ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ Ανθολογία

ΔΕΣΕ ΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΜΑΡΙ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΕΤΑΞΕ ΝΑ ’ΡΘΕΙΣ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ:

«Δεν είχε παιδική ηλικία και αυτό του επέτρεπε να διαπερνά τους τοίχους αλώβητος. Επίσης διατηρούσε την κατάληλη θερμοκρασία ώστε να μην υπάρξει ποτέ οργιώδης βλάστηση στο θερμοκήπιο μέσα του. Κάποτε μια γυναίκα έβαλε το χέρι της μέσα στο κορμί του και άτι σχίστηκε στο στέρνο του. Της έγραψε τότε ένα γράμμα. Αγαπημένη μου, της μήνυσε, θέλω να σε φωτογραφίσω για το αρχείο που κρατώ. Να έρθεις αύριο στο στούδιο, να φοράς ένα λευκό φουστάνι και λευκά εσώρουχα, να έχεις κότσο τα μαλλιά. Να κρατάς μια ομπρέλα και να διαλύεσαι απαλά όπως παλιά δαντέλα. Να μυρίζεις γιασεμί.  Θα κάνουμε έρωτα σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Θα λύσεις τα μαλλιά σου και θα κλαις. Την ώρα του αποχαιρετισμού θα αρνηθώ κάθε ανάμειξη. Γιατί όταν εσύ θα μπαίνεις στη φωτογραφία, εγώ πάντα θα είμαι πίσω από το φακό!..»  [ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΡΕΒΑΤΙ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014 ως εισαγωγή για μια αντιπροσωπευτική ανθολογία ποιημάτων απ’ όλες σχεδόν τις συλλογές της ήτοι: ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ 1984 (1 ποίημα), Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ της ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ 2004 (2 ποιήματα), Η ΛΙΜΝΗ ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006 (11 ποιήματα], Η ΑΛΕΠΟΥ και ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009 (6 ποιήματα). ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014 (13 ποιήματα) και ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016 (7 ποιήματα). Η χαρισματική ποιήτρια, μ’ όλα αυτά τα ποιήματα, μας αποδεικνύει πως  ξέρει καλά να σχηματίζει υπερρεαλιστικές εικόνες με το χρωστήρα των εξπρεσιονιστών και με φαντασία κι έμπνευση να θέτει προς στοχασμό και συζήτηση από τη δική της ξεχωριστή μεριά, τα αιώνια θέματα που ανακυκλώνονται σ’ όλες τις συλλογές: έρωτας, φθορά, απώλεια, θάνατος: «Σάρκα με σάρκα, ανάμεικτη με αίμα, ο ένας πάνω στον άλλο, πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα, οι παθιασμένοι εραστές κατασπαράσσουν βουλιμικά αλλήλους εις το όνομα της αρχαίας γνώσης που κατοικεί στα κύτταρα…». Η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη σημειώνει επιγραμματικα: «Η έμπνευση της δημιουργού κινείται μέσα σ’ ένα αβυσσαλέο υποσυνείδητο. Ένας κόσμος παράισθησης βουτηγμένος στην ένταση, τη ψευδαίσθηση και τη φαντασίωση, μια καταβύθιση και συγχρόνως εξύψωση, ένα οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην απόκρυψη και την εμφάνιση, με ποιητικά μέσα το ασύλληπτο και το άρρητο»



ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ (από τη συλλογή ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984)
Η μέρα που τρεκλίζει
σέρνοντας το ξυλωμένο της ποδόγυρο,
οι άνθρωποι που σε χαιρετούν,
οι άνθρωποι που χαιρετάς,
η αγωνία να χαιρετάς
αυτούς που σε χαιρετούν,
οι λέξεις που λέγονται
και οι λέξεις που δε λέγονται,
η αγωνία των λέξεων
που δε λέγονται,
όλη η ζωή μας,
η μη ζωή μας,
με κάνουν ντυμένη λέξεις,
να γίνομαι ποίημα,
τελευταία προσπάθεια διάσωσης
για κάτι που ίσως
και νάχει πάψει να υπάρχει.


ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ (από τη συλλογή Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ, 2004) 
Ι
Κατά τα μεσάνυχτα,
μία βάρκα αποχωρεί.
Ένας γέρος καλόγερος
ανάβει χάρτινα φανάρια
που σιωπηλά επιπλέουν στο νερό.
Οι ποιητές επιβιβάζονται αργά,
σκιές που φωσφορίζουν στο σκοτάδι.
Είναι συνήθως ντυμένοι ελαφρά,
(πόσο αναμενόμενο και απρόσμενο
είναι πάντα το ταξίδι),
άλλοι φορούν τριμμένα πανωφόρια
και άλλοι από μετάξι κάπες,
άλλοι τζιν μπουφάν και λιωμένα παντελόνια,
κάποιες γυναίκες φορούν δαντελένιες νυχτικιές,
άλλες μακριά φορέματα και κρινολίνα,
κι άλλες ντυμένες είναι με κοστούμι και γραβάτα.
Η βάρκα γλιστράει αθόρυβα στο αλλόκοτο τοπίο,
το δάσος μισοπνιγμένο μες στη λίμνη,
μπλέκουν τα κλαδιά των δέντρων
τα μακριά μαλλιά των ποιητών,
κι η βάρκα μετεωρίζεται στους κορμούς των δέντρων,
ανάμεσα στις φυλλωσιές και στους καρπούς τους.
Τα νερά της λίμνης είναι ζεστά,
γεμάτα μικροοργανισμούς, θολά,
η λίμνη γουργουρίζει,
κάτι ζωντανό κοχλάζει στον βυθό της.

IV
Όλοι οι ποιητές κουβαλούν
πάνω τους κάτι αιχμηρό.
Είτε μια παλιά καρφίτσα στη γραβάτα,
είτε μανικετόκουμπα ασημένια
που μπήγονται στη σάρκα,
ή κοχύλια μυτερά, ξυράφια,
σπασμένα μπουκάλια από αψέντι,
αλεξανδρινούς κονδυλοφόρους
ή σουγιάδες ναυτικούς
ή μία μόνο λέξη
όπως «λείπεις» ή «μάνα» ή «ποτέ».

ΙΧ
Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες;
Γιατί κυκλοφορούν με χέρια ματωμένα;
Γιατί ουρλιάζουν οι ποιητές στις στέγες;
Γιατί έχουν έναν επίδεσμο στη θέση της καρδιάς;
Γιατί τα γράμματα που σκαλίζουν με κόπο στο χαρτί
με πένα, με κονδυλοφόρο, με μολύβι,
αφήνουν μικρά κόκκινα χνάρια από αίμα;


Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ (από την ομότιτλη συλλογή)
Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται,
δεν παραδίδει,
μόνο αποχωρεί,
την κατάλληλη εκείνη στιγμή,
που το ρολόι της σάλας
χτυπάει το τέλος.

Τότε η Λαίδη Κ. κατεβαίνει
τη δρύινη σκάλα,
το βαρύ της φόρεμα κυλάει στα σκαλοπάτια,
η Λαίδη Κ. φοράει πάντα
μαύρο βελούδο και μαργαριτάρια στο λαιμό,
οποιοσδήποτε μπορεί να την αγγίξει
έτσι καθώς ανάλαφρα γλυστράει μες στη σάλα,
κανείς ποτέ δεν την αγγίζει,
μαύρο βελούδο φοράει η Λαίδη Κ.
μαύρα βελούδινα τα μάτια της
αστράφτουν στο σκοτάδι.
Ποτέ δεν φωνάζει η Λαίδη Κ.,
ποτέ δεν κλαίει,
τα δάκρυα είναι στολίδια,
που τα φοράει γυμνή
στον καθρέφτη της τα βράδια.

Καθώς η Λαίδη Κ. γλιστράει μέσα μες στον χρόνο
αφήνει πίσω ένα άρωμα πικραμύγδαλου και μέντας
το κολιέ της χαλαρώνει και της πέφτει,
τα μαργαριτάρια πέταλα από άγρια τριαντάφυλλα,
σκορπίζονται στη σκάλα,
η Λαίδη Κ. είναι μόνη,
κανείς δεν την ακούει να ουρλιάζει
το βράδυ στο σκοτάδι.

Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται.
Δεν θα παραδοθεί.
Μόνο την κατάλληλη στιγμή.
Θα λύσει τα μακριά φλογισμένα της μαλλιά
θα πετάξει κρινολίνα και βελούδα,
και ανέγγιχτη έξαφνα
θα γίνει μία μικρή κόκκινη αλεπού
που σαν σπίθα θα χαθεί
για πάντα μες στο δάσος.

ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Όταν μπαίνεις μέσα μου,
το πάπλωμα γεμίζει ρύζι και γαλάζια αυγά.
Μα την ίδια στιγμή,
μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει,
σε κρύο διάδρομο,
σε άδειο σπίτι.

Στην οδό Αγίου Δημητρίου,
ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα.

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Ο άγγελός μου είναι λυπημένος.
Δεν έχει σάρκα, δεν ποθεί,
καίγεται μα δεν λιώνει.
Όταν ακούει τη λέξη «σ' αγαπώ»
χαϊδεύει την πληγή ανάμεσα στα πόδια του
και κλαίει.

Δεν ξέρω γιατί ο άγγελός μου είναι λυπημένος.
Σκεπάζει όλη μέρα τους καθρέφτες με σεντόνια
και παίζει σκάκι με πιόνια από πάγο.

Ο άγγελός μου ζει σε χώρα παγωμένη.
Όταν βήχει,
φτύνει αίμα στις παλάμες.
Το αίμα του αγγέλου μου
είναι από χιόνι,
ζει σε φιλιά από χείλη πάντα ανέγγιχτα,
ζει μέσα σε δάκρυα που ποτέ τους δεν κυλήσαν.

Ο άγγελός μου είναι παλιός.
Τις νύχτες μου με χάιδευε κρυφά.
Τα δάχτυλά του από μετάξι.
Ύστερα έγινε απουσία.
Κι αυτός.

Ο άγγελος μου φταίει, ξέρετε.
Που δεν αγάπησα ποτέ κανένα, εννοώ.
Θέλω να πω, ότι πάντα έμπαινε
ανάμεσα σε μένα και τους άλλους,
κι όριζε απόλυτα εκείνη την υγρή πτυχή
ανάμεσα στην επαφή και στο ανέφικτο.

Ο άγγελος μού θυμίζει τη μαμά μου.
Κάθε βράδυ κι αυτός
γλυκά με νανουρίζει
και μετά με ξαπλώνει
στη ματωμένη κούνια μου.

«Κοιμήσου.»

ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΦΙΛΙ
Με χάρτινα χείλη φιλάει ο ποιητής,
με χάρτινα δάχτυλα αγγίζει.
Όταν όμως ερωτεύεται,
πηχτή και κόκκινη η καρδιά του
κυλιέται ζωντανή στο χιόνι.

ΡΟΤΟΝΤΑ
Ροτόντα.
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

ΑΛΧΗΜΕΙΑ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Πρώτα την ύλη, αρχέγονη.
Φωτιά, νερό, αέρα, χώμα.
Ύστερα κορμί, όχι όμως οποιοδήποτε.
Προσοχή στον πόνο.
Ένα κουταλάκι την ημέρα αρκεί.
Αλάτι ας έχει άφθονο,
ας γίνει αλυκή από χρόνο νεκρό.
Πολύ πικρό, δεν πρέπει νάναι,
ούτε όμως και πολύ ζαχαρωμένο
από σιρόπι ψευδαισθήσεων.
Καλύτερα γλυκόπικρο,
σαν επαφή που έμεινε ανέπαφη,
σαν όνειρο που έπαψε να ονειρεύεται,
σαν ένα κορμί που αστραπιαία
συνάντησες σε ξέστρωτο κρεβάτι,
ενώ το μόνο που ήθελες
ήταν το χάδι στα μαλλιά.
Ύστερα το καίμε
σε δυνατή φωτιά,
ενώ συγχρόνως προσποιούμαστε πως ζούμε,
(στο μεταξύ η ψυχή είναι ακόμα ζωντανή
και σπαρταράει στο βραστό νερό)
και κάπου σ’ ένα σύμπαν μακρινό
ένα μικρό παιδί
κοιτάζει έξω από το τζάμι τις νιφάδες
που το χωρίζουν απ’ τον κόσμο.
Και τότε ξαφνικά και μαγικά,
η σάρκα μετατρέπεται σε ποίημα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,
τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου
και με χαϊδεύουν
με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.
Πού να’ ναι τώρα ο Οδυσσέας,
πόσοι μικροί σταλακτίτες
παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,
γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα
με τα μάτια ανοιχτά,
γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος
και το όνομά μου Πηνελόπη
και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,
ούτε πόλεμο να πολεμήσω,
ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ
γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο
σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;
Γιατί τέλος ότι ποίημα και να υφάνω
έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες
που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι
πριν σβήσουν για πάντα στην σιωπή;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Σωπαίνεις.
Σε λευκό μανδύα τυλιγμένος
μου διδάσκεις πόνο και ηδονή.
Τεράστιος ορθώνεται, πατέρα,
ο ίσκιος σου επάνω απ’ το βωμό.
Εραστής και ξένος
ο αγαπημένος δήμιος.
Βλέπεις, οι σκοπιμότητες.
Το διαζύγιο, ο ούριος άνεμος,
τα πλοία που δεν έφυγαν ποτέ
για την χαμένη Τροία,
ο χρόνος που σταμάτησε,
ο θάνατος που με νυμφεύεται
αντί του Αχιλλέα.
Κόκκινος ο μανδύας σου από αίμα.
Κι’ εσύ φοράς το μαύρο σου καπέλο
στρίβεις ατάραχος το πόμολο της πόρτας.

Το μόνο που χρειαζότανε ήτανε μία θυσία.

ΣΤΙΓΜΗ-ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
Μεσάνυχτα.
Δώδεκα φαλακροί καλόγεροι σε ψάχνουν μες στη νύχτα.
Φόρα το γυάλινο γοβάκι σου
και πήδα στο κενό.

ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Πέτα μαζί μου μεσ στη νύχτα
κορίτσι από δαντέλα,
πάμε στην χώρα του Ποτέ
να βρούμε τα παιδιά που χάθηκαν
κι εκείνα τα άλλα,
που πονάει τόσο να τα βρούμε.
Στη χώρα του Ποτέ Ξανά
τα παιδιά δεν μεγαλώνουν,
ντύνονται Ινδιάνοι,
και χορεύουν γύρω από την πληγή.
Στη χώρα του Ποτέ Χωρίς
τα παιδιά δεν έχουνε μαμά,
ρίχνουν στις φλέβες τους χρυσόσκονη
για να πετούν και να ξεχνούν.
Έλα μαζί μου Γουέντυ των δακρύων,
(γι’ αυτό άλλωστε σε επέλεξα,
είσαι επίτιμος δοκιμαστής δακρύων,
ξέρεις τη γεύση και το χρώμα τους
και την παράξενη οσμή της νοσταλγίας),
σου υπόσχομαι λευκό, ατόφιο πόνο,
υπόσχομαι να σε εγκαταλείψω
να πετάς μόνη με την λευκή σου νυχτικιά
πάνω από το παλιό ρολόι του Λονδίνου,
(οι δείκτες του έχουν για πάντα σταματήσει
την ώρα που η μαμά εγκατέλειψε το σπίτι),
μα για αντάλλαγμα
θα σου χαρίσω ένα ποίημα
από χρυσόσκονη και αίμα
και βραδινό αεράκι του Λονδίνου.

ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Θα παίξουμε κουτσό
είπε η Μαρία στον Μανώλη
κι όποιος νικήσει,
θα δείξει στον άλλο την πληγή του.
Ύστερα παντρεύτηκαν.
Η Μαρία φορούσε νυφικό από βροχή
κι η εκκλησία ήταν από λάσπη.
Πάνω στο κλαδί ενός δέντρου
δυο περιστέρια από στάχτη
κουνούσαν λυπημένα το κεφάλι
για τα ανθρώπινα μάταια παιχνίδια.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ (από τη συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, 2006)
Τον συνάντησε στο δάσος.
Γυμνός ήταν, κυνηγός.
Κυνηγούσε λέξεις.
Τις αιχμαλώτιζε με απόχη,
τις βαλσάμωνε δικές του.
Δεν του μιλούσε.
Καθόταν δίπλα του αθόρυβα.
Φορούσε μενεξεδένια κι άσπρα
φορέματα και κρινολίνα
από άχνη και κανέλα.
Αυτός την κοίταζε κρυφά,
ενώ συγχρόνως κυνηγούσε
τη λέξη «απέχω» ή τη λέξη «νοσταλγώ».
Αυτή είχε μικρούς καθρέφτες νάρκισσους
πάνω της κεντημένους,
παγίδευαν το βλέμμα προς τα έξω
ή ίσως δεν τολμούσε να κοιτάξει
την άλλη γυναίκα
που δίπλα της πνιγόταν σε πηγάδι.
Ύστερα αγαπήθηκαν.
Ο κυνηγός αγάπησε τη λέξη «αγάπη»
κι αυτή τον κυνηγό μες στους καθρέφτες της.

ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ  (από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009)
Καθίσαμε απέναντι.
Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.
Τα δικά του σίδερο και χώμα.
Αυτός είχε τα μαύρα.
Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του
επιτέθηκαν με ορμή
ενώ η βασίλισσά μου
ξεντυνόταν στο σκοτάδι.
Ήταν καλός αντίπαλος,
προέβλεπε κάθε μου κίνηση
πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ
κι εγώ παρόλα αυτά την έκανα,
με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού
που βαδίζει στον χαμό του.
Στο τέλος τέλος ίσως με γοήτευε
το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες
τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,
τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο
πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε
βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής
και πως αιχμαλώτισε εκείνη την βασίλισσα από νεραιδοκλωστή
που τόσο της άρεσε να διαφεύγει
με πειρατικά καράβια
στις χώρες του ποτέ.
Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.
Άλλωστε γι αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μία φορά, μες στη ζωή
αξίζει κανείς να παίζει για να χάσει.

Ο ΛΥΚΟΣ (από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009)
Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας
αυτός κι εγώ,
οι δυο μας, μόνοι.
Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.
Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.
Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό
και έξω από το τζάμι
βλέπω να χάσκει
το στόμα ενός λύκου
σάλια και αίμα.
Πίσω από το γυαλί
ακούω την ανάσα να κοχλάζει
μυρίζω την λαχτάρα του.
Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,
ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα
την πόρτα ανοίγω
και αφήνομαι γυμνή
να με ξεσκίσει.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η γυναίκα ξαναγύρισε.
Κόκκοι σκόνης αιωρούνται στο τραπέζι,
τα παιδιά τρώνε πρωινό,
ο άντρας διαβάζει εφημερίδα,
κανείς δεν την προσέχει
που βηματίζει ανάλαφρα
που ζυμώνει το ψωμί
που βάζει την τσαγιέρα στη φωτιά.
Όλα είναι ίδια όπως παλιά.

Κανείς δεν παρατηρεί
την γαλάζια λωρίδα ουρανού
πάνω στα μαύρα της μαλλιά.

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ  (από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009)
Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβάται,
διώχνω τους εφιάλτες
και τους έλκω,
το βράδυ χαϊδεύω τα σκοτάδια
το πρωί κουνώ τα χέρια στα πουλιά.
Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβίζει,
στην έρημο μιας σχέσης με ανθρώπους.
Με τα χέρια μου- τσουκνίδες
ξεσκίζω το πρόσωπό μου
και τους άλλους.
Μα κάτω από τα άχυρα
και την σκισμένη μπλούζα
ένα κοράκι κρύβω,
στιλπνό,
μαύρο,
μόνο,
το πιο έρημο κοράκι,
την καρδιά μου.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ (από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009)
Δεν είναι τα μάτια παράθυρα
ούτε καθρέφτες της ψυχής.
Είναι άγρια σκυλιά που αλυχτούν.
Η αγάπη δεν είναι ροζ ζάχαρη
ούτε ο έρωτας αρρώστια
που βήχει διακριτικά
κι αφήνει αιμάτινες κηλίδες
στο δαντελένιο μαντήλι της Κυρίας
που ύφαινε Καμέλιες.
Δεν έψαχνε η Έμμα Μποβαρύ
άντρες για να αγαπήσει,
κυνηγούσε μόνο την χαμένη της ψυχή.
Κι όταν τελειώνει μια ιστορία
οι άνθρωποι θάβουν τα κομμάτια τους στον κήπο
και κάθονται στα αραχνιασμένα τους τραπέζια
ενώ η Μις Χάβισαμ τους υποδέχεται
φορώντας το μουχλιασμένο νυφικό
ενός γάμου που δεν μπόρεσε ποτέ.

ΧΩΡΙΣ (από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009)
«Θα ζήσεις χωρίς»
είπε η μάγισσα
και μου έδωσε το φίλτρο
«τα κοχύλια σου θα γίνουν χέρια για να γράφεις»
«Μα χρειάζομαι τα χέρια για να αγγίζω
μικρές μοβ ανεμώνες να χαϊδεύω
τα μάτια του να ψηλαφώ
τις σκιές στα βλέφαρα κουπιά
το σώμα του να κολυμπώ».
«Δεν κατάλαβες λοιπόν»
είπε η μάγισσα
και το πρόσωπό της ράγισε
χίλιες μικρές ρυτίδες.
«Τα χέρια σου θα γράφουν
αυτά που ποτέ σου δεν θα αγγίξεις».

ΤΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014)
Στο αγώνισμα της μονομαχίας
δεν έχει σημασία η παιδική σου ηλικία,
αν ο μπαμπάς τραγούδαγε στο μπάνιο,
αν η μαμά άνοιγε τρύπες στον τοίχο με τρυπάνι,
αν σε κλείδωναν στο υπόγειο μιας ψυχρής ματιάς.
Το θέμα είναι η προσεκτική επιλογή.
Αυτή είναι ο καθρέφτης που ραγίζει.
Γιατί δεν τυχαίνει,
εμείς είμαστε αυτοί
που ρίχνουμε το γάντι στο πρόσωπο του άλλου,
εμείς που σφραγίζουμε
με βουλοκέρι τον πάπυρο
που καταφθάνει με μαύρη άμαξα την νύχτα.
Έρωτας, γράφει επάνω,
την τάδε ώρα κάτω από τα κυπαρίσσια.

Στο αγώνισμα της μονομαχίας
αυτό που έχει σημασία
είναι ο αντίπαλος με το κοντάρι
Γιατί συστηματικά κάτω απ’ την πανοπλία
τον ίδιο ιππότη διαλέγουμε συνέχεια
ηθελημένα γυμνωνόμαστε μαζί του στο σκοτάδι
εσκεμμένα του γεμίζουμε με βέλη τη φαρέτρα.
Στο αγώνισμα της μονομαχίας
το παν είναι η δική μας εξολόθρευση.

Αφού αυτήν έχουμε μεθοδεύσει
απ’ την αρχή με τόσο πάθος!

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ (από την ποιητική συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Παρακαλώ καθίστε.
Το φόρεμά μου είναι χάρτινο.
λήγω σε περιορισμένο χρόνο
Δεν θα υπάρξουν δράματα.
Μόνη μου απαίτηση να ταΐζετε τις χήνες.
Τρων μικρά δάκρυα σε κονσέρβα.
Βέβαια ίσως μία θάλασσα
δεν συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια
μία λίμνη ασφαλώς θα επαρκούσε
αλλά συγχωρείστε μου μία τελευταία υπερβολή
Σηκώνω το λευκό μου μεσοφόρι.
Η επέμβαση ολοκληρώθηκε ταχύτατα.
τρέφω μόνο φιλικά αισθήματα για σας.
Η πολυθρόνα περιμένει τον επόμενο πελάτη

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο

ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Φέτος δεν υπήρξαν εποχές.
Στεκόμασταν στη διάβαση
με ένα βαρύ παλτό
και όταν περνούσαμε απέναντι
ήταν πια Άνοιξη
και πετούσαμε
τα ρούχα στον αέρα.
Αλλόκοτος και ο χρόνος.
Σε ένα λεπτό
είχαν περάσει έξι μήνες
και το καταλαβαίναμε μετά
απ’ τις ρυτίδες από ρετσίνι
στους κορμούς των δένδρων
και τις μικρές αλεπούδες
που γερνούσαν στο σαλόνι.
Μα η μεγαλύτερη ανατροπή
συνέβαινε στον χώρο.
Συστέλλονταν και διαστέλλονταν
οι πλατείες, οι δρόμοι, τα στενά
οι διευθύνσεις άλλαζαν
και μέναμε με αγνώστους
σε σπίτια με λαίμαργες ντουλάπες
που έτρωγαν τσάντες και παπούτσια.

Γι’ αυτό κι εγώ λοιπόν
σκόνταψα στην σκιά μου
το πόδι μου παγιδεύτηκε
στην μαύρη της δαντέλα
κι αστραπιαία υπέθεσα
πως μ’ αγαπάς ακόμα.

ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Από την άλλη χώρα που ζω
σ’ ακούω ν’ αναπνέεις
πάνω από δρόμους και κτίρια και ποτάμια
μικρές πεταλούδες ο ύπνος σου
κι ανησυχώ
αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
νεογέννητα πουλιά
μες στη φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.
Γιατί ο χωρισμός είναι απόφαση
η αγάπη όμως
συνέχεια χωρίς διακοπή.

ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Κι αφού τόσο φοβάσαι
να με χαρείς ολόκληρη
-ποτέ όλη μαζί-
ποτέ τρομακτική
μες στην ολότητά μου,
(και στήθος και μυαλό
και αλάτι και νερό)
από μένα πάρε τα πόδια
τα ολισθηρά μου πέλματα
που αφήνουν τα ίχνη τους
στο βούτυρο,
τους μηρούς και τους γλουτούς
κι εκείνη την εγκοπή στο γόνατο
από το φερμουάρ γοργόνας.
Διπλό το όφελος εξάλλου.
Χωρίς τα πόδια μου
πώς θα μπορώ να διαφεύγω στα ποιήματα;

ΑΚΡΩΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Ότι υπήρξε Συμπαιγνία
όλοι πια το καταλάβαμε
ότι αυτό το σώμα δεν είναι απλό κορμί
άβυσσος είναι που πεινάει
το εμπεδώσαμε
ότι έπρεπε να φτύσουμε τότε τα κουκούτσια
γιατί το Μήλο ήταν διωγμός
και όχι ευτυχισμένη απόδραση
από γαλήνιο εφιάλτη
το γνωρίζουμε καλά.
Ότι δεν είμαι το πλευρό ή
η δεξιά σου άτρωτη φτέρνα
αλλά γυμνή κι εγώ
καταδικασμένη να σε ψάχνω στους αιώνες
μέρος κι αυτό της γνώσης που δεν έπρεπε.
Πρέπει να φύγω πάλι.
Από το θάνατο του έρωτα
προτιμώ την μοναξιά.

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Υπήρξε λάθος του κατασκευαστή απ’ την αρχή.
Ο κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα
που εύκολα αναφλέγονταν
Η Κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε
Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε
στην αγορά ήταν ελαττωματική
Κι όμως υπήρξαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες
παράλογα κι ανόητα γενναίοι
που αψήφησαν τν βέβαιη ήττα
άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους
άλλη ψυχή, οικεία
και με ένα φιλί
σταγόνα βουλοκέρι
σφράγισαν το χρόνο

ΑΔΥΝΑΜΙΑ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Αν δεν μπορείς να έρθεις μ’ ένα τρένο
ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού
σούρουπο μ’ ένα αεροπλάνο,
αφού το πλοίο εντείνει την αμάθεια
και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία
δέσε ένα ποδήλατο
πίσω από ένα σμάρι πουλιά
και πέταξε να ’ρθεις κοντά μου.

Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Το έλεγαν ζευγάρωμα και γινόταν στο σκοτάδι.
-Πώς το ξέρεις;-
αρχαία γνώση που κατοικεί στα κύτταρα
εκσφενδονίζεται στο αίμα,
το λέγαν συνουσία,
σώμα με σώμα
πνιχτές κραυγές, πονούσε
σε παλιά εργοστάσια σε ρημαγμένα σπίτια
μέσα στα ερείπια
ο ένας πάνω στον άλλο
πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα
-ήταν τότε το τέλος;
Αυτού που αποκαλούμε τώρα.
Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν.
-Τι θα πει η λέξη;
Θα πει γνωρίζω το όνομά σου
Εκείνο το παλιό
αναγνωρίζω σε σένα το δελφίνι
τον λύκο το σκαντζόχοιρο
τα ημερεύω και τρίβονται πάνω μου
Θα πει σου χαρίζω τα μάτια μου
Θα πει δώσε μου τα χέρια σου να αγγίξω.
-Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν;
Μόνο κάτι γραφικοί.
Είχαν στην παλάμη χαραγμένους χάρτες.
Έψαχναν λέει την Επαφή.
-Τι θα πει η λέξη;
Δεν ξέρω, εγώ από τότε έγραφα
Ατέλειωτοι πάπυροι
στη βιβλιοθήκη από μελάνι
Ήμουν τυφλός και ποιητής
Δεν ήξερα. Δεν έμαθα.

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΤΑΝΓΚΟ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Κοιταζόμαστε στα μάτια.
Βάδισμα, στροφή, σταμάτημα.
Κρότος από γυαλιστερά λουστρίνια.
Πετώ τη μαύρη μου μαντίλα.
Βγάζεις το κεντητό γιλέκο.
Εσύ διευθύνεις, εγώ ακολουθώ.
Ένα βήμα μπροστά
Σ’ αγαπώ
Δυο βήματα πίσω
τελειώσαμε
ένα βήμα στα πλάγια
Πάλι μαζί;
Τριπλός βηματισμός
φλερτάρουμε ξανά
κουνάμε τους γοφούς,
διασχίζουμε την αίθουσα
ώσπου Volcado λες, ανατροπή
κι ύστερα σιωπή.
Μόνον ο ήχος
που κάνουν
τα σκουλαρίκια
καθώς θρυμματίζονται στο πάτωμα.

ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ  (από τη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ)
Κόβω μ’ ένα ψαλίδι την παιδική μου ηλικία,
δύο μαυρόασπρα κοριτσάκια
που επιπλέουν θολά
θρυμματίζονται στο πάτωμα.
Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή
ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ;
Μία φωτογραφία σπαρταράει
ασημένια και στιλπνή μέσα στη γυάλα της.
Είναι παράξενο πως κάθε φορά
τα λέπια που αφαιρώ
τα εντόσθια τις μνήμες τα πτερύγια
όταν βάζω σο φούρνο το κεφάλι
και μετά κόβω προσεκτικά φέτες τις φλέβες
θυμάμαι πιο βαθιά.

Κόβω μ’ ένα ψαλίδι το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου
αυτό που γεμίζει συνέχεια θάλασσα
Μη έλεγε η μαμά
Μη βάζεις το χέρι κάτω από το λευκό φουστάνι
το κλειδί γυρνάει μία πόρτα
ένα σπίτι περιστρέφεται
κρατά στο χέρι τα κόκκινα παπούτσια.

Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούν
ο αδελφός από πίσω μου σφίγγει το χέρι
εσύ με προδίδεις ξανά και ξανά
κι εγώ σ’ ένα δωμάτιο με εγκαταλείπω πάλι.

Κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το ποίημα.
Κορμί είναι μπορεί δικό σου,
μπορεί κάποιου ξένου
από αυτούς που κοιμάσαι και χάνονται.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ  (από την ομότιτλη συλλογή , εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016)
       -Ι-
Ο άνδρας στην φαντασίωσή της γέρασε
Πέταξε το μαστίγιο και τα γάντια
κάθεται κουλουριασμένος στην φωτιά
ενώ ο χρόνος
του γλείφει πιστά τα πόδια.
       -ΙΙΙ-
Τελευταία χτυπούν την πόρτα της
παράξενοι άνθρωποι χελώνες
κουβαλούν λεν
το σπίτι τους στην πλάτη
περπατούν αιώνες
κάποιοι απ’ αυτούς στάζουν νερά
τα σανίδια σαπίζουν
από την υγρασία
Δώσε μας, λένε, ένα κεραμίδι
τους δίνω μόνο ένα βελανίδι
τόσο είναι το αντίτιμο
των στίχων
Κάποιοι ζητούν ένα φτυάρι
Να θάψουμε λένε την ντροπή.
Στην αυλή μετά βρίσκει παιδικά παιχνίδια
ξεσκισμένα αρκουδάκια
πνιγμένα λαγουδάκια με μάτια χάνδρες
κι ένα μουσικό κουτί
μ’ ένα ξεκούρδιστο νανούρισμα.
       -ΙΙΙ-
Μερικές φορές έξω απ’ το παράθυρο
περνάει ένας νεαρός
με μια ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ το λαιμό.
Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει
αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς,
ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά,
την βάφει κόκκινη
στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι
τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες
μα μία σβάστικα που απλώνεται παντού
       -ΙV-
Που και που χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με αίμα.
       -VI-
Προχθές ήρθαν χαρούμενοι εκδρομείς.
Κουβαλούσαν μαζί τους σπιτική αρκούδα
Είχαν καλαθάκια με  φαγητό,
στρώσαν καρό τραπεζομάντηλο
τα σώματά τους διάτρητα από σφαίρες.
Ένας απ’ αυτούς ανοίγει ένα κρασί
και της προσφέρει ένα ποτήρι
Πάρε της λέει το νομίζεις για αρχή
αλλά είναι στην πραγματικότητα το τέλος
       -VIII-
Πούπουλα,
Πούπουλα στο χιόνι,
Και μόνο η ανάσα σου ζωή

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ  (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ  , εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016)
Θα φορώ το καινούργιο μου παλτό.
Θα φοράς το γαλάζιο σου πουκάμισο.
Θα παίζει την Καζαμπλάνκα
ή το Χιροσίμα Αγάπη μου
θα το έχουμε ζήσει αυτό ξανά
στην Βιέννη αρχές του αιώνα
στην Κωνσταντινούπολη σε έναν τεκέ
στην Βαρκελώνη μέσα στον εμφύλιο
Το χέρι σου δεν θα αγγίζει το κορμί μου
θα είναι απλώς ένα κομμάτι του
όπως ο ομφαλός
ή μία μοίρα.
Κι έτσι οι δυο μας
στην πηχτή σταγόνα της στιγμής
θα κολυμπήσουμε ο ένας μες στον άλλο.
Και όταν η μαύρη φάλαινα τελικά μας καταπιεί,
κοίτα θα πούμε
εκείνη τη μέρα πήγαμε κινηματογράφο

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ.
Στο δέρμα εμφανίζονται εξανθήματα
όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
η καύτρα ενός τσιγάρου
φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα παπούτσια
που αργά τους τρων τα πόδια
με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο
διασχίζουν αυτοκινητόδρομους
σταματούν από σπίτι σε σπίτι στην Νεβάδα
πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα πατώματα
σε άνδρες που καλλιεργούν κολοκύθες
για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό μεγέθους.
Ακόμα όμως κι αν όλα  παν καλά
και η ανία μετατραπεί σε άνοια
ή εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο
αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες
με τα φουσκωτά σαγόνια
που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο
αν δηλαδή ανήκετε στους λίγους εκλεκτούς
που απλώς τινάζουν το στρώμα
και αγνοούν το βαθούλωμα
από το περίγραμμα του κορμιού
που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ
ακόμα και τότε
μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς.
Μπορεί μια μέρα καθώς αδιάφορος
κοιτάτε τις βιτρίνες
κάποιος αθώος από πίσω να προφέρει ένα όνομα
και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
κι εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
ξαφνικά να παραλύσει
το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
και το νερό να πλημμυρίσει
όλη την πόλη που συναρμολογούσατε
με τόση υπομονή

Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης

ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμένου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει πάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχθηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δυο ζωές,
μία δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν την επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στη Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στη νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείρηση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε πάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικά ας αδειάσουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)
Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι, που όλο έπλεε προς τα πίσω κι όταν τελικά φτάσαμε στην καινούρια γη, ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα, τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φορφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μια ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας, όπως τα φτερά πεταλούδας ή ένα αλογάκι της θάλασσας κι ένας ναύτης είπε είναι η αγάπη κι ένα άλλος είπε όχι, μπαίνουμε απλώς σ’ άλλο αιώνα.

ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΙΑΣ ΚΑΘΙΣΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΜΙΘ (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)
Γιατί καθιστή;
Ποια πράξη σου έμενε μισή
πριν σε αιχμαλωτίσει το πινέλο;
Και γιατί ημιτελής, θαμπή
ατελής σχεδόν
στο κουκούλι του μυαλού του;
Άραγε ο άνδρας που σε δημιούργησε
σ’ αγάπησε ποτέ;
Την βραχνή κραυγή του φόβου
Την σπειροειδή λαχτάρα;
Πόσο εύκολα άραγε ο ζωγράφος
σε παράτησε,
για να ολοκληρώσει το επόμενο πορτρέτο
που με πιο ζωηρά χρώματα
διεκδίκησε την τότε προσοχή του;

Η ΛΥΠΗΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΟΥΙΝΟΝΑ ΡΕΪΤΣΕΛ, ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΜΕ ΚΑΚΟ ΤΕΛΟΣ – άλλωστε ποια ποιήτρια έχει καλό τέλος;  (από την συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)

Ο μπαμπάς μου είχε κακό γούστο στα σπίτια, στα αυτοκίνητα και τις γυναίκες. Έτσι όταν μέναμε μόνοι, αφού μας εγκατέλειψε η μητέρα, ήμασταν αναγκασμένοι να αλλάζουμε διάφορα σπίτια, το ένα πιο αλλόκοτο από το άλλο. Άλλα είχαν την καμινάδα στην μέση του σαλονιού, σε άλλα το τζάκι ήταν μέσα στην τουαλέτα και κάπνιζε, υπήρχαν σπίτια με οδοντοστοιχίες στα παντζούρια που ανοιγόκλειναν επικίνδυνα και άλλα που μας ρουφούσαν μέσα στους μαλακούς τους τοίχους. Για τα αυτοκίνητα έχω να πω τα εξής: ο μπαμπάς ποτέ δεν μπόρεσε να εξημερώσει αυτοκίνητο, παρέμεναν όλα άγρια και μας δάγκωναν όταν καθόμασταν  στα καθίσματα ή κλωτσούσαν όταν ανοίγαμε την πόρτα. Μάλιστα ένα από αυτά, μία παλιά Κάντιλακ, απογειώθηκε μέσα στη νύχτα και χάθηκε μες στην ομίχλη. Θα μπορούσα ωστόσο να του συγχωρήσω τις κακές επιλογές στα σπίτια και στα αυτοκίνητα, έτσι κι αλλιώς εκείνη την εποχή μεγάλωνα και μίκραινα όλη την ώρα, με αποτέλεσμα να έχω άλλες μπλούζες για το πρωί και άλλες για το βράδυ και δεν υπήρχε τίποτα σταθερό, αφού και ο Μάκης, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, σπάνια μου χαμογελούσε, όταν διασταυρωνόμασταν στο τούνελ, παρόλο που θα έγραφα τουλάχιστον τρία ποιήματα γι’ αυτόν και ένα από αυτά θα έμπαινε αργότερα στην πρώτη ποιητική μου συλλογή, ενώ αυτός θα έφευγε στην Αμερική χωρίς να μάθει τίποτε ποτέ. Αυτό όμως που με παίδευε πιο πολύ απ’ όλα ήταν οι γυναίκες που διάλεγε ο μπαμπάς μου. Ήταν καλές γυναίκες, σχεδόν κανονικές, υπερβολικά όμως συναισθηματικές, στα όρια της υστερίας, ένιωθαν συμπόνια συνήθως για μένα και προσπαθούσαν να είναι φιλικές, όμως όλες είχαν κάτι στραβό, άλλες φορούσαν πολύ στενά φορέματα που σκίζονταν συνέχεια με θόρυβο, άλλες έβαφαν πολύ έντονα τα μάτια και τα χείλη τους και όταν ζεσταίνονταν η μπογιά κυλούσε στο πρόσωπό τους και το μουντζούρωνε ολόκληρο, άλλες ήταν πολύ παχιές και αγκομαχούσαν στα σκαλιά και άλλες πολύ αδύνατες και έτρωγαν μόνο ένα παξιμάδι βουτηγμένο στο νερό. Ο μπαμπάς  μου παντρεύτηκε την τελευταία στη σειρά και δεν έκανε παιδιά μαζί της. Νομίζω πως έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα ως τη στιγμή που κάποιος έκοψε μ’ ένα ψαλίδι το νυφικό και όλα της τα φορέματα στην ντουλάπα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες γιατί είχα ήδη μεγαλώσει και εγκατασταθεί στο τωρινό μου σπίτι, το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο από όλα, την ποίηση.  

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙ (δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο)
Περίμενα, περίμενα
xωρίς κορμί, μόνο ψυχή-καπνός για την εστία.
Είχα βέβαια και το κέντημα για παρηγοριά.
Ύστερα ήταν κι οι μνηστήρες
όμως έπληττα θανάσιμα με τα χοντρά αστεία.
Κάποια ανακούφιση ο Τηλέμαχος,
όμως κι αυτός έψαχνε τον πατέρα.
Ένα βράδυ έκανα έρωτα με έναν υπηρέτη.
Το σώμα του ζεστό ψωμί
έσταζε μέλι και κρασί.
Δεν με πείραξε που έγινε.

Μόνο ότι πεισματικά η Ιστορία το αγνόησε.

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ (δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Poetica)
Σε κάθε καθρέφτη
υπάρχει πάντα ένα είδωλο
που κρύβεται από πίσω.
Κανείς ποτέ δεν νοιάζεται γι αυτό.
Γυάλινη γλιστράει η ζωή του
στην αθόρυβη επιφάνεια.
Κανείς δεν το αγγίζει
κι ούτε κι αυτό αναγνωρίζει
τον ξένο που κάθε φορά
στέκεται μπροστά του.
Μηχανικά μιμείται τις κινήσεις.
Όταν ο ξένος σηκώνει το δεξί
αυτό κινεί το αριστερό
όταν ο ξένος βήχει
αυτό κoυνάει άηχα τα χείλη.
Μόνο όταν το σπίτι ερημώνει,
το είδωλο παίρνει το ξυράφι
το ακουμπά στις φλέβες των καρπών του
έτσι για να νιώσει ότι είναι ζωντανό.
Όμως μόνο κενό αντικρίζει απέναντί του.
Γι αυτό με προσοχή κοιτάξτε τους καθρέφτες.
Αν είστε τυχεροί,
μπορεί και να το δείτε.
Πίσω από το πρόσωπό σας.
Το είδωλο που ουρλιάζει.


Η ΑΛΙΚΗ ΚΕΡΔΙΖΕΙ (δημοσιευμένο στο περιοδικό Παρέμβαση)
Αφού έχασε το Α η αλίκη
για μέρες ένιωθε λειψή
έχασε τις χώρες και τα θαύματα
τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια
τα μανιτάρια που άλλοτε γίνονταν ομπρέλες
κι άλλοτε μικρές λακκούβες στην βροχή.
Τώρα ποιος άντρας θα την προσφωνήσει
ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα
σε ιστορίες με κουνέλια
και τραπουλόχαρτα στρατιώτες
αθόρυβη ανύπαρκτη θα μείνει η ζωή της
αυτά σκεφτόταν η αλίκη
με το μικρό ανυπεράσπιστό της α
ώσπου έξαφνα μια άγρια λυτρωτική χαρά
φούσκωσε μες το λάμδα της
και για πρώτη φορά
κυλίστηκε μέσα στην γνώση της ελευθερίας της.

ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ (ανέκδοτο)
«Είναι μια παράνομη γυναίκα»
Είπε ο νούμερο ένα δικαστής.
«και πρώτα πρώτα δεν φοράει βέρα»
κατηγόρησε ο δύο
κουνώντας την γκρί περούκα του με στόμφο.
«δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας»
«ούτε σφραγίδα στον μηρό»
οι τρία και τέσσερα που ήταν δίδυμοι
μίλησαν ταυτόχρονα
και ανέμισαν την μαύρη τήβεννο
έτοιμοι να πετάξουν.
«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»
ξερόβηξε ο πέμπτος λυπημένα
γιατί έπασχε από χρόνια δυσπεψία.
«Και το χειρότερο:ποιήτρια»
καταδίκασε ο έκτος και το διπλοσάγονό του
τρεμούλιασε με φόβο,
«ξέρετε από εκείνες που προφητεύουν τα μελλοντικά δεινά
ή χώνουν το κεφάλι μες τον φούρνο
ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές
πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια».
Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη
γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της,
άκουγε μόνο το τρέξιμο της χελώνας
που έτρεχε να προφτάσει τον λαγό
ή τον ήχο που κάνει ένα μπουμπούκι που ανοίγει.
Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος
και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές.
Το όνομά μου είναι Αντιγόνη,
φώναξε θαρραλέα
κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ (ανέκδοτο)
Σε ένα κιβώτιο μου έστειλες τα πράγματα.
Την πουκαμίσα, την θήκη των φακών,
το ποίημα που έγραψες για μένα,
τον πίνακα που θα κρεμούσαμε στον τοίχο
τον κενό χώρο στην ντουλάπα σου
τα άδεια ράφια με τα βιβλία φαντάσματα.
Φαντάζομαι πως όσο τακτικά και αν δίπλωσες
δεν μπόρεσες να χωρέσεις το κρεβάτι,
όλο φούσκωνε σαν αερόστατο
και πετούσε μακριά.
Ούτε κι εγώ έχω όμως χώρο πια γι αυτά.
Η αποθήκη μου βλέπεις,
είναι γεμάτη νεκρά φθινόπωρα
και άχρηστα «για πάντα»
με χαλασμένα ελατήρια.

ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ (ανέκδοτο)
Δεν το έκανα από πρόθεση, ορκίζομαι.
Μα σαν την είδα σαν ξωτικό
να τρέχει με γυμνά τα πόδια
προς εμένα,
νόμισα θα διαπεράσει την καρδιά μου.
Γι αυτό έριξα το βέλος.
Άλλωστε εμείς οι κυνηγοί του Βασιλιά
στο θέλημά Του υπακούμε.
Η πινακίδα το έγραφε ολοκάθαρα:
"Όχι πριγκίπισσες στο δάσος με τα μούρα"

ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ ΙΙ
Είναι μήνες τώρα
που παίζω σκάκι
στην αίθουσα ενός πύργου.
Δύο ξυλόγλυπτες καρέκλες
ένα τραπεζάκι από μάρμαρο
και η σκακιέρα φιλντισένια.
Ο υπηρέτης αποσύρεται
κι εγώ πετώ τα ρούχα μου στο πάτωμα.
Μένω γυμνή και εκτεθειμένη.
Μάτια σαν βεντούζες
κολλημένα στο ταβάνι,
η αναπνοή ασθματική.
Κινώ πρώτα τα πιόνια,
ύστερα τους αξιωματικούς,
μετά τους πύργους
αφήνω τελευταία την βασίλισσα,
έτσι κι αλλιώς έχει χάσει κάθε αξιοπρέπεια
καθαρίζει φασολάκια
κλαίει και
κάνει έρωτα με ξένους στην σοφίτα.
Κάθε Σάββατο παίζω σκάκι
στην αίθουσα ενός πύργου.
Σε μια σκακιέρα που τα πιόνια είναι μόνο μαύρα.
Και ο συμπαίκτης μου απών.

Πηνελόπη ΙΙΙ 
Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουνε ρακή
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ (ανέκδοτο) 
Ακολουθούσα τα χαραγμένα μονοπάτια
η Σφίγγα γελούσε και τρανταζόταν η άμμος
ο αδιάφορος γεννήτορας ξεψυχούσε μες στο αίμα του
η μητέρα τις νύχτες κοιμόταν στο κρεβάτι μου
και κάναμε ανίερα παιδιά
περπατούσα
με δύο, με ένα, με τρία,
με χίλια πόδια
γονατιστός, όρθιος, σκυφτός.
Δεν είχα πόλη, ούτε γένος
τα σπίτια που έχτιζα γκρεμίζονταν
οι πάπυροι που αντέγραφα καίγονταν στις βιβλιοθήκες.
Μόνο η αγάπη μου είπες κάποτε στο τρένο.
Μόνο αυτή δικαιολογεί αυτό το τραγικό αστείο.
Το αλάτι συσσσωρευόταν πάνω μου,
σιγά σιγά γινόμουνα μια στήλη.
Η αγάπη φώναξες και μέσα από τον χρόνο
τα σκονισμένα τζάμια, τα τοπία αιώνες αστραπή
μου έτεινες το χέρι σου.
Και έλυσες το αίνιγμα.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε νομική στο Α.Π.Θ. Ποιητικές συλλογές: ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984, εκδόσεις Εγνατία, Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΑΛΑΙΝΑ 1990, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου Λοξίας, Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ της λαίδης Κάπα 2004, εκδόσεις Νέα Πορεία, Η ΛΙΜΝΗ, ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006, εκδόσεις Νέα Πορεία, Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΙ Ο ΚΙΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης, ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012, εκδόσεις Γαβριηλίδης, ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014, εκδόσεις Γαβριηλίδης, ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, Γαβριηλίδης 2016. Μυθιστόρημα: ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ 2002, Εκδόσεις Παρατηρητής. Θέατρο: ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟ ΜΠΑΡ, 2005, Εκδόσεις Πάροδος. Έχει συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Παρατηρητής, Ρεύματα, Εντευκτήριο, Ν. Πορεία, Πάροδος, Εμβόλιμον, Πλανόδιον, Μανδραγόρας, Κουκούτσι, Πόρφυρας, Ένεκεν, Δίοδος, Νέα Ευθύνη καθώς και σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως το e-poema, το poeticanet, το diastixo, το ΠΟΙΕΙΝ, η ΘΡΑΚΑ, Bibliotheque και άλλα. Κυκλοφορούν στο διαδίκτυο οι τέσσερις πρώτες ποιητικές της συλλογές σε e-book καθώς και δύο ακόμα ηλεκτρονικά βιβλία με τίτλους "Απαγόρευση κυκλοφορίας" και "Η κρυφή ζωή των ποιημάτων" με ποιήματά της και φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου ποιητών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και δημοσιευτεί στο ιταλικό περιοδικό Voce de la luna, στα Βουλγαρικά (περιοδικό Πάροδος τεύχος 47) στα Γερμανικά και στα Γαλλικά.

ΜΗΝ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΥΠΙΕΣ



1 σχόλιο:

  1. Ο σύζυγός μου και εγώ παντρεύτηκα για περίπου 7 χρόνια τώρα. Είμαστε παντρεμένοι ευτυχώς με δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Πριν από 3 μήνες, άρχισα να παρατηρώ κάποια παράξενη συμπεριφορά από αυτόν και λίγες εβδομάδες αργότερα ανακάλυψα ότι ο σύζυγός μου βλέπει κάποιον. Άρχισε να έρχεται αργά από το σπίτι, δεν ενδιαφέρεται για μένα ούτε για τα παιδιά πια, Μερικές φορές πηγαίνει έξω και δεν επιστρέφει καν σπίτι για περίπου 2-3 ​​ημέρες. Έκανα ό, τι μπορούσα για να διορθώσω αυτό το πρόβλημα αλλά όλα αυτά χωρίς αποτέλεσμα. Ανησυχώ πολύ και χρειάζομαι βοήθεια. Έχω βαρεθεί για τον Δρ Goko πόσο καλό και ωραίο βοηθά τους ανθρώπους στις συζυγικές τους υποθέσεις προβλήματα όπως η αποκατάσταση των σπασμένων σχέσεων και ο γάμος ακόμα περισσότερο. Έτσι, επικοινωνήθηκα μαζί του και του είπα τα προβλήματά μου και μου είπε να μην ανησυχώ ότι θα αποκαταστήσει τον σύζυγό μου 48 ώρες αργότερα. έτσι ακριβώς 48 ώρες ο σύζυγός μου ήρθε σε μένα και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη που έκανε και υποσχέθηκε να μην το ξανακάνω ποτέ. Από τότε, όλα έχουν επιστρέψει στο φυσιολογικό. η οικογένειά μου ζει μαζί με χαρά και πάλι .. Όλα χάρη στον Δρ Goko. Εάν έχετε κάποιο πρόβλημα, επικοινωνήστε μαζί του και σας εγγυώμαι ότι θα σας βοηθήσει. Δεν θα σας απογοητεύσει. Στείλτε το στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση: dr.gokosspiritualcaster@gmail.com Whatsapp και Viber τον κατευθύνετε απευθείας στο +2348056398964

    ΑπάντησηΔιαγραφή