστέρια.  

Τα αστέρια, από τη φύση τους, συγγενεύουν με το φως, καμιά φορά όμως και

«τα τραύματα έχουν στενή συγγένεια με το φως».

Γιατί, τα τραύματα, σ’ όλους σχεδόν τους ποιητές, είναι συνυφασμένα με εκείνα τα ανεξίτηλα βιώματα που η καταγραφή τους είναι η πρώτη ύλη της έμπνευσης, και μ’ αυτή την έννοια πηγή φωτός.

Συλλέκτης Τραυμάτων είναι ο τίτλος του 9ου ποιήματος της συλλογής και μ’ αυτό μας πληροφορεί ο ποιητής ότι ως ακούσιος συλλέκτης μιας πλούσιας συλλογής τραυμάτων, έμαθε τελικά, να επιβιώνει μ’ αυτά, παρόλο που είναι θανάσιμα. Τη μεταφορά του συλλέκτη για το ρόλο του ποιητή την αξιοποίησε δυναμικά και ο Σαχτούρης στο ποίημα μ’ αυτό τον τίτλο:

«μαζεύω πέτρες γραμματόσημα πώματα από φάρμακα

 σπασμένα γυαλικά πτώματα απ’ τον ουρανό

λουλούδια κι ό,τι καλό

σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει».

Τελικά, ένα μυστήριο είναι το ποίημα που:

 

ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ

ένα φτερούγισμα είναι το ποίημα

μια λάμψη μια στιγμή

που διαφεύγει από τη σκέψη

εξατμίζεται στα μάτια

 

μάταια πλέον το αναζητάς

στον άνεμο ξαναγυρίζει εκείνο

σε μιαν αχτίδα πρωινή της άνοιξης

ξαναγυρίζει στο μυστήριο του

 

το στιγμιαίο χαμόγελο

π’ άγγιξε τη ψυχή σου

έχει τώρα χαθεί για πάντα

 

ΚΑΙ «Η ΦΛΟΓΑ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ» ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΑΡΜΑΘΙΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ:

Δεν πρέπει ν’ απέχει πολύ απ’ την πραγματικότητα αν τολμούσαμε να πούμε ότι αρκετά από τα 34 ποιήματα της συλλογής είναι άμεσα ή έμμεσα «ποιήματα ποιητικής» (αν είναι δόκιμος ένας τέτοιος όρος). Δηλαδή, και ο Τόλης Νικηφόρου όπως τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν, έχοντας πλέον κατασταλαγμένες απόψεις, που απορρέουν μάλιστα μέσα από μια τόσο πλούσια ποιητική παραγωγή (η «Φλόγα από τη στάχτη» είναι η 19η ποιητική συλλογή του στην οποία θα πρέπει να (συν)αθροίσουμε 7 συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους)  ανοίγει έναν διάλογο με τον εαυτό του και την ποίηση για  τη πολύχρονη αυτή αμοιβαία ερωτική σχέση. Είναι βέβαιο ότι όλοι οι αληθινοί ποιητές έχουν συνείδηση του χρέους τους απέναντι στην εποχή τους και την τέχνη τους και γι’ αυτό είναι πάντοτε έντονος ο προβληματισμός τους σχετικά με τη σκοπιμότητα της ενασχόλησής τους με την ποίηση. Αυτός ο προβληματισμός  οξύνεται ακόμα περισσότερο από τις πολλές και βάσιμες αμφιβολίες που έχουν για τα αποτελέσματα της προσπάθειας τους. Είναι πολύ ενδεικτική η σκηνή στη Σονάτα του Σεληνόφωτος όπου και ο Ρίτσος βάζει την ηρωίδα ποιήτρια του να έχει ένα παρόμοιο προβληματισμό. Έχει πλήρη συνείδηση της αξίας της ποιητικής δημιουργίας που ισοδυναμεί με «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων» καταλαβαίνει καλά ότι η ποίηση και κάθε τέχνη είναι «μια επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας», «κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμός ακόμη» αλλά δεν ξέρει, αν όλα αυτά που είναι η ποίηση, που είναι όλη η ζωή της, είναι δωρήματα που μπόρεσε να τα (μετα)δώσει και σε άλλους. Ομολογεί λοιπόν με πίκρα:

«μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω,

 μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω»!..  

Από μια παράλληλη αμφιβολία φαίνεται ότι διακατέχεται και ο Τόλης Νικηφόρου. Και γι’ αυτόν η ποίηση είναι «πολύτιμες στιγμές σκόρπιες στα χρόνια και τον κόσμο». Σε δύο ποιήματα, που συγκοινωνούν μεταξύ τους, δίνει μορφή στη δική του αμφιταλάντευση Το «Κάποτε Κάτι» δεν είναι τίποτε περισσότερο από «Σκιές από το Τίποτα» αλλά και «απάντηση στα μάταια ερωτήματά μας». Μπορεί να

«πιστέψαμε σε κάτι κάποτε (τουλάχιστον),

τώρα πιστεύουμε στο τίποτα (έστω)

κι αν αυτό το κάτι κάποτε μας βγήκε τίποτα (λοιπόν;)

το τίποτα του τώρα ίσως αποδειχθεί κάποτε κάτι…».

Δηλαδή,

«ακούσιοι μέτοικοι μιας φωτεινής ψευδαίσθησης

σκιές από το τίποτα,

αναζητούμε απεγνωσμένα την απαγορευμένη αλήθεια».

Στο «ταλάντευμα» αυτό που είναι η ποίηση, ένα διαρκές ανέβασμα και κατέβασμα, υπάρχει η άνοδος όταν «όσο ένα φτερούγισμα… τη λύτρωση αναζητούμε» και η κάθοδος όπου «το τίποτα αναπόδραστα μας περιμένει, καταγωγή μας και προορισμός ανεξιχνίαστος». Οι μεγάλες αυτές αντιφάσεις, οι διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις και η περιοδική εναλλαγή τους είναι τελικά η αρμονία, η πεμπτουσία του νοήματος της ζωής. Αυτή την αλήθεια καταγράφει στο ποίημα του με τον αποφθεγματικό τίτλο:     

    

ΑΡΜΟΝΙΗ ΑΦΑΝΗΣ ΦΑΝΕΡΗΣ ΚΡΕΙΤΤΩΝ

η λάβα που εκσφενδονίζεται

από τα έγκατα της γης στον ουρανό

αλλά και το κρυστάλλινο νερό

μιας μυστικής πηγής

 

σ’ ανθισμένο λιβάδι

το ρίγος και το άρωμα της άνοιξης

αλλά και η κόκκινη αστραπή

που προμηνύει τον αφανισμό

 

είναι η πτώση και η λύτρωση

η καθημερινή διαδρομή

απ’ τον παράδεισο στον Άδη

 

μ’ ακόμα πιο πολύ

είσαι το ηδονικό αφράτο χώμα

σε πέλματα γυμνά

το χάδι που μας γέννησε

και το σκοτάδι που θα μας δεχθεί

 

είσαι κάτι από μένα

κάτι ολοφάνερο και ανεξιχνίαστο

καταγωγή και μακρινή πατρίδα

 

ΑΠ’ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ: Ποιητής «καιόμενος» που μοιράζεται στα δύο ή γαλήνιος φλέγεται;

είναι μια ράθυμη μέρα   φθινοπωρινή

κι η γειτονιά ησυχάζει

καθώς το δροσερό αεράκι

τα φύλλα ελαφρά ανεμίζει

κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο

σκορπίζει στο δωμάτιο   τους ήχους της ζωής

 

γαλήνιος κάθομαι απέναντι   και φλέγομαι

 

εγώ φλόγα απ’ τη φωτιά   φλόγα απ’ τη στάχτη

Στο παραπάνω 2ο ποίημα της συλλογής, που προφανώς είναι το ερέθισμα  για τον τίτλο της, το ειδυλλιακό φθινοπωρινό τοπίο, που περιγράφεται στην αρχή, ταυτίζεται βέβαια με τη γαλήνη του ποιητή αλλά δεν μας αφήνει να εννοήσουμε την πηγή της. Πηγή και αιτία αυτής της γαλήνης είναι η φωτιά, γιατί ο γαλήνιος ποιητής που κάθεται απέναντι σ’ αυτό το ήσυχο φθινοπωρινό τοπίο είναι «φλόγα απ’ τη φωτιά, φλόγα από τη στάχτη». Ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να εννοήσει τις λεπτομέρειες ή τις καταστάσεις που προηγήθηκαν και οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Ίσως σε αντίστιξη με το αποτέλεσμα και το συμπέρασμα στο οποίο έφτασε ένας άλλος ποιητής όταν ο ήρωας του μπήκε μέσα στη φωτιά. Ο Σινόπουλος, σε μια άλλη εποχή βέβαια, οραματίστηκε έναν ήρωα να ξεχωρίζει από το πλήθος και να μπαίνει μέσα στη φωτιά γιατί «η χώρα του είναι σκοτεινή και δύσκολη». Ο πολύς κόσμος παραμένει έξω απ’ τη φωτιά, απλός θεατής των όποιων γεγονότων. Ο ποιητής όμως στον «Καιόμενο» του Τάκη Σινόπουλου μοιράζεται στα δύο:    από τη μια συμμετέχει στο δράμα

«αφού είναι από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται»,

από την άλλη όμως παραμένει ένας απλός χειροκροτητής του πλήθους αφού

«ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις» του είπαν.

Η Φωτιά από τη στάχτη όμως του Τόλη Νικηφόρου είναι αποτέλεσμα μιας συμμετοχής που υποδηλώνεται και ομολογείται σ’ όλο σχεδόν το έργο του. Μπορεί, κρίνοντας εκ των υστέρων (ίσως και εκ του αποτελέσματος) αυτή τη συμμετοχή, να την ονομάζει «Ασκήσεις Ματαιότητας», δεν ακυρώνει όμως την ουσία της: έγραφε μια ζωή

«για τους απόκληρους, τους καταδικασμένους και την οδύνη τους».

Σχεδόν με κάθε ποίημα «έσφιγγε μαζί τους τη γροθιά». Κάθε βιβλίο του είχε

«ένα πείσμα και μια περηφάνια»

Με κάθε του λέξη

«αναζητούσε απεγνωσμένα την απαγορευμένη αλήθεια ή απαντήσεις στα ερωτήματά του».

«Μικρές απλές πολύτιμες στιγμές» οι στίχοι του,

«φωτεινά ίχνη ενός άγνωστου θεού».

«Λάβα που εκσφενδονίζεται» η θέλησή του για έναν καλύτερο κόσμο

«αλλά και κρυστάλλινο νερό μιας μυστικής πηγής»!

Ένα ακλόνητο και τρανταχτό ΟΧΙ στη ματαιοδοξία η στάση ζωής του κι ένα μεγάλο και αδιαπραγμάτευτο ΝΑΙ

«στο μολύβι που επιμένει, ένα μολύβι που πεθαίνει ανυπόταχτο».

«Ανυπεράσπιστος μπροστά στην αθωότητα, εκστατικός μπροστά στο θαύμα της»

αλλά αιώνιος  εραστής της και πιστός άχρι θανάτου στην ουτοπία της… (οι σε εισαγωγικά διάσπαρτοι στίχοι  από ποιήματα της συλλογής επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές).

Ρητορικό ερώτημα: Ονειροφαντασία θνητού η αισιοδοξία του ή πίστη ακράδαντη ότι «θα αναδυθεί μέσα στο φως μια χώρα ευτυχισμένη»; Ναι!.. Μπορεί κάποτε να εξοριστούν

«για πάντα ο πόνος  και ο θάνατος σ’ έρημο γαλαξία μακρινό και δίκαια πια η χώρα αυτή θα ονομάζεται πατρίδα».

Τότε, «μετά το ατέλειωτο αυτό ταξίδι στο σκοτάδι»

«όλοι μαζί θα γίνουμε εξαίσια ποίηση και μουσική

όχι όπως παλιά γραμμένη με αίμα

μα με την έκσταση… εκείνων που επιτέλους επιστρέφουν στην πατρίδα»

 



Επίλογος: Και ξαφνικά η ζωή χρόνος ατέλειωτος χωρίς:
ένα μικρό πουλί φτεροκοπάει στη στέγη
κι ύστερα χάνεται στα βάθη του ουρανού

χρόνια κυοφορείται
η στιγμή
η εκρηκτική στιγμή
σε μυστικά εργαστήρια της ψυχής
μα και μπροστά σε μάτια ανυπόταχτα

και ξαφνικά η ζωή
συντρίβεται
ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί
πάνω στο επίβουλο
οδόστρωμα της καθημερινότητας

και ξαφνικά εισβάλλει το απίστευτο
κίτρινο ρίγος
πικρή
σπαρακτική σιωπή
και δάκρυ


χρόνος ατέλειωτος χωρίς