ΓΚΙΤΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Ανθολογία

ΕΛΑ ΜΟΥ, ΕΛΑΜΟΥ ΝΑ ΜΕ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙΣ. ΑΔΕΙΑΝΟ ΣΑΡΚΙΟ ΑΠΟΚΑΜΕ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΟΥ
«Η ηδονή της σάρκας, ο πόνος του κορμιού, το μάτωμα της παλάμης, είναι κινήσεις όχι τυχαίες αλλά πολύ καλά αρχιτεκτονημένες μέσα στα ποιήματα της Αναστασίας Γκίτση, καθώς καταφέρνει να επιτύχει να μας προσγειώσει από την ιδεατή κι απλή αναφορά των συναισθημάτων και του ρομαντισμού, στην υλιστική και χειροπιαστή αλήθεια, αυτή που εκφράζεται με το σώμα και μέσα από αυτό. Οι χειρονομίες και τα κινητικά ρήματα, ξυπνούν τον αναγνώστη που πραγματικά βυθίζεται στον ονειρικό κόσμο των ρημάτων που στάζουν μέλι και αμάρυνθο καθώς και στην αιώρα των λέξεων που τον οδηγούν σε υπνώδη κατάσταση με όλο το μελίχροο του έρωτα» [τάδε έφη Αλέξανδρος Τανασκίδης σχολιάζοντας τη συλλογή της ΑναστασίαςΓκίτση ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη 2010 – ακολουθεί ανθολογία ποιημάτων από αυτήν και από την πρώτη συλλογή της Αναστασίας ΞΕΡΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ 2000  – ART by SPLASH INDICO napping wood nymph ]




ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΓΚΙΤΣΗ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ από την ομότιτλη συλλογή, 2010]
Chapitre I
Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στο πιο πηκτό σκοτάδι;
Έλα, σίμωσε κοντά μου και ας μη διακρίνεται το πρόσωπο μου,
το σκοτάδι ας καλύπτει τα μάτια μου...

Μπορείς να μ' αγγίξεις...
δεν θ' αναρριγήσω, σ' το υπόσχομαι,
και ας πατώ ξυπόλητη σε χιλιάδες κόκαλα
αιώνων που περνάνε φυσώντας τα παραθυρόφυλλα
τούτου του μοναστηριού...

Εδώ ήρθα, πάει στ' αλήθεια πολύς καιρός, το ξέρω...
Τα χέρια μου γερασμένα χώνονται στα σπλάχνα της σιωπής,
αναζητάνε τα δικά σου...
Έτσι ήταν πάντοτε θαρρώ...
Ακόμη κι όταν τα έχωνα στην καυτή την αμμουδιά
τα καλοκαίρια,
ήταν για να γευτώ τη ζεστασιά των δικών σου χεριών,
και ας μην σ'είχα ακόμα γνωρίσει.

Έτσι με θυμάμαι πάντοτε θαρρώ...
Να διψώ για σένα
και το νερό να μη με ξεδιψά...
Να μη με σώνει...
Αχ! Η ψυχή μου είχε ήδη σωθεί
τη μέρα που γεννιόσουνα ...

Εδώ ήρθα, για να ξαποστάσω,
βαριά η πόλη πάνω μου...
Με τις σκιές να παλεύεις τί ωφελεί!
Γι' αυτό και εγώ τις έκανα φίλες μου
και παίζαμε θέατρο τις νυχτιές στους τοίχους. 
Αλίμονο!
Το σκοτάδι συνήθισα και το φως
μου φαινόταν αφιλόξενο...
Μακρινό...
Άχρωμο...

Κορίτσι των σκοτεινών δασών... δασών... σών... σών...
θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε
στα παλιά σανίδια του μοναστηριού...

Έχει αλλάξει από τότε, σου το είπα;

Τα παντζούρια δεν στάζουν πια γκριζωπές προσευχές
μήτε μελαγχολικές μελωδίες.
Μυρίζουν άγιο βασιλικό, ωσάν τις βυζαντινές εικόνες
πίσω από καντηλάκια...

Έλα κοντά μου και ας μη φαίνεται αν σου χαμογελώ
ή αν σου δακρύζω...
Η νοσταλγία δεν αποτυπώνεται πουθενά,
σταλάζει νωχελικά σε μιαν άκρια της ψυχής
ωσάν λαδάκι ευλογημένο,
ωσάν κοινωνία με το Θεό,
μυστική, ολότελη.
Κι έπειτα μας αναγεννάει,
ωσάν ενανθρώπηση,
ωσάν ανάσταση...

Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στην πιο πηκτή φωτοχυσία;

Γι' αυτό ήρθα εδώ, σου το είπα;
Το φόρεμα να ενδυθώ, το ολόχρυσο,
εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις μ' άγγελο ταπεινό...

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ (Chapitre II)
Η νυχτιά χτυπούσε πάντοτε το θολό τζάμι
του δωματίου μου, τρυφερά και σιγανά
έμοιαζε με τ’ ολόλευκο χέρι κοπέλας που απλώνεται
ντροπαλά στο γόνιμο χώμα της μάνας γης,
γόνιμη για να γίνει και τούτη.

Κι αν είχα πάντοτε τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω
θα ’ναι γιατί συνήθισα να θωρώ με την καρδιά…
Αν μ’ αγγίξεις θα μοσχοβολήσεις μύρο και λιβάνι
σου έλεγα μα εσύ δεν ήθελες να με πιστέψεις…
Τι κρίμα! ο πρώτος άγγελος πάντοτε θα πέφτει 
από τον ουρανό.

Και πάντοτε θα υπάρχουν κι αυτοί που θα σκοντάφτουν
μαζί του,
εθελούσια και συνειδητά…
«και τα πρόβατά μου;»
Στιγμές-στιγμές αφουγκραζόμουνα τους λυγμούς του
αλλά πνιγόμουν μέσα στους δικούς μου
καθώς απάντηση να δώσω δεν μπορούσα…

Και σαν ερχόταν οι σκιές τη νυχτιά,
ολόλευκο χαμόγελο παρθένας φαντάζανε στο βλέμμα μου
κι ακράγγιζα με τα δάχτυλά μου τους κόμπους απ’ το φυλακτό
και σιγομουρμούριζα λεξούλες,
ψαλμικές παραληρίες τις ονομάτιζαν οι άλλοι,
μα εγώ σώπαινα από σεβασμό
προς τον έναστρο ουρανό…

Κι αν είχα πάντοτε τα χείλη μου πεισματικά σφικτά
ήταν γιατί φοβόμουν μην και μου φύγει η ευωδία…

Στο στόμα μέσα την κρατούσα την πρώτη ευωδία
τούτου του κόσμου…
Κορίτσι των σκοτεινών δασών… σων… σων… 
Θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε στο πρόσωπό μου,
γιατί κρατάς ένα λευκό κερί σε τούτο το σκοτάδι;

Τι να προλάβεις εξάλλου να σώσεις!
μου έλεγες καθώς, γυμνή εγώ κρατώντας μια
κουβέρτα, έτρεχα να σκεπάσω το μοναχικό
εκείνο χαμομήλι που έτρεμε από το κρύο
και από την κακία του κόσμου…

Να προλάβω, σου ’λεγα, να προλάβω πριν ξεψυχήσει…

Σαν σ’ όνειρο με κρατούσε τούτη η έγνοια,
κι άλλοτε προλάβαινα,
κι άλλοτε πάλι όχι,
κι έκλαιγα
σαν το μικρό παιδί που του στερήσανε την αθωότητα,
την ελπίδα ότι κι ο χρόνος λυπάται το θάνατο
και αργεί κάνει πως αργεί…

Κανένας στεναγμός δεν ακούγεται
κι αν ο χρόνος χλευαστικά ψιθυρίζει τη δύναμή του,
τυραννάει τα λεπτά, τις ώρες τις διατάζει.

Μόνο κοντά σου δεν νιώθω τα πιεστικά καλέσματα 
του χρόνου…

Η νυχτιά χτυπούσε πάντοτε το θολό τζάμι
του δωματίου μου, τρυφερά και σιγανά
σαν το ολόγιομο φως από το φυτιλάκι
που λικνιζόταν κατανυκτικά στο άχρωμο του τοίχου.

Σ’ έβλεπα εκεί, να μου χαμογελάς
σαν να ’χες σώσει τα μοναχικά χαμομήλια
όλου του κόσμου σου…

Η ΜΗΔΕΙΑ ΕΜΦΩΛΕΥΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Εγώ λοιπόν η φόνισσα…
Εγώ και η παιδοκτόνος
που πρώτη από όλους σφάγιασα.
Εγώ λοιπόν η φόνισσα…
Εγώ και η αυτόχειρα…

Σ’ άσβεστες απολαύσεις του αγέρα
γέρνω ακούσματα πνιγμού
απ’ το μηδειακό φόνο των παιδικών ονείρων.
Αγύρτικες οσμές ανασυρόμενες
σε κάθε χάδι
βυθίζονται παλλόμενες σ’ απόηχους
των φύλλων.
Θρόισμα απόκωφο οι κινήσεις της ψυχής
και σαν σωπάσει η χαραυγή
μάταιος είναι ο κόσμος…

(μονάχος παραπαίει).

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΘΥΜΗΣΗ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Όσο κι όσο!
Αρκεί να μου κόψεις κάτι για απόδειξη.
Να αυτό το κομματάκι ξένης επιθυμίας.

Στα απερπάτητα όνειρα
της ευρύχωρης ζωής μου,
βάδιζες αμίλητος.
Αυτόκλητος επισκέπτης
εκκρεμών χρόνων
σε κρεμασμένα ρολόγια τοίχου,
εντοιχιζόμενος αυτόπτης μάρτυρας
των καλοραμμένων ονείρων μου.

Μόνο εσύ έμεινες να μαρτυρείς
την κατοικία μου,
να μου θυμίζεις
πως η μνήμη 
δεν νοικιάζεται…

ΚΑΙ ΕΦΕΡΕ Η ΒΡΟΧΗ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Θα ’ναι μάλλον η βροχή
που έφερε τη γνώριμη μυρουδιά σου… εδώ,
σ’ αυτό το απόψε μου που μοιάζει νοσταλγία…
Που σταλάζει μνήμες και τρυφερές θύμησες…

Και έφερε η βροχή βροχή στα μάτια σου,
το ηλιοβασίλεμα στο γλαυκό σου κορμί…
Σαν θάλασσα απλώθηκα στην έγνοια σου,
σαν χάδι μητρικό που πόνο δεν ξόδεψε κανένα
-μόνο καημό απώλεσε-
σαν στάχτη από μακρινό και ανεκπλήρωτο τάμα.
Και αν είναι που κρατώ κερί στο χέρι μου
είναι για να φωτίζω το πρόσωπό σου.
Και έφερε η βροχή βροχή στα μαλλιά  σου,
τη νύχτα, στην ευερέθιστή σου ανάσα…
Σαν χνούδι λεύκας που άγγιγμα δεν έσωσε κανένα
-μόνο ολοφυρμούς στάλαξε-
έτσι αγγελικά καθώς αφέθηκε στα χέρια μου.
Και αν είναι που φόρεσα το χρώμα το λευκό
είναι για να σώσω την αθωότητα.
Και έφερε η βροχή βροχή στο σώμα σου,
το αχ! σου το γλυκό, στην άκρια των χειλιών…
Σαν φθόγγος μνημονικός που άλλο δεν ξεστόμισε ποτέ
-μόνο αγάπη θύμισε-
έτσι τρυφερά καθώς στο δικό μου σώμα κουλουριαζόταν.
Και αν είναι που ακίνητη στέκω, ολόγυμνη σκιά 
στο κρεβάτι του χρόνου
-μη μου θυμώνεις ματάκια μου-
είναι που προσπαθώ να σ’ αφουγκράζομαι 
στις αμετάκλητες εναλλαγές των αιώνων

ΚΑΝΕΙ ΕΡΗΜΙΑ ΑΠΟΨΕ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Από έξω με βγάζεις.
Και κάνει ερημιά απόψε!

Και σαν κλείνεις τα βλέφαρά σου
νυχτώνει το βλέμμα,
νηστεύει η επαφή,
κι εγώ
πώς να στο πω!

Παύω να υπάρχω,
μέχρις όπου να τα 
ξημερώσεις.

ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΣΥ.ΣΙΓΑΛΙΑ ΕΓΩ (από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ, 2010)
            Μοσχοβολάς φως! 

Στη μοιρασιά
θαρρείς πως μ'έριξες.
Εσύ να διαλέγεις τη θάλασσα
να ντύνεσαι.
Εμένα να μου χαρίζεις τη σιγαλιά
να φορώ.

Μα κάθε που νηνεμεί ο χρόνος ανάμεσά μας
έρωτα σου κάνω,
καθώς ενάλια κάθε σου κύμα
ξεδιπλώνεις
σάρκα και ψυχή
στα σιωπηλά μου χείλη.
- ανάθεμα εθελούσιας προσφοράς-

Μέσα μου σε φέρω να ταξιδεύεις.
Αιώνια αγαπημένη.

ΠΟΘΟΣ ΔΕΝ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Έφυγες… σαν από πάντα να ερχόσουν…

Και ύστερα έφυγες…
Και νύχτωσε το κορμί μου.
Φόρεσα μαύρα
-κι ας μην μου πηγαίνανε!-

Και νήστεψε η ψυχή μου.
Αδυνάτισε η πίστη
-κι ας λάλησε δυο ο αλέκτωρ!-
Και πόθος δεν αναστήθηκε ποτέ.

Αιωνίασε η μνήμη αυτού
κι ας μην κοιμόταν στιγμή!
Σώμα ας μην θυμόταν να κατοικήσει!
Πόθος δεν αναστήθηκε ποτέ.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ [από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ]
Μία-μία άπλωνα τις προσθαφαιρέσεις των φιλιών μου
στο ζεστό σου στέρνο να σε πολλαπλασιάζω
και να μη σε διαιρώ. Να μη σε κόβω…

Τα βράδια συνήθισα
ν’ αθροίζω τις πίκρες μου
για ν’ αποκοιμηθώ.
Γυμνή φυσικά!
για να γίνεται
ευκολότερα η πρόσθεση.
Όσο για τα κρατούμενα,
τα έμπηγα ανάμεσα στα όνειρα
σαν σφήνες.

Προσημείωνα βλέπεις
ύστατες αντοχές,
αποθηκευμένες μνήμες
μελλοντικών πληγών
που χαίνουν
με ακρίβεια μαθηματική παρακαλώ!
πριν ακόμη τις τολμήσω…

ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΑΚΑΤΕΜΑΤΑ (από τη συλλογή ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ, 2010)
Και άντε τώρα να χωρέσουν φωνήεντα και σύμφωνα μαζί
σ' έναν τρεμάμενο στεναγμό!

Σαν κοχύλι απλώθηκες
στης εμπύρετης σου ηδονής το σθένος
και δαγκώθηκες στο ύστατο φωνήεν
της ξαναμμένης σου ανάσας.
Φαλλός πανάρχαιου χρησμού,
αιδοίο πυθιακής αμφιλαφίας.
Απλώθηκα σε...

Σαν άστρο σελάγισες
στου πρώτου σου οργασμού το τίναγμα
και έσβησες στο τελευταίο σύμφωνο
ίου ανακουφιστικού σου στεναγμού.
Αφουγκράστηκα σε...

Επισκέπτης αιρετικής σαλότητας,
ιερόδουλη σαρκικής ευσπλαχνίας.
Τετέλεσται η σκηνή.
Κορμιά πεταγμένα σαν βότσαλα στην άκρια της ακτής.
Πόθοι αφυδατωμένοι, σπόγγοι κούφιοι στην ακτή της άκριας.
Εκεί που ανθρώπου μάτι και πρόνοια Θεού
αγκομαχεί να καταφτάσει.
Αγιάζει όμως... Αγιάζει...

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΣΠΙΘΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ! ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΕΣ:
Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα τις ώρες των μεγάλων ρολογιών εκκρεμή τροχιοδείκτες μιας άλλης σημαινόμενης στιγμής. Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα τις ώρες των μικρών στιγμών που κούρνιαζες τις φλύαρες λέξεις σου στις δικές μου άυπνες σιωπές, δεν σου άρθρωσα –φωνή που να βρω να σου ταιριάζει!- ούτε μια λέξη δεν όρθρισα, κατάνυξη λειτούργησα ούσα μη χειροτονημένη 

Έλεγες ότι από-λάμβανες.
Τίποτα επίμεμπτο στ’ αλήθεια!
λάμβανες-από όμως
το υστέρημα μιας περισσής αντοχής.
Αγαπώ σου ’λεγα,
πρισματικά καθρεπτίζομαι ν’ αντέξεις τ’ άδειο της δικής σου υποταγής,
Κι έπειτα έφευγες λες και τίποτε δεν βλέπεις
-και ήμουν, είμαι, θα μείνω εκεί που πάντα προσπερνάς-
Μη γυρίσεις γυναίκα του Λωτ. Μη γυρίσεις δις!
Δεν θα σε γράψει η ιστορία…
xi.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xii.
Βιαστική, γρήγορη, ανυπόμονη, όπως θες πες το
-σου χαλάω εγώ χατήρι!-
η παρουσία σου, αμήχανη απουσία σχημάτιζε
παρά σάρκινη εικόνα.
Τι βιαστικά να ονειρευτείς!
Τι να μεταγαπήσεις!
Τι να μάθεις να ψελλίζεις σε καιρούς μουγγούς!
Τι ν’ ακούσεις σε ξένες θάλασσες που τίναξες τα κύματά σου;
Κομματάκια ψωμιού που μοιραζόμασταν μήνες ψημένου πυρετού.
xiii.
Και όταν έκλαιγα στο παλιό κομοδίνο του ξύλινου σαλονιού
μακριά, κρυφά τον πόνο μου μην κοινωνήσεις
-λάθος μου μόνο χαρά κράτησα για σένα;-
έλεγες πως σε ξέχασα, πως μούτρα σου ’κανα.
xiv.
Μούτρα δεν σου ’κανα ματάκια μου
Και αν κρατούσα με τα χέρια το πρόσωπό  μου κρύβοντάς σου την πίκρα μου,
ήταν που ποθούσες το άγγιγμά σου στο μάγουλό μου
καθώς θα μ’ άγγιζες να μου τα κατεβάσεις…
Ούτε μια φορά δεν το’ κανες!
xv.
Ιχνηλατούσες έλεγες την ψυχή μου.
Αφουγκράζομαι ακόμη τα θλιμμένα πρωινά της στερημένης καλημέρας σου
που ανήλια μαραζώνουν το κορμί μου.
-Κατέβασα τα παραθυρόφυλλα μην κουτσομπολεύει η γειτονιά-
Όχι αγάπη μου γλυκιά, εσύ δεν με ιχνηλατούσες
με περπατούσες κανονικότατα με τα μυτερά μαύρα τακούνια της θεάς απόλαυσής σου
xvi.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xii.
Πώς τις τρύπες της γόβας που στιγμάτισες τη σάρκα μου
ασβέστωνα τα ηλιοβασιλέματα,
πώς κάθε πληγή σου επούλωνα δίχως κόπωση να ξεστομίσω.
Κάθε καλημέρα, κάθε καληνύχτα μια πληγή, δύο και πάει λέγοντας
xviii.
Και τόσο εσύ μου ’λεγες καλημέρα όσο εγώ ποθούσα την καληνύχτα σου.
Σε ποια συγχρονία της στιγμής επιτέλους θα σημάνουμε!
Ξεγλιστρούσες όμως επιδέξιος ακροβάτης των άστρων που
τέντωνε το σχοινί στων ακονισμένων μου αισθήσεων τις χορδές.
Γι’ αυτό λοιπόν συμπονάς τους ακροβάτες.
xix.
Σ’ αγαπώ
σου ’λεγα,
σιωπούσα…
σ’ αγαπώ
έτσι απλά
για όσα δεν θα μάθεις
xx.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xxi.
Ούτε τότε που μάτωσα τα χείλη σου
στο πρώτο μας φιλί, θυμάσαι;
-ή μήπως το φαντάστηκα αυτό;-
σάρκινη σκιά εσύ
προσευχή άυλη εγώ
πού να συναντηθούμε
ποια πίστη θα μας σώσει!
xxii.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xxiii.
Ποια είμαι, ποια έγινα
πώς αγαπώ όταν πονώ
και πώς σωπαίνω σαν τίποτα για μένα δεν κρατώ
παρά την έγνοια μου να σε ποθώ
(πονώ ένα «θου» δεν κάνει τη διαφορά)
για όσα ποτέ δεν θα μάθεις…
xxiv.
Μέχρι ν’ ακούσω την καλημέρα σου δεν θ’ ανασάνω
σου ’λεγα
δεν θ’ ανασάνω.
Πάνε μέρες δίχως νέα σου
Ασφυκτιώ.
xxv.
Για μένα όμως, για μένα δεν ρώτησες

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ (από τη συλλογή ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ, 2000)
Βροχή στάλαζε στα θολά τζάμια
του λεωφορείου
με τα παλιά λάστιχα που
τρίβονταν στους δρόμους
της Θεσσαλονίκης.
Τούτη η βροχή δεν
έφτασε να ξεπλύνει
τις  λέξεις μου
που τριγυρνούν μονάχες
στα κάστρα θωρώντας
το ανείπωτο.

ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΕΣ (από τη συλλογή ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ, 2000)
Κοιμόμουν νωρίς λοιπόν
τα βράδια  γιατί
ήταν η ώρα που θα  περνούσε
ο υπόγειος και δε θα ‘χε
κανέναν να κατεβάσει.
Έτσι κι εγώ,
τον περίμενα
με το παλτό μου,
να ‘χει κάποιον να μεταφέρει
μέσα στη νύχτα.
Γιατί αλλιώς πως θα
υπήρχε η πόλη;
παρά μόνο σαν φάντασμα
που αιωρείται στα σοκάκια.

ΣΑΝ ΠΛΑΓΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ (από τη συλλογή ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ, 2000)
Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί…
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
«ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ» ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥΣ:
Η Αναστασία Γκίτση, με το βιβλίο της Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών (Μπαρμπουνάκης, 2010), τη δεύτερη αυτή συγγραφική της απόπειρα, προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός και με τους στίχους της προσπαθεί να γειώσει υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα. Καταθέτει μια σύνθεση ερωτικών ψαλμών, που, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Νικήτα Ζαφείρη,  ακροβατούν ακριβώς ανάμεσα στο θρησκευτικό και το προσωπικό…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου