ΜΙΜΙΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ Ανθολογία από Απορίες Αθωότητας

ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ, ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ (Καρυωτάκης):
Οι βαλίτσες μας δεν ζύγιζαν τίποτα μπροστά στις καρδιές μας
καθώς μια απροσδόκητη τάση φυγής από το παρόν
μας οδηγούσε στο σταθμό.
Με το στίχο του άδοξου ποιητή στο σφυγμό μας
και τη μελαγχολία του να υγραίνει την ατμόσφαιρα όλο και περισσότερο,
δεχθήκαμε πρόθυμα το  εγκάρδιο κάλεσμα των φύλλων.
Φαίνεται, όμως, πως ξεγελαστήκαμε πιστεύοντας πως εκείνα θρόιζαν ξέγνοιαστα κι ανέμελα στη μελωδία του φθινοπώρου στήνοντας το δικό τους χορό.
Πολύ αργότερα,
μονάχα όταν είδαμε το κίτρινο πάπλωμα να σκεπάζει το έδαφος,
μονάχα όταν νιώσαμε τις ύπουλες προθέσεις του ανέμου στα μαλλιά μας, καταλάβαμε πως αυτός ο χορός σήμαινε την τελευταία τους πράξη.
Μόνο το  πέρασμα των τρένων τους απέμεινε να προσμένουν αποδώ και πέρα
και να ελπίζουν σε λίγα δευτερόλεπτα ανάστασης.
Τούτο, όμως, αγνοούν: ποτέ ένα στιγμιαίο πέταγμα δε νίκησε το θάνατο.
Εδώ στο σταθμό, μόνο σοι στιγμές του αποχωρισμού μένουν αιώνιες.
Κι έτσι την προσοχή μας τράβηξαν οι παρουσίες και πολύ περισσότερο οι απουσίες των ταξιδιωτών και των φαντασμάτων τους,
που πέρασαν και πότισαν ίσως με τα δάκρυα και τις ελπίδες τους τα δένδρα που μας κυκλώνουν.
Εκείνα στημένα για χρόνια στην ίδια  θέση, με τα ξανθά  τους φύλλα χρωματισμένα από την απουσία του ήλιου,
δεν υπήρξαν καθόλου άψυχα και σιωπηλά σε μας.
Μας εμπιστεύτηκαν όλα τα μυστικά  τους.
Μας μίλησαν για την κακιά τους συνήθεια να ελπίζουν ακόμα  μάταια
και να προσεύχονται στην επιστροφή αυτών που χάθηκαν ή ξεχάστηκαν μαζί με τα όνειρά τους.
Ακούσαμε το πένθιμο τραγούδι τους και δακρύσαμε μαζί τους.
Το τρένο φεύγει.
Ο καθιερωμένος ήχος του ταράζει τα φύλλα μα όχι εμάς.
Εμείς αποφασίσαμε να μη φύγουμε τελικά.
Τα δένδρα δεν θα μας συγχωρούσαν ποτέ μια τέτοια προδοσία.
 [ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός 2016 – ART by MAISEL Jay]



ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στην πραγματικότητα πάντα θα βλέπεις στο βάθος
τα φύλλα μιας φρεσκοφυτεμένης ελιάς να σαλεύουν
στη θάλασσα, στο ρεφρέν μιας τρικυμίας,
στα βουνά, στις πυρκαγιές του πιο σκληρού καλοκαιριού.
Πάντα ένα μικρό φως θα σιγοκαίει στην άκρη του πιο αμείλικτου σύννεφου.
Πάντοτε ένα πεθαμένος θα ξυπνάει τον ύπνο σου να σου θυμίζει πως είσαι ζωντανός.
Στην πραγματικότητα πάντα ένα ξεβαμμένο παγκάκι θα θυμίζει την πρώτη συνάντηση
κι ένα πολυσύχναστο σταυροδρόμι τον αποχωρισμό.
Κι ύστερα καταλαβαίνεις πώς ένας στίχος
μπορεί να  γίνει η βιογραφία κάποιων ανθρώπων,
το όνομα, η καταγωγή,
η ημερομηνία θανάτου τους.
Κι έτσι ξενυχτάς κάτω από τις σκιές δανεισμένων βιβλίων
κι αποκοιμιέσαι στα μισοσκόταδα ξένων λυχναριών
πλάι στους αγαπημένους σου ήρωες και τους νεκρούς σου.

Η μελάνη τελείωσε.
Τώρα πρέπει να μεριμνήσεις
τα λόγια που γράφτηκαν με τα μισοξυσμένα μολύβια,
τα λόγια που γράφτηκαν με φύκια στο προσκύνημα κάποιου δειλού ηλιοβασιλέματος
κι ύστερα πνίγηκαν μόνα τους στη θάλασσα,
τα λόγια που είτε μιλούσαν για ονόματα, για χρονολογίες
είτε για μια  παλιά ιστορία των δεκαοκτώ σου χρόνων,
αυτά πρέπει να σωθούν.
κι όταν θυμίζουν χαμόγελα
κι όταν θυμίζουν δάκρυα
κι όταν θυμίζουν τεράστια κενά μνήμης.
Τα λόγια που μοιάζουν με μαραμένες πικροδάφνες στην αδιαφορία ενός  ήλιου,
ενός άστρου που έγινε ήλιος μέσα σε δύο ημερονύκτια
πάνω στην κρίση κάποιας νεανικής επιπολαιότητας.
Πρέπει να μεριμνήσεις και να φυλάξεις αυτά  τα λόγια,
 όχι σαν ένα μαντίλι που σου κλείνει τα μάτια ερμητικά,
μα έστω σαν τις πρώτες νότες ενός παλιού τραγουδιού,
που θα βελονιάζει την ψυχή σου όταν το ακούς         
χαράζοντας στο πρόσωπό σου τις ρυτίδες ενός πικρού χαμόγελου.
Πρέπει να μεριμνήσεις για όλα αυτά.
Πρέπει να μεριμνήσεις
να μην ξεχαστούν.
Αυτά τα λόγια πρέπει να γίνουν ποιήματα
[από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΔΕΣΜΩΤΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ
Είπες μια  μέρα:
«Εγώ και την καρδιά μου θα έδινα για την Ελλάδα».
Κι άλλοι το είπαν. Δεν έδωσαν, όμως, ούτε μια ανάσα.
Κι εσύ, μένεις δεσμώτης της τιμής με έναν αετό
να καταπίνει την καρδιά σου μέρα που αυτή ξαναγεννιέται».

Γιατί εσύ…
Είχες δει το δάκρυ να κυλά από τα γερασμένα μάτια
όταν ήσουν νέος ακόμη.
Είχες δει σώματα ρημαγμένα στο κόκκινο χώμα.
Είχες ακούσει το πένθιμο τραγούδι
μιας λύρας ξεκούρδιστης να βγαίνει από στόματα στεγνά,
που ήξερες πως θα σωπάσουν μια για πάντα
αν δεν μιλήσουν μεσ’ από τα δικά σου λόγια.
Είχες σφίξει τα ζαρωμένα χέρια.
Είχες νιώσει τη δύναμή τους.
Και ήταν πιο δυνατά απ’ τα δικά σου.

Έδωσες μιαν υπόσχεση.
Φίλησες έναν λευκό σταυρό.
Μάζεψες πέντε γαλάζιες λωρίδες και τις έμπηξες στην καρδιά σου.

Πέρασαν πολλά φεγγάρια από τότε.
Τώρα φοράς ένα μαύρο περιβραχιόνιο.
Βλέπεις μιαν κόρη ξαπλωμένη σ’ ένα κόκκινο βωμό.
Φοράει ένα αγκάθινο στεφάνι και το σώμα της γδαρμένο.
Τα κοράκια πετούν, περιμένουν.

Άκουσες πολλούς νε λένε πως όλα τέλειωσαν,
να φεύγουν σκυφτοί.
Είδες τους άνδρες με τα μαχαίρια κάτω απ’ τις μασχάλες.
Είδες το λάκκο πίσω απ’ το βωμό.
Θυμήθηκες αυτό που είχες πει κάποτε.
Θυμήθηκες δυο γέρικα  μάτια να σε φωνάζουν.

Σκιές έκρυψαν το σώμα και τα μάτια χαμήλωσαν.
Βγήκες μπροστά, φώναξες κρατώντας μια δάδα:
«Είναι προδότες, στα χέρια τους κρατούν μαχαίρια,
ο κόκκινος βωμός κρύβει το αίμα, ο λάκκος  περιμένει
να κοιμίσει ένα σώμα, τα κοράκια πεινούν. Δεν το βλέπετε;»
Ακόμα προσπαθείς ν’ ανάψεις τη φωτιά σου
στων ανθρώπων τις κρύες  καρδιές
κι ας βλέπεις κάθε μέρα του αετού το ειρωνικό χαμόγελο,
εσύ, ένας δεσμώτης της τιμής.

Κάποιους ήρωες τα βιβλία  τους ξεχνούν.
Τα ονόματά τους μένουν λαξευμένα στις καρδιές
που ξέρουν να κρατούν υποσχέσεις.
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ο Νοέμβρης ήταν ανέκαθεν
μήνας βαρύς.
Ο μήνας που βάφει με σπρέι
πιο κόκκινο το τσιμέντο
της καρδιάς του ανθρώπου,
που δεν ξέχασε ακόμη να θυμάται
πως κάποτε υπήρξε κι ελεύθερος…

Ήλιε μου,
πόσο υποτιμητικό
και τι βέβηλη πράξη,
ιεροσυλία,
σε βάλανε σε ψηφοδέλτια
κι αφίσες;

Δημοκρατία εσύ,
πώς λέρωσαν έτσι το όνομά σου,
έθαψαν στις λάσπες την ουσία σου
και κάθε μέρα λίμνες
τα κώνεια σε ποτίζουν;

Ο Φασισμός που σου γελά ειρωνικά,
περίμενε πολύ καιρό
μα ακόμη εδώ
σου γνέφει: «Δε με νίκησες ακόμη».
Φορώντας και πάλι το εθνόσημο,
σφίγγει το χέρι
στους γνωστούς, κουτούς, ημιμαθείς,
στους πιο απελπισμένους παράφρονες
δήθεν επαναστάτες.

Κι εσύ, που ήθελες να σηκώνεις την ασπίδα σου
μόνο όταν ήθελες λίγη σκιά,
πόσο μετανιωμένος θα ’σαι,
πώς την ντροπή σου θα ντρέπεσαι να πεις
όταν δε θα σ’ αφήνουν να μιλάς
και θα σου απαγορεύουν να μιλάς
και θα σου απαγορεύουν και ν’ αναπνέεις ακόμη
οι σωτήρες.
Εσύ, που τώρα, εδώ νίπτεις τας χείρας σου,
μην τυχόν και λερωθούν,
μήπως και νιώσουν τελικά τη δύναμή τους
και είναι αυτά που θα σου υποχρεώσουν
να σηκώσεις την ασπίδα απ’ το χώμα,
να πολεμήσεις όπως το λέει το αίμα σου.

Συνέχισε, λοιπόν, να κουνάς το κεφάλι.
Μα μη μου μιλάς άλλο για Εφιάλτες και Ιούδες
θέλοντας να καλύψεις τη δική σου προδοσία.
Μην προσπαθείς.
Τα χέρια σου
είναι τόσο μαύρα απ’ τη βρωμιά
που δεν πρόκειται ποτέ να καθαρίσουν.
Μην προσπαθείς.
Σταυρώνουν χωρίς καμιά ενοχή κάθε σούρουπο
τους ήρωες, τα όνειρα και τις ελπίδες σου
με χρυσά καρφιά,
με σημαίες
και πατριωτικά τραγούδια…
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ
Κι αν είσαι ήρωας χωρίς παράσημα κι επαίνους
διόλου μη στεναχωρηθείς.
Μικρή αλήθεια χωρούν αυτά,
ψεύτικα και υποκριτικά,
δεν αρκούν για να χορτάσουν παρά μόνο τα μάτια –για τις καρδιές μένει ψυχρή η ανάσα κι ανέγγιχτες αυτές αφήνει.
Μη στεναχωρηθείς.

Αυτοί που ξέρουν με τα μάτια της ψυχής ορθάνοιχτα να βλέπουν,
σε τίμησαν και σε τιμούν
στο βάθρο της καρδιάς το πιο ψηλό.
Κι όταν μιλούν για σε δακρύζοντας ποτάμια το γλυκό κρασί,
έπη ηρωικά σου γράφουν,
χρυσά τα δάκρυά τους.

Αυτοί πάλι που ξέρουν κι αχαριστία περίσσεια
με φθόνο ποτισμένη δείξαν,
λησμονώντας σε που θα ’πρεπε να σου δίναν στεφάνια ευχαριστίες
ανθισμένα
φτωχοί είναι και φαύλοι,
τα σκαλιά του μεγαλείου σου δε φτάνουν ν’ ακουμπήσουν.
Γι’ αυτούς ξέρουν καλά οι ουρανοί να βρέξουν τιμωρίες.
Λάθος  λοιπόν το σκέφτηκες μια  μέρα που ρωτούσες;
«Ποιος τάχα ξέρει να τιμά ήρωες χωρίς παράσημα κι επαίνους;
Ποιος αύριο τους θυμάται;»
Χρυσό στεφάνι οι ουρανοί λαμπρό θα σου φορέσουν.
Ξέρουν τα δάκρυα που να κυλούν αληθινά
κι όσοι αγαπούν δε λησμονούν να σπείρουν τις αλήθειες
για τη δόξα που δεν φτιάχτηκαν οι τάφοι να σκεπάσουν.
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ
Και η άνοιξη είναι μια απάτη
κι εμείς ανήκαμε στους πρώτους απατημένους.
Αρνητές ενός κόσμου βυθισμένου
σε ανίερους γαλαξίες,
σε απεργίες συνειδήσεων
κι αστροφώτιστες περικοπές ανθρωπιάς.
Γεννημένοι σε μια εποχή
που οι κισσοί κρύβουν τις  πανύψηλες  πόρτες του δικαίου
και οι πιο ματαιόδοξοι πολυέλαιοι κατεδαφίζουν τα όνειρα των αστέγων.
Θεατές γεγονότων
ανάξιων να ιστορηθούν,
με  παιδιά που παίζουν με  χειροβομβίδες στα παιχνίδια τους
και πουλιά που ψάχνουν καταφύγια στα κλουβιά,
μην τα πετύχουν οι σφαίρες των κερδοσκόπων.
Φορείς ανέστιων ονείρων, εμείς
αναζητούσαμε τη Χώρα των Θαυμάτων,
ενώναμε τους σπασμένους καθρέφτες
και πετούσαμε σαΐτες τα τελευταία μας χαρτονομίσματα.
Μιλούσαμε με ποιήματα
και ορκιζόμασταν σε ονειροπαγίδες
κι αφορισμένους θεούς.
Βρισκόμασταν τόσο κοντά στην Αγάπη
κι ήμασταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του Χάους.
Ώσπου, λίγο πριν αγγίξουμε  την αθανασία,
θελήσαμε να την εξαργυρώσουμε
κι έτσι, σε λάθος  όχθες μας σκόρπισαν τα κύματα,
εξορισμένους μια για πάντα απ’ τον Παράδεισο.
Και η άνοιξη αποδείχθηκε απάτη,
γιατί εμείς  ήμασταν οι πρώτοι που την προδώσαμε.
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ
Το ψέμα, να ’ναι άραγε το ψέμα
η εντολή που καταπατήθηκε όσο καμιά;
Ή μήπως ο φόνος,
ο φόνος των ονείρων;

Μαστιγωμένα απ’ τον καιρό και τη δικαιοσύνη του,
τα όνειρα που πεθαίνουν, που συνθλίβονται,
είναι πολύ
πάρα πολύ περισσότερα
απ’ τους θανάτους,  τις γεννήσεις τα λόγια
κι απ’ τα ψέματα ακόμη πιο πολλά.
Κεντιούνται κάθε νύχτα στα στεγνά μαξιλάρια
μα βίαια την αυγή ξηλώνονται ιδρωμένα.
Τα δάκρυα και το αίμα  τους,
ούτε το μελάνι όλου του κόσμου, το πιο κατάμαυρο μελάνι
δεν μπορεί να ζωγραφίσει και να γράψει.
Στο μοιρολόγι τους,
άρπυιες κλαίνε κι η λύρα σιωπά…

Σύντομα, όταν το ψέμα πάψει ν’ αποτελεί μία από τις εντολές
κι όταν ο νόμος νομιμοποιηθεί,
θα σου πω πως όχι,
δεν ονειρεύομαι, δεν κλαίω,
δεν εμπιστεύομαι και δεν αγαπώ τους ανθρώπους,
μεγάλωσα πια, μην αμφιβάλλεις.

Μα μέχρι να γίνουν όλα αυτά,
πριν να ψηφιστούν οι νόμοι που θα το απαγορεύουν,
άφησέ με να σου πω για τα όνειρά μου,
συνωμότησε μαζί μου –δε θα μας ακούσουν-,
κάνε πως ψάχνεις την αλήθεια κι ας μην υπάρχει,
εξαπάτησέ με κλείνοντας το κάθε παραμύθι με ένα «κι εμείς καλύτερα» κι άσε την Ποίηση να χτενίζει τα μαλλιά μου
για να  μην ασπρίσουν ποτέ…

ΘΝΗΣΙΓΕΝΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Άρρητοι αριθμοί τα λόγια
που ήθελες τόσο να είχαν ειπωθεί.
Θρασύδειλα βλέμματα
που επέλεξες να αγνοήσεις.
Και οι πόθοι καταγράφονται σε κώδικες
που δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμη.
Ίσως οι ορθογώνιοι προβολείς απ’ τις μισάνοιχτες γρίλιες πάνω στο στρώμα
σημαίνουν πως έχει ξημερώσει.
Μα εσένα η διάθεσή σου
χορεύει στους ήχους μιας μονόχορδης ηλεκτρικής κιθάρας,
μέσα σε κήπους που φυτρώνουν αγκάθια χωρίς άνθη.
Χορεύει και θροΐζει τα μυστικά σου.
Η σκιά σου συρρικνώνεται ωχρή.
Ένας επαίτης αιώνιων στιγμών απέγινες
με σπασμένους αστραγάλους από την πάλη με το ανιαρό
για ένα μαραμένο κότινο που περίμενες,
αλλά σε πρόλαβε ο εξοστρακισμός σου.
Ρωγμές στα μάτια και στα χέρια,
οι απουσίες.
Νυχτερινές περιπολίες τύψεων για όσα δεν τόλμησες.
Θνησιγενή αισθήματα
που, όμως, δεν ξεψύχησαν ακόμα.

Κι ένα ημιτελές ψηφιδωτό
-απροσδιορίστου σχήματος και χρώματος,
απροσδιορίστου χτύπου-
η καρδιά.

Άραγε, ηχεί ακόμη μέσα της
η απερίφραστη άρνηση
να χάσεις τον εαυτό σου;
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ [… Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια. Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι! Αχ, πώς κρυώνω!.. –Μονόλογος του φεγγαριού από το ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΓΑΜΟ του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα]

Παράθυρο ανοιχτό.
Οι πόρτες ανοιγοκλείνουν πένθιμα απ’ την οργή του αέρα
το εμβατήριο της λύπης.
Κανείς δεν τις κλείνει.
Ούτε ο εαυτός σου δεν είναι εδώ μαζί σου ένα τέτοιο βράδυ.

Σπασμένα θερμόμετρα αφήνουν τον υδράργυρο τους στο σώμα σου.
Η λύπη δύσκολα μασκαρεύεται χαρά σαν διαπιστώνεις
πως στη συνάρτηση του κόσμου πήρες λάθος συντεταγμένες,
πως τα λουλούδια που σου χάρισαν ήταν πλαστικά,
πως σε σημαδεμένες τράπουλες έπαιξες τη ζωή σου.
Με τον έρπη της προδοσίας στα χείλη
τα βαμμένα στο χρώμα της σιωπής,
θ’ αναζητήσεις λίγη συντροφιά
και θ’ αφήσεις το Φεγγάρι να μπει στο δωμάτιο σου.
Μια ανεμόσκαλα θ’ απλωθεί στο παράθυρο
κι εκείνο θα βρεθεί δίπλα σου.
Το Φεγγάρι, ο αιώνιος ρακοσυλλέκτης των θαμμένων σιωπών,
θα σ’ αφήσει να κλάψεις στον ώμο του.
Εσύ θα του ζητήσεις εκδίκηση,
για τα πέπλα που φόρεσες
και τώρα σε μαστιγώνουν,
για τα χέρια που κράτησες
και τώρα σε πνίγουν,
για τα σκοτεινά μάτια που τα ’λεγες κάποτε ποιητικά
και τώρα θυμίζουν λάσπες,
για το σώμα που ύμνησες
και τώρα σε βουλιάζει σε βάλτους πρωτόγνωρων αμαρτημάτων
εσένα, που η ζήλια και το μίσος δε σ’ άγγιξαν,
εσένα, που βουτούσες τα νύχια σου στο κρασί κι εκείνο γινόταν νερό.

Τότε το φεγγάρι θα σηκωθεί απ’ την καρέκλα
τη γεμάτη με ασημόσκονη
και θα σ’ ευχαριστήσει για τη ζεστασιά που του χάρισες.
«Κοιμήσου…» θα πει «και μην αποζητάς γαλήνη σε λέξεις
που δεν μπορείς να προφέρεις.
Και η προδοσία είναι για τον άνθρωπο
μια ενδοφλέβια  ένεση αυτογνωσίας που τον πονά.
Καμία γαλήνη στην εκδίκηση.
Όταν εκδικείσαι, ο οίκτος για τον ίδιο σου τον εαυτό
είναι η εσχάτη προδοσία σου.
Γιατί η εκδίκηση δεν είναι τίποτα άλλο
παρά μια απόπειρα αυτοκτονίας μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιμήσου…».

Άφησε λίγη από τη σκόνη του στα  μαλλιά σου
κι έπειτα στην αγκαλιά του αιθέρα κύλησε
σαν ασημένια  βέρα.
 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠΕΡΑΝΤΟΥ
Κοιτούσε με τις ώρες τον ουρανό
απ’ το παράθυρο του βυθού της
η φαντασία μου.
Κι ας μην ήταν ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γαλάζιου όλο κι όλο,
εκείνη έβλεπε μόνο ουρανό.
Παντού, στο δρόμο, στο λεωφορείο,
ακόμη και σε υπόγεια κλεισμένη,
εκεί κοιτούσε.
Και με ήλιους και με φεγγάρια
και με σύννεφα και με βροχές,
πάντα εκεί.
Κι ένας απόκοσμος αναστεναγμός
σα χάδι τη μαχαίρωσε.
Κι έγραψε στην άμμο με τα πατήματα των γλάρων
τις πληγές του ένας ειρμός,
που ολοένα γινόταν από φλοίσβος
κυκλώνας.

«Ουρανέ ποτέ δεν ήσουν ο ίδιος!
Κάθε που τα νούφαρά σου κρύβουν τον ήλιο, Ουρανέ,
τα χρώματά σου δώσ’ μου να εξατμιστώ,
να χαρώ την απουσία του φωτός
στον κάμπο του αίματός σου»

Οι άνθρωποι σήμερα ξεχνούν
να κοιτούν τον ουρανό
μες στους γκρίζους υπονόμους
και τις ευτελείς τους επικαιρότητες
και επιλέγουν να μιλούν συνεχώς για τους άλλους
νομίζοντας πως έτσι ξεχνούν τη σαπίλα που ποτίζει κάθε ίνα τους.

Φοβούνται το πολύ και ζητούν το λίγο
γιατί οι ίδιοι τους είναι λίγοι
κι έτσι στέκουν δειλοί στην πολλή αγάπη,
που τους χαρίζεται κάποτε και την παραγκωνίζουν σαστισμένοι.
Ξεχνούν
και χαραμίζουν βλέμματα και λόγια
σε κενά  καθίσματα και απλοποιημένες κρίσεις συναισθημάτων.
Και δεν αντικρίζουν ούτε λίγο
τα όνειρά τους χρωματισμένα στον ουράνιο θόλο.
Είναι μικροί για να ονειρεύονται,
μικροί κι ο ουρανός, η υπερβολή του απέραντου.

Οι άνθρωποι σήμερα ξεχνούν
να κοιτούν τους άλλους κατάματα.
Την ευτυχία να βλέπουν τον ουρανό
στα μάτια των άλλων
ελάχιστοι την αντέχουν

 [από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]


ΟΡΓΗ
Άτιμη Οργή, γρήγορη έκρηξη μες στην ψυχή μας!
Τι και σε δέσουμε με αλυσίδες,
τι κι αν σε κλείσουμε στα σκοτεινά μπουντρούμια του μυαλού!
Τίποτα δε σε σβήνει, τίποτα δεν σε κρατά
μάταια η σύνεση σε τραβά απ’ τα μαλλιά!
Πάντα έτοιμη να  ουρλιάξεις το δίκιο, τ’ άδικο εσύ,
ποτ τις γροθιές μας δυναμώνεις,
νικάς με ένα σου βλέμμα το θηρίο της υπομονής
και μια λέξη αρκεί σπίθα να γίνει
να σε ανάψει πρόθυμη για ολοκαύτωμα.
Ύπουλη Οργή!
Οι πολιορκητικοί σου πύργοι της σιωπής το φρούριο πόσο εύκολα γεμίζουν
για άνυδρα εδάφη διψώντας και ψεύτικα λάφυρα!
Πλανεύτρα Οργή!
Πώς πλανάσαι, ω συμφορά μας!
Οργή του Ποσειδώνα, οργή του Αχιλλέα εσύ,
που θεούς και ημίθεους δέσμιους φυλακίζεις,
εμάς τους άμοιρους θνητούς σίγουρα δεν λυπάσαι!
Άπονη, άσπλαχνη Οργή!
Ευθύς σαν ξεθυμάνεις,
τα νυχτωμένα μάτια μας με δάκρυα μετανοίας ποτίζεις.
Στις Ερινύες και τις συμφορές
ξεδιάντροπα και αισχρά αιχμάλωτους μας παραδίδεις
αιώνια ανδράποδα των ενοχών μας
χωρίς έλεος, χωρίς γυρισμό.
[από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το καλοκαίρι, η εξιδανίκευση των πόθων.
Το καλοκαίρι, οι πυρκαγιές των ερώτων,
τ’ αναμμένα κεριά στο μαύρο καμβά του σύμπαντος.
Το καλοκαίρι, τα παραδομένα στον ήλιο σώματα,
ο αλμυρός ιδρώτας,
τα ξυπόλητα όνειρα κρυμμένα πίσω απ’ τα αρχαία ναυάγια.
Το καλοκαίρι, οι διάπλατοι ορίζοντες των φιλοδοξιών,
οι έγχρωμες ελπίδες,
τα μυστικά του χειμώνα ψιθύριζαν άθελά τους τα διψασμένα χείλη.
Το καλοκαίρι, η αριστορόχειρη γραφή ενός ποιήματος στην άμμο –δεν την ξεχώριζες,
τα κυματέρρυθμα λόγια που άλλαζε πορεία καταπώς ήθελε ο αγέρας
έτσι ξερός που στέγνωνε εγκαίρως τα δάκρυα πριν κυλήσουν.
Το καλοκαίρι, τ’ αναποδογυρισμένα ζάρια,
στο λευκό πανί πλήθος μπαλώματα οι υποσχέσεις σου.
Το φετινό καλοκαίρι,
η θάλασσα μας
και τα σύννεφα έπαιρναν ώρες-ώρες σχήματα παράξενα που προέβλεπαν τη μοίρα.

Έχω κρατήσει τόσα χαλίκια από τη θάλασσα,
τόσα όστρακα σπασμένα
που είσαι εσύ και η απουσία σου
και μαζί η παράλογη επιμονή μου
με άψυχα επιθήματα κι αποκαΐδια
να σε φτιάχνω
τα καλοκαίρια
που
όλο
λείπεις.

[από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός  2016]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου