Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

(… καταγράφω Μνήμες Σιωπής με Λέξεις σε Χρόνους Ασυντέλεστους…):  

Η τρίτη συλλογή του Χάρη Ιωσήφ έχει τον περίεργο (κρυπτικό και συνάμα διεγερτικό τον χαρακτηρίζει η Φένια Αδαμίδη) τίτλο ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΣΙΩΠΗΣ (εκδόσεις Περισπωμένη 2017) και περιλαμβάνει πέντε ενότητες με Απόστιχα Σιωπής αριθμημένα από το 1 έως 35 (Ι-ΧΧΧV) και εμβόλιμα τέσσερις ξεχωριστές ενότητες με τίτλο Η Σιωπή του Χρόνου.

Η ορολογία «απόστιχα» είναι δάνειο από τη χριστιανική υμνολογία με την οποία σημαίνονται  κάποια τροπάρια πριν από τα οποία άδεται ένας ψαλμός.

Στην περίπτωση της συλλογής του Χάρη Ιωσήφ προηγούνται τα Απόστιχα/ Τροπάρια κι  ακολουθούν οι τρόπον τινά «ύμνοι» στη «Σιωπή του χρόνου».

Δηλαδή, η τελική διάταξη του βιβλίου παίρνει μια μορφή που προσομοιάζει με κάποιο δομικό πρότυπο της εκκλησιαστικής υμνολογίας:  

Τέσσερα εκτενή ποιήματα που επιγράφονται με τους τίτλους «Σιωπή του χρόνου Ι,ΙΙ,ΙΙΙ,ΙV» αποτελούν τον κεντρικό θεματικό άξονα της συλλογής,

ενώ πέντε άλλες ποιητικές υποενότητες με τα αριθμημένα «Απόστιχα» αποτελούν τους «ασύνδετους» σπόνδυλους που προηγούνται κάθε εκτενέστερης «Σιωπής του χρόνου».

Στην ουσία όμως έχουμε μια προσωπική πορεία του ποιητή σ’ ένα δρομολόγιο λέξεων που συνεγείρουν τις αισθήσεις.

Το δρομολόγιο,

«όπου συντελείται τούτη η καθεστηκυία πράξη»,  

αρχίζει με τον ορισμό των ταξιδιωτικών χώρων.

Για παράδειγμα, στην πρώτη εισαγωγική πεντάδα  (Απόστιχα 1-5) δίνεται με κινηματογραφική ενάργεια,  το σκηνικό της δράσης:

αποβάθρες τρένων,   μέσα μεταφοράς,   καθίσματα, αναχωρήσεις,   πάγκοι λουλουδιών,   λιμάνια κλπ.

Στις περιγραφές εντοπίζουμε λεπτομέρειες για:  

«Τα κάδρα στους τοίχους…»

για τα καθίσματα που είναι «σημαδεμένα από τις τριβές των περαστικών σωμάτων που αναμένουν την αναχώρηση…»

για τις επιφάνειες στις έρημες αποβάθρες που είναι «κοιμητήρια ονομάτων» και που «φέρουν τον αχό μιας αόρατης ροής, ενός αστείρευτου πλήθους αποχαιρετισμών»,

για τα «μέσα μεταφοράς που μας απομακρύνουν και τα «στιγμιότυπα της πόλης που προβάλλουν σε γυάλινα κάδρα»!.. 

Οι πρωταγωνιστές ένα απροσδιόριστο «εμείς», αλλά και μια αποστροφή προς ένα απόν «εσύ»…

 Όλα αυτά για να φτάσουμε στα ερωτήματα που απασχολούν τον ποιητή και προδιαγράφουν το θέμα του βιβλίου του

«πώς να ’ναι οι περαστικοί σου; 

Οι δικοί μου βιάζονται προς την κατεύθυνση του τελευταίου μας φιλιού!..

Αφού εκεί κρέμασα το νήμα που τους ενώνει!..

Σε ένα δρομολόγιο  προσωπικής πορείας προς τις αλλεπάλληλες Απώλειές σου» (σελ. 11).

Πρόκειται, τελικά, σημειώνει η Θεώνη Κοτίνη,  

«για μια γραφή που κατορθώνει να σε εισάγει στο μυστικό της, κρατώντας παράλληλα το αίνιγμα της, και να δημιουργήσει την διακριτικότητα της φωνής της, της προσωπικής άρα και μοναδικής του κόσμου θέασης»

Ακολουθούν εκτεταμένα αποσπάσματα από τις τέσσερις ενότητες με τίτλο Η ΣΙΩΠΗ του ΧΡΟΝΟΥ με ενδιάμεσα σχόλια για τα 35 ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΣΙΩΠΗΣ [ART by Simone Held]



Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Ι (από τη σελ. 15):

Σηκώνω το βιβλίο με τους αγαπημένους στίχους ψηλά στον ουρανό να το διαβάσω

Φόντο ετούτο το αδιαπραγμάτευτο γαλάζιο με ανεμοδούριο από ξέφτια σύννεφων

Χτυπάει η σελίδα γεμίζοντας αέρα άδετο πανί στο μελτέμι του αρχιπέλαγου των κυμάτων

Μικροί ενθουσιασμοί λέξεων της νεότητας συνεγείρουν αισθήσεις του πάλαι ποτέ

Ένα έντομο πατικωμένο στη σελίδα ανεξίτηλη χαλκομανία ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν

Συνεχίζει να ίπταται γράμμα ή οξεία που ξέφυγε από τη θέση της ορθογράφησης

Ξαναβγαίνουμε στον πιο δαρμένο από τα στοιχειά βράχο

κλεινόμαστε από παλιά σε τοίχους ολάκερες εποχές με θαλπωρές θερμότητας

Απόσβεση κυματισμών  στη στέρνα από του τελευταίου χελιδονιού τη στερνή γουλιά

Υπάρχουμε μόνο για να δημιουργούμε παιδικές μνήμες στους μέλλοντες κλειδούχους

Μήπως κι εκείνοι καταφέρουν να διασώσουν τις θυμαρίσιες εκπνοές των βουνών

Τις λεπτές διαβαθμίσεις των αποχρώσεων από της ζωής τις αδιάκοπες αντιστρέψεις.

Μύριοι μυρίων οι άνθρωποι    χρυσίζοντα κύματα

στην ατέρμονη επανάληψη του Χρόνου

 

Για την παραπάνω  εν είδει χορικού πρώτη «Σιωπή του χρόνου», η Φένια Αδαμίδη σημειώνει:  «εδώ ομιλεί ένα «εγώ», ένας τρόπον τινά «κορυφαίος» του χορού. Το θέμα φαινομενικά ασύνδετο με τα απόστιχα που προηγούνται: η φωνή που ακούγεται περιγράφει με τρόπο λυρικό την αναγνωστική της εμπειρία. Το βιβλίο μεταμορφώνεται σε καράβι, τα γράμματα και οι τόνοι ίπτανται, οι σελίδες – «πανιά» που φουσκώνουν, το ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος αρχίζει «ξαναβγαίνουμε στον πιο δαρμένο από τα στοιχειά βράχο». Το κλίμα μεταβάλλεται πλήρως. Ενώ δηλ. στα απόστιχα που προηγούνται ο Χρόνος, για να θυμηθούμε τον Προυστ, μοιάζει να είναι χαμένος και αντιλαμβανόμαστε την επενέργεια του στις αρνητικές του εκφάνσεις (χωρισμός, θάνατος, απώλεια, φθορά), κάτι που συστηματικά διέπει σχεδόν όλα τα απόστιχα, στη «Σιωπή Ι», όπως και στις υπόλοιπες, ο Χρόνος φαίνεται να κερδίζεται. Στο τέλος της «Σιωπής Ι» το εγώ ομιλεί ωσάν να απαντά σε ένα ερώτημα που συνάγεται ex silentio:

 

Τι μπορεί να σταματήσει τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου και να δώσει νόημα στο εφήμερο του ανθρώπινου βίου; 

Μύριοι μυρίων οι άνθρωποι /χρυσίζοντα κύματα στην ατέρμονη επανάληψη του χρόνου.

 

ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΦΟΡΕΣΕ ΤΑ ΓΑΝΤΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΝΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

(… είναι αφόρητη η ψηλάφηση του σχήματος μιας απουσίας…):

Η τρίτη ενότητα της συλλογής περιλαμβάνει δέκα Απόστιχα Σιωπής (VI-XV -6 έως 15).  Μετά την περιγραφή ταξιδιωτικών χώρων, παλιών σταθμών και μέσων μεταφοράς, με την οποία ξεκίνησε το Δρομολόγιο των Λέξεων,  ο Χάρης Ιωσηφ εστιάζει πλέον σε μικρά κι ασήμαντα προσωπικά αντικείμενα που σηματοδοτούν τα επιμέρους θέματα  (απουσία, φθορά κ.ά.) για τα οποία θέλει να μιλήσει με υπαινιγμούς ο ποιητής.

Όπως για παράδειγμα «τα αφημένα γάντια πάνω στο παλιό έπιπλο» που «παίρνουν το σχήμα ενός υπαινιγμού στάσης ενός σώματος, έκφρασης ενός προσώπου, ενώ δεν είναι τίποτα άλλο από ραμμένα κομμάτια στιγμών…» (σελ. 17)

ή «τα καινούρια ρούχα στις βιτρίνες» που «δεν έχουν μνήμη γιατί δεν έχουν ακόμα πάρει το ανθρώπινο σχήμα» (σελ. 18).

Επομένως, φορεμένα γάντια απόντων προσώπων, φορεμένα ρούχα που παίρνουν το σχήμα ανθρώπων που πια δεν υπάρχουν, είναι οι έννοιες   με τις οποίες ο ποιητής μας εισάγει στο θέμα του Χρόνου. Η Σιωπή του είναι τα πράγματα, που αν και φθαρμένα, διασώζουν – «καταγράφουν» κάτι από το παρελθόν.

Ο ποιητής Γιώργος Ψάλτης περιγράφει με τα παρακάτω λόγια κάποιες απ’ τις εικόνες αυτής της ενότητας:

«Ας φανταστούμε τον ποιητή, εννοώ το ποιητικό υποκείμενο του βιβλίου, να είναι με το αγαπημένο του πρόσωπο, να έχουν ένα δικό τους παράθυρο και να βρέχει και να έχει σταγόνες. Να βλέπουν μέσα απ’ αυτές τον κόσμο σε ομόκεντρους κύκλους. Να σβήνονται όλα τα χρώματα, ν’ αναγεννιέται παρθένος ο χρόνος. Θα βρουν ξανά ελπίδα τα όνειρά του και τα όνειρά της που ήταν λευκά. Την προτρέπει να σκεφτεί μεταλλικά ικριώματα στη θάλασσα κι έναν διαλειμματικό φλοίσβο… Νερό. Ησυχία και αγάλματα που έχουν ζωή επειδή εμείς τα βλέπουμε και καταργούμε τον χρόνο»:

 «Δεν έχουμε παρά ν’ αλλάξουμε την οπτική μας για να έχει ελπίδα το ξόδεμα των ψυχών, η φυσική αρμονία των αρχέγονων δασών και των χαμένων ονείρων η λευκότητα» (σελ. 22)

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΙΙ

(αποσπάσματα από τη σελ. 27):

Ένα βαθύ μοβ αμβλύνει το βλέμμα μου λίγο πριν το σκοτάδι μαύρο κοιμίσει τα άλλα χρώματα

Ίπταμαι σ’ ένα απροσδιόριστο ύψος προς τις βαθύτερες αποχρώσεις των σκέψεων

Ήχοι λέξεων γραμμένων σε χαρτί που μυρίζει παλιά ορθογραφία κλειστών βιβλίων

Τροχιά διαγράφω μη ελεγχόμενη πορεία προς τη γνώριμη απουσία φωτός

Ποιοι να ’ναι τούτοι οι αναστραμμένοι αστερισμοί

φταίω εγώ που παιδί δεν τους αποστήθισα

Ακτινωτά συνδέονται με τους γαλαξίες

ετερόφωτα νεφελώματα που μεταβάλλονται δίχως τις ουράνιες τους συντεταγμένες

Μια σκιά με χρώμα μαυροφόρας γριάς διασχίζει με πένθιμο βήμα τις ευθυγραμμίσεις των καντηλιών που λαμπυρίζουν σαν να έχει σωθεί το λάδι

Είχε ξεχάσει μια κουβέντα σοβαρή να πει σε κείνον που δεν μπορεί να την ακούσει

μια κουβέντα που δεν μπορεί να περιμένει μα που λησμόνησε πρωτύτερα όταν μετά την πλύση των μαρμάρων πότιζε αφηρημένη τα σκοτεινά τώρα λουλούδια

Να ’ναι άραγε υγρό τούτο το πηχτό που πλέω κατράμι

μια θάλασσα που σφύζει από ζωή κι από θάνατο

με βυθό ακόμη σκοτεινότερο γεμάτο κουφάρια

από κήτη που την κατάπιναν και φίλτραραν σε πίδακες αφρών τη μετουσιωμένη τους σύσταση

Ενώνω τις φωτεινές τελείες που ορίζει ένα πυροφάνι

άστρα πεσμένα από τον ουρανό εκδιωγμένοι άγγελοι

οιωνοί που επιπλέουν στο ακύμαντο στοιχείο

Διάφανες τριήρεις με τους δώδεκα προσωπιδοφόρους

Ακούω τον ανεπαίσθητο ήχο του τυλίγματος των διχτυών

τι να ’χουν πιάσει πέρα από ψυχές φυλακισμένες

σε απορρίμματα εκδρομεύοντος πλήθους

που ετοιμάζεται να εμπορευτεί τ’ αδειανά σώματα

Όπως εξαργυρώναμε υγρασίες καλοκαιρινών εφηβαίων πίσω από τους μυριστικούς θάμνους των αυγούστων με στιλπνότητα δελφινιών στην ακροβατική τους εξαλάτωση

 

ΑΥΤΟΣ Ο ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΔΥΣΩΠΗΤΟΣ ΦΛΟΙΣΒΟΣ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΗΝ ΑΚΤΗ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΓΓΟΥΣ

(… που με σκληρότητα επέμενες να εκμυστηρευτείς):

Στην επόμενη δεκάδα Απόστιχων Σιωπής (XVI-XXV -16 έως 25)  κυριαρχεί το θέμα του έρωτα ή καλύτερα της ανάμνησης ενός έρωτα που δεν υπάρχει πια αλλά ωστόσο διασώζεται μέσα στους στίχους: 

«οι μέρες μακριά σου μοναχικά τοπία περιπάτων πλάι στον ασημένιο φλοίσβο της τελευταίας μας πανσελήνου»  (σελ. 34), 

 και αμέσως παρακάτω έρχεται στη μνήμη η μακρινή κι απρόσιτη μορφή της αγαπημένης. Φαντάζεται   

«τις δίπλες του κορμιού της καθώς σκύβει… τα μαλλιά της που αγγίζουν τα πάτωμα»

Αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά

«μνήμη παλιά κι αστοχισμένη της νεότητας. Νεκρή φύση στην ανάπαυλα του χρόνου, όταν μετά τις βροχές μετεωρίζονται των ψυχών τα νοτισμένα άνθη…» (σελ. 36)

Τα παραπάνω, σχολιάζει η Θεώνη Κοτίνη, συνθέτουν

«μια διακριτική ελεγεία και τον τόνο της ήρεμης και πικρής διαπίστωσης που θέλει να διατηρήσει τη νηφαλιότητά της. Γι’ αυτό και  επεξεργάζεται το αίσθημα μέσα από τα πράγματα κι όχι τόσο μέσα από τη συγκινησιακά φορτισμένη εξομολόγηση. Έτσι προέχει ένας λόγος ακριβής, λιτός που περιγράφει σε σαφήνεια τον τόπο, το αντικείμενο, την κίνηση χαρτογραφώντας με πιστότητα το σήμα τους. Σε αυτή την ποιητική ατμόσφαιρα αποφεύγονται οι υψηλοί τόνοι και ο ποιητής επιλέγει το ρόλο ενός, κατά το δυνατόν, αμέτοχου σχολιαστή ή παρατηρητή, αφήνοντας την περιγραφή να υποβάλει τους υπαινιγμούς της…»  

Η πεμπτουσία  και το – κερδισμένο– στοίχημα του βιβλίου, συνεχίζει την κριτική της η Θεώνη Κοτίνη, είναι

«να συλλάβει αυτή την αδιανόητη φορά των ψυχικών συμβάντων μέσα στο χρόνο:

«Η σταγόνα που γλείφει τον τοίχο / Έχει πάρει το σχήμα ενός στήθους / Που αναμένει μπροστά σου δίχως / αιδώ αιωρούμενο / Δέσμιο μόνο της / βαρύτατης / –Απόρροια πράξεων– Ποινής / Σε εντός σώματος πολυετή / Κάθειρξη» (σελ. 35)

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΙΙΙ (από τη σελ. 43):

Από σένα κράτησα τα χέρια σου

να χαιρετούν τους μακρινούς όγκους των πλοίων

ξεπροβοδίζοντας την κοινή ζωή μας

 

Θυμάμαι τις μικρές ώρες να τρυπώνουν

δυο φίδια κάτω από τα σκεπάσματα

γλώσσες διχαλωτές τα δάχτυλα να ψαύουν

τις εμπνεύσεις του γνώριμού τους στήθους

 

Πώς κράτησαν κάποτε μια κούπα τσάι

ή το πέρασμα της άκρης μιας κλωστής

μέσα από το μάτι της βελόνας που έραβε

τα χαμένα κουμπιά με το πάλιωμα των ενδυμάτων

 

Μαγείρευες κι έπιαναν το μαχαίρι

με κοίταζες σωστή δήμιος των μανιταριών

 

Κουρνιάζανε μέσα στα δικά μου χέρια

μπουμπούκια σε αναμονή του συνθήματος

μιας τελευταίας Άνοιξης

 

Οι απολήξεις της αγκαλιάς σου

Τα όργανα των θωπειών σου

Οι άφωνοι κήρυξες της έμπνευσής σου

Οι μοχλοί των απωθήσεων σου

 

Τα παραθυρόφυλλα του προσώπου σου

μέσα στην απόγνωση των απουσιών

 

Από σένα κράτησα τα χέρια σου

έφτιαξαν ένα καλούπι τα δικά μου

και μέσα από το δέρμα μου

αποτυπώθηκε η αφή τους

 

Θυμάται το σώμα όταν κρατάω

τα παρατημένα σου αντικείμενα.

 

ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΦΥΤΟ ΕΝΑΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΟΤΑΝ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ ΝΕΟΙ ΣΤΟ ΦΩΣ

(… όμως ξυπνάμε με παλμούς καρδιακούς από τα πάντοτε σημαδιακά όνειρα…):

Έτσι αρχίζει το 30ο  ποίημα/ Απόστιχο Σιωπής στην πέμπτη ενότητα του βιβλίου (3η μ’ αυτό τον τίτλο). Και θέλοντας να κάνει ο ποιητής πιο εναργή τον αισιόδοξο αυτό στοχασμό, τον συμπληρώνει με μια παρομοίωση:

«όπως ο Ήλιος  που αν και αγνοεί την ύπαρξη της σκιάς, υποψιάζεται από τους ύπνους των έμβιων όντων, το παράλληλο βασίλειο του σκότους στο αθέατο πρόσωπο της Σελήνης / Μας περιμένει τόσο μπλε εκεί έξω για να ξοδευόμαστε σε εγκώμια αχρωματοψίας»

Ωστόσο, σημειώνει η Φένια Αδαμίδη στην κριτική της, στο τέταρτο και πέμπτο «επεισόδιο» με Απόστιχα Σιωπής  (24-30, 31-35) δηλώνεται πλέον πιο ρητά η αίσθηση της απουσίας της συγκίνησης μέσα από εικόνες αντικειμένων που λειτουργούν ως φορείς πάλαι ποτέ εμπειριών και συναισθημάτων: μουσικά όργανα που εκτίθενται σε μουσεία, παλιά αυτοκίνητα, πόρτες παλιές που τρίζουν, σκάλες απόντων βημάτων. Η τεχνική του Ιωσήφ ανακαλεί τα «αντικειμενικά συσχετικά» του Τ.Σ. Έλιοτ, σύμφωνα με την οποία οι δυνατές εικόνες αντικαθιστούν τις φλύαρες περιγραφές και υποβάλλουν στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα. Ο Χ. Ιωσήφ υπονοεί περισσότερα παρά τα διατυπώνει γλωσσικά…

Το «δράμα» του Ιωσήφ τελειώνει με μια ευθεία αποστροφή στον αναγνώστη: εδώ ομιλεί ο ποιητής ως εκ του προσώπου του αποκαλύπτοντας πλήρως τις προθέσεις του, επομένως κάθε άλλο παρά σιωπά, όπως προαναγγέλλει παραπλανητικά ο τίτλος της συλλογής του: είναι ένας καταγραφέας αναμνήσεων που αναλώνεται ολόκληρος στο έργο του, καθώς αντί για αίμα από τα δάχτυλά του στάζει μελάνι. Αυτή είναι η αποστολή του. Στο ποίημά του ενσωματώνει την ίδια του την ποιητική τον τρόπο δηλ. που αντιλαμβάνεται τον ρόλο και την κατασκευή της ποίησής του. Έτσι, με το αυτό-σχόλιο του εντός του ίδιου του ποιήματός του μετατρέπεται κι αυτός σε persona dramatis, αφού ζει τη ζωή του λες κι η ζωή ήταν άλλου, σε μια μίμηση πράξης σπουδαίας και τελείας, μιας πράξης που όσο υπάρχει ο χρόνος, η ποίηση ως φιλοσοφικότερη της ιστορίας θα μιμείται: την πράξη της σθεναρής αντιστάθμισης του Χρόνου μέσα από το βαλάντωμα της γλώσσας.

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ IV (από τη σελ. 51):

Είναι εύθραυστη η νεότητα

Δέσμια της φαινόμενης ακινησίας των τοπίων

Της αυστηρότητας των σεπτών χώρων

 

Μια χορωδία αγοριών κλείνει ένα θρησκευτικό μέλος

κρατώντας την απόσβεση μιας καταπληκτικής συγχορδίας

με φωνές θύματα της επικείμενής τους ωρίμανσης

 

Μάτια εστιάζουν στη ρευστότητα της πέτρας

Κεφάλια κλίνουν προς τα πίσω σε μια δέηση

 

Ιχθύες τακτοποιημένοι σε πλεχτό πανέρι

μαύρο από το φάγωμα της αλμύρας

Από χαίνοντα στόματα αναβλύζει υγρό

το μέταλλο της εν καμίνω ενδυμασίας

 

Είμαστε τα απομεινάρια της κύλισης των βράχων

Του λειασμένου βότσαλου είμαστε η στιλπνότητα

 

Κι ας υποδιαιρούμε το χρόνο

Κι ας αναθρέφουμε λαίλαπες

Κι ας θυσιάζουμε τα τέκνα της Γης

Κι ας ιδιωτεύουμε αδιάντροπα

 

Οι πάλαι ποτέ νέοι

Η αποσύνθεση της ονειροπόλησης

 

Έχοντας ξεχάσει την αίσθηση της λάσπης

κάτω από τα γυμνά μας πέλματα

 

Έχοντας πάψει πορευόμενοι στα δάση

να νιώθουμε την αγωνία της επιβίωσης

 

Τη γεύση του κυνηγημένου αίματος

και του θανάτου το λυσίπονο ρόγχο

 

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΙΩΠΕΣ του Χάρη Ιωσήφ και το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΣ

(σχολιάζει η Φένια Αδαμίδη): 

 «Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το πρώτο ποιητικό «ψεύδος» του Χάρη Ιωσήφ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι τέσσερις «Σιωπές» του που συνιστούν την ποιητική του ιδεολογία αλλά και ποιήματα ποιητικής κάθε άλλο παρά χαλαρά συνδέονται με τα απόστιχα που τις συνοδεύουν, όπως συμβαίνει στο εκκλησιαστικό τους πρότυπο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι συνδέονται άρρηκτα μαζί τους με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας. Τα απόστιχα είναι τρόπον τινά «τα επεισόδια» εκεί που έχουμε τη δράση εκεί που συμβαίνουν τα επιμέρους, «τα καθ΄ έκαστα», οι προσωπικές αναμνήσεις, τα βιώματα, οι σκηνές από την καθημερινή ζωή, εκεί που οι ήρωες συνομιλούν, ωσάν να είναι παρόντες, αισθάνονται, νοσταλγούν, πάσχουν, συνδέονται με τα αντικείμενα, θυμούνται. Εκεί συμβαίνουν όλα. Εκεί αποκαλύπτεται η φθοροποιός δύναμη του Χρόνου αλλά ταυτόχρονα εκεί που επενεργεί ο Χρόνος δημιουργούνται κι οι μικρές ιστορίες, οι έρωτες, οι απώλειες, οι κατεστραμμένοι οίκοι, οι αποχωρισμοί, οι ανέφικτες σχέσεις. Κυλά ο χρόνος και επομένως, στα απόστιχα, οικοδομείται το παρελθόν άρα εκεί εκτυλίσσεται ο ποιητικός «μύθος». Τη δράση, που δεν είναι προφανώς εξωτερική αλλά εσωτερική, κινητοποιεί ο μέγας πρωταγωνιστής του ποιητικού «δράματος» που κατασκευάζει ο Χάρης Ιωσήφ, ο Χρόνος. Οι τέσσερις «Σιωπές» είναι τρόπον τινά, τα «στάσιμα», τα «χορικά» του. Σε αυτά δεν υπάρχει δράση. Το βίωμα πλαταίνει τόσο ώστε η ποίηση γίνεται «φιλοσοφικότερη», εμπεριέχει το «καθόλου» που πηγάζει από το ατομικό βίωμα, αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει. Οι «Σιωπές» έχουν ένα χαρακτήρα καθολικότητας. Εδώ εντοπίζονται δηλ. οι καθολικές αρχές που συνιστούν τη summa causa και την προγραμματική δήλωση της ποιητικής συλλογής (Φένια Αδαμίδη).

ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ… ΟΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ ΤΟΥΤΗ Η ΚΑΘΕΣΤΗΚΥΙΑ ΠΡΑΞΗ (αποσπάσματα από τα ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΣΙΩΠΗΣ του Χάρη Ιωσήφ, εκδόσεις Περισπωμένη 2017) με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:

  https://ai2avatongar.blogspot.gr/2018/03/blog-post_12.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου