ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Ανθολογία

ΤΙ ΠΛΗΚΤΙΚΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ:
Πλήττει όταν το διαβάζουν γιατί ξέρει πως όλοι πλήττουν πια διαβάζοντας ποιήματα. Έτσι από την ανία πέφτει σε άνοια, κοιτάζει απ’ το παράθυρο τον κόσμο, κανένας δεν κοιτάει προς το παράθυρο. Μα δεν το νοιάζει, ξέρει πως έτσι γράφτηκε, πως έτσι γράφονται τα ποιήματα από ανία για την άνοια που τα περιμένει (ΠΕΡΒΑΖΙ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001 –ART Bogdan PRYSTROM by Catherine La Rose)


ΝΑ ’ΝΑΙ ΚΑΛΑ ΟΙ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ: ΕΓΚΩΜΙΟ:
Να ’ναι καλά οι ταχύτητες
οι χελωνίσιες που απομείναν.
Τις έχουμε να λοιδορούν λαγούς πανηγυρτζήδες
και να τρυπούν αρρενωπά την άπνοια
όταν φυσάει.
Να ’ναι καλά οι ταχύτητες, νωθρές
όταν αλά μπρατσέτα εμφανιζόμαστε
όπως υπερωκεάνιο σε μονοήμερους της αποβάθρας
ή όπως
γερουσίες σε εφηβικά λουτρά.
Αλλά καλύτερα κι από καλά
ευλογημένες ως απτόητες
να ‘ν’ οι άλλες, μυρωμένες κάθιδρες
στα τρομερά ιπποδρόμια των ύπνων
που με αναβάτες θρυλικό Κεράτσα
ή και τον σερ των σερ
σερ Λέστερ Πίγκοτ
όρθιους στη σέλα με το καμουτσί
σκίζουν ακόμα κάθε χάραμα
το φώτο φίνις της νυχτιάς
και μας ξεβράζουν στους αλαλαγμούς
των συνανθρώπων.
 [Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001]

Ο ΕΝΙΚΟΣ, ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ
Εδώ γνωρίζω ηλικιωμένους
που αν τους ρωτήσεις απαντούν
και μόνον τ’ απαραίτητα
σε μια γλώσσα παλιά
ευγενική σανσκριτική ακατανόητη
κι ύστερα πάλι φυγαδεύονται
στη μερική τους άνοια, μακρινοί.

Πόσα μπορείς να μάθεις απ’ τα σπαράγματα των φράσεων
και σε τι άνθρωπο σοφό μπορείς να εξελιχθείς
απ’ τα στεγνά τους μάτια που απλανή θρηνούν
επειδή κώφευσαν
τίποτε απ’ όλα αυτά δεν διδαχθήκαν
τα παιδιά τους –
κάτι σφριγώντα κούτσουρα λαλίστατα
που μας κυκλώσαν και παραμονεύουν
με τα τενεκεδένια δούρεια δώρα
της οικειότητας
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001]

ΣΤΑ ΞΕΝΑ:
Πού τήνε βρήκε αυτός την αγαλλίαση

πως τάχα δεν τον κυνηγάνε τα σκυλιά
πως το ποδάρι του δεν είναι πια στο δόκανο
πως έχει πια, ελεύθερος ερήμου
μπουχτίσει το νερό
πώς έγινε
-δήθεν για ν’ ανθρωπέψει πάλι
και τα νοστάλγησε όλα αυτά
σκυλιά και δόκανα και δίψες-
υπαρκτά

μεγάλη ελπίδα να το νοσταλγείς
ένα μαρτύριο ενώ δεν έχει λήξει
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001]

Η ΔΑΝΕΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
Όσο γερνάω
τόσο ομορφαίνω
το πρόσωπό μου παίρνει
τα ωραιότερα χαρακτηριστικά
των συνανθρώπων μου
επιτέλους μ’ αγαπούν
το βλέπω καθαρά στο πρόσωπό μου
αγνώριστο
απ’ τα χαρούμενα βασανιστήρια
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΣΤΑ ΞΕΝΑ 2001]

ΣΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Έχει ο καθένας μας, πέρα απ’ το φθόνο
έναν άνθρωπο, για τον εαυτό του και μόνο
άυλον άνθρωπο – που του απλώνει φυλλωσιά
χωρίς να ’ναι δένδρο ή ομπρέλα, μονάχα δροσιά.

Τον κρατάει κρυφόν από τον κόσμο, αλλά
ο ίδιος τις νύχτες τον αγγίζει απαλά
κι ας είναι άυλος, όμως μεσουρανεί
στα χαρούμενα όνειρα, σε χρώμα ουρανί.

Γιατί ο άυλος στ’ όνειρο γίνεται υπαρκτός
πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός
αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα
θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΤΙ ΝΑ ‘Ν’ ΤΟ ΣΩΜΑ;
Μην είναι οι κάμποι, τα ψηλά βουνά;
Κάτι από δύση θα ’ναι πάντως σε κραιπάλη
κι έχει στολίδια του μαντείες
να μη σαστίζει σε αλλαξοκαιριές.

Πάλι μπορεί να ’ναι πέρασμα ενός τρένου
κι όχι το πέρασμα ενός τρένου επακριβώς
αλλά η ησυχία της διάβασης: δυο ησυχίες:
εκείνη που προηγείται κι αυτή που έπεται.

Ή το πιο απίθανο, μες στον κοιτώνα
καθώς επικρατεί το σκόρπισμα του ελέους
κι οι αψήφιστες ραγισματιές στο ημίφως

να ’ναι μια σάρκα που φτεροκοπά
ενώπιον των οστών της

ΟΙ ΜΑΓΟΙ
Τους βλέπεις; Είναι εδώ που μια νυχτιά
ξαπλώσανε στο αχούρι των αλόγων.
Να ο παλμός, γιορτάζει μονοσύλλαβος
και ρουθουνίζει. Ούτε καν νιώσαν πώς,
κυνηγοί αυτοί, επέσανε σ’ ενέδρα ζώων.
Και δώστου με σαϊτιές και με πυγολαμπίδες.

Βεβαίως αβέβαια πράγματα
είναι χρησμός να μην το μάθω
ποιο τάχατες καμίνι βαρεμάρας μυ ύφανε
από το χάος σ’ αυτή τη φάτνη του γραφτού.

Μου αρκεί που προσκυνώ
το μάστορά μου ρύπο σας
ω νεκροί μάγοι.

Ελάτε να σας φιλήσω

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ (Στον Γιώργο Μαρκόπουλο)
Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντηλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια κρασί. –Είσαι καλά; του λέω. –Καλά, καλά, και μου ’πιασε το χέρι. – Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. –Δεν πίνες; ρώτησα! –Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δεν θέλω να ξεχάσω.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
Κάποια γυναίκα όλο κοιτά φεγγάρια Πανσελήνου.

Εσύ είσαι όρος
όταν θεριεύεις ύψος
μυρίζει μέλλον φθινοπωρινό
απαλό της μνήμης.
Σε ζωογονούνε
ήλιος
μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά
θάλασσα
με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό
κι ο άνεμος
που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.

Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.

Μα εσύ είσαι όρος.
Ρίξε τα ξύλα και νερά  σου κρουνηδόν
πάνω στα χορταράκια
και στα πεπρωμένα
της πανίδας
με το καλό
με τον καιρό
και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα.

Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Άνθρωποι φτωχοί γεννηθήκαμε
και της αγάπης ενορίτες
πώς τάχα γίναμε συνταξιούχοι του οίκτου
του εμπρησμού συνδρομητές
πώς και φουντώσαμε σαν τα γεράνια
και πώς καταδεχθήκαμε ξένο νερό για πότισμα
πολύ μας αγαπήσαν, δε νομίζετε
ώρα για εκδίκηση
ώρα για αγάπη ανόρεχτη
ζευγάρια που μαζεύουνε τα πράγματα
και τα ρολόγια τους και τ’ αντικείμενά τους
κι όταν πια δίνουν το κλειδί
το πεταχτό φιλί

τύμπανα εκεχειρίας βαρούν
στο διπλανό ξενοδοχείο
 [Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΗΡΕΜΕΣ ΦΥΤΕΙΕΣ
Σμήνος οι κίνδυνοι πετούνε γύρω.

Σου γνέφουν ήρεμα σαν πέπλα
και ξεμακραίνουν
με αποσιωπητικά χαράζοντας στον αέρα
κωμική  υποψία:
μη κι η αθανασία δεν είναι
σίγουρο πράμα και χειροπιαστό.

Αλίμονο όταν κίνδυνοι
με δίχως πέπλα
αρχίζουν τις αληθινές σκουντιές.
Σε τι αθανασίας ψευδαίσθηση
μας παραδίδει
η πλήξη απανωτών διασώσεων.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥ
Το αγροτεμάχιο που επωλήθη για να ενοικιαστεί
βιαία πνοή
οι μετοχές των πλοίων αμετάβλητες
στον δρόμο του αχανούς
ένα  πανάκι που αγοράστηκε να περιμένει
τον κρίσιμο ούριο
κι όμως ετύλιξε το ιστίο του ναυαγού
παλιό κρασί που το πλαγιάσαμε σε κάβα
στου καπηλειού την πτώχευση
ο μεθυσμένος πόθος μας για παλαβό καρφίτσωμα
των σταφυλιών σε δάσος δένδρων με κλαδιά

και περαιτέρω
αγορασμένοι συγγενείς σαν πουλημένοι φίλοι
χαλιά χειρός κεντήματα που αθλούνται στο ξεθώριασμα
μαζί και οι ανακαινίσεις τους (restaurations)
-ανακαινίσεις είπα; χρυσές δουλειές της καλλονής
σε βάρος της μελέτης
πούδρες εταίρες θέλγητρα καμώματα του δόλου
στα καταγώγια της αισθητικής
σε βάρος της αγάπης
και μια γυναίκα όλο τρελή
στον ύπνο λογικεύεται

χαλάλι όλα τα χρήματα –

οι άνθρωποί τους
πεταμένα λεφτά
 [Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ 2005]

ΕΝ ΑΡΧΗ
Σπαρτά της γης θυσίασε ο Κάιν
μα προτιμήθηκε η θυσία ποιμνίων του Άβελ.

Κι έγινε ο φόνος

Λοιπόν ποιος Πρώτος ζήτησε αίμα;
 [Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ, 1
Είμαι ανεβασμένος σε μια σκάλα
και κοιτώ τον κόσμο
πίσω από το φράχτη.
Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου
τούτης της όχθης
της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια
ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:
καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων
σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια
ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ
τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν
σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων
πολιτικής αντάρας
κι άλλα της οπτασίας
της Ιστορίας
τρεχάτα γεγονότα.
Αλλά πάνω στη σκάλα
σαν να βλέπω τώρα επί ματαίω
τρέμουν τα γόνατα
και πρέπει να κατέβω
μ’ ένα μονάχα δίλημμα:
ήταν η σκάλα μου ασταθής
ή οι εικόνες άστατες
και δεν φωτογραφίζονται.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ζώα προθυμότατα και ευέλικτα φυτά
αγνές αυγές χαδιάρικοι νοτιάδες
κερήθρες μυστηρίου θροΐσματα στοιχειών
κι εν μέσω
άνθρωποι πρόσχαροι
χλιδής και μέθης.

Μόλις εβγήκαν
αμέσως διάβασαν τους χάρτες στα ψηλαφητά
ανάστησαν με υπομονή πόλεις και ζούγκλες
και βάλαν τα καλά τους:
τι χρώματα ζωηρά τι κέφια έγχρωμα
και τι πετάγματα κι ανθοφορίες
αύρες λιτές και σώματα σαν αύρες
όλα κι όλοι πανέτοιμοι για Κυραικές.

Που όμως
όπως οι θάλασσες προς τις στεριές
έτσι κι αυτές
άρχισαν να μετατοπίζονται
Δευτέρες μαστορεύοντας, Τρίτες και Πέμπτες.

Και τώρα
τι μέγα λάθος ενδυματολογικό
τι πίκρας πρίμο αγέρι
τι αφέλεια
τι ευπιστία.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ
Αυτός ο όφις που έφτασε στην πόλη μας
μ’ ένα ακέραιο μήλο κατακόκκινο για μας
πέρασε απαρατήρητος.
Κανείς δεν το δοκίμασε
κανείς δεν σκέφτηκε ούτε καν
να μπει στον πειρασμό της γεύσης του.

Βαρύ και ναρκωμένο πια το φίδι
έχει κουλουριαστεί στη μέση της πλατείας
χωνεύοντας το μήλο
αφού θα ’πρεπε
κάποιος να ’χε πεισθεί
και να δαγκώσει!
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

«ΤΙ ΕΜΟΙ ΚΑΙ ΣΟΙ, ΓΥΝΑΙ;»
Στο γάμο της Κανά  υστερήσαντος του οίνου
τόλμησα να πω κι εγώ μια γνώμη
για το κρασί. Σου θύμιζα έτσι
μόνο για μια φορά την ύπαρξή μου
τη θυσία της άμωμης σύλληψης
την αξιοπρέπεια του Ιωσήφ
τα λίγα ταπεινά
που μια παρθένα κι ένας ξυλουργός
μπορούσαν να διδάξουν σ’ ένα νήπιο
έστω και θείο.
Αργότερα μας πίκρανες με τη φυγή Σου
κανένα μήνυμα δεν πήραμε για χρόνια
ώσπου όταν γύρισες λαμπρός
ήσουν απόμακρος
σαν να ’χες κάτι από Θεό.
Ύστερα ήρθαν τα μαρτύρια
οι προπηλακισμοί κι η σταύρωσή σου –
σταύρωση και για μένα
όπως η ανάστασή Σου
και δική μου ανάσταση.

Αν όμως τόσους αιώνες
βλέπεις σε κάθε εικόνα μας
να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη
δεν είναι μόνο ο πόνος
για τα εγκόσμια βάσανά Σου
όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά:
«Γυναίκα, τι σχέση έχω με σένα, Εγώ;» -
πικρία όχι Θεομήτορος
όχι αγίας καν
μονάχα μάνας.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΤΟ ΑΠΟΛΩΛΟΣ
Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός
κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του.
Αντίθετα, να ’σαι υπερήφανος
που διάλεξε με παρρησία να σ’ αρνηθεί
για την «τιμή και την πεποίθησί του».
Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίση του
και σύμφωνα μ’ αυτήν στο τέλος ίσως θα κριθεί.
Η ανησυχία και η θλίψη Σου
θα ’πρεπε μάλλον να στραφούν
στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.
Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου
μας έχεις αιώνες τώρα
και για πάντα χάσει.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΙΔΕΩΔΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Αμνός γεννάται
δοξάσατε
το βρέφος ψήνεται
στον οβελία.
Συγγενείς απορούν
ανάμεσα στο θηλασμό
και στο φαγοπότι
Τσότρες κρασί
κυκλοφορούν στον ώμο
νοσοκόμων
για ευωχία μετάγγισης
Χριστούγεννα στο νεκροθάλαμο
και Πάσχα στη θερμοκοιτίδα.

Τι βολικά δυσνόητες οι γιορτές
χωρίς το θαύμα.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

«Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΠΗΡΕ ΕΝΑΝ ΝΑΥΤΗ…»
Μέσα στα μάτια των ταπεινών
τσούξιμο η φλογισμένη κορύφωση
ολημέρα. Εκεί
παλεύουν ανώνυμοι ναυτόπαιδες
με κανονιές και λαμπαδιάσματα
σε Σαλαμίνα
Σικελία
και Άκτιο.
Σάλος πολύς
στόλος πολύς
ωσότου πεταχτούν τα πτώματα στη θάλασσα
και διαταχθεί
νύχτα και νύστα.
Τότε με δάκρυα οι ταπεινοί
ξεπλέκουν απ’ τα μάτια τους
το μακελειό:
τόνοι δακρύων ανύποπτων ανθρώπων
εγγύηση πάλι θάλασσας
για ναυμαχίες της Παναγιάς
και τ’ Άι-Νικόλα
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]

ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΟ
Ένα σκιαγραφικό υγρό κυλάει διαρκώς
μες στο μυαλό
λίγων ανθρώπων
κι ελέγχει και ακτινογραφεί
σε πλάκες μαλακές
την ένταση των αισθημάτων.

Ναι, στων ακτινογραφιών αυτών
τις άγρυπνες εφόδους
χάρη χρωστούν
όσοι στολίστηκαν με περιδέραια λύπης
όσους δεν γελοιοποίησε η χαρά
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2005]


ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ
Μου χάρισες μια ζωή
και γλώσσα μία
Μόνος μου δόθηκα μετά
σε γλώσσες ξένες
άλλων, εξωτικών ανθρώπων.
Σπούδασα ως και τα πιο ακραία
επιφωνήματά τους
ώστε ν’ αναγνωρίζω την βαθύτερην οδύνη τους.
Εφόσον όμως ζεις
κανένας
ούτε και η φαντασία
μπορεί να πει
στα ελληνικά ποιο θα ’ναι
της στιγμής εκείνης
το επιφώνημά μου
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

ΠΛΕΕΙΣ
Πλέεις πια
μες στα παλιά φαρδιά σου ρούχα
ενώ ο Χρόνος
σου σφίγγει
τη ζώνη
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 1
Πώς ψάχνω κάθε λεπτομέρεια
πώς επενδύω αισθήματα
σε γεγονότα κοινότατα
του απωτάτου παρελθόντος της
πώς εξοργίζομαι
πώς συγκινούμαι
με συμπεριφορές της τώρα
βαθέος γήρατος.

Έτσι καμιά φορά κατασκοπεύονται
απλές, ανάξιες λόγου και ιερές
γυναίκες.
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2
Πώς ψάχνει κάθε λεπτομέρεια
πώς υποπτεύεται τα βλέμματά μου
πώς γεγονότα ελάχιστα σχολιάζει και θυμάται
πώς με στγχωρεί
και πώς παραμονεύει
με διαίσθηση άκρα
ανύπαρκτους κινδύνους ή υπαρκτούς
έστω για φευγαλέα απόδρασή μου
έξω από τη νόρμα.

Έτσι κατασκοπεύονται άνδρες
από ιερές δήμιες γυναίκες

ανάμεσα στη γέννηση και στην ταφή τους
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ
Αύριο φεύγουμε
Τελευταία νύχτα απόψε.

Εκείνη απλώς γυρίζει σε οικείο παρελθόν
εγώ επιστρέφω σ’ ένα δύσθυμο μέλλον
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

«ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ ΔΟΚΙΜΕΣ»
Οι τύψεις ξέρω πόσο
θα με βασανίζουν κάποτε
Είναι όμως
το μόνο φάρμακο
κατά της λήθης
[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]



(τίτλοι τέλους): ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ: ΑΜΑ ΠΕΘΑΝΩ ΠΩΣ ΘΑ ΖΗΣΩ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ;
Ό,τι και να ’χει συμβεί
όχι, όχι «Ύπνου βαθέος».

Σε κάθε περίπτωση
έστω και σαν παράταση πλασματική:
Βαθέος γήρατος»

[Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ 2011]

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ «ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΩ»:
«Δοκιμές νάρκης του άλγους εν Φαντασία και Λόγω» είναι για τον Καβάφη οι συφοριασμένες προσπάθειες των ποιητών να πνίξουν τη μελαγχολία τους στα… ποιήματα που γράφουν.  «Εν φαντασία και λόγω», είναι και ο καταληκτικός στίχος στο πρώτο ποίημα της πρώτης συλλογής του Γιάννη Βαρβέρη (ΤΑ ΣΚΕΥΗ 1985), με τον  οποίο ίσως προοικονομούσε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του και την ποιητική συγγένεια του με τον Αλεξανδρινό.  «Εν φαντασία και λόγω», λοιπόν,  πορεύτηκε ο Βαρβέρης στις περίπου τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του πορείας. Από το στοίχημα των λέξεων αποζητούσε, όπως όλοι, ό,τι όρισε ο Καβάφης στο θρυλικό πια ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. // Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.- / Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή». Ο,τι κρισιμότερο εδώ, οι μετριαστικές λέξεις «κάπως» και «για λίγο», που δεν αφήνουν περιθώρια για την ψευδαίσθηση πως η ποίηση είναι παυσίλυπο. Γιατί στο ελκυστικό παιχνίδι της ζωής υπάρχει μία και μόνη σιγουριά, όπως την ανέδειξε ο Βαρβέρης στο ποίημά του «Κοινωνικά» της συλλογής «Άκυρο θαύμα» (1996): «Πάλι ανακατεύουν την τράπουλα. Και πάλι κόβει ο Θάνατος για να μοιράσει ο Χρόνος». [σχόλια και κριτικές για τις ποιητικές συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο]:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου