ΒΕΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Βλέπω ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Απέραντο μαυσωλείο μέλλον δεν προλαβαίνεις να πεις κάτι κι αρχίζει η παράσταση, το τραγούδι του Κρίσνα τυλίγεται στα πράγματα, στα πρόσωπα, στον καιρό παντού σαν πρόνοια ενώ ο ζόφος ετοιμάζει τη δική του απάντηση, τα σανσκριτικά ίσως ν’ απαλύνουν το τραγικό… η νωχέλεια γεννάει εδώ επί αιώνες τις μεταφυσικές… «πού είμαι εγώ, πού είμαι εγώ μέσα σ’ αυτό το ποτάμι των προσευχών;» θέλει να μάθει ο ασκητής των δένδρων, νιώθεται, μαντεύεται παρά ακούγεται ο ψίθυρός του… απόγευμα των δεήσεων υγρό, ανοιχτό σε ατέρμονες παρακλήσεις, κανόνες βίου… το μεσημέρι έπος συνειρμών ζαρωμένος ζητιάνος κάθεται όλη μέρα μ’ ένα ποίημα στην πύλη του ουρανού «κράτησέ μας κοντά σου, ω Νιρβάνα, δώσε μας λίγη από τη χάρη σου, τύφλωσε κι από τα δυο μάτια ό,τι έρχεται να μας πάρει μακριά»… ξαφνικά κάνει να σηκωθεί ότι δήθεν μας ξέρει, κάτι λέει, μας έχει δει προφανώς σ’ ένα άλλο όνειρο, εκεί που έχασε το δεξί του χέρι, αργά καθαρά, χωρίς να κάνει λάθη, προσφέρει τα ονόματά μας, διαβάζει στις παλάμες, ισχυρίζεται, τα πάντα επιμένει, σέρνεται όλο και πιο κοντά μας ο ανάπηρος, το πιθανότερο πεπρωμένο του σύμπατος… Πού να οδηγούν οι λεωφόροι του Δαιδάλου, έχει κέντρο άραγε αυτή η πόλη, υπάρχει άκρη και μέση; Μπορεί να πέσουμε κι εμείς μέσα σ’ αυτό το βιβλίο των κινούμενων εικόνων; Ας μη φοβόμαστε όμως, θα βγούμε ζωντανοί στο τέλος, αλλά διαφορετικοί – ας μη σπαταλήσουμε τίποτα, όλα μετράνε τη στιγμή της εισδοχής, της μύησης… Οι λωτοί θα ανανεώνονται διαρκώς μέσα στο βούρκο μάρτυρες μιας ανεξάντλητης συνέχειας, ακλόνητη κι εύθραυστη, από μετάξι μυστηρίων η ενότητα των πάντων, οι λωτοί είναι ήλιοι μικροί, θα εκραγούν κι αυτοί χρόνια μετά όταν θα έχουμε πια γίνει σκιές, παραισθήσεις ή βεβαιότητες απτές… Από τα βάθη των τόπων ένας-ένας φτάνουν ως εδώ οι χορευτές με κόκκινους ιβίσκους στ’ αυτιά, προσέρχονται με δέος, με την ακρίβεια αυτομάτων να προλογίσουν, ν’ ανοίξουν και πάλι το δρόμο στην επινόηση της καθημερινότητας και η μουσική μουσική – εξογκωμένοι βολβοί, βαμμένα μάτια, προσηλωμένα μόνιμα σ’ ένα νοητό κάλλος, σ’ ένα παντοδύναμο μηδέν, παντομίμα παλίντροπη των θεών, όπως τους είδαν στη σκιά των ευκαλύπτων οι πρώτοι προσκυνητές των δασών και των πηγών, κινήσεις που γεννιούνται πεθαίνουν γεννιούνται μέσα στο ξάφνιασμα του βλέμματος περιέχουν όλο τον κόσμο... Αφοσίωση, σώματα φερέφωνα στα πρόσωπα μια πατρίδα άφεσης… Τι άλλο να μας περιμένει στο τέλος των δρομολογίων; Εκρήξεις… δεν θα μείνει τίποτα όρθιο, έλεος ενοχή άγνωστες λέξεις, τοπίο αναποδογυρισμένο, επαρχία της τρέλας, μήπως ζούμε ξανά και ξανά το θάνατο όλων μαζί; Ένα απέραντο μαυσωλείο μέλλον κινδυνεύει να καταρρεύσει, δεν προλαβαίνουμε να περάσουμε απέναντι στην ωραιότητα, ας αποκρίνεται αντί για μας στο σπίτι ο αυτόματος τηλεφωνητής, μένουμε πεισματικά εδώ να δούμε όλες τις στάχτες μήπως αλλάξει ρότα το Κακό και γίνει φως! [κτερίσματα στίχων από το ποίημα Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΙΒΙΣΚΟΣ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ και υπέρτιτλος το τρίστιχο ποίημα ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ, από τη συλλογή ΒΛΕΠΩ του Γιώργου Βέη, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2013]



Η ΕΦΗΜΕΡΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ:   
Τι κείμενο!
Συνομιλεί με τα παιδιά των αγροτών
μια διακήρυξη σθένους
δένδρο τιμιότερο των βιβλίων.
Δέξου με.

ΑΙΘΗΡ
Κάθε φύλλο που τρέμει, που πέφτει
στο δάσος του Πηλίου είναι άραγε μια υπόμνηση;
Μια πρόοδος μια αναφορά;
Πώς μπορεί να μείνει κανείς σιωπηλός εδώ;

Κι εσύ μόνο να μη θέλεις να μου απαντήσεις
που ξέρεις, που ζεις κάθε μέρα την αλήθεια των δένδρων
σε ποιον άλλον να εμπιστευτώ παρά σε σένα λοιπόν, άνεμε
αυτές τις αράδες;

ΣΤΙΓΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Έγκλειστες, με άδεια μάτια
απονενοημένες τρόφιμοι λιμανιών
των συνοριακών σταθμών λέξεις απόβλητες
νύξεις νεκρών
οι κρίσιμες συλλαβές της νύχτας
οι σπιλιάδες της αυγής.

ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ
Εδώ θα σταματήσουμε, αν βέβαια σωθούμε,
στο κέλυφος της αυγής,
κατευθείαν από το δράμα των ναυαγών
στο απάγκιο της καρτερίας
μασώντας ελπίδα,
ζυγίζοντας με μεγάλη προσοχή τον ίσκιο μας,
τις ανάσες μας,
σαν τα φαντάσματα,
σχεδόν ατελέσφοροι,
γράφοντας με υπομονή
σ’ ένα φρεσκοπλυμένο φύλλο μαρουλιού
τον πανικό.
ΠΙΣΤΟ ΝΥΣΤΕΡΙ ΠΡΟΧΕΙΡΟ
Θα τα θυμάμαι, θα τα συντηρώ σε μοίρα καλή
τα όξινα, τα’ αλκαλικά των συλλαβών μας όλων
για να σ’ έχω εδώ δα, πιστό νυστέρι πρόχειρο
τόσο πολύ με πήρες, που θέλω ένζυμα και ζάχαρα
άλατα, σώμα και αίμα ξανά να γίνω
μέλος στην άκρη του σύμπαντος βλέμματος, η αλκή
νεφέλη και μαύρη τρύπα, σπατάλη πρώτη αυγή
φορτίο Ηριδανού των άστρων, από φως φερτός
οχυρό από μνήμη βάλσαμο, θα μοιάζω νεκρός
στους πρωινού τις ρύμες, αλλά έγκλημα δεν είναι
να περπατώ η ανταύγεια το ρούχο σου
στη βροχή να σε προσέχω η φροντίδα του Άδη
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες
όπως ηχώ το θέλει, τόσο πολύ με νίκησες.

ΕΝΘΥΜΙΟΝ
«Το ποίημα, καλέ μου, πρέπει να λέει μια ιστορία,
να έχει αρχή, μέση και φινάλε,
έναν έστω υποτυπώδη μύθο,
και τέλος πάντων
που ν’ αφήνει τη γεύση μιας αφήγησης»,
μου έλεγε συχνά τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Βαρβέρης.
Κι είχε δίκιο, όπως πάντα άλλωστε.
Μήπως το κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του
δεν είναι μια περιπέτεια στο διηνεκές;
Μια παρατεταμένη σκιαμαχία με το ανείπωτο,
ένα οδόφραγμα στη μιζέρια;

ΑΛΟΓΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Δες τα,
δεν ξέρουν τα έρημα που να κρυφτούν
μόνα τους και το λασπωμένο χωράφι
ως πέρα ο θάνατος από νερό
όπως κι εμείς
που είχαμε συμφωνήσει –
πώς το έγραψε ο Γιάννης Ρ’ιτσος –
ότι «το πιο έρημο πράγμα του κόσμου
είναι το σώμα»
όπως ακριβώς κι εμείς
στους πέντε δρόμους του σύννεφου
ολιγαρκείς, σχεδόν ανόθευτοι από κέρδος,
μνησίκακοι για ορισμένους,
πάντως ξεκάθαροι από παρελθόν του δόλου,
ένα συνονθύλευμα τελικά παράνοιας και δόξας

δες τα τώρα
τρέχουν τ’ άλογα στο μαράζι τους
αύριο όμως θα στεγνώσουν πάλι εδώ,
στον τελευταίο στίχο.

ΤΟ ΚΟΜΨΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Ξόβεργες σπασμένες,
μικρά κοτσύφια απελεύθερα
παρ’ ολίγον μπουκιές του μηδενός
τώρα υψώνονται χωρίς μέτρο και φραγμούς
πάνω από τους κάμπους, τις πατρίδες και τα χρώματα
χάρτες των θανάτων

έτσι ακριβώς κι εγώ θα σας πάρω
μαζί μου όσες μπορέσω
λέξεις ταπεινές και λερωμένες των ασύλων
να σας κάνω έμβλημα και προστασία

κι αντί για στήθος βλασφημίας
άθλους.

ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΕΣ, ΠΡΟΠΕΤΕΙΣ ΠΑΝΤΑ
Προλέγουν κάτι,
δείχνουν προς τη μεριά των αρρήτων
που το παίρνουμε αμέσως στα σοβαρά
και το ερμηνεύουμε πολλαπλώς,
εννοώ εμείς οι αλαφροΐσκιωτοι του χειμώνα
και του θέρους οι κληρωτοί
οι διψασμένοι για σωτηρία μέσα στο φως

εκτός κι αν αυτά τα σημάδια απ’ τις λεπτοκαρυές
στα ανατολικά του Ολύμπου
και στα δυτικά του Πάρνωνα
είναι τόσο μπερδεμένα και δίσημα
όσο εκείνο το κουβάρι της αγάπης
που οδηγεί σχεδόν πάντα
στην αυτοχειρία των εραστών

τότε αντί για δώρα από το μέλλον
κουβαλάμε χωρίς να το ξέρουμε
ένα ματωμένο κεφάλι
από τον αυριανό πόλεμο

ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ
Δεν μπόρεσα πάλι να την διακρίνω
όσο κι αν προσπάθησα δεν είδα τίποτε
κρυβόταν συνεχώς η κειμενοβουνοπλαγιά
ανάμεσα στα φύλλα των δένδρων
και τις κουρτίνες της βροχής

την άκουγα καθαρά όμως
όπως ακριβώς οι πρώτοι άνθρωποι του κόσμου
μου τη διάβαζε από την  αρχή ως το τέλος
με την ίδια πάντα άνεση
ο σπίνος.

ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Από μια κλωστή κρέμεται αυτό το πρωινό
πάνω από την Πάρνηθα, με ψιλόβροχο
θα γίνει άραγε μεσημέρι με ήλιο,

ή θα σταματήσει για πάντα στις 10 και 30
ένα κούτσουρο διαζύγιο;

ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΠΟΔΗΜΩΝ
Έστω γι’ αυτό λοιπόν,
για ένα απόγευμα από χαλκό
και λίγη χρυσόσκονη
κολυμπήσαμε ως εδώ
στις επαρχίες του «θέλω»,
στις ακτές του Νότου,
στις βιομηχανίες και στα μεταλλεία του Βορρά,
χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού πάνε τα τέσσερα
ωρομίσθιοι, μονόγλωσσοι
ήρωες της παρανόησης,
αλλά προικισμένοι ναυπηγοί του τυχαίου.

ΕΜΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΕΖΟΠΟΡΩΝ
Το άρωμα αυτού του δρόμου –

τα σπίτια άδεια

σαν να πέρασε από δω ο Τετραγράμματος
και μάζεψε όλα τα έπιπλα.

Η ΕΥΦΡΑΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΠάΡΤΩΝ
Έχουν εξασφαλίσει μια ή δυο αιωνιότητες
τα κύτταρά τους εγγύηση της αέναης επιστροφής
πιστός δάσκαλος, φρόνιμος μαθητής ο κάθε μίσχος τους
με την άνοιξη βιάζεται να εκμηστηρευτεί τα πάντα.

ΤΟ ΤΙΚ ΤΟΥ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΥ
Είναι το σημάδι της υποταγής ή της υπεροχής
ιδίως όταν βλέπει ξαφνικά να έρχεται προς το μέρος του
εκείνη η αλάνθαστη λέξη στιλέτο
να καρφωθεί με δύναμη στην καρδιά του
τότε φέρνει το δεξί χέρι του στο στήθος
ως να υποκλίνεται στον Αχέροντα των μυστικών του.

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ
Το φύλαξε για χρόνια στην ντουλάπα του
με τη μεγάλη τρύπα κάτω απ’ τη δεξιά μασχάλη
ήθελε να θυμάται ο Βενέδικτος ντε Σπινόζα
την ύπουλη μαχαιριά του συμπατριώτη του
από τη Συναγωγή στο Άμστερνταμ,
μαχαιριά που ήθελε να τιμωρήσει ιδέες
να σταματήσει για πάντα τη γλώσσα της αίρεσης

Η ΣΑΓΗΝΗ ΤΗΣ ΚΛΑΙΟΥΣΑΣ
Ισορροπεί μεταξύ του ολέθρου και της νίκης
το να επιζείς δεν είναι χάρις μήτε αυθάδεια
δείχνει η ροή των υπαινιγμών της
δεν είναι τίποτα άλλο παρά
αφοσίωση στο σπέρμα της μουσικής
στον ψίθυρο του γλιτωμού
μέσα από τις καταιγίδες της παραφοράς
που οι άνθρωποι έχουν πει: μπροστά.

ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Δεν σεβάστηκε ποτέ τα κυκλάμινα
ποδοπάτησε τις ντάλιες
κι αδίκησε όσο λίγοι τα γιασεμιά,
μιλώντας συνεχώς για τη ματαιότητά τους
ξέσκισε τις τριανταφυλλιές για να κτίσει το καμάρι του
κάμαρα φθόνου και υπερβολής.
Κάποια στιγμή μάλιστα καθώς τα πεύκα
προσπαθούσαν να συλλάβουν το ανείπωτο
επινόησε την προσευχή
νομίζοντας ότι θα βγει ασπροπρόσωπος στο μηδέν.

ΥΠΟΠΤΟΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Ποιος γιος είναι άραγε άσωτος και πότης
προδότης του ουρανού, του λόγγου,
να τον βρω να τον σκοτώσω
με τα χεράκια μου,
τραύλισε ο τσοπάνος στον πάντα θυμωμένο Κιθαιρώνα
κι έγειρε να κοιμηθεί όνειρό μου
στην Ιάβα.

ΠΕΤΡΕΣ 1 και 2
Ο καλός λιθοξόος ακούει:
από το αίμα που χύνεται κάτι ρουφάμε κι εμείς
καλό μας κάνει, μα δεν χορταίνουμε
λένε ότι είμαστε άψυχες, αλλά ξέρουμε από φόνο
από μαχαίρι να σκίζει στα δυο τη φρόνηση
οι πέτρες είμαστε κατά βάθος η Ιστορία.
Πολλές από μας στα χέρια της οργής
έχουμε ανοίξει κεφάλια αδελφών
στα Μουσεία Τέχνης μια πέτρα, εννοείται, ότι
είναι πάντα ευπρόσδεκτη
διευκολύνει τη μνήμη να φέρει κοντά σας την Πύρρα,
τον Δευκαλίωνα, αλλά πρωτίστως τον Κάιν.

Κάποτε μάλιστα είχαμε φτερά-κοίτα
το αστέρι, κοίτα, κάνει βουτιά στο στερέωμα
μα δεν είναι στερέωμα, παρά μόνο μητέρες πέτρες
πατέρες πέτρες που μεγάλωσαν μέσα στο κεφάλι του Αρίσταρχου
του Γαλιλαίου και τόσων άλλων που μας πήραν στα σοβαρά

«Όχι με μαχαίρι, ούτε με πέτρες,
με το πιστόλι να με τελειώσετε»
φώναξε η γυναίκα αιχμάλωτη μέσα στα αίματα,
που κοιμόταν με τους Γερμανούς στην Κατοχή.

Εκείνοι, συγχωριανοί της, δεν την άκουγαν
μέσα στον πόλεμο και βιάζονταν
δεν είχαν και πολλές σφαίρες
ν’ ανέβουν στον λαιμό της
να της κλείσουν τα παρακάλια
«όχι με μαχαίρι, ούτε με πέτρες»
να καθαρίσουν μια και καλή
το δρόμο και το βουνό.

ΝΑ ΠΩΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕ Η ΜΕΡΑ
Πέρασαν κι αυτά τα χέρια πάνω από τα στήθη μου
άγγιξαν το μέσα μέρος των ωρών μου
έσκυψε να πιει νερό ο κορυδαλλός
έδωσα όλα τα χρώματα των ρόδων στους ζωγράφους
το χρυσάφι μου στους αμπελουργούς
άδειασα να σας θρέψω
κι εγώ κυνήγησα πρώτη τα σκυλιά της νύχτας.

Τώρα πίνω απ’ το ποτήρι σας
πεθαίνω βαθύ απόγευμα
γλώσσα στο στόμα του χειμώνα.

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Πεσμένος στα γόνατα κι άοπλος
κοίτα, είναι ο ήλιος στους πυράκανθους
αγκιστρωμένος για τα καλά στα κλαδάκια του τέλους
λάσπη, κομμάτι ήδη ιστορίας από δάκρυα κι ιδρώτα
έκλαμψη, έκκριση και ο ίδιος
ενός θεάματος που καταρρέει σε λίγο
μέσα σε μια μόνο λέξη: αδύνατον.

ΙΜΕΡΟΣ
Σχεδόν ήχος
μια νότα πιο χαμηλά από ψίθυρο
του σχεδόν νεκρού

λίγο προτού αποχωριστεί, εννοώ, το ξερό φύλλο
από το κλαδάκι του
αυτή η τέλεια υπόκρουση
το θρόισμα ενός γράμματος
ενός μορίου Γνώσης.

Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΚΠΛΗΞΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ
Ακόμη ένα, αλλά γρήγορο σώμα
το κλέος των προσφορών του
μέσα στο σκοτάδι γίνεται Κυβέλη
ή κατά περιστάσεις, Εκάτη
ένα σπίτι γεμάτο πυρσούς
έτοιμο ν’ ανάψει
οι σπασμοί έχουν αρχίσει από νωρίς
δάχτυλα ερευνούν απερίσπαστα χάος

Ποιο είναι το αρμόδιο ρήμα,
μήπως souffler;
Αλλά αρκεί για μια τόσο βαθιά πράξη;

Θηλάζει συχνά η ίδια το στήθος της – έξοχα!
Όχι από βουλιμία,
Αλλά από αυτοπεποίθηση πάντα.

Με το μισό κορμί να γέρνει ήδη
πάνω απ’ το χαντάκι της έξωσης
οι δανειστές να κορυβαντιούν προ πολλού
εμείς ψάχνουμε στο χάρτη νέες πηγές
τροφή στα έσχατα των ηπείρων
περισσότερο αποδημητικά πλέον
παρά σημασίες δίποδες.

Θα επιστρέψω
Σίμων ο Μάγος ή απλώς Αλέκος Π.
θα επιστρέψω μέσα στο φως της αλάνθαστης
πτώσης.

Πώς το έχει πει ο Κομπαγάσι Γιατάρο,
πιο γνωστός ως Ίσσα
πριν από δυο αιώνες
«εκεί που ο πέλεκυς λαθεύει
εκεί κάνει τη φωλίτσα του το φρόνιμο πουλί»

έτσι κι εμείς θα σκαλίσουμε στη φλούδα του πεύκου
«Άσχετοι με τα θαύματα,
εδώ θα χτίσουμε μαζί ένα-ένα τα φιλιά».

Οι κλειδώσεις μας ποτέ δεν θα πονέσουν
όσο βάζουμε λίγο μέλι στους αφαλούς
από κει ως το μεδούλι  μπορεί να φτάσει
κι από κει ως τους αστερισμούς του Αυγούστου
να μας δείξει

Μπορούμε ν’ αντέξουμε σήμερα τουλάχιστον,
κι άλλη δίπατη πραγματικότητα
και το αντίθετό της μαζί
είμαστε από κεράσια
ξαφνικά αδάμαντες.

κάτι από την επανάληψη
κάτι από την επανάληψη
έρχεται ο οργασμός να δέσει με το όνειρο της Ρουθ.

… καθώς κουταβάκια τρέχουμε
πάνω κάτω στο χαλί της όρεξης και της έκστασης
όμως
τα ασταθή βήματα της Πάρκινσον
τα κραυγαλέα σινιάλα της γεροντικής άνοιας
τα σφαγμένα βλέμματα της Αλτσχάιμερ
ας τα συνηθίσουμε όλα αυτά
από τώρα που τρέχουμε σαν κουταβάκια
πάνω κάτω στο χαλί της όρεξης και της έκστασης.

Παρεισφρέουν πάλι οι γλουτοί
κι αναστατώνουν για τα καλά
τη σύνταξη της νύχτας.

Από το μονόλογο της Ευρυδίκης
καθώς κατεβαίνει ήρεμη την Πατησίων
προλαβαίνω ν’ ακούσω:
 «Και η απόσταση που χωρίζει την αριστερή κλείδα
από τις υποσχέσεις του ουρανού
μισή ώρα μόνο με τα πόδια είναι
και μας φαίνεται αιώνας»

ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ ΑΙΘΡΙΑΣ
Παν δώρημα τέλειον
όπως ακριβώς αυτός ο όρκος
από τη θάλασσα των κριμάτων
από τη θάλασσα του πρωινού
σε πλησιάζει, σο γνέφει
με όση καλοσύνη διαθέτει
ότι δεν θα σε πνίξει ποτέ ξανά.

ΘΑ ΣΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΩ
Ναι, δεν πρέπει να μας προβληματίζουν άλλο
οι συνέπειες της απουσίας, οι ματαιωμένες συναντήσεις
ό,τι τέλος πάντων υπονομεύει τη φυσιολογική ροή των ημερών
αυτής της θρυλικής συγκυρίας

ας αποκρίνεται λοιπόν αντί για μας ο παλαιός
αυτόματος τηλεφωνητής
ώσπου να παραιτηθούν οι γνωστοί κι οι φίλοι
και να πιστέψουν ότι είμαστε κι εμείς δήθεν αλλού,
έρμαια άλλων δημαγωγών, προφανώς ψευδεπίγραφοι
ανάμεσα σε ψευδεπίγραφους,
ίσως ψάρια πάλι από την αρχή των γεννήσεων του κόσμου τούτου,
γεμάτοι αγκάθια μεταμορφωμένοι,
αλλά πάντως νοήμονες,
χαμένοι σε μια νέα εποχή του λίθου,
ανήμποροι αλλά ολοζώντανοι

ίσως έτσι να επιμείνουμε στη φαντασία,
μέτοικοι από εποχή σε εποχή
αναλλοίωτα
γραμματόσημα
σήματα νήπια
ανεπίδεκτα φθοράς
του μεγάλου Σπηλαίου των Πετραλώνων.

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
Η νυχτοπεταλούδα αναγγέλλει πάντα
ή την άφιξή σου ή τον ερχομό μου
τη διάρκεια δηλαδή των ψευδαισθήσεων.

ΑΠΟΡΙΑ
Τι θέλει άραγε τόση ώρα να μας πει η παιωνία;
Μήπως ότι απ’ τον πόθο μας λείπει η σοφή μουσική;
Κανείς δεν την προσέχει
μήπως θέλει να μας πει ότι ο καιρός θ’ αλλάξει απότομα
θα ’ρθει βροχή πολλή, χαλάζι
να μας τελειώσει από τη μια στιγμή στην άλλη
μέσα στις λέξεις
της νοθείας, της ατιμίας, του κακού θεάτρου;

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΙΣΤΕΓΑΣΜΑ
Πού αλλού θα βρεις τέτοια καλή ερημιά;
Τέτοια ποιότητα φωτός;
Ακόμα και οι εξόριστοι νομίζουν ότι ζουν τελικά
σε χώρα υπέροχη, στη φαντασία των πουλιών
ή ακόμα και στην ίδια τους την πατρίδα, όταν ήταν παιδιά
κι έτρεχαν από το πρωί ως το βράδυ στους δρόμος
και στις πλατείες –

τόση ερημιά που λες «ελευθερία»
τόσο φως, που δεν φοβάσαι τα δηλητήρια
ή ακόμα και τον ίδιο θάνατο,
λένε οι παλαιότεροι εδώ.
Χωρίς κανένα παρελθόν,
πάντα μέλλων ο ήλιος του μοναχικού,
γι’ αυτό και η δύναμή του

να μη σκέφτεται πια τους άλλους

του φτάνει να βλέπει στα μάτια των λίγων ζώων
που τον πλησιάζουν
τον εαυτό του, δηλαδή τον ίδια τον Θεό
σαν χάρισμα.

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΚΙΣΣΟΥ
Ο λιθοξόος έμεινε άναυδος.
η πολύτιμή του πέτρα πρασίνισε μέσα σε μια νύχτα
έβγαλε κλαδιά και ρίζες άπλωσε παντού
το στούντιο έγινε λόχμη, γέμισε μυστικά

τα τρία τέταρτα του ανδριάντα που σκάλιζε
εδώ και μήνες χάθηκαν μέσα στα πυκνά φυλλώματα,
ό,τι απόμεινε έγινε κισσός,
που ανεβαίνει τώρα και πλέκεται γύρω από τον ίδιο
όχι για να τον πνίξει, αλλά για να τον κάνει αθάνατο.

ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ
Κράτησε λίγο ακόμα την ανάσα
το κάθε δευτερόλεπτο λογαριάζει περιπέτειες
μην πεις για την ώρα τίποτα άλλο
ανεβαίνω από τα σπλάχνα σου,
τα σπλάχνα του παντός,
τυφλός, σοφός κι αγράμματος

υπόσχομαι όμως να γίνω ο πιστότερος φύλακας
του στήθους σου.

ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
«Η αίσθηση του παντός,
η επινόηση της αίσθησης του παντός…
Καλά είναι κι έτσι αυτή τη νύχτα
κάτω απ’ τ’ αστέρια
χωρίς φεγγάρι
ν’ αρχίζουμε να πιστεύουμε κι εμείς
ότι είμαστε ή ότι μπορούμε να γίνουμε άνθρωποι»

αναλογίστηκαν ξαφνικά
την ίδια ακριβώς στιγμή δύο εντελώς ανόμοια άτομα!!!

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ ΤΟ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΜΙΑΣ ΛΙΜΝΗΣ…
κι όταν μπόρεσε το πρωί να ξυπνήσει, είπε: ζούμε μέσα του, μαζί με όσα μας συνέχουν, πότε επηρμένοι κι αφελείς, πάντως ματαιόδοξοι… σαν αποτυχημένες εκκλήσεις βοήθειας, εξόριστοι μετανοιωμένοι κι άδολοι πλέον στις ερήμους των σωμάτων, η μονοτονία της έλλειψης οι χάρτες των ελλειμμάτων ό,τι κι αν αγγίξουμε όμως θα στάζει πόθο… Για δυο στιγμές ακόμα ας κρατηθούμε γερά απ’ τα κλαδιά αυτού του πεύκου κάτω ας λιάζονται οι εχθροί της καρδιάς μας μετά το αεράκι θα φυσήξει, σίγουρο τραγούδι, θα μας πάρει πούπουλα του ύπνου να μας φέρει στων παραμυθιών τα λημέρια, στους θαλασσινούς αετούς, κοντά στους πύργους της τύχης, εικόνες έτοιμες να μας κρατήσουν επιτέλους μέσα τους, χωρίς άλλο νόημα η δόξα των ανθρώπων, ο πόλεμος, αυτά τα είδωλα του κόσμου, μόνο ας κρατηθούμε τώρα λίγο ακόμα απ’ τα γερά κλαδιά του πεύκου… Πληγωμένο, διαβρωμένο απ’ το κρύο σχεδόν ετοιμόρροπο, στέκεται ακόμα στα πόδια του ζούμε μέσα του, μαζί με όσα μας συνέχουν πότε επηρμένοι κι αφελείς, πάντως ματαιόδοξοι, είμαστε όλοι εμείς το μισοτελειωμένο ποίημα ενός αγνώστου που μας ονειρεύτηκε στην άκρη μιας λίμνης[κτερίσματα στίχων από τα ποιήματα ΜΑΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΓΚΩΜΙΟΥ και ΣΤΟΡΓΗ, που περιέχονται στη συλλογή ΒΛΕΠΩ του Γιώργου Βέη, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2013]

Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά. Το πρώτο του βιβλίο, "Φόρμες και άλλα ποιήματα", εκδόθηκε το 1974. Ακολούθησαν άλλα έντεκα βιβλία ποίησης, έως το "Μετάξι στον κήπο" (Ύψιλον, 2010). Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Υπηρετεί στο Διπλωματικό Κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρτμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ-Πρινσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουϊνέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Το 2010 τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000, για το βιβλίο "Ασία, Ασία", και με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2010, για το βιβλίο "Από το Τόκιο στο Χαρτούμ". Η ποιητική του συλλογή "Λεπτομέρειες κόσμων" (εκδ. Ύψιλον) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007. Το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα. Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.

ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΕΙ, ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ:
«Ενόραση και αισθητηριακή εμπειρία»: Μια αναλυτική κριτική μελέτη για το ποιητικό έργο του Γιώργου Βέη με αφορμή την τελευταία ποιητική συλλογή του Βλέπω (εκδ. Ύψιλον), από τη φιλόλογο και ποιήτρια  Άννα Αφεντουλίδου με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://deepunctum.blogspot.gr/2015/03/blog-post_29.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου