ΓΚΟΡΠΑΣ ΘΩΜΑΣ ανθολογία

ΝΑ ΜΗ ΧΑΘΟΥΜΕ ΜΕΣ ΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί χωρίς μπογιές στο πρόσωπο, χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια. Μα έφεγγε χαμόγελο αληθινής καλημέρας. Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του, η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε, ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα που της συννέφιασε το πρόσωπο κι η μουχλιασμένη κάμαρα μια στεναχώρια που της κέρδισε την καρδιά. Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία, που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της, που συμμερίζεται την προστυχιά μα προπαντός ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο να ξανακερδίζει την καρδιά της. Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα κι έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο (Θωμάς Γκόρπας, ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΕΡΔΙΣΕ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ από τη συλλογη ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Ο Θωμάς Γκόρπας διέσχισε το βίο του σαν αγρίμι που χτυπιέται στο κλουβί του και δεν απαίτησε ποτέ τίποτα περισσότερο από μια νυχτερινή γωνιά για να καπνίζει και να γράφει ποιήματα με καθημερινά υλικά, καθημερινές μεθόδους και καθημερινούς ρυθμούς. Η ποίησή του, αν και αποτέλεσμα βαθύτατης σκέψης και εκφραστικής αρτιότητας, έχει την επιθετικότητα με την οποία η πραγματικότητα χώνει τα χέρια της στις φτωχικές τσέπες της ψυχής… Είναι σπουδαία η ποιητική τακτική του Γκόρπα. Δούλεψε με υλικά παραγνωρισμένα. αξιοποίησε συναισθήματα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ποιητές στην πλαδαρότητα του μικροαστισμού. Τα καθάρισε, τους έδωσε πλαστικότητα. Το τι πέτυχε το δείχνουν τα ποιήματά του, αλλά και η διείσδυσή τους στην αισθητική συνείδηση των σημερινών ποιητών.

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό
μας χωρίζει μι’ αλλαγή βλέμματος
ή άβυσσος;



ΠΛΑΝΑ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Στο πρώτο πλάνο υπάρχει μια ερημιά
γεμάτη χρώματα στολίδια ραντεβού και μίση
στο δεύτερο η αγάπη
στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα στο πηχτό σκοτάδι
στο τέταρτο πάλι η αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη
στο πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα
στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς φως ή σκοτάδι
στο έκτο μεταμεσονύκτιος δρόμος καλοκαιρινό
κι ένας άνδρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει
η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό αεράκι
δροσίζει τα καμένα φύλλα της καρδιάς του…

ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ (μνήμη Νίκου Καρούζου) (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Ένας φίλος ήρθε απόψε από παλιά
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα μας τραύματα νωχελικά
μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
σα σκυλί προδομένη αγάπη σα διάχυτο λαϊκό τραγούδι
γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
είναι γυμνή κι έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
γιατί τώρα αυτή η στιγμή στην πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα
εγώ κι ο φίλος μου είμαστε δυο δίδυμες πληγές εξάρσεως
 ή δυο άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
ή δυο λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα τσιγάρα μας 
οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική…
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίοες λέξεις όπως
βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
‘όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
αλλά με τίποτε δεν νερώνει
ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χριστούς ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το δρόμο του γυρισμού
και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας δεν με περιμένει
τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν τα φώτα
δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
διανυκτερεύοντα έχει
την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο λίγο και τα μάτια
γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
έρχονται τα φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντεύουν
καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
τα πήρε ο ύπνος κι έγειραν
για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
πριν και μετά τ’ άνθη του αίματος σκοτάδι
και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
τ’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουνε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουνε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς
σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα
άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα.

ΑΓΑΠΕΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Φύσημα των δένδρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά έρημοι σιδηροδρομικού σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.

ΑΓΡΙΟΤΗΣ ΕΡΩΤΟΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Κοίτα το κατσίκι πώς ανεβαίνει
κοίτα το κατσίκι πώς κατεβαίνει!
Θα σε λέω κατσίκι!
Δεν ξέρω καμιά τάδε
ν’ ανεβοκατεβαίνει στο κεφάλι μου
καθώς το αίμα μου στο κάτω κεφάλι μου!
Τέτοιες ώρες εγώ τ’ απάνω κεφάλι μου
το στέλνω να κανει τουρισμό!
Είναι να κρυβόμαστε;
Είσαι κατσίκι ελληνικό
κι εγώ ελ-
ληνικό κατσάβραχο

ΓΕΦΥΡΑ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Κρατάω τα πόδια σου ψηλά
ως τις πηγές του άσπρου καπνού
που κάνουν στο πουλί μου κατοχή.
Είναι σα να πεθαίνω
γιατί εδώ που τα λέμε
ένας άνδρας νορμάλ δεν πεθαίνει
για μια γυναίκα – ονειρεύεται μονάχα πως πεθαίνει
στο περιβόλι της.
Κρατάω τα πόδια σου ψηλά
σε κρατάω μακριά από την ποταπότητα των Σ’ αγαπώ

Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Λέμε κουρδιστής πιάνων
γιατί να μην πούμε και κουρδιστής καρδιών;
Ξέρω έναν τον λένε μπουζουξή
Βεβαίως αυτός δεν το δέχεται, αρνείται
Με καλεί και μου δείχνει πώς κουρδίζει το μπουζούκι του
Συγκινείται μου λέει: «Αυτό είναι η καρδιά μου
μακάρι να ’ναι κι η καρδιά τόσων και τόσων άλλων
με τα ίδια ωραία και με τον ίδιο πόνο…»!


ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Κεράσια του ουρανού γάντζοι τ’ ουρανού πολεμοφόδια πίτουρα πατσάς τα ξημερώματα γύφτος ζουρνάς τρύγος ιτιάς τραγούδι που περπατάει τα βράδια ζύγια προβιές χαλκούνια κόπιτσες κεριά και κουβαρίστρες κάρβουνα ν’ ανάψουνε το μαγκάλι πυρετωδώς σκοντάφτανε πώς να γυρίσουν πίσω πυρετωδώς τραβούσανε κουπί κι ο ήλιος που βασίλευε τους γύριζε στην πόλη πόλη πολίχνη ποταμός πριάρι πρύμη-πλώρη καρφί καφτή καρσιλαμάς καραμπογιά κατώι βόδι βρυσούλα βύσσινο βουνοκορφή βιτρίνα λάδι λαχτάρα λαιμαργιά λαδομπογιά λιοπύρι μέρα μεράκι μυρουδιά μύλος μελομακάρονα νισάφι νέφτι ντέρτι ντάλιες ντουνιάς ναπολιτάνος ξυράφι ξόβεργα ξυστά Ξηερόμερο και Βάλτος όχτος οροσειρά ορόσημο ορίζων παδέλα πιάτο προσφυγιά πρωί και μεσημέρι ρόδα ροδέλα ρόπαλο ροπή ρώτα να μάθεις σκατά σκεπή σκαρί σκουτιά σκαμνί σκατένιος τώρα τραγί τρεμούλιασμα τραίνο τριαμισάρα ύψος υποδοχή υποβρύχιο υποδοχή υπό μάλης φωτιά φλουριά φθινόπωρο φυρονεριά φυτίλι χρονιά χολή χωριό χυλόπιτα χιλιόμετρα χαντάκι ψωμί ψυχή ψυχρολουσία ψηλοτάβανο ψωμάκι ώρα ωρολογοποιός ωραία τα περάσαμε ωραία ω!..

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ή ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Σε λέω φωνή της άνοιξης σιωπή του έρωτα
σε λέω ομορφιά πλασμένη από πικραμύγδαλο και πικροδάφνη.
Τα μάτια σου οι ωραίοι μου στοχασμοί που επαληθεύονται
στα μάτια σου η άνοιξη της αγάπης σου
για τα μάτια σου σκοτώνω δυο μικρά πουλιά και τα κρεμάω στα στήθη σου
από τα μάτια σου ξεκινάει ένα όνομα
ριζώνεται στα χείλη μου γίνεται μουσική και με κερδίζει
ριζώνεται στα σπλάχνα μου γίνεται καφτό νερό τα κάνει στάχτη
ριζώνεται στην καρδιά μου γίνεται καημός την πνίγει μες στο αίμα της.
Τι να σε πω; Τι να σε πω; Είσαι πέλμα στερεωμένο στη γη
βλέμμα πολιορκημένο απ’ τον ουρανό
είσαι φιλί που αγκομαχάει στην υπομονή.
Είσαι καημός είσαι φιλί είσαι καφτό νερό και μουσική.
Είσαι πείσμα μικρό μες το μεγάλο μαϊστράλι.
Είσαι ανεμοπερπάτημα ξαφνιάζεις την πολιτεία μας
είσαι κακό φως ματιάζεις τα κορίτσια της
είσαι σκληρό σπαθί πληγώνεις τα παιδιά της.
Απ’ τα μαλλιά σου ξεκινάει ένα όνομα
κι εγώ το τραγουδώ όλο στοργή και πίκρα
απ’ τα μαλλιά σου κι απ’ τα μάτια σου ξεκινάει ένα όνομα
κι εγώ το τραγουδώ σε τραγουδώ χωρίς να ξέρεις
με λόγια πλασμένα από πληγή αίμα και στάχτη
Ελένη!

ΑΠΟ ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΚΕΙ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Από δω ανθρακιά και πλήξη από κει τα όνειρά μας
Το γνήσιον η απομίμησις και οι ενδιάμεσες σπαθιές στον αέρα
για να τρομάζουμε τους τρομαγμένους

ΤΡΑΓΩΔΙΑ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ’ρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ’διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δεν γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δεν μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ’χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΠΑΛΙ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Δημοτικό τραγούδι
Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού
Κάλβος ήχος πλατάνων
Σολωμός ήχος γιασεμιών
Παλαμάς ήχος τίποτε
Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει
Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδι
Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες
Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας
Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες πομπές και σύγχρονα φαγοπότια
Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται
Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε
Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται στα ποιήματά μας
Λαϊκό τραγούδι

ΠΛΗΓΕΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Πληγή από σίδερο πληγή από κάψιμο πληγή από χάδι
πληγή απ’ το φιλί τρελής ξανθιάς
πληγή από σφύριγμα το βράδυ
πληγή από της ερημιάς το μελαγχολικό τραγούδι
πληγή απ’ αγκάθι ρόδου
πληγή από την καλημέρα ξένου
πληγή της γειτονιάς σαν παίρνει να βραδιάζει
πληγή από ανυπόφορη αγάπη
λυσσασμένη γάτα
λυσσασμένη αγαπημένη
λυσσασμένο εργοδότη
πληγή απ’ τ’ αδυσώπητο εργαλείο της δουλειάς
πληγή απ’ την καλοσύνη ανυποψίαστης αγκαλιάς
πληγή απ’ το μεγαλείο της φτωχιάς
πληγή απ’ την ανάμνηση κι από βαριά κουβέντα
απ’ το μαχαίρι του ριγμένου φίλου
πληγή από φωτιά φωτιά κι από φωτιά ονείρου
πληγή  απ’ του αποτυχημένου την ντροπή
κι απ’ τη σιωπή του ντροπιασμένου
πληγή απ’ τα νύχια τρομοκρατημένου
πληγή απ’ τα νύχια απ’ τα δόντια απ’ τα αχ απ’ τα φιλιά
της προδομένης που γαντζώθηκε πριν φύγει πάνω σου
και μένει εκεί για πάντα να σου γδέρνει την καρδιά
πληγή της εξορίας της φυλακής και της ελευθερίας
πληγή απ’ τη μάχη κι απ’ τη μάχη σου στο σπίτι
πληγή απ’ αυτόν που σ’ έριξε στο παζάρι
πληγή απ’ το πικρό παράπονο του αλήτη
πληγή απ’ το στόμα της που βασανίζεται στην ξενιτιά
κι ακόμα η πληγή για την πληγή που δεν ομολογεί ποτέ κανένα στόμα…

ΚΑΝΟΝΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Των γυναικών τα χείλη είναι για κατανάλωση
τα χείλη του μέλλοντός μου είναι σιδερένια
τα χείλη της κολάσεως τελειώνουν σε πρωιά
και τα πρωιά σε κολασμένα χείλη – χείλη γερμάς
και κερασένια χείλη – πάνω χείλη κάτω χείλη και
οι πάντες προθυμοποιούνται να σε ξεκουράσουν όταν
είναι ξεκούραστοι – δένδρα που υποχρεώνεσαι να τ’ ανεβείς
τι πίθηκος τι καβαλάρης τι εραστής το ίδιο κάνει…
Εξαιρείται
ο λαϊκός τραγουδιστής κι αυτός
μόνο σαν τραγουδάει…

ΕΠΟΧΕΣ (από τις ΣΤΑΣΕΙΣ στο ΜΕΛΛΟΝ)
Ο Πόρφυρας και τόσοι άλλοι ήσαν λυρικοί μεγάλοι στον καιρό τους. Εμείς ούτε λυρικοί είμαστε ούτε μεγάλοι κι ο καιρός μας είναι απέραντος. Δεν είμαστε το πουλί που πάει αλλά εκεί που το πουλί πάει… Δεν είμαστε το παιδί που κλαίει αλλά αυτά για τα οποία κλαίει και θα τα μάθει αργότερα… Δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη αλλά αυτό που η γυναίκα η όμορφη παθαίνει και δεν το λέει και κλαίει μονάχη…

ΕΜΕΙΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα καφέδες και κρασιά κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άνδρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…

ΕΝΑ ΣΤΗΘΟΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Το στήθος σου λευκό δίφυλλο ρόδο.
Το στήθος σου αφρός του μπάτη.
Επάνω στο σταυρό του λιγοθύμησε ο ήλιος.
Το στήθος σου είναι προσκλητήριο μέσα στο μεσημέρι.
Επάνω στο σταυρό του ακουμπάει ο έρωτας και περιμένει
Το στήθος σου είναι ο τελευταίος δρόμος
Επάνω στο σταυρό του διαμαρτύρεται το έρημο καλοκαίρι
Πλάι σου παραληρεί η κοπέλα με το ρημαγμένο στήθος
Είπα: θα με κερδίσεις μα όχι με το στήθος.
Στο χρονικό του διάβασα με πίκρα
χίλιες πολιορκίες χίλιες προσμονές

ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Πώς και δεν πέθανε ο Απολλιναίρ μέσα στην ποίησή του;
Με ποιο φακό διακρίνουμε τα σκοτεινά σημεία της αγάπης;
Βρέχει και βρέχομαι κι ο ήλιος τουρτουρίζει μέσα μου!..

Η ΠΟΙΗΣΗ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ τη μεγάλη σου αγάπη
που γίνεται βράδυ πρωί χίλια κομμάτια…
πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
……………………………………
Κάποτε τέλειωσε κι αυτή η ιστορία
κι οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη πια
Οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κι οι φίλοι….

ΑΠΟΨΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Μαύρο άλογο τρώει τριαντάφυλλα άσπρα.
Δε μπορώ να νιώσω έναν άνδρα που έχει αγγίξει
απογευματινά τριφύλλια και δεν έγινε λιγάκι τρυφερός.

από τις ΜΙΚΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Το χέρι μου φτάνει ένα άνθος
ένα πρόσωπο ένα σημείο επαφής
ένα σημείο σύγκρουσης
ένα τραγούδι που πετάει πάνω απ’ τις στέγες
τ’ αγκαλιάζει τ’ αμολάει ζεστότερο
το χέρι μου φτάνει ένα σύννεφο που φεύγει
το χέρι μου φτάνει το χέρι σου

ΑΧ ΠΟΥ ’ΣΑΙ ΝΙΟΤΗ… (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Ο Μπάμπης ο Χαράλαμπος ο Χάρης
αστήρ του σινεμά μα έγινε πορτιέρης
με μόνιμη γυναίκα και με καθαρά πουκάμισα επιτέλους
και σίγουρα τσιγάρα και τέρμα τα όνειρα
πήζοντας στα χαμόγελα των ψεύτηδων και των χέστηδων της ζωής.
Ο Μπάμπης ο Χαράλαμπος ο Χάρης ο Χαρούλης
στο κάτω κάτω της γραφής στο τέλος τέλος
του μπαρ Μπαρίνο η φίντα μιας γριάς της Πατησίων η φίρμα
ψεύτης και χέστης και μπεκρής και κιτρινιάρης
αυτός που τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες αδιάλλακτο και μπουτσαρά
και παλληκάρι ο φίλος μας της φτώχειας και του φαρμακιού ο Χάρης…

Το πέραν του Ποιήματος είναι μια δύση φεγγαριού στην οδό Ιουλιανού μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας… (ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ: Όνειρα)
Δίχως επαγγέλματα και δίχως βίτσια
δίχως στραπάτσα κι αλαλούμ αγάπες
δίχως κολλημένα μπρίκια και κολλημένα φτερά ονειρεύομαι τη ζωή…
(Αχ! ξερό χωράφι στη μέση αγριαπιδιά
από δω η θάλασσα από κει και τα βουνά…)
Ζωή χτισμένη με κρασιά τσιγάρα κι αποτσίγαρα καταναλωθέντα χέρια υπονοούμενα και βλέμματα…
Ακόμα ονειροπολώ για όλους μια καλύτερη ζωή
ίσως για τη δική μου ευχαρίστηση κι αυτό λίγο δεν είναι…
Χτενίζουμε το θάνατο χτενίζοντας τα μαλλιά μας
τελειώνει η μέρα τελειώνει η νύχτα τα φιλιά μας ποτέ δεν δόθηκαν…

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΕΛΕΓΕΙΟ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ένα μπουζούκι πλέει παίζει μοναχό του ένα βαρύ σκοπό πάνω στα βαριά λόγια δύο εραστών που πλέκουν το χωρισμό.
Φύλλα από φύκια φύλλα από αρμυρίκια φύλλα ευκαλύπτου που παίρνουν το ριγμένο εραστή από πίσω φύλλα της καρδιάς που αναπολεί και κλαίει φύλλα της καρδιάς όταν ερωτικό χέρι τη χαϊδεύει φύλλα μιας αποτυχημένης ζωής που τίποτα πια δεν τη βολεύει φύλλα μιας επιτυχημένης ζωής που τη βλέπουν και γελούν οι ξένοι φύλλα ριγμένα απ’ το μαΐστρο το μεσημέρι που τώρα ξαπλωμένα στα χαλίκια τα νανουρίζει το βραδινό αγέρι. Ευτυχισμένα φύλλα που όπως πεθαίνουν έτσι ο καθένας θα’ θελε να πεθαίνει.

ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ (απόσπασμα από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Η Ποίηση πέρα απ’ τα βιβλία  και τις εποχές πέρα απ’ τους γαμπρίζοντας και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει

ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ (από την ποιητική συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)
Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται καρδιές παιδιών
η απελπισία ηχεί και πέραν της ποιήσεως ακόμη
και των ενδόξων ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετρώ τις τρύπες στο σκοτάδι
φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
παρ’ όλον τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι κομπλεξαρισμένοι
απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
τα εξ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγαπάν
πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
είναι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο κι από γυναίκα
χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία
εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κι εγώ καλά
ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια δε μ’ εκφράζει
η Ποίησις σαν τη γυναίκα που πιο πολύ σ’ αγάπησε κι εσύ
τη διώχνεις δε μ’ εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
ένα κυρίαρχον χρώμα.

παλιοί μου φίλοι παλιοί μου αγαπημένοι παλιά μου λατρευτά κορίτσια σήμερα πάλι η απελπισία μας καίει τα σπλάχνα μας αναστατώνει κι όσοι αδειάζουν απ’ τις τσέπες τους γλυκά ρεφραίν της ευτυχίας μαστροποί κι ευνούχοι κιβδηλεύουν τη ζωή μας (ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ)

 [κτερίσματα στίχων του Θωμά Γκόρπα από το βιβλίο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ δεύτερος κύκλος της ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ που επιμελήθηκε ο Γιώργος Μπλάνας στις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Αθήνα 2013, από τη συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ εκδόσεις ΕΞΟΔΟΣ 1983 και από τις ΣΤΑΣΕΙΣ στο ΜΕΛΛΟΝ , εκδόσεις ΠΟΡΕΙΑ 1979]

Ο Θωμάς Γκόρπας γράφει γι’ ανθρώπους, δεν ανακυκλώνεται στην αποτύπωση του προσωπικού του πόνου και δυστυχίας, αλλά καταφέρνει να το ανατρέψει ομαδικά και μέσω αυτού να δημιουργήσει το ακριβώς το αντίθετο. Την ελπίδα, την ανατροπή και την πρόοδο. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ξεπερνάει τη μεγαλύτερη παγίδα της ποίησης, το ναρκισσισμό. Κάτι που τον βοηθάει ακόμα και υπό τη σκιά να πάλλεται στα μέτρα του μέλλοντος

1 σχόλιο: