ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ ανθολογία από ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟ

ΠΡΙΝ ΗΤΑΝ ΠΛΗΓΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΑΙΜΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΡΟΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΒΛΕΜΜΑ…
που γέννησε φωνή που γέννησε τρέλα που γέννησε γη που γέννησε ψέμα που γέννησε φυγή που γέννησε ρέμα που γέννησε εποχή
όνειρο, κάποιου άλλου που έμοιαζε τόσο υπέροχα με το δικό σου τραύμα μακριά, τόσο κοντά, ο σκοτεινός ανοιχτός κόσμος που ήρθε νωρίς, που έχει τόσο αργήσει…
Όνειρο η γυναίκα με τις κόκκινες αρτηρίες ο Δούναβης που θα έφερνε πίσω τον πατέρα η πτώση του Τείχους στα νυφικά σου τριαντάφυλλα  Όνειρο η ψυχή που άρχισε να φουσκώνει σαν μπαλόνι μέχρι που έκρυψε τον ήλιο   Όνειρο ότι θα ερχόμουν στον κόσμο από το αίμα των χεριών σου ο άνδρας που χάθηκε στα υδροφόρα θεμέλια δυο πολιτισμών το φάντασμα με το νυφικό που κρεμάστηκε στο Τείχος   Όνειρο το φως που γιγαντώθηκε πάνω από τα φτασμένα όρια κι έμεινε απόμακρο από τις εποχές να φωτίζει το τέλος της ιστορίας   Όνειρο ήταν η ανάσα σου πάνω στις μικρές ανοιξιάτικες νάρκες [ΠΡΙΝ ΗΤΑΝ ΠΛΗΓΗ και ΝΑΡΚΕΣ δυο ποιήματα από την πρώτη ενότητα της συλλογής του Γιώργου Αλισάνογλου ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟΣ εκδόσεις Σμίλη 2016 – παρακάτω ανθολογούνται ενδεικτικά ποιήματα και από τις τέσσερις ενότητες της ίδιας συλλογής: ΠΟΛΕΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ ΛΑΘΥΡΑ, ΟΡΙΑ ΑΝΟΙΞΗΣ] 


[ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ]
Είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας
και στρέμματα γης να μπαλώσουμε
το πρόβλημα ήταν πώς δεν γνωρίζαμε
αν βρισκόμασταν στη νύχτα της Ευρώπης
ή στο ιμιτασιόν περσικό χαλί του δωματίου

αν ο κοκκινάδι στο μάγουλο ήταν αίμα
ή γλυκό του κουταλιού μολότοφ,
κι έπειτα, εκείνη η αδιόρατη μορφή
που τρεμόπαιζε μακριά, μέσα σε αλλεπάλληλες
στρώσεις μνήμης, ήταν ένα συμβάν θεού σε αναπηρικό καρότσι
ή ο ήρωας παππούς σε μια εποχή
που δεν μπορούσε να προφέρει το όνομά μου;

είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας
και στρέμματα γης να μπαλώσουμε
το πρόβλημα ήταν πως ακόμα μιλούσαμε
γλώσσα ξένη
Κίρκη εγώ, Οδυσσέας εσύ

θέριευε μέσα σου ένα τοπίο
σε καταδίωκε, δεν ήταν κρυψώνα να κατοικηθεί
λεωφόροι κατάσπαρτοι με τριανταφυλλένιες μήτρες
νεογέννητα διψούσαν, τα χείλη του θήλαζαν αίμα
κλωστές νοτισμένες περνούσαν από τη δυσκαμψία της ανάγκης

[όταν τα μικρά παιδιά με τα καλάζνικοφ έλεγαν:
«στα ψέματα παίζαμε», έλεγαν την αλήθεια –
στο καθένα τους αντιστοιχούσαν εκατό θάνατοι –
μόλις γύριζαν το κεφάλι τα πετύχαινε η νύχτα

[ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ]
Ολοκαύτωμα μιας ολόκληρης περιοχής της ιστορίας
η εσωτερική εξορίας, οι στοές, οι πληγές
που έπεσαν μέσα στις λέξεις σου
που ακόμα πέφτουν
που γράφτηκαν
σαν να μην γράφτηκαν ποτέ
που γράφονται
ξανά και ξανά
σύνορα η γλώσσα
λες, η πρώτη σου κατοικία
τα συρματοπλέγματα
εγγράφονται
ξανά συναντήσεις
με τα χείλη ορθάνοιχτα
οι φωνές
που έπεσαν μέσα στις λέξεις σου
που ακόμα πέφτουν
έρχονται
θρυμματισμένοι στη σκόνη, σε λίγο
θα φανούν στο πλέγμα
ένας άλλος τρόπος να κατοικείς
έρχονται, μα δεν θα τους δεις

Γιατί ό,τι χάσαμε, το χάνουμε ακόμη

[ΠΟΛΕΜΟΣ / ΑΘΗΝΑ]
Αυτός ο πόλεμος συνέβη
στο σκοτάδι του ψυγείου

η έλλειψη τροφίμων μεγάλωνε
ξεπέρασε την ανάγκη της και πάγωσε

δεν κατείχες τον εαυτό σου
δεν κατείχα την απουσία μου

μόνον στο βάθος, μιαν εγκαταλειμμένη
μισοσαπισμένη ντομάτα με τα σωθικά της
απλωμένα στο χείλος της ασάφειας
έδινε την αίσθηση ως προς την έκβαση της μάχης

μια κόκκινη βροχή τη νύχτα σαν μαστίγιο
[ΠΟΛΕΜΟΣ / rest in Buda]
Αυτός ο πόλεμος συνέβη
στην άκρη ενός χάρτη

όλο και πιο άναρθρα,
όλο και πιο ψεύτικα
τα παραγγέλματα

πλήθος ενέδρες της νύχτας
παραμόνευαν την πτώση σου

τα πρόσωπα των ιθυνόντων
είχαν όλα τους τόσο αλλόκοτα μπλεχθεί
ώσπου μια βραδιά, άφησαν το χάρτη ανοιχτό
με τα σημάδια και τα σχέδια χαραγμένα

(υπάρχει πάντα μια φυγή)

αναβάλλοντας τη μάχη επ’ αόριστον

[ΣΥΡΙΑ]  
Ο βίος των ανθρώπων δεν ήταν παρά
ένας,
δεν ήταν παρά
πολλοί,
αντικατοπτρισμοί
κατοικημένοι από ίσκιους


σύννεφο πάνω από τις χώρες
τρεμόσβηνε στο μάτι του πουλιού

χώθηκα στην σπηλιά σαν κάπρος και περίμενα

[ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ]
Η ψυχή μου, το πρωί, έμοιαζε με τόπο εξορίας
αδυνατούσαμε να μιλήσουμε
ο ουρανός δεν θα γυρνούσε πίσω ο κόσμος να χαλούσε
πιο κάτω, το στομάχι, μάσαγε μπρούτζινα δόντια λύκου
στα σύνορα των ποδιών δεν έφτανε παρά ο βρυχηθμός της καστανής αρκούδας

αν μιλούσαμε, θα μιλούσαμε μέσα στη σιωπή

[ΑΝΤΕΝ]
Κι είχε σκεπάσει τις πόλεις, τα βουνά
η γνώριμη ρήση του Εμίλ Σιοράν

η νοσταλγία για βαρβαρότητα είναι
η τελευταία λέξη κάθε πολιτισμού

ορθολογισμός; φονική αταξία;
υπερβολές –βρισκόμασταν ήδη
πολύ μετά
καλωσορίζαμε τη νυχτερινή παλίρροια

ενώ οι σκύλοι κομμάτιαζαν τον αφέντη

[Kronstadn]
Βραδιάζει στην ποίηση
κι ούτε έναν στίχο ν’ αλλάξει
τη μέρα δεν αποφάσισες ακόμα
προλετάριοι, δεν λέω,
προσμονάριοι
-είπες Νίκο πριν πλαγιάσεις στη βροχή-
κι όμως, πάει καιρός που άρχισε η επίθεση
πόσο ακόμα θα μείνει το μάτι νεκρό
να ρεμβάζει του αυγού το ασπράδι;
προέχει το αίμα –γρήγορα
στην Κροστάνδη, στην Κροστάνδη

[ΦΥΛΑΚΕΣ Serkadji]
Τώρα συμβαίνει πόλεμος
και παρανομία
δεν ξέρω πού σε βρίσκει
όμως θα έκανα τα πάντα
να επιστρέφαμε σε μια
ζόρικη ποίηση μες στα ηλιοτρόπια
στο κέντρο της πόλης
με κατεβασμένα τα παντελόνια
για όλους τους πιθανούς έρωτες
που αγνόησες όταν τους είχες

δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει
όμως βαρέθηκα να γράφω στιχάκια
μαζί με τον Μαχμούντ Αμίν Ελ Αλέμ
στους τοίχους μιας φυλακής της Αλγερίας

πεπρωμένο του ποιητή είναι η σκιά
ίσως αύριο όλα να γραφούν χωρίς εμάς

[ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΤΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΚΕΝΟΤΗΤΑ]
Το δωμάτιο πλέει έξω από τα όρια της πόλης ενάντια σε οτιδήποτε ανασαίνει η γαλήνη. Ένα ζευγάρι χέρια λευκά αργά μεγαλώνουν. Σ’ αγγίζουν εύθραυστα κλουβιά  Παραδείσια μες στον ύπνο κελαηδάνε  Κάτω απ’ το νεύρο των ματιών σου με έκθαμβο κοίταγμα εισχωρούν οριστικά στο μάρμαρο των γλουτών  Ακολουθούν αργά τη ροή αδρεναλίνης στη δίπλωση του μηρού μέσα στα σπάργανα της νύχτας  Κουτάλι χρυσό   Βελόνα η γλώσσα μου γνέφει τυφλή   Είμαι όλος μάρμαρο  Δεν μπαίνω σε λόγια

Ευτυχώς εδώ τα παιδιά δεν πεθαίνουν από αρρώστια αλλά από λευκό σκοτάδι.

[ΜΟΝΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ή ΘΕΟΣ]
Υπάρχει ένας άνθρωπος μέσα στο ποίημα εδώ και πολύ καιρό
μυήθηκε με τη σιωπή του

[Δύσκολη η συναναστροφή με τους ανθρώπους εδώ]

Τι θα συνέβαινε αν η γαλήνη εξέπνεε πολύ νωρίς;
Αν η λέξη επιβίωνε μετά από κείνη;
Τι θα γινόταν αν έσβηνα μέσα στον ελαφρύ ύπνο;
Σ’ ένα ύπνο άλλον, ίσως, τόσο ελαφρύ, ώστε ν’ ανοίγεται ακατάπαυστα σε ερώτηση

[Κάποιος άλλος θα αποτελειώσει αυτό το ποίημα – εάν το πιεστεύεις]

Ποιο το μερίδιο του εκεί; Πόσο τραύμα του αναλογεί;
Μες τη μνήμη ενός ποιήματος – αμετακίνητου
Στην ανάσα ενός ζώου που βόσκει αμέριμνο λίγο πριν
τη σφαγή ποια να ’ναι η εποχή εκεί;

Υπάρχει ένας άνθρωπος μέσα στο ποίημα εδώ και πολύ καιρό
μυήθηκε με την κραυγή του

Το ποίημα κατάσπαρτο. Λες και θα μπορούσε να υπάρξει
κάποιο άλλο, ποιο ποίημα από τούτο. Να θυμάσαι
είμαστε ολομόναχοι όταν είμαστε με την ποίηση

[ποίηση είναι η γαλήνη / κουρνιάζει στο προσκεφάλι σου /
προς στιγμήν φτερουγίζει ολόκληρη έξω από σένα /
ο βόμβος της μνήμης σωπαίενι]

[ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΕΚΕΧΕΙΡΕΙΑ]
Όταν πια βρεθώ στον τόπο μου
θα είμαι περίπου εκατό χρονών
τη νύχτα που θα πέσω να κοιμηθώ
πρέπει να πω στον Τζων ότι δεν χρειάζεται
σαξόφωνο για το βραδινό σιωπητήριο
παρά μόνο ένας επίδεσμος στα μάτια
τα στήθη της και η τρομπέτα του Μάιλς

Εκεί ακριβώς που τα υπέροχα ποτάμια συναντιούνται
τα γεμάτα αίμα ρουθούνια μου να χάνονται μες
στην τυφλότητα του Ομήρου, όπως φτερουγίζουν
τα κουπιά με ρυθμό κοφτό, προς το πέτρινο κρεβάτι της Χάρυβδης

[Σκεπάστε με Πεύκα εσείς / Εσείς Κέδροι με αναρίθμητα
κλαριά / κρύψτε με / κάντε με να ονομάσω όλα όσα έβλεπα]

[Romeo & Juliet / War all the time]
Κάποτε πήραμε κι εμείς μέρος στη μάχη
ερωτεύτηκα την Ιουλιέτα
ερωτεύτηκες τον Ρωμαίο

Καβάλα σε ξύλινο αλογάκι
ανταλλάξαμε την αγάπη με αγάπη
ξεφλουδίσαμε το τίποτα με τίποτα

Πεθάναμε με θάνατο αληθινό για την αγάπη
γίναμε κούκλες ζαχαρένιες
σε γλώσσες παιδικές λιώσαμε για την αγάπη

Περάσαμε στην παγκόσμια ιστορία του μίσους
μόνο με την αγάπη, ερωτευμένοι εις τους αιώνες,

πιο μόνοι παρά ποτέ.

[ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΒΙΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ]
Ένα καινούργιο ποίημα, πολλές φορές, είναι ένα βίαιο ποίημα
(που δεν ξεχνά να έρχεται – να φωλιάζει διαρκώς σαν καρακάξα, στην άκρη του νου)
Τώρα που το γράφω, είναι Ιούνιος, κυνηγητικά πουλιά κινούνται ανάμεσά του,
κι έτσι δεν ξέρω αν είναι εκείνο που τελικά με καταγράφει – σαν μέρος του καιρού
ή αν εγώ σε έναν βρώμικο ουρανό με κρώξιμο δακρυγονίας γράφω πουλιά

Όλα αυτά βέβαια, θα καταλήξουν σύντομα σε μια καλοκαιρία του μυαλού
όμως  πριν, ο άνθρωπος με τη μολότοφ θα πυρπολήσει το ποίημα
μιας κι ένα καινούργιο ποίημα, πολλές φορές είναι ένα βίαιο ποίημα

Γιατί ο παράδεισός μας είναι η ατελής Αθήνα – ένα μαύρο φτερό,
οι αναρριχώμενοι διαδηλωτές, γύρω από σκιά και πείνα
Το πλεμόνι νοτισμένο και δύσκαμπτο, το σώμα σου, το σώμα μου
εξορυγμένα από την καρδιά της σκύλας, αγωνίζονται για χώρο στο ποίημα

Έτσι όπως θα μπει σε λίγο μέσα μας, σαν πόλη ηγεμονική που σβήνει τα φώτα
και δεν μας περιέχει


[ΛΑΦΥΡΑ – κι όμως το ποίημα δε είναι από λέξεις, είναι από διάστημα βουβό ]
«Στις πλαγιές των λόφων παλιά σπαρτά νεκρά και ισοπεδωμένα. Τα άγονα δένδρα στη ράχη γδαρμένα και μαύρα στη βροχή. Και τα όνειρα τόσο πλούσια σε χρώμα. Πώς αλλιώς να σε καλέσει ο θάνατος; Προχωρώντας το παγωμένο χάραμα σκόρπιζε ακαριαία στάχτη, Σαν κάποιες αρχαίες νωπογραφίες θαμμένες για αιώνες που άξαφνα εκτέθηκαν στο φως» (Κόρμακ ΜακΚάρθυ)
…………………….
Εκείνο το παιδί στο όνειρο γνώριζε την αλήθεια
αυτού του παλιού μύθου έτσι όπως το ξεφλούδιζε
στίχο στίχο αποκάλυπτε τον κόσμο…

Εκείνο το παιδί ανακάλυπτε την άνοιξη
σαν να μην την είχε ανακαλύψει κανένας πριν
…………………..
Πουλί στεντόρειο
που πετάς ψηλά, πέρα από τα ναυάγια των πόλεων
πες μου, έχω πεθάνει κι είμαι ακόμα εδώ;

-Είμαι αρκετά νεκρός για τον κόσμο αυτό;

Γιατί κάθε νύχτα είναι η ίδια νύχτα
μα εγώ σε άλλο τέρμα φτάνω;  
……………………….
Καμιά γαλήνη απόψε, μόνο ψίθυρος κουκουβάγιας
ραγίζει από οιμωγή ζώου
έξω από τη νύχτα, δίχως τον παραμικρό ήχο μουσικής
πέρα από συναναστροφή χώρου φωτός

Είναι σχεδόν σίγουρο, αυτή η ηχηρή σιωπή
θα απεβίωνε πολύ αργότερα από κείνη που την προκαλούσε
ο ουρανός ήταν βαθύ μπλε φως
εκφερόταν πολύ μακριά ένας βόμβος κρουστός

Ένα σώμα είχε εισχωρήσει μέσα μου
κάτι ζωώδες μα σιωπηλό με στίγμα μαύρης γης
μια χέρσα, γεωμετρική μετατόπιση
βίαιος κρότος, ώστε ο άνθρωπος να είναι

να μην είναι εκεί
……………..
Διαμαντένιο χρυσόψαρο
κολυμπάει κάτω από το δέρμα
σταματάει σε κάθε
λέξη του ανθρώπου
αλλάζει κατεύθυνση
σε κάθε μικρή ή μεγάλη
σιωπή
μεταγγίζει αίμα
από καρδιά σε καρδιά
από τη λέξη στη σιωπή
μεγαλώνει
επικίνδυνα
έξω από εαυτό
συνεχώς ξεχνάει τι είναι –σμαράγδι;
και πού βρίσκεται – λιβάδι;
ζει σαν ανάπαυση ή απουσία
κι όλο ξεχνάει
το φαιοπράσινο φως
τη σταχτιά σκιά
που μεγαλώνει
στην ακινησία του κροτάφου
ξεχνάει την υδροφορία των ωκεανών
που ξεχύνονται μέσα του
αγωνιά για περισσότερο χώρο
στον χώρο μου
με αναγκάζει
να αποδράσω από τη βαρύτητά μου
με ωθεί
σε σωματική συρρίκνωση
στις θήκες των λαγόνων μου
το απατηλό του χρυσούργημα
θα εισβάλει σε λίγο
στη σπηλιά του λαιμού μου
μια καινούργια χώρα
θα ανθίσει
θα λάμπω,
μα δεν θα θυμάμαι

θα παρασύρομαι από το είδος
πέτρα
θα σέρνομαι από εσένα σε σένα
νεφρίτης
από νύχτα σε νύχτα
θα λάμπω
μα δεν θα θυμάμαι
……………..
μπορούσα να μεταμορφωθώ
σε γη άμμο πέτρα
κάτω από της ευθύνης
το φωτεινό σκοτάδι
να μπορούσα να γίνω
γλυκύς καρπός
μες στη σκιά εκείνης
της ελιάς

Μα, είμαι
αναπόφευκτο τραύμα
ζω μέσα στα σπλάχνα σου
ολομόναχος
περνώντας
-εννιά μήνες και τρεις εποχές-
μέσα από την πληγή
της καρδιάς σου
μεταξύ των σκοτεινών κιόνων
των αγαπημένων σου νεκρών
κάτι από τη φωτιά σου
εισέρχεται με βία
στον αρχαϊκό μου ύπνο
μου προσφέρει μιαν αιτία
κάτι, για να ζω
ζητάς το θαύμα
μα είμαι οριστική απαρχή
αδυνατώ να δώσω καρπό
μόνον
μιαν ανεπαίσθητη διαύγεια
πάνω στη μεμβράνη
των χειλιών σου
φιλάει τη φωνή μου
υφαίνει το βαθύ τραύμα
ύφασμα μακρινής άνοιξης
ενδόμυχη δροσιά
υπόγεια όνειρα
θέλουν να υπάρξουν

μαζί / και χώρια

Ας είναι θάνατος η δυνατότητά μου να συρθώ στο όνειρο σου και να μείνω εκεί…
Κι η φωνή σου έκτοτε θρυμματίζεται όλο θρυμματίζεται και καθυστερεί!..

(θραύσματα από τα ΛΑΦΥΡΑ Άνοιξης, Βράχου, Ερέβους και Ουλής, ενώ ανθολογούνται ολόκληρα τα ΛΑΦΥΡΑ Ύπαρξης, Ασωμάτων, Λήθης και Τραύμα/ Όνειρο )

ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟΣ Τραύμα για 9 μήνες και 3 εποχές: ένα σύμπαν λέξεων που μιλούν για Πόλεμο, Μνήμη, Λάφυρα στα Όρια Άνοιξης:   Ο ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟΣ, τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου, είναι μια ποιητική σύνθεση που αποτελείται από τέσσερις ενότητες: ΠΟΛΕΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ, ΛΑΦΥΡΑ, ΟΡΙΑ ΑΝΟΙΞΗΣ.  Ο υπότιτλος ΤΡΑΥΜΑ για 9 μήνες και 3 εποχές προοικονομεί την κυοφορία της δημιουργίας και την γέννηση ως «τραύμα» προϊδεάζοντάς μας για το όλο σκηνικό: μια μητέρα κυοφορεί το μωρό της, που είναι ο αφηγητής. Στη διάρκεια αυτής της κυοφορίας η Γυναίκα- Μητέρα περιδιαβαίνει τα ερείπια της Ευρώπης καταγράφοντας εξωτερικούς και εσωτερικούς πολέμους, την αποτυχία των ουτοπιών και των επαναστάσεων, συνομιλώντας συγχρόνως με τη Μνήμη, δηλαδή την Ιστορία και την Τέχνη.  Το ποιητικό εγώ-βρέφος ή  ο ποιητής ως έμβρυο, το έμβρυο ως ποίημα και τα ποιήματα ως έμβρυα,  υπάρχουν σε όλο το έργο, τις περισσότερες φορές διακρίνονται δύσκολα, καθώς μεσολαβούν πλήθος ετερόκλητων στοιχείων-λέξεων-σημασιών-συμβολισμών. Ο αφηγητής γεννιέται στα Όρια της Άνοιξης, στο μεσοδιάστημα ζωής και θανάτου. Προσπαθεί να μιλήσει, να καταγράψει όσα μπορεί. Το πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι το Παιχνίδι του ποιητή με τις Λέξεις (εξ ου και ο τίτλος). Με ΚΛΙΚ εδώ κι άλλες επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή διανθισμένες με σχόλια και αποσπάσματα από  τις παρακάτω κριτικές που έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά:  Πέτρος Γκολίτσης, Κλινακώσεις του Άλεκτου (στην Εφημερίδα των Συνατκτών), Γωγοπούλου Ανδρονίκη, Υπάρχει πάντα μια φυγή (περιοδικό Θευθ), Διώνη Δημητριάδου, Η πρωταρχική αξία των λέξεων (Fractal), Σωτηρία Καλασαρίδου, Για τον Παχνιδότοπο του Γιώργου Αλισάνογλου (Φρέαρ), Γιώργος Λίλλης, Σοβαρό παιχνίδι με τις λέξεις (Literature)  και Μαρίνος Διονύσης, Άνθρωπε ιδού ο κόσμος σου (Fractal)


ΚΛΙΚ στο παραπάνω ΚΕΙΜΕΝΟ που παραπέμπει στην κριτική των ποιημάτων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου