ΣΙΔΗΡΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ανθολογία

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ’ΣΚΑΒΕΣ ΘΑ ’ΦΤΑΝΕΣ ΣΤΟ ΘΕΟ, ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙΑ ΦΤΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΟΤΑΝ ΣΚΑΒΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ (Γιουρσενάρ)

Δεν θέλω να ξανάρθεις γητευτής ούτε στα όνειρά μου πια. Τη μοναξιά σφυρηλατώ τριγύρω μου μέρα τη μέρα έτσι που περιβάλλομαι από αυτήν μια πανοπλία σιδερένια, κρύα κι όλο αναμετράω το κενό της απουσίας σου με το αδιανόητο χάσμα του Χάους. Κάποτε μια μνήμη μακρινή διαπερνά την άτρωτη αρματωσιά σου ένα καυτό σου δάκρυ ίσως, φυλαγμένο. Έπειτα σαν απάντηση έρχεται η βροχή καταιγισμός δακρύων Του για μένα που το σίδερο τρυπούν ξεπλένοντας όλα τα αποτυπώματά σου. Καθώς διάχυτη απλώνεται η οσμή Εκείνου στο βρεγμένο χώμα εξαφανίζεται κάθε υπαινιγμός από το κοσμικό άρωμά σου  [ΟΤΑΝ ΤΑ ΧΑΝΩ ΟΛΑ ΜΟΥ ΜΕΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ από τη συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ της Αγγελικής Σιδηρά, εκδόσεις Καστανιώτη 2007 - ART by Hixon Andy]

Έπαιζες το θλιμμένο ρόλο ενός απόμαχου, γέρου ηθοποιού. Είχες φορέσει μια γκριμάτσα οδύνης αδιέξοδης την αχρωμάτιστη ματιά μιας στείρας προσμονής και την αβέβαιη κίνηση φλόγας που σιγοτρέμει. Γι’ αυτό όταν αρρώστησες πολύ απλά συνέχισες το ρόλο σου εκτός σκηνής. Στο θάλαμο κάποιου νιοσοκομείου. [ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ Η ΜΑΣΚΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ, από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΩ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΜΟΥ

Ξανά ο Απρίλης ζοφερός
μες στα αλγεινά σεντόνια μου.
Τα πάθη Σου επαναλαμβανόμενα
ταινίες στη μικρή οθόνη
μονής διάστασης.
Ράπισμα κατεδέξατω η γοερή φωνή
κι αν μέσα στην κραυγή μου
καταδεχόσουν να χωρέσω
την οδύνη μου για Σένα
το βογγητό σου θα γινόταν ουρλιαχτό
να φθάσει μέχρι τη Γεσθημανή
να κοιμηθώ κατάκοπη με τον Ιάκωβο
τον Πέτρο, τον Ιωάννη
κι ενώ εσύ θα ξαγρυπνάς
στα όνειρά μου να αιωρείται
η ασύλληπτη αγωνία Σου
για την τριπλή μου άρνηση
την προδοσία
την ολιγοπιστία μου μετά
για όλα εκείνα που μοιραία μου προσάπτει
ο τυραννισμένος ανθρώπινος μανδύας μου.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΕΣΚΥΨΕ ΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΕΙ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, ΕΙΔΕ ΤΟ ΘΕΟ

Σήμερα τη σκιά σου αποζήτησα Θεέ μου

και άφησα το βλέμμα μου να χάνεται
στο αχανές γαλαζωπό μυστήριο
του ερωτικού συμπλέγματος
θάλασσας κι ουρανού.

Ανάμικτες οσμές με συνεπήρανε 
η πρόκληση του γιασεμιού, σπάταλη μέθη
με του ζεστού, φρέσκου ψωμιού την ταπεινότητα
παρηγορητικά  οικεία.

Άφθονοι με δροσίσανε χυμοί κόκκινου σφρίγους
το αυγουστιάτικο καρπούζι.

Ξανθοί αχινοί με τρύπησαν τόσο ηδονικά
τα κουρεμένα μαλλιά του μικρού Γιώργου.

κι ύστερα με νανούρισε η επαναλαμβανόμενη
μοναδική νότα της ανίας του τζίτζικα.

Μετά
όταν όλα πια βουλιάζανε μές το σκοτάδι
πάμφωτος με κατέκλυσε ο ίσκιος σου, Θεέ μου
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΟΤΑΝ ΠΑΥΟΥΝ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΟΥΝ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΑΟΡΑΤΟΣ (μνήμη Νανάς Ησαΐας)

Καθότανε πάντα παράμερα.
Έβηχε κάπνιζε
κι έστρωνε τα λιγοστά μαλλιά της.

Εκείνη η γυναίκα
που αγαπήθηκε παράφορα.

Όλοι την αποφεύγανε
είχε πεθάνει από καιρό
μα δεν το ήξερε.
Οι αγκαλιές τους πνίξαν
το υπέροχο κορμί της
γίνανε τα φιλιά τους μαύρα στίγματα
τα χάδια τους άγριες χαρακιές
στο πρόσωπό της.

Εκείνη η γυναίκα
που αγαπήθηκε παράφορα.

Μην την κοιτάζετε καλύτερα.
Καλύτερα 
αφού δεν μπορεί διόλου να μην την δείτε.
Έχει πεθάνει. 
Κατά λάθος και σπανίως εμφανίζεται.
Αυτό που βλέπετε
αν κάτι ακόμα βλέπετε
είναι μόνο τα αόρατα μέρη του εαυτού της:
η σιωπή, η μοναξιά, η λύπη.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΧΩΣ ΛΑΜΨΗ (Μάργκεριτ Γιουρσενάρ, Ανδριανού Απομνημονεύματα) 

Εκείνος ο ζητιάνος στην οδό Ταξιαρχών
στην ίδια πάντα θέση, το βλέμμα απόμακρο
λίγο σκυφτός, ακίνητος
σχεδόν σαν άγαλμα με ζωντανού σφυγμό.
Λιγάκι τον φοβόμουνα
και στη στροφή ασφάλιζα τις πόρτες
ενώ δυνάμωνα το γκάζι προσπερνώντας.
Ωστόσο σήμερα που έλειπε
το πόδι μου ασυναίσθητα πάτησε φρένο.
Αναρωτιόμουν μήπως πήρα λάθος δρόμο
αφού εκείνος ήταν ήδη μέρος του τοπίου γραφικό.
Τώρα καθώς οι ακακίες γέρνοντας 
πάσχιζαν κάτι να μου πουν
άνοιξα το παράθυρο κι έριξα έναν οβολό
στο αστραφτερό της απουσίας του κενό.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


Η ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΡΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ (Ο Κουασιμόδος του Αγίου Νικολάου)

Δεν ήταν ο καμπανακρούστης βέβαια
σίγουρα όμως είχε ξεπηδήσει
από κείνη την παλιά  ιστορία
κι ας έλειπε η Εσμεράλδα
κι ας ήταν άλλος ο ναός
άλλη η εποχή κι άλλη η πόλη.
Έστεκε σαστισμένος στη μέση του ναού
δύσμορφος
παρέκκλιση αισθητή
από τη σχετική ομοιογένεια των προσκυνητών.
Το ένα του μάτι κοιτούσε έκθαμβο
ψηλά τον παντοκράτορα
το άλλο στα έγκατα της γης
καθηλωμένο, προπετές
διέψευδε την πρόθεση του πρώτου.
Η γλώσσα του κρεμόταν
σάρκινη καμπάνα πέρα δώθε.
Ένα παιδί άρχισε ξαφνικά να κλαίει γοερά.
Βλέμματα βλοσυρά
χίμηξαν σωρηδόν επάνω του
περιφρονητικά, έντρομα κι απειλητικά
μαζί με μια βουή αποδοκιμασίας
συντονισμένη από το πλήθος  των πιστών.
Άσυλο! τότε ψέλλισα πνιχτά
μεσ’ απ’ τα δικά του πρησμένα χείλη
τρέχοντας βιαστικά στο παρελθόν
ενώ τριγύρω στην «αυλή» εκείνη των «θαυμάτων»
εντείνονταν οι χλευασμοί κι οι λοιδορίες
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΣΤΕΨΕ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ’ΘΕΛΕ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ (Φραγκογιαννού)

Το ’ξερε πως είχε ανατεθεί σ’ εκείνη
Το θεάρεστο έργο
Να γλιτώσει όλα εκείνα τα’ αθώα βρέφη
τα «κοριτσούδια»
Από τη μοίρα του φύλου τους
Απ’ την κατάρα του ριζικού τους
Ω, αν μπορούσε μ’ ένα φύσημα μονάχα
Να τα εξαφάνιζε
Έπρεπε όμως να σκάψει
Με τα ροζιασμένα χέρια της
Απύθμενα πηγάδια
Να τα ρίξει μέσα
Έπρεπε με τα ίδια μαξιλάρια
Που θα’ κρυβαν αργότερα
Εκείνες τις παράτολμες, εφηβικές χυδαίες σκέψεις
Να τα πνίξει
Να τα’ απαλλάξει από την φτήνεια των ηδονών,
Από οδύνες και ωδίνες
Διαπομπεύσεις, εξευτελισμούς
Απ’ τη μιζέρια ίσως ακόμη κι από την αθλιότητα
Των γηρατιών
Εκείνη η αγαθή γερόντισσα
Ο άγγελος σωτήρας τους
Η Φόνισσα.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΠΡΩΤΕΣ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΗΤΑΝΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Δενδράκι τότε αναιμικό
ανέμελη μεγάλωνα στο Μπρούκλιν.
Κάποτε με επισκέπτονταν 
ο παράξενος λαγός
και με ξεσήκωνε 
να διασχίσουμε μαζί
τη Χώρα των Θαυμάτων.
Συνομιλώντας μυστικά
με το αμάραντο τριαντάφυλλο
και τη σοφή αλεπού
ξάφνου αναδύθηκα έφηβη
παράφορα ερωτεύτηκα τον Χήθκλιφ
κι αναρριχήθηκα έκθαμβη
το Μαγικό Βουνό.
Πάντοτε φθισική,
συχνά μάτωνα το λευκό μου μαντηλάκι
και πέθανα πόσες φορές
Φαντίνα, Οφηλία, Ιουλιέτα.

Τώρα πασχίζω μάταια να βρω
την άχρονη στιγμή
που συρρικνώθηκα στη μία μου ταυτότητα,
που διάβηκα την πόρτα εκείνη την αόρατη
που ξαφνικά σε βγάζει 
στην πλήξη της καθημερινότητας
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΝΑ ΞΑΠΛΩΣΩ ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ, ΠΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΣΩ (μνήμη Δανάης)

Έτσι απόμακρη, πανέμορφη
στο εβένινο κρεβάτι
που ’χες απλώσει τα είκοσι δυο σου χρόνια
μακάρι να ’σουν η «ωραία κοιμωμένη»
μ’ εκείνο το μαγικό φιλί μετέωρο
στον τρούλο του ναού
να ’ρθει να σ’ αναστήσει.

Αντί λοιπόν να ’μια προσηλωμένη στην ακολουθία
τα παλικάρια παρακολουθούσα να διαλέξω ποιο
σε χαρά το ξόδι θα μετέστρεφε
ποιο σ’ άφησε να τρυπηθείς
μ’ εκείνο το ανελέητο αδράχτι.
Τον Δία έψαχνα που έγινε ακόμα
και χρυσή βροχή για να σ’ αποπλανήσει.

Έτσι με παραμύθια και με  μύθους απομακρυνόμουν
από την Ομόνοια, την πρέζα και την ηρωίνη.
Ούτε κατάλαβα πότε το τέλος έφτασε
πότε μας μοίρασαν ρόδα λευκά
από την ανθοδέσμη σου και μπομπονιέρες
από το γάμο σου, Δανάη
που ήταν άδικο απόψε να μην γίνει.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΤΗ ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΡΙΧΝΕΙ Ο ΕΦΗΜΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΠΙΑ

Για το εκτυφλωτικά  λευκό
εκείνων των σπιτιών
-μικρών στέρεων διαψεύσεων
της μαύρης απειλής της λάβας-
που σταλακτίτες κρέμονται
σχεδόν μετέωρα
στις κάθετες πλαγιές 
των απόκρημνων βράχων.

Για τη σκιά  μου
που διασταυρώνεται μ’ εκείνη του τουρίστα
εξαλείφοντας τις όποιες διαφορές μας
πλούσιος ή πένης
για τη σιωπή
εκείνη τη μοναδική κοινή μας γλώσσα
για τα πάθη μας
που ησυχάζουν επιτέλους
στο πλακόστρωτο απλωμένα.

Για τους μαύρους σπόρους
που μοιάζουν περιττοί
καθώς μπερδεύονται
στην κατακόκκινη σάρκα του καρπουζιού
όμως κρυφά υπόσχονται συνέχεια
στο καλοκαίρι, στη ζωή.

Για την αξία της λεπτομέρειας:
το δήθεν ξεχασμένο ανοιχτό κουμπί
στο ντεκολτέ της όμορφης τουρίστριας
που μας σερβίρει.
Για το μελαψό της χρώμα
θα ξεθωριάσει λίγο-λίγο το χειμώνα.
Μουντός ο ήλιος του Βορρά
κι η Σαντορίνη όνειρο μακρινό
σχεδόν απίστευτο
ασφαλισμένο στο ποτάρι
με τα τζην σορτσάκια της.

Για το γοργό του ηφαιστείου
που διακρίνω πίσω από την έπαρση
του Ύμνου της Χαράς
καθώς εκείνος ξεσηκώνει το νησί
τη δύση αναβάλλοντας.

Για τη συνεύρεση θανάτου ζωής
που αιώνια συντελείται 
εδώ στην υγρή στρόγγυλη κλίνη
της Καλδέρας
και πιο πολύ
για την αμφιβολία του τοπίου
αναδυόμενη
από το θείο σμίξιμό τους.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ ΜΕ ΜΑΘΑΝΕ ΝΑ ΕΚΤΙΜΩ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

Κινήσεις παγωμένες εσαεί
στη λαξευμένη πέτρα
δίχως ελάχιστη απόπειρα συνέχειας.
Η Αφροδίτη καταδικασμένη 
στην αιώνια ομορφιά της
αφηρημένα ν’ ατενίζει στο κενό
έναν μικρό απόντα Ερωτιδέα.
Συνεπαρμένος από μια νίκη ανέφικτη
ο ηνίοχος στο πουθενά να κατευθύνει
το ακλόνητο στο χρόνο άρμα του
κι ο Μωυσής στο Βίνκολι
να σείει ασταμάτητα τις στήλες
με μιαν οργή, μιαν απειλή
για πάντα αδιάλλακτες.
Και μόνον η κοιμωμένη κόρη
να συνεχίζει συνεπής στο μέλλον της
-προβάλλοντας παράφορα την κίνηση
που στους αιώνες θα διανύει εκείνη-
την Ακινησία.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΤΑ ΣΤΑΧΥΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΩΡΙΜΑΣΕΙ ΗΤΑΝ ΜΗΔΑΜΙΝΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΟΥ:

Ο Γιώργος 
λαμπερό της φάτνης αστεράκι
λησμόνησε το ρόλο του.
Τα φώτα των προβολέων τον θάμπωσαν, σάστισε
μα όταν μας διέκρινε στους θεατές ανάμεσα
άστρο, το πρόσωπό του, αληθινό φωτίστηκε
παράτησε τη θέση του και άρχισε να τρέχει
αλαλάζοντας και προσφωνώντας
τα ονόματά μας ένα-ένα.
Το αστεράκι οριστικά ξεστράτισε
κι οι μάγοι αμήχανοι
δεν φτάσανε ποτέ στη φάτνη.
Το Θείο Βρέφος μάταια
περίμενε τα καθιερωμένα δώρα.
Τα ζώα μπέρδεψαν τις φωνές τους.
Το βόδι βέλαζε και το αρνάκι μούγκριζε
κι αυτό απορημένο.
Η Παναγιά  καλοσυνάτη πάντα
τους έγνεφε να συνεχίσουν
κι όσο για  το κοινό ξεσπούσε κάθε τόσο
σε χειροκροτήματα, κατενθουσιασμένο
με τη μοντέρνα ανατροπή του  θέματος
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


Ο ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΟΣ ΥΠΝΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (στη μικρή Μαριάννα)

Κοιμήθηκε ο μάγειρας…
Κοιμήθηκε ο φρουρός…
κοιμήθηκε ο βασιλιάς…
στα πέπλα του ο ύπνος επιτέλους
καθώς αιφνίδια εισβάλλεις
στο παραμύθι εκείνο το γνωστό
της κοιμωμένης
πανέμορφή κι εσύ, πριγκιποπούλα μου.
Τα υπέροχα ματόκλαδά σου σμίγουν

σε μια συμφωνία ερμητική
κι ενώ πριν λίγο ακόμα μ’ αγωνία
κρεμιόσουν απ τα χείλη μου
τώρα απρόσιτη κι αμέριμνη
λάμνεις στη λίμνη των ονείρων σου
εκστατική.

Έτσι θα μεγαλώσεις ξαφνικά
κι όπως ανέμελα δόθηκες στον Μορφέα
στον έρωτα που στρόβιλος θα σε κυκλώσει
μαγεμένη θα παραδοθείς
υπνωτισμένη θα χορέψεις
στους ξέφρενους ρυθμούς του
θα γίνεις πάλι ξένη, πιο απόμακρη
πιο όμορφη παρά ποτέ
κι εγώ…

Κοιμήθηκε ο μάγειρας…
Κοιμήθηκε ο φρουρός…
κοιμήθηκε ο βασιλιάς…
μόνη μου θα παραληρώ
τον Ύπνο τον μεγάλο περιμένοντας
τελείως ν’ αφεθώ.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΕ ΑΡΑΙΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΠΩΣ ΕΝΙΩΘΑ ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΝΑΛΑΦΡΗ ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΤΩΝ ΒΛΕΦΑΡΩΝ (Στο Σινεμά)

Μόνη μου στο Σινέ Παλλάς
μ’ εσένα πάντα πλάι μου να λείπεις
να καπνίζεις χαμογελώντας περιπαικτικά
στην κάθε απαγόρευση.
Ο θάνατος μοιάζει να μην σε αφορά
καθώς γλιστράς με αμφιβολία
τ’ άϋλα δάχτυλά σου
στο άδειο, παγωμένο χέρι μου.
Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ χαμένος
μέσα στη ρεπούμπλικα
και τη μακριά του καμπαρντίνα
τινάζει τις στάχτες του τσιγάρου του
δίχως διόλου να νοιάζεται κι εκείνος
που δεν είναι ζωντανός.
Βρέχει στο έργο και συ βήχεις ασταμάτητα.
Ο ηθοποιός παράφορα την Μπέργκμαν αγκαλιάζει
κι ένα ρίγος ανάμικτο
τρόμου και πόθου με διαπερνά.
Σκύβεις, κάτι μου ψιθυρίζεις
όμως δεν μπορώ ν’ ακούσω
τόσο που δυναμώσανε τον ήχο
και θυμώνω που διακρίνω
ξένες φωνές κι εκμυστηρεύσεις άλλων
ακόμα και της θάλασσας τον παφλασμό.
Της θάλασσας που εισβάλλει ορμητική
να σε διεκδικήσει πάλι .
Πώς να τη συγχωρήσω
που δεν είναι καν γαλάζια.
Ασπρόμαυρη ταινία και η ζωή
κάποιες φορές απ’ το λευκό
στο μαύρο ολισθαίνει
οριστικά.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


Η ΤΕΧΝΗ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΜΑΓΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΙΚΑΝΗΣ ΝΑ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

[ΤΟ ΑΤΕΛΙΕ]
Εκατόν τέσσερα σκαλιά λοιπόν
με χώριζαν μονάχα
απ’ το παράλογο τοπίο
το παρελθόν
που θα συνέθετε το μέλλον μου.
Να η φρουτιέρα με τους καρπούς της γης
φύση νεκρή
πολύχρωμη ν’ αναδεικνύει τη ζωή
η πολυθρόνα
που αιωρείται ακίνητη
πάντοτε άδεια
σ’ ένα παρόν διηνεκές
κι καβαλάρης
προπαντός αυτός
να φεύγει διαρκώς στο πεπρωμένο του.

Εκατόν τέσσερα σκαλιά
να συναντήσω τον Πέτρο, τον Βικέντιο.
Τον κίτρινο έξαλλο
να τους συγχέει αλλόκοτα
τα στάχυα τους να εξαγριώνει.
Μάταια ο πιο νέος
όλο πασχίζει να υπαγορεύσει στην παράκρουση
πορεία διαφορετική.
Και το κοράκι εκεί ψηλά
που αδημονεί καραδοκώντας
να πάρει τέλος των χρωμάτων η έξαρση
να επιβάλει τελεσίδικα το μαύρο χρώμα.

Να βρω τις αναρίθμητες σιωπηλές ρίζες
και μαζί τους να βυθιστώ σε μια υπόγεια ζωή
περίπλοκη
δίχως ίχνος ανάτασης.
Μια σύγχυση αδιέξοδη
χωρίς ελπίδα λύτρωσης
ένα θλιμμένο ταυ
ελλειπτικός σταυρός
με μια πορεία καθοδική
στα άδυτα του Άδη.

Εκατόν τέσσερα σκαλιά
που ανέβηκα
για να κατέβω στα έγκατα της γης
να υψωθώ στο υπερπέραν.
Και να τος πάλι ο  Βικέντιος.
Έγλειφε, λέει, τις μπογιές του
τις δοκίμαζε στη γλώσσα του. 
Αχ να μπορούσα να γευτώ
κι εγώ τις λέξεις
να τις νιώσω
με μια αίσθηση πιο γήινη.
Να πάλι ο καβαλάρης
η φρουτιέρα, η άδεια πολυθρόνα.
Από τη σύνθεση
λείπει μονάχα το φεγγάρι
που σίγουρα θα εμφανιστεί τη νύχτα
για ν’ αμβλύνει του τοπίου τη ρευστότητα.
Στα σύννεφα μισοκρυμμένο
να υπαινιχθεί το αιώνιο
να με  παρηγορήσει.
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ή ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΕΚΜΑΓΕΙΟΥ ΜΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (Θαλάσσια επίκληση)

Τώρα η αγάπη μου 
δεν έχει ανάγκη από το πρόσωπο
τα χέρια σου
ούτε από τη φωνή σου ακόμα.
Έρχεται μόνη σαν τη θάλασσα
και με χαϊδεύει
ενώ έχω τραβηχτεί στην αμμουδιά.
Έρχεται, φεύγει, κύματα
και την ξεχνάω
καθώς απομακρύνεται γαλήνια
έπειτα πάλι με θυμάται
αφόρητα
και ξεχειλίζει.
Με παρασέρνει στα βαθιά νερά η φωνή σου
και στο βυθό βρίσκω ξανά τα χέρια σου ανακατεμένα
το πρόσωπό σου αστράφτει
όστρακο μακρινό
και δεν αντέχω.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2007]


ΦΑΝΤΙΝΑ (Βίκτωρ Ουγκώ, Οι Άθλιοι)

Φαντίνα! Τόση σαγήνη στ’ όνομά σου.
Φαντίνα! Το ταυ το φι
θλιμμένα σύμφωνα τόσο υποβλητικά
και ανάμεσά τους αυτό το νι
πώς να δονεί
και κουδουνίζουν μαγικά.
Φαντίνα στο παρελθόν μου υπνοβατείς
με τα φατνία σου γυμνά.
Φυσάει ο άνεμος και ξεριζώνει
τις φωτεινές σου μπούκλες
που συμφωνούνε μετά στο δικό μου
φαλακρό κεφάλι.
Πόσο πονώ μ’ αυτά τα άφιλα τα φι.
Ταυ φι που προφητεύουνε ταφή.
Φαντίνα
τους λυγμούς της έφηβης ψυχής μου
την αγωνία μου
φύλαξα στοργικά
για σένα στο παλιό συρτάρι.
Όμως απόψε θα φοβηθώ μόνο για μένα.
Κι αυτός ο φόβος μου
θα ξεπεράσει κάθε φαντασία.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ 

Εκείνη η σελίδα εκατόν πενήντα δύο
που ορμάς ακάθεκτη στις ράγες
κιτρίνισε δεν άντεξε
όπως οι άλλες που υπομείνανε
τόση αγωνία φθόνο,
τόση καταφρόνια
και παραμείναν αναλλοίωτες λευκές.

Πάντα όταν το τρένο περιμένω 
σε θυμάμαι
πώς βόγκηξε η μηχανή
με το μεταλλικό εκείνο κρότο
που με βασάνιζε στα όνειρά σου
προφητικός
η αναστάτωση, οι άνθρωποι
που για λίγο παραμέρισαν
τις δικές σου έγνοιες
και σμίξανε τις σκέψεις τους
πάνω απ’ το δικό σου δράμα. 
Για λίγο! Μόνο για λίγο
γιατί ο δικός μας πόνος
πάντοτε μετράει πιο πολύ.
Εξάλλου πολύ σύντομα
πάνω στις ματωμένες ράγες
το τρένο θα συνέχιζε
την τακτική διαδρομή του
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


VIRGINIA WOLF

Και το παιδί;
Ησύχαζε η κόρη στ’ ανέραστα
παρθενικά σεντόνια της.
Ο λύκος παραμόνευε
στις μακρινές του στέπες.
Ζωές ξέχωρες
που σμίξανε απρόσμενα.
Η κόρη ούρλιαξε.
Το αίμα,  το ανεπανάληπτο παρθενικό της αίμα
τινάχθηκε στο τρίχωμά του ξαφνικά.

Μια φορά μόνο συμβαίνει
μοναδική
που όμως την ξεχνάς
μετά τις τόσες άλλες.
Και το παιδί;
Ένας πόθος κτηνώδης πριν
στα μάτια του πατέρα
μια  προσμονή εναγώνια στα δικά της
και σε μια στιγμή
κρυμμένο σ την ανυπαρξία ξεπηδά
στο αποκορύφωμα της έντασης
τότε που ακόμα διακυβεύεται
ολόκληρη η ζωή του.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


Η ΧΙΟΝΑΤΗ

Κάποτε γνώρισα ένα νάνο.
Μια γυναίκα νάνο.
Είχε μια καμπουρίτσα
και μακριά βαμμένα νύχια.
Ήταν κουτή κι έξυπνη μαζί
γκρινιάρα μα  και γελαστή
τεμπέλα, υπναρού και προκομμένη. 
Ήταν όλοι μαζί 
και οι εφτά νάνοι του παραμυθιού. 
Αργότερα έγινε ακόμα κι η Χιονάτη 
γιατί δάγκωσε ένα μήλο 
και πνίγηκε. 
Την βαλσαμώσανε. 
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες 
την είχανε στο φέρετρο. 
Όμως κανένα βασιλόπουλο δεν ήρθε. 
Και την θάψανε!
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


CINDERELLA

Ξοδεύεις τις ατέρμονες άυπνες νύχτες
σκαλίζοντας τις στάχτες από το παρελθόν
θύμησες μηρυκάζοντας
κι αναμασώντας ημερομηνίες.
Τέσσερις του Οκτώβρη η μητέρα
Ιούλιο ο αδελφός
Ιούνιος και τον ξεβράζει πάλι
η θάλασσα στα πόδια σου.
Πρησμένα πόδια
και τα πρώτα σου γοβάκια
πού να χωρέσουν
το βάρος τόσου μέλλοντος.
Άδεια, λησμονημένα στροβιλίζονται
στην ύπουλη, γαλάζια νοσταλγία
του blue tango
για να σε παρασύρουν στον βυθό.
Να βρεις ξανά το δαχτυλίδι του
κι εκείνον που έφυγε
για να τον αγαπήσεις πιο πολύ
αφού άργησες.
Άργησες τόσο
που το παραμύθι τέλειωσε
γριά μου Σταχτοπούτα.
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ

Ένα τριαντάφυλλο 
του ζήτησα όλο κι όλο.
Μα εκείνος το λησμόνησε
κι όλα  μετά  τα ξέχασε.
Άλλοτε μ’ έλεγε «μητέρα»
κι άλλοτε «γυναίκα του».
Όλο χανότανε στους δρόμους
και τον έψαχνα…
Έτρωγε με τα χέρια
και καμιά φορά μπουσούλαγε
στα τέσσερα.
Ο μάγος- χρόνος τον είχε μεταμορφώσει
σε κάποιο άβουλο, άλογο τέρας.

Τον φίλησα
όταν όλα πια είχαν τελειώσει
κι έγινε πάλι
ο  πατέρας μου.
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Κοιμήθηκε ο μάγειρας…
κοιμήθηκε ο φρουρός…
κοιμήθηκε ο βασιλιάς…
και σε τυλίγει αόρατος
στα πέπλα του ο ύπνος επιτέλους
καθώς αιφνίδια εισβαλλεις
στο παραμύθι εκείνο το γνωστό
της κοιμωμένης
πανέμορφη κι εσύ πριγκιποπούλα μου.
Τα υπέροχα ματόκλαδά σου σμίγουν
σε μια συμφωνία ερμητική
κι ενώ πριν λίγο ακόμη μ’ αγωνία
κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου
τώρα απρόσιτη κι αμέριμνη
λάμνεις στη λίμνη των ονείρων σου
εκστατική.

Έτσι θα μεγαλώσεις ξαφνικά
κι όπως ανέμελα δόθηκες στον Μορφέα
στον έρωτα που στρόβιλος 
θα σε κυκλώσει
μαγεμένη θα παραδοθείς
υπνωτισμένη θα χορεύεις
στους ξέφρενους ρυθμούς του
θα γίνεις πάλι ξένη, πιο απόμακρη
πιο όμορφη παρά ποτέ
κι εγώ:

Κοιμήθηκε ο μάγειρας…
κοιμήθηκε ο φρουρός…
κοιμήθηκε ο βασιλιάς…
μόνη μου θα παραληρώ
τον ύπνο τον μεγάλο περιμένοντας
τελείως ν’ αφεθώ.
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΕΛΕΝΗ (για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη – Γ. Σεφέρης)

Το φάντασμά της μέσα στους αιώνες 
πλανιέται, σταματάει
σ’ αδειανά πουκάμισα, τα ντύνεται
και μια σειρά Ελένες ξεπετάγονται
ελληνικές Ελένες
που αιώνια ταλαντεύονται
ανάμεσα στον Πάρι κι έναν Μενέλαο.
Ποτέ τους δεν κατασταλάζουν.
Πάντοτε παρεμβαίνει
κάποιος άσχετος, φτερωτός Θεός και τις απάγει.
Ύστερα τις εγκαταλείπει
σε μια τυχαία Αίγυπτο.

Εξόριστες και παρεξηγημένες
επωμισμένες μ’ ένα χρέος ολέθριο
-τόσους πολέμους και νεκρούς-
βουβά υπομένουνε
τη μόνιμη κατάρα τους 
την ομορφιά!
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΗΛΕΚΤΡΑ

Έχω μια φίλη που ονομάζεται Ηλέκτρα.
Δεν έχει αδελφό Ορέστη
ούτε μητέρα Κλυταιμνήστρα.
Έχει ένα σύντροφο αγαπημένο
τον Λεωνίδα, που όλο κρυώνει
κι αναπνέει με συσκευή οξυγόνου.
Βήχει και η καρδιά της κομματιάζεται.
Τη μοναξιά του για να ξεγελάσει
ανακαλεί μνήμες παλιές
σε ήχους μελωδικούς εγκλωβισμένες.
Σαν από θαύμα τότε
μέσα απ’ τους πλαστικούς σωλήνες αναδύεται
μια αδύναμη ραγισμένη φωνή
να σιγοτραγουδεί
κάποια πνοούλα, λες, ζ ωής αμφίβολης
όμως ζωής ακόμα.
Ένα αεράκι ανάλαφρο φυσά
μες στο κλειστό δωμάτιο
και ξεσηκώνει τα έπιπλα
που υψώνονται απ’ το πάτωμα
κι αρχίζουν να χορεύουν,
το φως στις λάμπες δυναμώνει
κι εγώ σκέφτομαι:
Όχι, το πένθος δεν ταιριάζει
στην Ηλέκτρα! 
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΜΗΔΕΙΑ

Αν τον ιστό εκείνης της πλοκής
ύφαινε μια γυναίκα…
Αν ήξερε ο Ευριπίδης πώς:
η ηδονή του πόθου
η οδύνη της προδοσίας
η δίνη του μυαλού
δεν ακυρώνουν τις ωδίνες
της υπέρτατης δημιουργίας.
Δεν φτάνουνε να καταργήσουν
το ανύποπτο χαμόγελο ενός παιδιού.

Μήδεια
απόψε που έζησα ξανά
το ανεπανάληπτα επαναλαμβανόμενο
θαύμα της γέννησης
απόψε οριστικά θα σ’ απαλλάξω
από το μύθο σου
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


PIETA

Πώς έγερνε απαλά το θείο κεφάλι
τα μέλη σου πώς είχαν χαλαρώσει
μαγνητισμένα από τη γήινη συμπόνοια.
Ο χρόνος πώς είχε μπερδευτεί
σταματημένος στην όψη την παρθενική
της όμορφης παιδούλας
ενώ Εσύ συνέχιζες ως τα τριαντατρία
που είχες απιθώσει απλόχερα
στη μητρική αγκαλιά.
Μία λευκή υποταγή του μάρμαρου
στην διαφάνεια, στην έκφραση
καθώς διαγράφονταν αδρά
στην πέτρα οι φλέβες σου,
όπως παραδινόσουνα
στην άφατη αγάπη της.

Τότε Σε είδα άνθρωπο
πρώτη φορά
και σε αγάπησα
όσο ποτέ Θεό
δεν σ’ είχα αγαπήσει. 
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ένιωθα μια παράφορη συγκίνηση
σαν τότε, στην πρώτη μας συνάντηση.
Είχα ντυθεί όπως σου άρεσε.
Φούστα κόκκινη, κλος
και μπλούζα μαύρη εφαρμοστή
που μεσ’ απ’ το βαθύ της ντεκολτέ
λιποτακτούσε λες, το ίδιο
παλιό ένοχο πάθος.
Είχα τελείως λησμονήσει σε ποιο σημείο
ακριβώς θα με περίμενες.
Έτσι περιπλανιόμουνα ξανά και πάλι
στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια.
Ο ήχος των βημάτων μου
ερχόταν πίσω, προξενώντας μου
μια ταραχή, μιαν αγωνία
μη δε σε βρω, μήπως και διασταυρωθώ
με κάποιο πρόσωπο γνωστό και προδοθούμε.
Η άνοιξη γύρω επέμενε
έρωτα να μοσχοβολά  και υποσχέσεις.
Το αεράκι ανάλαφρο
τις μνήμες αναμόχλευε
φέρνοντας πίσω αδιάκοπα
τους βιαστικούς αθετημένους όρκους μας
κι οι σκόρπιες παπαρούνες
επισφράγιζαν την ομορφιά του εφήμερου
και της αμφιβολίας.
Ξαφνικά μέσα από μια συστάδα δένδρων
ξεπρόβαλε παρείσακτος  και ξένος
ένας φοίνικας.
Τότε σε είδα.
Είχες γεράσει τόσο
που ίσως δεν θα σ’ ανεγνώριζα.

Όμως κάτω από τη φωτογραφία
στο λευκό μάρμαρο
ήταν γραμμένο πεντακάθαρα
το όνομά σου
 [από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]


ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ

Εκείνο το βαθούλωμα στο προσκεφάλι σου
κάθε πρωί.
Ένα εκμαγείο στα πούπουλα
του κάθε ονείρου
που ακουμπούσες ανερμήνευτο
μονάχα εκεί
στο μαξιλάρι σου.

Δίχως κανένα ενδοιασμό
εδώ και πέντε χρόνια
άλλαξα πλευρό και κουλουριάστηκα
στην αγκαλιά
εκείνου του κενού που μ’ άφησες.
Τα όνειρα μου πια
μονάχα στο δικό σου προσκεφάλι
εμπιστεύομαι
μπερδεύοντάς τα
με όσα δικά σου το ύφασμα
στις ίνες τουσυγκράτησε.

Έτσι τα όνειρά μας σμίγουν
παραπαίοντας ανάμεσα
στο «τώρα» και στο «πριν»
αφού μετά
ούτε εκείνα ξέρουν
[από τη συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ, εκδόσεις Καστανιώτη & Διάττων 2011]



Τελευταία μπερδεύω πολύ τα όνειρά μου με τη ζωή,  αφού αυτά όλο γίνονται πιο λογικά και η καθημερινότητα όλο και πιο παράλογη.  Χθες για παράδειγμα, καταμεσήμερο και εισβάλλει στο καφενείο που συχνάζω μια φίλη χρόνια πεθαμένη.  Με κοίταξε υπεροπτικά κι εγώ αμήχανη ψαχνόμουν κάπου να κρύψω τα σημάδια της φθοράς μου. Ωστόσο όταν της πρόσφερα τσιγάρο έσπασε:  «φοβάμαι τα βρογχικά μου», είπε ψιθυριστά σχεδόν.  Άρχισα ν’ αμφιβάλλω.  Δεν είχα πάει, θυμάμαι, στην κηδεία.  Ωστόσο τι να ’χε γίνει εκείνο το στεφάνι που είχα παραγγείλει;  Το ίδιο βράδυ στο όνειρό μου πήγα στον ανθοπώλη και του ζήτησα τα λεφτά μου πίσω.  Αυτός με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο μνήμα της:  «είναι παράλογο να εμπιστεύεστε τόσο τη λογική σας», είπε μόνο και ντράπηκα τόσο πολύ που ξύπνησα.  Της μάνας μου η φωνή γέμιζε τώρα το δωμάτιο:  «σ’ όλους συμβαίνει, είπε, μην ταράζεσαι.  Καμιά φορά η ζωή στενεύει τόσο,  που δεν σε χωρά κι απλώνεσαι στα όνειρα,  όμως κι αυτά έχουν πληθύνει τόσο  που ξεχειλίζουν απ’ τον ύπνο και περνάν μες τη ζωή σου» [ΤΑ ΑΣΑΦΗ ΟΡΙΑ της Αγγελικής Σιδηρά]

Αναγνώσεις αγαπημένων Ποιητικών Συλλογών με πολλαπλή εσωτερική εστίαση: ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ και ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ Αγγελικής Σιδηρά με ΚΛΙΚ εδώ: 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου