ΤΖΟΥΛΙΑ ΦΟΡΤΟΥΝΗ (Ανθολογία)

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΜΕ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΑΚΡΟΠΡΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΗΜΗ ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:  
Κι ας κλείστηκαν στα σπίτια τους τα όνειρα απόψε κι ας σκέπασαν με σεντόνια λευκά όλους τους καθρέφτες
κανείς δεν πέθανε… στο πιάνο μια μικρή αράχνη ακόμη πηγαινοέρχεται κι απ’ έξω το  χαλάκι της εξώπορτας αυτή η σκύλα η αναμονή γλείφει το ρόπτρο
όταν δεν μπορείς άλλο πια να περιμένεις, τότε μόνο πενθείς το χρόνο που χάθηκε, το χρόνο που δεν ήρθε
 κανείς δεν πέθανε, κι ας μοιρολογούν οι λέξεις, μικρές κι ανεπαίσθητες οι κηδείες των μεγάλων ελπίδων
σαν βεγγαλικά που αστράφτουν για λίγο στην απόλυτη κυριαρχία της νύχτας
σαν το πολύ που χάνεται στην αμετάκλητη επιβολή του ελάχιστου…
Δεν ξέρω αλήθεια αν ο ήχος είναι παφλασμός ή νυστέρια
αν το γαλάζιο είναι του ουρανού
αν πουλί φτερουγίζει ή ψυχή απομακρύνεται
αν όλοι οι κόκκοι άμμου είναι ύβρις
όμως τα χείλη μου δεν υπάρχουν πια ερωτευμένα κάτι ξύλα μόνο
προσποιούμαι λοιπόν την ωραία κοιμωμένη αφού κανείς δεν βρέθηκε να με φιλήσει

[ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ από τη συλλογή της Τζούλιας Φορτούνη ΑΝΤΙΔΟΤΟ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013 και ΠΡΟΒΑ ΘΑΝΑΤΟΥ από τη δεύτερη συλλογή της ποιήτριας που με τίτλο ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ, κυκλοφόρησε το 2015 πάλι από τις εκδόσεις Μανδραγόρας - με ΚΛΙΚ στην εικόνα αντιπροσωπευτικά δείγματα κι από τις δύο συλλογές] 



ΜΕ ΧΑΡΤΙ και ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ (από τη σελ. 10 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
προσωρινές μοιάζουν οι λέξεις
καμαρώνουν στα παράθυρα
κούκλες σε βιτρίνες αγοράς
ποιήματα χωρίς ορίζοντα
χωρίς αφή και μνήμη
γεννιούνται και πεθαίνουν
στα πλήκτρα μιας στιγμής
εμφανίζονται
και πάλι χάνονται
στα πίξελ της οθόνης

νοσταλγώ εκείνο τον καιρό
επάνω σε χαρτοπετσέτες
να γράφονται τα ποιήματα
ή σε βαρκούλες κόκκινες

οι λέξεις να επιστρέφουν
με τσακισμένα ακρόπρωρα
από του κόσμου τον διάπλου
παντοτινά δικές μας
με το άρωμα του ταξιδιού
σε παλιά μπικ
ή κοινά μολύβια

ΑΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ (από τη σελ. 8 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
συννέφιασε
έβρεξε
πέρασε η όμορφη με την ομπρέλα
την ακολούθησε
ύστερα ξημέρωσε
βγήκε ο ήλιος
έσταζαν ακόμα οι στιγμές
στην ομπρελοθήκη της εισόδου

κοίταζες πρώτα τον ουρανό
-σου είχαν πει όταν κάνεις μιαν ευχή
να κοιτάζεις νύχτα τον ουρανό-

εκεί συμβαίνουν τα θαύματα
εκεί οι άγιες επαναλήψεις

in medias res (από τη σελ. 13 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
όχι δεν γράφω ποιήματα
απλώς αρχίζω μια ιστορία από τη μέση
γιατί κάθε αρχή έχει το τέλος της
η μέση όμως πάντα διαφεύγει
ξεχνιέται στην πορεία

γίνεται κύκνος
που αρνείται να τραγουδήσει

γίνεται λυγμός
και κρύβεται στα νούφαρα

πόνος βουβός
κι εξατμίζεται απ’ την επιφάνεια

σύννεφο που βρέχει
ασταμάτητα εντός μου

ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΟΧΗΣ Ι και ΙΙ (από τη σελ. 10 και 11 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
φοβάμαι το λευκό
όλοι φοβούνται το λευκό
δεν ξέρεις ποτέ τι ενεδρεύει εντός του
θα σε καταδιώξουν
όλα τα χρώματα που ανακλά
θα τρέχεις πανικόβλητος
κρίνοι μυριστικοί
το  γάλα στη ρώγα της
στον ουρανίσκο του φόβου σου

τι ωραία -
ετούτος ο χειμώνας
αλαφραίνουν τα βλέφαρα
με ξεχνάνε

έρχεται όμως η άνοιξη
ανάμεσα στα χείλη
χάνεται ο καημός
αποδημούν όλα
εκεί που μόνο τα μάτια σου
σκίζουν το λευκό-
την έσχατη αισχύνη

και επιτέλους ευδοκιμούν

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ (από τη σελ. 15 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
ήρθε η ώρα να σπάσω τούτον τον καθρέφτη
να βάλω το χέρι μου ανάμεσα στα θραύσματα
ν’ αγγίξω το αίμα στα ματωμένα παπούτσια
να πατήσω τη σκανδάλη της ανυπαρξίας
τον ιδρώτα στο μέτωπο, τη σκόνη από τα ερείπια
επιτέλους στα χείλη μου να φέρω

γιατί πάντα αυτός ο καθρέφτης
μ’ εμπόδιζε να δω όλη την αλήθεια
κι αυτό που ανάμεσα στις παραμορφώσεις
στίλβον κι απρόσιτο χαμογελούσε
με ψευδεπίγραφη ασφάλεια
ήταν απλώς η αντανάκλασή μου

ήρθε η ώρα να σπάσω τούτο τον καθρέφτη
να βάλω το χέρι μου γενναία
ανάμεσα στα είδωλα
το παγιδευμένο φως να ελευθερώσω

και να γράψω

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ  (από τη σελ. 23 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
κάθε πρωί
κανείς δεν σε βλέπει
εκείνο το είδωλο μόνο

συγκολλά όλα τα θραύσματα
μαλλιά
μυαλά
γυαλιά

ό,τι συντίθεται είναι μια επανάληψη
γαβγίζουν όλες οι λύπες

στη φυλλωσιά
ποιος τολμάει ν’ αγγίξει
να δαγκώσει
τον καρπό

ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (από τη σελ. 17 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
πάντα εκεί γυρίζω
κλειδωμένη στην υγρή αποθήκη
με μια επίκληση πολυσύλλαβη
να ανοίγω ρωγμές  στο σκοτάδι
γράφοντας ποιήματα

πάντα εκεί γυρίζω
παγιδευμένη στο άβατο μιας ενοχής
συλλέκτρια στιγμών
σε γκρίζα αναμονή
να προκαλώ πλημμυρίδα λέξεων
άμπωτη αποσιωπητικών

πάντα εκεί γυρίζω
με μια αρμαθιά δισταγμών
να στέκομαι δακρυσμένη
στη σκουριασμένη πόρτα της μνήμης

αναζητώ ένα στίχο
ένα φως
-ένα μονόξυλο-
να με ταξιδέψει
πέρα απ’ την άνυδρη σιωπή
στα ανθισμένα λιβάδια του μέλλοντος

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ  (από τη σελ. 18 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
οι φίλοι μου
τώρα σ’ ένα σπίτι
δίχως πόρτες και παράθυρα

κανείς δεν φαίνεται
κανείς δεν χάνει

οι φίλοι μου
αποδημούν
έρημη η φωλιά τους
τα αυγά τους
η μνήμη μου

ΤΟ ΠΕΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟ  (από τη σελ. 18 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
εκείνο το δωμάτιο δεν είχε τοίχους
μόνο ένα τυφλό παράθυρο
μια μυστική καταπακτή που άνοιγε
τις νύχτες για να τρυπώνουν τα όνειρα

εκείνο το δωμάτιο δεν είχε πάτωμα
το μωσαϊκό του γινόταν θάλασσα
και κολυμπούσαν τα δελφίνια μου

κι όταν από το διπλανό οικόπεδο
με την οργιώδη βλάστηση
ακουγόταν η κουκουβάγια
άνοιγε το ταβάνι στα δύο
έμπαινε μέσα η άρκτος
η μοναδική μου φιλενάδα

και το φεγγάρι πίσω από το κυπαρίσσι
ξεχνούσε για λίγο την υπεροψία του
αποκτούσε μάτια και χείλη
και ξάπλωνε δίπλα μου

ένα σιδερένιο ψηλό κρεβάτι
και μια τεράστια ντουλάπα
εντοιχισμένη στο πουθενά
στα συρτάρια της κοιμόταν
οι σαύρες του δάσους
τα φίδια που έδιωχναν
οι γειτόνισσες με τη σκούπα
και όλα τα παιδικά μου δάκρυα

κάθε πρωί με ξυπνούσε
ένας κόκορας από το βραδινό μου παραμύθι
αλλά τον έσφαζε η γιαγιά μου
τον έκανε σούπα
κι έτσι ποτέ δεν έμαθα το τέλος
το πέρα δωμάτιο
ανήκε στο μικρό μου θείο
το σιδηροδρομικό
που ερχόταν μόνο τα Χριστούγεννα

τις άλλες μέρες
εκεί κατοικούσα εγώ
και οι φίλοι μου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (από τη σελ. 22 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
Πάντα ήθελα ένα σπίτι στη θάλασσα. Όχι για τους ορίζοντες, όχι για τους παφλασμούς των κυμάτων. Μόνο για τη φθορά. Να σκεβρώνουν τα παράθυρα. Να σκουριάζουν οι μεντεσέδες.
Να τρίζει ανελέητα η μνήμη. Να εισρέουν επιθυμίες. Να ανασύρω αμφορείς με νομίσματα.
Εσύ, αμετανόητος, με μια τρίαινα.
Να γράφω με αναφιλητά.
Πάντα ήθελα ένα σπίτι στη θάλασσα. Εγώ και όλα τα χαλασμένα μου ρολόγια.
Εσύ, αμετανόητος - μια τρίαινα.

ΚΑΠΟΤΕ  (από τη σελ. 22 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
κάποτε θα ταξιδέψουμε μαζί
θα δούμε τα ίδια τοπία στο παράθυρο
τους μικρούς πέτρινους σταθμούς
και τους βιαστικούς κλειδούχους

κάποτε θα κρυφτούμε μαζί
στο ίδιο σκοτάδι
εγώ θα κρατάω μια λάμπα θυέλλης
κι εσύ ένα τιμόνι από παιχνίδι παιδικό

κάποτε θα καθίσεις δίπλα μου
να μοιραστούμε το κελί
και μιαν αχτίδα φως
που θα ξεφεύγει από τα κάγκελα

έτσι
θα δούμε κάποτε μαζί
μια δύση και μια ανατολή

πέρα απ’ το χρόνο
το βλέμμα σου
και το δικό μου βλέμμα
θα γίνουν ορίζοντας

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (από τη σελ. 24 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
θα καθίσω δίπλα σου
θα σε ξεφλουδίσω
θα εξατμιστείς
θα εκλιπαρώ το γνώριμο

κάθε απειλή
θα είναι μια τρυφερότητα
σαν τη σάρκα του ροδάκινου
που ανατριχιάζει

θα μείνω δίπλα σου
ως το συμπαγές

ΙΣΩΣ ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ  (από τη σελ. 24 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
σε πέρασμα αλεπούδων
στη ρίζα μιας βελανιδιάς
τη νύχτα που ξωθιές το ρίγος σκόρπιζαν
στο στοιχειωμένο δάσος

ίσως συναντηθήκαμε
στων αστεριών τις μακρινές συνομιλίες
την ώρα που μετάγγιζε η άρκτος
με τη φαρμακερή ουρά της
τα απρόσιτα, τ’ ανέσπερα

ίσως συναντηθήκαμε
στα μυστικά του βυθού
σ’ ένα ναυάγιο ή θαλασσοσπηλιά
την ώρα που η ψυχή μας μάθαινε
το απέραντο ή το ελάχιστο

ίσως πάλι συναντηθήκαμε
σε πολιτεία έρημη
σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό
σ’ ένα διπλό κρεβάτι
σ’ ένα σταθμό
στο χάος
στη θάλασσα
στον ουρανό

ίσως συναντηθήκαμε για πάντα

road movie (από τη σελ. 28 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
φωτεινή επιγραφή
μοτέλ
μια Ford Cortina
το τζην σου άλλης εποχής
ανοίγω την πόρτα
διαχέονται
τα λάφυρα της νύχτας
που απώλεσα ερήμην σου

άκουγα ένα πουλί
έκρωζε ώρες

σε βρήκα στο βενζινάδικο
αποκοιμισμένο
μ’ ένα μπουκάλι τζιν
δεν χώρεσες
σε κανένα μοτέλ

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ  (από τη σελ. 26 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
κάθομαι απέναντι όπως παλιά
ανάμεσά μας τα μαχαιροπίρουνα ασημένια
καλά σκονισμένα στη μνήμη
ανάμεσά μας τα κρυστάλλινα ποτήρια
με τα αιλουροειδή
να ξεπηδούν ένα-ένα από τα βάθη τους

καθίσαμε απέναντι
με ξαναμμένα χείλη
θηράματα μιας χίμαιρας
που έχει παγιδεύσει ο χρόνος
και είναι πια αδύναμα να εμποδίσουν
τη σαρκοφαγία του τέλους

καθίσαμε απέναντι
και ούτε τη σκανδάλη των ματιών  μου
ξέχασα βέβαια ν’ ασφαλίσω
νεκρές τώρα οι στιγμές
κείτονται γύρω από το βάζο
τα ηλιοτρόπια σκυφτά
και το όνειρο ένας κίτρινος λεκές
ανάμεσά μας

μια πασχαλίτσα μόνο περιφέρει αμήχανα
την κόκκινη υποψία της
επάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο

ΚΑΠΟΤΕ, Σ’ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΕΔΩ (από τη σελ. 31 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
θα ’ρθει η στιγμή που η αγάπη
δεν θα μας χρειάζεται
στους γκρεμούς

ενδημική
θα αποξηραίνεται
νοσταλγικό τραγούδι

θ’ αναβλαστάνει έπειτα
δεν θα ’χει ανάγκη
θα ξυλεύεται παράνομα
θα εκπορνεύεται
κοκκινομάγουλη
με λόγια πρόστυχα

κάποτε όλα χάνονται
η αγάπη δεν μας χρειάζεται πια

όμως εγώ σε θέλω εδώ
να σκουπίζεις τα αίματα
να με παρηγορείς
να ν’ αγαπάς για όσα
εξ αιτίας της θα μου στερήσεις

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ (από τη σελ. 30 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου

είσαι μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου
που απλώνεται σ’ όλο το κορμί
στέλεχος, φύλλο από κυκλάμινο
μονοπάτι υγρό πάνω στο δέρμα
μικρός δρυοκολάπτης κρυμμένος
στη φτέρη των ονείρων μου
δένδρο αιωνόβιας αφής στα απαλά μου βρύα
φυλλορροείς αινίγματα στ’ ανήσυχα χέρια μου
δάσος που στοίχειωσε με μεθυσμένους ψίθυρους
σμάρι φιλιών που πέταξαν απ’ τα κλαδιά
στην αιφνίδια τουφεκιά της μνήμης
μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή
και λόγια που πετάγονται στα χείλη
σαν διψασμένα ελάφια

δένδρο ή πουλί
άνεμος ή όστρακο
κισμέτ
σε μυστικά κιτάπια από παλιά γραμμένο

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου
το ένα σου η κιβωτός του ονείρου

ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΡΙΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (από τη σελ. 32 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
θα βγάλω τις πόρτες
θα μπαινοβγαίνει η γάτα
θα κάθεσαι στο περβάζι
εσύ θα κρεμάς το παλτό σου
θ’ ακούς ειδήσεις και σμυρναίικα

εγώ
στους κάκτους της αυλής

μια θερινή μέρα
που ποτέ δεν θα ζήσουμε

διότι πάντα
το τεθωρακισμένο
έξω από το σπίτι

θα σαρώνει

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΤΗΣ (από τη σελ. 31 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
αρπαχτικό της στέπας πάνω απ’ τους τροπικούς μου
εισβάλλεις
μαύρος πάνθηρας στο ολόλευκο τοπίο μου
συστρέφεσαι
ηδονικά γύρω από τον ισημερινό μου
μου χαρίζεις εντελβάις από τις Άλπεις
κι ενθύμια μακρινά από τα φιορδ της Νορβηγίας

αν και μιλάς με βρυχηθμούς
σε ερμηνεύω
από τη μυρωδιά της πυρκαγιάς στο δέρμα σου
βυθίζεις τα νύχια σου στη σάρκα μου

μπαίνεις μέσα μου κι αλλάζω γλώσσα

ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΕΝ ΑΙΘΡΙΑ (από τη σελ. 35 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
πράγματι
έτσι ξαφνικά
γιατί δεν είδα
η τυφλή
τη νεκρή ψυχή σου;
γιατί δεν άκουσα;

μόνο η αφή
λιτανεύει

μόνο η όσφρηση
καμένη σάρκα

ΝΥΧΤΑ (από τη σελ. 35 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
σ’ αγγίζω και γλιστράει το χρυσάφι στο σατέν
απομένει το μαύρο της
πηχτό ανάμεσα στα δάχτυλα

σκοτάδι και εσύ το μόνο φως

τρεμοσβήνεις
μα σαν σε κοιτώ
ακόμα λάμπεις
μέσα στο βελούδο της

νύχτα
τα πιο μακρινά της αστέρια
είναι τα μάτια σου

ΟΡΓΑΝΑ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ  (από τη σελ. 37) της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
«θα το παραδεχθείς κάποτε» της είπε
«πως είσαι απέναντι
όλα τα μαύρα»

κι εκείνη σκέφτηκε
«θα ζήσουμε σ’ έναν φάρο»

ετούτη η σκηνή
χρόνια πολλά πριν γεννηθούν τα σώματα

τα λόγια έτρεμαν
συναρμολογούσαν

και μόνο η μνήμη

πεισματικά αιμάσσουσα

ΦΕΤΙΧ  (από τη σελ. 38 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
μ’ ένα δαντελένιο κομπινεζόν
ή με μαγιό δεκαετίας του ’80
σε πολυτελές ανάκλιντρο
στο ημίφως κάποιου δωματίου
ή σε παραλία ερημική
κάτω στην άμμο
ντάλα μεσημέρι
νωχελικά σε περιμένω
έρχεσαι πάντα ξαφνικά
μπαίνεις από την πόρτα
ή βγαίνεις απ’ τη θάλασσα
με τα μαλλιά σου ανακατωμένα
γεμάτα φύκια κι υποσχέσεις
ή με τα μαλλιά καλοχτενισμένα
γεμάτα ξαφνικές αναχωρήσεις
δίπλα μου στο κομοδίνο
το ακριβό σου ρολόι και ο καπνός
ένα αντρικό γιλέκο στην καρέκλα
πούδρα και κραγιόν στο μπάνιο
άμμος πάντα στα μάτια μου
μια τσάντα πλαστική θαλάσσης
ένα ψάθινο καπέλο με κορδέλα
κι ένα βρεγμένο καπέλο του Καμύ
δεν ήμουν εγώ τελικά
δεν ήσουν ούτε εσύ
αυτός ή αυτή
που έτσι σπαρακτικά επιθυμούσαμε
στην άμμο ντάλα μεσημέρι
ή στο φέγγος εκείνο το γλυκό
του δωματίου
εκείνο που ριγούσε
ήταν η δαντέλα
η ψάθα
το βελούδο στο ανάκλιντρο
το αλάτι που μένει στο κορμί
σαν στεγνώνουν τα καλοκαίρια
η μνήμη του νερού
όταν τελειώνουν οι έρωτες
το πιο πολύτιμο φετίχ
του χρόνου το θολό περίγραμμα

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΟ Ι και ΙΙ  (από τη σελ. 38 και 39 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
τα μάτια των ανθρώπων
βουτούν στη λάσπη

υπαινίσσονται το ανέφικτο
το πνίγουν
αυτό που τα μέλλοντα
αναιρεί και υποτάσσει

το φορούν λάφυρο
στον άσπρο τους λαιμό

μπορεί τα χέρια
μπορεί το προνόμιο της αφής

τα μάτια όμως αγγίζουν
τα μάτια όμως δραπετεύουν

γι’ αυτό σου λέω
με τα μάτια μόνο
αγάπα με

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ (από τη σελ. 40 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
Και ξαφνικά το απόγευμα της Κυριακής
Με πιάνει μια αδέσποτη λύπη
Γιατί τι άλλο είναι
Αυτό το παρδαλό σκυλί
Που γλείφεται από το πρωί στα πόδια μου
Και που δεν νοιάζεται για τα ψέματα
Για τις μεγάλες υποσχέσεις
Για τις κραυγές των ειδήσεων
Αλλά γαυγίζει αλλόκοτα
Μες στην αργίας την αβάσταχτη νωθρότητα
Καθώς μουδιάζω ολόκληρη

Γιατί είναι αλήθεια καθολική
Μες στα ψέματα που σε χλωμιάζουν
Απρόβλεπτη λύπη
Σαν της Κυριακής το απόγευμα
Απαστράπτον δέος
Που σιχτιρίζει το βέβαιο
Κι ας αιωρείται το σύνηθες
Κι ας αντιδρούν τα λόγια
Κι ας ξεβολεύονται οι σκέψεις
Ολόκληρη την εβδομάδα

Εγώ για σένα πάντα έτσι θ’ αλυχτώ
Τις Κυριακές το απόγευμα

Αν Ι και ΙΙ  (από τη σελ. 42 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
χαράζεις
γύρω
ο ορίζοντας βυθίζεται

εγώ ακίνητη καταπίνω
γεννάω γνέφω

πέφτω σε λήθαργο
ξυπνάω μεταξωτή

αν κυνηγός δεν ήσουν

θα μπορούσα να σε είχα αγαπήσει
αν δεν είχες
αν δεν σκότωνες
θα μπορούσα να σε είχα αγαπήσει

με αίμα
μέσα στο κλουβί

de profundis (από τη σελ. 44 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
δεν είναι δύσκολο αυτό το πρόβλημα
είναι πάντα ανέφικτες οι λύσεις
να βρω μια φωτεινή στιγμή
το κάτι εκείνο που γυαλίζει
μέσα στο μάτι του κυκλώνα
ή της τρέλας την κραυγή μέσα στη νύχτα

δεν είναι αποτρόπαιο αυτό το έγκλημα
είναι που αναβάλλω συνεχώς το φόνο
αναζητώντας ένα κοφτερό μαχαίρι
βλέμμα της τίγρης
όταν ορμάει επάνω μου
ή της αλλοτινής σου λάμψης το ατσάλι

δεν είναι αλλόκοτη αυτή η πολιτεία
είναι που πάντα χάνω το βηματισμό μου
επιχειρώντας μα πιο σταθερή ισορροπία
σαν ακροβάτης που παραπατά
στο χειροκρότημα
ή σαν μικρό παιδί που χάθηκε στο δάσος

ΟΝΕΙΡΑ  (από τη σελ. 43 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
δεν γεννηθήκαμε
φυτρώσαμε
λειχήνες σε στέγη
μας χαϊδεύουν με τα νύχια οι γάτες

ανασαίνουμε εντός μας
δεν μας ακούς ποτέ
συντονιζόμαστε μόνο
με τα βεγγαλικά της ανάστασης

ενίοτε γινόμαστε σαρκοφάγα

αν θα μεγαλώσουμε ποτέ
θα γίνουμε εφιάλτες

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ(από τη σελ. 46 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
Πέμπτη σήμερα
Νοτιάς. Θα βρέξει
να καθαρίσω όλα τα λούκια
από τις υδρορροές να μαζέψω
τα φύλλα των δένδρων
τα φύλλα της συκής
τα φύλλα του ελέγχου
τα φύλλα των παραθύρων
τα φύλλα πορείας
τα φύλλα των εφημερίδων
κι εκείνα της καρδιάς

αειθαλής να μένει η ζωή
γιατί ό,τι φυλλορροεί
εύκολα σήπεται

Ο ΧΡΟΝΟΣ  (από τη σελ. 47 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
πήλινα αγγεία
από κάθε ρυτίδα ρέει χρόνος
όλο το εμπορεύσιμο υλικό

χάνεται χάνεται
δεν επιστρέφει

δεν είναι μνήμη
φθορά είναι

γι’ αυτό μην χαμογελάτε ποτέ

κι εσείς οι γυναίκες
την αιμορραγία σας μόνο

το περίγραμμά σας δηλαδή

ΣΤΙΓΜΗ (από τη σελ. 47 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
καμιά στιγμή
δεν είναι κανενός

κι ας διαλέγουμε με έκσταση
το χρώμα και το φόντο

κανείς δεν ορίζει
τη διάρκεια
και την ένταση

κανένα μοιρογνωμόνιο δεν μετράει
τη γωνία πρόσπτωσής της
στο χρόνο

τη διάκεντρο της αλήθεια της
αν κύκλος είναι

κι αν είναι ευθεία
γονάτισε μπροστά της
με δέος
στο άπειρό της

ΕΥΧΗ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ  (από τη σελ. 49 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
να μυρίζεις πάντα χώμα
στην υγρασία σου να φύονται βρύα

να μυρίζεις πάντα φθινόπωρο
πάντα Νοέμβρη
νύχτα και οδύνη

κι οι ευχές σου να είναι υγρές

μόνο χώμα
στο μνήμα
στο κλάμα


ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ (από τη σελ. 50 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
ζούμε σ’ ένα παράξενο ενυδρείο
γεμάτο λέξεις και χρυσόψαρα
που πηγαινοέρχονται
μας μιλούν και μας χαιρετούν
λες και γνωριζόμαστε από παλιά
από ναυάγια άλλα

σ’ ένα υποβρύχιο ζούμε
έξω από το φινιστρίνι μας
ενεδρεύουν τα μεγάλα κήτη

τίποτα δεν ανιχνεύει τις προθέσεις τους
τις άναρθρες κραυγές τους δεν ακούμε
εμείς κι αυτά συγκατοικούμε παράλληλα

ώσπου να σπάσει η γυάλα
κι ό,τι είναι έξω
εντός μας να βρεθεί

κι όλες οι λέξεις
και τα τιμαλφή μας
στο στόμα του κήτους

ΛΑΜΠΑ ΦΘΟΡΙΟΥ  (από τη σελ. 50 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
δεν ξέρω πως κανείς
κατακαλόκαιρο ιδρωμένος
με μάτια κλειστά
ξέρω μόνο
ότι θα έρχεται κάθε βράδυ
θα πνίγομαι
θα πνίγομαι σε αναφιλητά

βραχώδεις πάντα οι αιχμές
ματώνουν γόνατα
πάνω μου αρπαχτικά

ξέρω μόνο πως θα ναυαγώ
θα ανοίγω ανυπεράσπιστη
θα χάνομαι
κι ο φάρος όλο
κι όλες οι φτερωτές μου εμμονές

χωρίς ενδύματα και άλλα
κολλημένη εκεί
μαζί με τ’ άλλα έντομα

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (από τη σελ. 52 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
κάθε ποίημα
είναι μια φωτογραφία
σ’ ένα τοπίο λυπημένο
κάπου στην εξοχή
ή δίπλα στη θάλασσα

ένα τραπέζι της γιορτής
όπου όλα έχουν τελειώσει
όλοι έχουν φύγει
μετά από μια ξαφνική γιορτή

μένουν τα σημάδια του κραγιόν
στις δαντελένιες πετσέτες
και στα κρυστάλλινα ποτήρια

και οι λέξεις
που σπάζουν σε στιγμές
το φόντο της ανυπαρξίας

κάθε ποίημα είναι μια φωτογραφία
μια φύση νεκρή
προοπτικές και φωτισμός του δειλινού
μ’ ένα μόνο κλικ
στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης

κι εσύ ήλιος φωτεινός
μπαίνεις αυθαίρετα
στο πλάνο της ζωής μου

ουράνιο τόξο
καταλύεις όλα τα βροχερά τοπία
χαμογελάς
και να…
αυτόματη φωτογραφία

ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ  (από τη σελ. 53 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
άνθρωποι
σβήνουν τ’ αποτσίγαρα
μας χτυπούν συνωμοτικά στην πλάτη

στο μέτωπό τους
κάτι περιφέρουν παντού
σφραγίδα μιας σιωπής

τα  παιδιά τους παίζουν τ’ απογεύματα
μαζί με τα δικά μας

και κάθε τι απολεσθέν
με ντροπιασμένο όφελος μου μοιάζει
-δέκα βόλοι στην τσέπη μας-

άνθρωποι
ηττημένοι

κυκλοφορούμε ανάμεσά μας

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ  (από τη σελ. 55 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
αν αυτές οι απολήξεις στους ώμους μου
είναι φτερούγες ή σκοινιά
την τελευταία φορά που αιωρήθηκα
ένιωσα ένα τράνταγμα παράξενο
σα μαριονέτα που ξαφνικά
δραπέτευσε από το ρόλο της

θυμάμαι όμως καλά πως κάποτε υπήρξα
μικρός κορυδαλλός
σύχναζα σε οργωμένα χωράφια
έπαιζα με τα σκιάχτρα
συνομιλούσα με τα χελιδόνια
πάνω στα τηλεγραφόξυλα

δεν ξέρω πια
αν η αλήθεια θρυμματίζεται
σε χιλιάδες ψέματα

αν φτερωτό υπήρξα όνειρο
ή καράβι παροπλισμένο σε λιμάνι

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ  (από τη σελ. 57 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
πόρτα που κλείνει πίσω μου με πάταγο
μουδιάζουν τα γόνατα
καθυστερούν
αν σκύψεις -αν μπορέσεις να σκύψεις-
θ’ ακούσεις
το χαμόγελο να αλυχτά
μισή στροφή
μισά λόγια
μισοφέγγαρα

καθετί ολόκληρο
η λάβα του
το χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι

σ’ ετούτο το υπόγειο
όλα τα πετρώνει ο πόνος

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ  ΠΑΘΑΝΕ (από τη σελ. 56 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
κι ας κλείστηκαν στα σπίτια τους
τα όνειρα απόψε
κι ας σκέπασαν με σεντόνια λευκά
όλους τους καθρέφτες

κανείς δεν πέθανε
στο πιάνο μια μικρή αράχνη
ακόμη πηγαινοέρχεται
κι απ’ έξω στο χαλάκι της εξώπορτας
αυτή η σκύλα η αναμονή
γλείφει το ρόπτρο

όταν δεν μπορείς άλλο πια
να περιμένεις
τότε μόνο πενθείς
το χρόνο που χάθηκε
το χρόνο που δεν ήρθε

κανείς δεν πέθανε
κι ας μοιρολογούν οι λέξεις
μικρές και ανεπαίσθητες οι κηδείες
των μεγάλων ελπίδων

σαν βεγγαλικά που αστράφτουν για λίγο
στην απόλυτη κυριαρχία της νύχτας

σαν το πολύ που χάνεται στην
αμετάκλητη επιβολή του ελάχιστου

ΛΥΠΗ  (από τη σελ. 18 της συλλογής ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ 2015)
την περιφέρω δεμένη
την επιδεικνύω

την εκπαιδεύω
να δαγκώνει
αυτό που από τη ζωή μου λείπει

The end (από τη σελ. 59 της συλλογής ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ 2013)
εκείνη τη νύχτα έπρεπε
να σκεπάσω τους καθρέφτες με λευκά σεντόνια
να σκουπίσω τα ίχνη μου στο πόμολο της πόρτας
να σφαλίσω τα παράθυρα
απ’ έξω να μείνει η θαλασσινή αύρα
να εκτρέψω τον καταρράκτη που έβγαινε απ’ το κάδρο
να μην σχηματιστεί αυτή η λιμνούλα με τα νούφαρα στο σαλόνι μας
ν’ αφήσω τον κύκνο να δραπετεύσει απ’ το φωταγωγό

εκείνη τη νύχτα έπρεπε
να καθίσω δίπλα σου στον καναπέ
στο ξέφωτο του δάσους μας
με κείνη τη χελώνα να σέρνεται στα πόδια μας
την ώρα που έβλεπες στις ειδήσεις
τ’ όνομά μου και τη φωτογραφία μου στους εκλιπόντες
να σου δώσω ένα φιλί στο μάγουλο και να σου πω
«μη φοβάσαι
δεν είναι νεκρή
απλώς σε προετοιμάζω για το χαμό μου»

δεν πρόλαβα
πάντα έρχεται πιο γρήγορα
πάντα πιο αιφνίδιο
το τέλος

Θέλω να γράψω ένα ποίημα τόσο μικρό ίσα που να χωράει στην τσέπη, ένα ποίημα τόσο ελαφρύ να μη σε βαραίνει ποτέ πάντα να το ’χεις μαζί, ποίημα φυλαχτό!.. Να ’χει λέξεις κοφτές σαν ανάσες και νότες της χαράς για μελωδία. Θα ’ναι σαν μια πεταλούδα με ανέγγιχτα φτερά για πάντα θα σ’ ακολουθεί Σαν ποίημα μικρό στην τσέπη σου η ψυχή μου!.. Καμιά μουσική δεν μπόρεσε δεν θα μπορέσει, αιμορραγεί σαν αγκάθι σαν ξάφνιασμα. Το απομεσήμερο ένας κύκνος, ένα βελούδινο βλέμμα, πεταλούδα. Πάντα οι λέξεις οι λέξεις σου   [ΠΟΙΗΜΑ ΤΣΕΠΗΣ από τη σελ. 16 στη συλλογή της Τζούλιας Φορτούνη ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ και ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ από τη σελ. 25 στη συλλογή ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ εκδόσεις Μανδραγόρας 2013 και 2015 αντίστοιχα]

Αναγνώσεις αγαπημένων Ποιητικών Συλλογών με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα:
α] ΦΥΣΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ: ακολούθησα κατά γράμμα τη συνταγή: πώς γράφει κανείς ένα ποίημα, πώς ξανοίγεται  με απλωτές στα άπατα, σε ποιους βαθμούς ξεχνιέται και τι ανάσες παίρνει ν’ αναδυθεί. Πώς βαδίζει  με γυμνά πόδια στα χαμόκλαδα, πώς αφαιρεί τ’ αγκάθια ύστερα από τις λέξεις που αντιδρούν… Πώς το φαρμάκι γίνεται φάρμακο, πώς η ζωή μας καθαρίζει, πώς το δηλητήριο εξουδετερώνεται. Με ποιο Φυσικό Αντίδοτο;

β] ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ: έφτασα, πρόλαβα, είδα τις λέξεις το δηλητήριο!.. Κανείς δεν ήταν εκεί  

https://deepunctum.blogspot.gr/2018/04/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου