Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΕΠΟΧΗ ΟΝΕΙΡΩΝ: ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ

Αποκοιμήθηκαν οι αλεπούδες στις φωλιές: εποχή ονείρων. Φορτίο του ανέμου ένας καημός ταξιδεύει κατά τη νύχτα. Ποιος θα τολμήσει πια προς τις φωτιές τα σημεία της γέννησης μια σαϊτιά μια μαντεία, μια προσευχή ποιος θα τολμήσει στον Γαλαξία και στις αήττητες συκιές; Αιχμηρός μόνος λες: καλό κακό μέρες θύελλες στερήσεις αστραπές όλα ίσια μπρος στο θάνατο. Εποχή ονείρων: πως γεννηθήκαμε για το αδύνατο για το άλλο ανιστορείς. Μακριά απ το ξύλο τα νερά τον αγώνα για την ποίηση παίζουν μοναχικοί οι αστερισμοί σαν τον ύπνο μας όταν χαμογελάμε σε παλιές μορφές κακίας ή ξαγρυπνάμε στο λήθαργο. Ανεπαίσθητα κινούμαι σε υποχθόνιο άνεμο συννεφιασμένης ζέστης, καίγονται τα σπίτια μας με τη βοήθεια του ανέμου τις πάνινες κούκλες που καρφώνουμε στην καρδιά αντί για όσους βασανιστικά αγαπούμε. Κι ο χρόνος που υποσχέθηκε το θάνατο στις γλυκιές ροδιές ξεχάστηκε τη συντροφιά ακλουθώντας της ελπίδας και της ερημιάς σαν ανταλλάσσουν τη θλίψη τους. Εποχή ονείρων εφιάλτες ως το απόγεμα ή μια χαρά αρίζωτη αναίτια τρελή να περιπλανιέται στις λεβάντες και τις καλαμιές, καρφώνει λάβαρο στον ουρανό [ΕΠΟΧΗ ΟΝΕΙΡΩΝ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963 – ART by GUNSAN Butterfly shield]

Το μπλε απ’ τα παραθυρόφυλλα στάζει στη θάλασσα και διακρίνονται στην πάχνη του ορίζοντα όλοι οι ναυαγοί μαγεμένοι να τραβάν τα δίχτυα τους στην άλλη παραλία. Καθαρή Δευτέρα, οι αλκοολικοί χρόνια γύρω απ’ το ίδιο τραπεζάκι με τις άσπρες τρίχες της γενειάδας τους να διαφημίζουν το σκοτάδι. Ο ταβερνιάρης τα περσινά αστεία πάλι της κτηνοβασίας. Αργότερα θα εκσπερματώσει πίσω από ένα βαρέλι ενώ μόλις που ’χε αγγίξει την αθλητική πλάτη του ανύποπτου Χριστόφορου από τη Νότια Αφρική. Τσέρκι γύρω απ’ τον ήλιο, λάμπει για όλους η αρρώστια. Τα σώματα ομόφωνα καταδικάζουν το χρόνο σαν το μόνο ένοχο. Ψάχνω στο νου κάτι απλό κι απέριττο για να ξορκίσω το κακό που μοιάζει βολεμένο. Α να, το πέτο του, πώς έστρωνε στο στήθος κι η μύτη σα λαγωνικό έσκιζε τον αέρα. Ξανά και ξανά στη μνήμη το σκούρο πέτο σε ευθεία σχέση με τα σκιερά του μάτια, υποκινούσε τη φαντασία μου, ανοιγόμουνα σε άλλους κόσμους άμοιρους αλλά χαριτωμένους, μες στο αρρωστημένο πάθος της γιορτής [ΤΟ ΠΕΤΟ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ από τη συλλογή ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

[ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ]

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα 'ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα 'ναι βαρύ γι' αυτούς
και θα 'ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα 'ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ' αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα 'ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


(ΜΟΝΑΞΙΑ,  ένα ποίημα που έγραψε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ το φθινόπωρο 1956 και προλογίζει τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της στις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΗΣ
Εσύ δεν μπορείς να ξέρεις αυτή τη λύπη.
Έρχεται και αδειάζει μέσα σου
καλόβολη στέρνα κοντά στις καλλιέργειες.
Δεν την ξέρεις αυτή τη λύπη, Βύτο.
Πρώτη παπαρούνα
πρώτο καλοκαίρι με γυμνά  μπράτσα
και ξαφνικά νύχτα αγρύπνιας.

Η θάλασσα αγαπιέται με το πρωινό
και κρύβουν τ’ αυγά τους
στις ρίζες των φυτών.
Τα χέρια σου δεν ήταν γι’ αγάπη
γι’ ανθόνερο κι άφεση αμαρτιών.
Ξέρεις την αγάπη του καλοκαιριού με τ’ αγιόκλημα
την αγάπη των υδάτινων ζώων
και των γιασεμιών με το λευκό τοίχο.
Η αγάπη σου δάχτυλο τεντωμένο για Κει.
Βαρύ το παραμύθι σου.
Μυρίζει κρασί και ζεστό χώμα
ο αγέρας της αυγής
φορτώνεται καημούς
και γλυκαίνει στον ήλιο.

Άσε με ν’ αγκαλιάσω τη γης
με τα ρύζια  και τα στάχυα
με τις πορείες ταπεινών εντόμων.
Βαρύς ο ουρανός σου, Βύτο.
Κάνε να βρέξει ήπια.
Στα χέρια σου τώρα οι αμφορείς
με τις πηγές του ουρανού.
Στα πνευμόνια σου οι αγέρηδες
απ’ τις ερημοκορφές.
Ο Μινώταυρος αγγίζει τα χώματα
πριν στα παραδώσει.
Σε χρίζει ελεύθερο.

Εγώ πιστή στην εικόνα μου
στην ώρα του  γυρισμού
είμαι ό,τι θυμούνται τα φύλλα
ό,τι ξέρουν τα νυχτερινά νερά
σαν τρέχουν κατά τη μέρα,
Βύτο, ελάφια γεννιούνται μες τα μάτια σου.
Μην τεντώσεις το τόξο.
Θέριεψαν οι φλέβες σου
απ’ τα χαλινάρια του κόσμου
προϊστορικά  ποτάμια  και κυβερνούν.
Τώρα θα ονομάζουμε τα βουνά
νεαρά θα τα λέμε, γερασμένα
και τις ψυχές
πιστές θα τις λέμε ελεύθερες.

Σμίξε τα χέρια σου
κλωνάρι ύστατης χαράς
για το άσπιλο νερό
το νέο βάφτισμα.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963]

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ
Ποιος να προφητέψει πια
σε τούτες τις κορφές;
Κουραστικό το όνειρο
γλιστράει απ’ τα αστέρια
σκοτεινοί οι κρατήρες της γης
σιγάζουν το χαμό.

Τη βρίσκω την αυγή
πάντα με κόπο
χαλώ με το νύχι τις μεγάλες επιφάνειες
χωρίς ανταύγεια.
Σκληραίνουν τα νερά
παλιά παραμύθια
για αδελφότητες ζώων
τελειώνουν στην πέτρα.
Πεθαίνουν οι κύκνοι
ωραίες γραμμές οι λαιμοί
στο κέντρο ήλιος.
Περιμένω ν’ αλλάξει ο αέρας
να φέρει φτερά πράσινων πουλιών
χελιδονόψαρα, καλαμπόκι
άγγιγμα απ’ τον Ισημερινό
πορείες για  προσκυνήματα
στους Τάφους.

Υποφέρει ο χρόνος μες τη μέρα
και στο δάσος μου το φως
έχασε το μονοπάτι
και πέρασε στον ωκεανό.
Τέλεια η απομάκρυνση
στην πέρα πλαγιά οι κοινωνίες
κι οι εκκλησίες
γιορτές θάνατοι
στην πέρα πλαγιά.

Τρύπωσαν στην τρίχα μου
παλαβά στρείδια
αγκάθια μενεξελιά
μικρότατα δαιμονικά
σκληρίζουν, θορυβούν
πότε δείχνουν την Ανατολή
πότε τη δύση
στραβό με λένε
καλό τρελό στην πείνα
με φαντασίες
γυμνός στο κρύο…
Περιμένω το θαύμα
ίσως με το σούρουπο
κάποια καλή μυρωδιά
απάντηση στη δίψα ένα τραγούδι
ίσως.
Χλιαρή η ανάσα μου
στα χαμηλά βότανα
μικρά τα ερπετά
τρέμουν τη μοναξιά μου.
Αν πεθάνει –σιγομιλούν-
θα σκορπίσει και η αναμονή
κι η έρημος παντοδύναμη θα ’ναι
ως τους πλανήτες.

Οι λύκοι δεν πηγαίνουν στη θάλασσα-
τρομάζουν τα πέλματα στην άμμο.
Όμως μοιάζει η παραλία στην ελπίδα.
Απλώνεται και μένω πιστός.
‘Όλα εδώ θα φτάσουν με τον καιρό.
Η άνοιξη δεν προδίδει
έρχεται απ’ τους υδάτινους ορίζοντες
ως τις μυγδαλιές
και τις κιτρινωπές νεκρές αλεπούδες.
Όμοιο το χώμα
στρώνει αγάπες και προσκαλεί.
Παλιά ταξίδια στα βάραθρα
-ήταν μόνο οι σκιές των αετών από πέρα-
κούρνιασαν στο όνειρο
το αρχαίο ζευγάρι πλάθει τους αγρούς.

Φεύγει ο άνεμος βορινός
με θαύματα σκληρότητας.
Εδώ στο ακροθαλάσσι
δεν παιδεύουν οι δύσες
κι είναι ωραίες οι μέρες
με τους καθρέφτες των βυθών
στους ουρανούς.

Ας είναι κι έτσι με τη γη.
Στάχυα και χελιδόνια
παρασύρουν την αγιοσύνη στην ακτή.

Συντρίβεται στους βράχους.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963]

ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ
          -Ι-
Μέσα απ’ τις ελιές του φεγγαριού
με προκαλεί ερωτικά το χώμα
και με στηρίζει η αδυναμία του σοφου.
Ασπρουδερές ξερολιθιές
εικόνες αποσύνθεσης με κυνηγούν
κι ανοίγονται βαθιά  πηγάδια
γνώσης.
Κυκλοφορώ στους δρόμους τους εξοχικούς
εκεί που θα ’μια πάντα σαν σκόνη…
Τι σιωπή στα ολάνθιστα λουλούδια!
Με τον πόθο
μεγαλώνει ο φόβος για το σώμα
          -ΙΙ-
Μας σκεπάζει το Μεγάλο
με τα πρόβατα και τ’ αρκούδια τ’ ουρανού
εσύ μια περιπέτεια του σύννεφου
κι εγώ εδώ πάντα
ν’ αγγιζόμαστε θα ’ταν η λύτρωση της αρρώστιας
να σ’ ακουμπούσα η αρχή του τέλους.
Μα έμεινα
με νυχτερινό και διχασμένο το σχήμα της ελιάς
με το σκοτάδι, τον παιδεμό
έμεινα στα χόρτα κοντινή
σ’ ό,τι τραβάει κάτω, σ’ ό,τι χρόνιο
Έμεινα με τις λέξεις μισές
γύρισα πίσω.

Ο γέρων θα ζήσει κι απόψε
τίποτα τέλειο δεν έγινε ποτέ
στην ώρα του.
          -ΙΙΙ-
Ένα τοπίο μου ’δειξες
κι ήταν γλυκό και πράσινο.
Ένας πράσινος λόφος ήταν
κι ένα δένδρο πράσινο
κι από πίσω άλλος λόφος
κι άλλο δένδρο
          V-
Περνώ φωταγωγημένη
μεσ’ απ’ τη ρουτίνα της συννεφιάς
και ξαφνικά καρφώνομαι στο χώμα
έρχεται το μυρμήγκι μυωπικό
αφήνει την τρύπα του
το ψίχουλό του
ανεβαίνει από το νύχι μου
κινδυνεύω πάλι
είμαι πάλι ανοιχτή στο θάνατο
με την κοιλιά, με τα μπράτσα…
Παγιδεύομαι
νικάει το μυρμήγκι
με κουβαλάει, πικρή ουσία ξεραμένη
ενώ ξεφωνίζει ο τζίτζικας
αδίδαχτος στα τόσα πάθη.
Να, ο τζίτζικας
ξανά κάνει την ημέρα απτή
μικρή μα τόσο απέραντη
συνεσταλμένη.
Μέρα του πεύκου και της πόρτας που τρίζει
μέρα δική μου
πρώτη έτσι απλή
τελευταία έτσι απλή.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69 1971]

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ
Περνώ τη ζωή μου
από την κεφαλή της ίδιας πάντα
σκουριασμένης βελόνας
και ράβω, ράβω τα πάθη μου.
Οι ζάρες της κοιλιάς μου
όπως οι δρόμοι της πόλης
η πλατεία με το ηρώον στη μέση
όλα γνωστά
κι εγώ γνωστή μ’ άμαθη
ξέρω μόνο ό,τι είμαι στον έρωτα
ό,τι με νικάει στον έρωτα
μια κοινοτοπία που τραγουδάει.
Φτιασιδωμένη τις εποχές
αλλάζω υφάσματα
και το σώμα αλλάζει στάση
μπρος στον καιρό,
το φουσκώνω κάθε πρωί
κι απομακρύνεται ο πλανόδιος με το φυσητήρι.

Άρχισα
μ’ ένα γαργαλητό στο κέντρο της παλάμης
καρφί ή ατίθαση μύγα
άγγιξε η τριγωνική μουσούδα της
τη σκοτεινή αντιστοιχία
το θυμωμένο σμάρι
το φόβο –σαν της ρίζας- μη σαπίσει ολότελα ο αέρας
μη σφίξει χειρότερα το χώμα
μη στεριώσει το τέλος.
Και να, σκοινάκι πηδώ στον ουρανό
δειπνώ με τους δαιμόνους
τις μασκαρεμένες αγελάδες με τα χορταρένια όνειρα.
Τίποτα δεν θ’ αποδείξω
με τη ζωή μου
γι’ αυτό και σε ερωτεύτηκα
θηλαστικό μιας προϊστορίας
που θα ’ρθει
φαρμακωμένη απ’ τον τόσο σπόρο
μηρυκάζω τα μάταια λόγια του ρόλου μου
-πάντα πως θα πεθάνω σε λίγα χρόνια παίζω-
γι’ αυτό και σ’ ερωτεύτηκα.
Ο χρόνος μας είναι μετρημένος
θα επιζήσουμε κι οι δυο μετά την αποκαθήλωση
εγώ σέρνοντας χρονοφαγωμένο το σώμα
κι εσύ με λάμψη πάντα
μεσ’ απ’ τα βαθιά, μωρουδίστικα
τραγούδια του Μεσσία:
«Χριστέ μου,
τι όμορφος που είσαι
κι έχεις ένα όνομα
σκληρό σαν το ρετσίνι
μ’ άλλο σκληρό επάνω σου δεν έχεις.
Πάει η καρδιά σου όμοια με τη θάλασσα
γύρω απ’ όλα τα νησιά».
Οι γερανοί του λιμανιού τραβούν τη νύχτα επάνω
μικρά φτερένια σύννεφα της θείας γαλάζιας κότας
ανοίγουν τη μέρα στα νερά.
Σ’ έρημη αποβάθρα
κομμάτι σκοτάδι
πελεκημένη από βράχο σκοτάδι
περιμένω να με πάνε σε κλειστό αμάξι
ή να σπάσω από φως
Πάντα κάτι παλιό είναι γύρω
για να μοιάζεις βγαλμένος απ’ τα χαλάσματα
πάντα κάτι μαλακές λουρίδες έχει το χώμα
για μας τους άστεγους της τελευταίας ώρας.
Καμιά ανάσταση δεν κάναμε
καμιά αντίσταση, καμιά πράξη
μόνο κουρνιάσαμε απελπισμένοι από τα ρούχα μας
που μας στένευαν στον έρωτα
σιγομουρμουρίζαμε με μύτες υγρές
που πάγωναν στην ψύχρα.
Θα φύγεις για τους ουρανούς
θα φύγεις με φως σαν να είχες σώμα
κι ας ονειρευόσουνα το σκοτεινό καμαράκι του φωτογράφου.
Πας στο χειμώνα των αηδονιών
και με τα δάχτυλα σε στρώνω
σκιά στο δρόμο με τους ευκάλυπτους
Σε ακουμπώ ολόκληρη
ολόκληρο
και παλεύω να πειστώ για το θάνατό σου
-για το δικό μου είναι ακόμα πολύ δύσκολο-
έτσι όπως στ’ απόβραδο σκουραίνει το κίτρινο
βαραίνει η κρυφή μυρωδιά
κι είναι το άνθος στίγμα μόνο.
Το τσάγαλο θα γίνει αμύγδαλο
το πάθος πίστη με τον καιρό
Πίστη καθίζει μέσα μου
με μικρά τινάγματα λατρεύω ό,τι υπάρχει
κι ό,τι ποτέ δεν δύναται
Τι θεία διαδικασία η φλεγόμενη βάτος!
Καίγεται πάντα σε τοπίο παρόμοιο με το δέρμα μου
κάτι ανάμεσα στο έρημο κίτρινο
και το βουβό καφέ της ευφορίας.
Πάσχω τότε και συμπάσχω τον κόσμο
αποκαλύπτεται ξαφνικά η αλήθεια
στα λόγια των πεθαμένων,
πιέζω τον αφαλό και προχωρώ το άδειο.
Με τον έρωτα μαθαίνω
τι βάρος θα σηκώνεις εσύ πάντα
-θεός ή επισκέπτης-
μεταλαβαίνω το σώμα σου
το νερωμένο αίμα
γρατζουνισμένη απ’ τα τόσα αντίθετα
θρησκεύομαι τη γοητεία
το σχήμα των δοντιών σου
στο παλιό μας μήλο.
Είμαι ένα βαθούλωμα
που μύρισε λιβάνι
ό,τι είσαι διαιωνίζεσαι
ό,τι εγώ σταματάει εδώ
κι έμεινα χνάρι μοναδικό
στις θεϊκές επαναλήψεις.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνεται από τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμη τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των Ονείρων
σαν κείται μακρύ και αδειανό
-να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ-
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται τη τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει το τον τόπο του
με θάνατο στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω – ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου»

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι –θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος του έρωτα,
ό,τι έχασα στη ζωή
το ξαναχάνω στα μάτια σου
το φως έγινε τρυπάνι
μες το παράλογο σχήμα
μιας άπιαστης επαφής
όταν στα πόδια χύνεται
το κύμα
το αιώνιο πέλαγος
του ζώου – θανάτου.
Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε
τα κόκαλα θα σπάσουν
σαν καλοκαιρινά καλάμια
κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το σώμα σου η Πύλη
έκλεισε, έφραξε
απ’ τον πολύ πόνο
κι εγώ καμένος ερημότοπος
τσουρουφλισμένη επιφάνεια
δεν υπάρχω
ενώ διπλασιάζονται οι μέρες
του φορτίου
η άμμος ξύνει
όλο ξύνει την πληγή
η καταστροφή είναι που αρνιέμαι
να καταστραφώ
να σπάσει το πιθάρι
να χυθούν τα μέσα
έξω
όπου συναντιέται ολόστητος
ο βράχος.
Μες το δωμάτιο
φάνηκαν ξαφνικά τα όρια μου
τα νύχια μου σπασμένα
η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο ποταμός που λάτρεψα
σ’ άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο κι αλλού σκάει
το ρόδι
οι χυμοί που προχωρούσαν
τη ζωή
αλλού λιμνάζουν
απ’ την αφθονία στη στέρηση
πετάω
τρομαγμένη νυχτερίδα η νεότητα
σκοτάδι τα φτερά της
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΦΤΙΑΧΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΘΕΣΙΝΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Άλλη κίνηση δεν θα κάμω πια
γιατί ο χειμώνας - δάσκαλος
ποτέ του δεν με κοίταξε ακίνητος
τόσο βαθιά
με το ένα μάτι γκρίζο και τ’ άλλο άσπρο
σαν της γάτας.
Στέκομαι επιτέλους
το μέλλον αλλάζει πόδι μουδιασμένο
τ’ αλλά μου μέλη
απλές υποθήκες θανάτου.
Κοίτα, η κάμαρα
πάλι μεταμορφώθηκε σε νύχτα
κι η νύχτα σε κάμαρα.
Απ’ έξω το τίποτα λάμπει
σε άσπρη δόξα…

Ο χρόνος είναι αλλιώτικος για την ερωτευμένο
δεν είναι πρακτικός,
χωρίς αποτέλεσμα λήγουν οι στιγμές.
Το μέλλον φτιάχνεται με τα πιο ωραία θέματα
της χθεσινής αγάπης
για θάνατος λογιέται ο χωρισμός,
όταν τελειώνει το αίσθημα
δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ως ν’ απαντήσω στον μπακάλη
πρωτοχαιρετιστήκαμε
και μέσα άρχισε ξανά
ο διάλογος με σένα
ευφορία – πρώτη φωνή αναγνώρισης,
φεύγω ανάλαφρη με τη σακούλα
αν έχεις προλάβει να μ’ αγγίξεις
σκυφτή –αν έχει ξανάρθει
το φοβερό βλέμμα του αποχωρισμού.
Αδειάζω, όλο αδειάζω
τη στιγμή απ’ το παρόν
και μπαίνω σ’ άλλο τώρα
πηχτό και αδιαίρετο
[Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ και Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ, δυο ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συλλογή ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1977]

ΣΤΗ ΓΗ
Μιλάω σήμερα στη γη και της λέω:
Γη καλή με τα πουλιά της νύχτας
σιωπηλά με μαύρα φτερά
και τα πουλιά της μέρας τα ομιλητικά
με τα νερά τα αλμυρά και τα γλυκά
που ζούνε τη δική τους τη ζωή
φλύαρη, θωπευτική
και φυσικά αδιάφορη,
γη που ’σαι όλη κιόλη ό,τι ξέρω από τη φύση
-κι ο ουρανός δικό σου πράγμα είναι-
και θα στρωθείς απάνω μου
σα μαλακή κουβέρτα
με λίγες φωτογραφίες μου χωμένες στα συρτάρια,

μίλα μου, συμβούλεψε και πες μου

πως όσο ζούνε οι άνθρωποι δεν πρέπει να τους κλαίμε
κι ας λείπουν απ’ το πλάι σαν το νερό απ’ τη γλώσσα
πως όσο ζουν υπάρχουνε μέσα σε άλλες φυσικές καλονές
κοιμούνται, ονειρεύονται, γεύονται φρούτα, ψάρια
πάνε στη δουλειά, φροντίζουν τα παιδιά τους.

Γη που από μικρή με γλύκαινες
-σαν μ’ είχανε μαλώσει
αντίκρυζα τη θάλασσα
κι ανέβαιν’ η καρδιά μου-
ρίξε το βάλσαμο ξανά, να στυλωθώ
να σκέφτομαι τον έρωτα
σα να μου τον διηγόνταν,
σα να μου είχε εξηγηθεί
ο πόνος η απουσία
και μες στην κολυμβήθρα σου
πάλι να φανταστώ τα σώματά μας
να κολλούν χωρίς οδύνη
εγώ κι εκείνος
σαν φτερωτά ζωάκια
χυμένοι μες στη φύση
να χάνουμε σε σημασία
κερδίζοντας σε αγάπη.
[από τη συλλογή της  Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1977]

ΤΑ ΕΝΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ
Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν τα πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης μέρας,
το στομάχι
η σακούλα του παλιού μου έρωτα,
η φτώχεια της πέψης,
η εξωτερική αύξηση,
η εσωτερική στέρηση,
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο,
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων,
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης,
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν,
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα τη κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.
[από τη συλλογή της  Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]

ΠΟΙΗΣΗ, Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ (κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό, όργανο θείο για να μαντεύεις τα πράγματα στο ρίγος): 

Απαντώ στη φωνή σου
στους ανάλαφρους τόνους της ηλικίας σου:
Το ποίημα δεν είναι αυτό που είπαμε
ούτε τα λίγα ακόμα που θα ζήσω.
Δεν είναι αυτά που ’δειξες αμίλητος
σαν να μην ήτανε δικά σου
ούτε η η δική μου ένδεια μπρος στους κήπους.
Κοίτα
η λέξη μόνο βγαίνει
από τη λέξη
και η ιδιοσυγκρασία της
αναβλύζει ολόκληρη
σαν φύση.
Αποτυγχάνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι
στην αιώνια έκφραση
του πρόσκαιρου
και πληγωμένη
φτιάχνω τα προπλάσματα
της ανημποριάς μου
Όμως όταν συλλαμβάνω
το μέλλον με χόρτα
με νεύματα, νέφη και στάχτες
όπως παλιά  οι ζωώδεις φύσεις
των ποιητών
τότε τ’ ανάποδα άσπρα μάτια μου
ανθίζουν σαν βολβοί
και γίνονται χρησμοί
οι ελαφροί σου κυνισμοί
της νύχτας
………………………….
Ολόκληρη η κοιλιά
μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ
ένα δάσος με σκιές μεταθανάτιες
κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό
όργανο θείο
για να μαντεύεις τα πράγματα
στο ρίγος.
Πλαταίνει το παιχνίδι του νου
μέσα απ’ το νου γεννιέται
άλλος νους λαμπρότερος
νοείται η μικρότατη μέρα
της πυγολαμπίδας
κι εξαίρεται το πρόσωπο
σαν πρωταγωνιστής.
Κι όπως μια συγκίνηση
απλώνεται στην ύπαρξη
ανοίγει και το πιο σκληρό
κέλυφος
αφομοιώνεται η αρρώστια
τα χίλια λάθη κι οι αναπηρίες
ανθίζουν στο λευκό τετράγωνο
παρτέρι του χαρτιού.
……………………..
Η Ποίηση είναι το βάσανο της ύλης
κι η μουσική παρηγοριά του άυλου.
Χαϊδεύεται ο κόσμος  με ήχους
μα τα ξαπτέρυγα οι λέξεις θλιβερά
λικνίζονται στο παγωμένο Πάσχα.
Ασφόδελος το χέρι σου
σε στάση αναπαμού
ο  Μπαχ
κι εσύ απρόσιτος, χωμένος
στην ντροπή
της πιο προσωπικής ευτυχίας
με τα υγρά σου χείλη
βαμμένα το ρουζ της αθανασίας
γλυκά ακουμπισμένα στον αέρα…
Όχι, κανείς δεν θα σε πικράνει πια
μεσ’ απ’ τα λόγια
ούτε εγώ σαν λαχάνιαζα τ’ όνομά σου
πάνω στο δέρμα σου.
Μουσική… Οι φθόγγοι
των αγγέλων δεν είναι νοητοί
αλλ’ ολοκάθαρα ακούγονται
οι παραγγελίες του Θεού
στα ανοιχτά λουλούδια
με τους ύπερους ολόστητους
να διαπερνούν τη μέρα
[ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ και Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΥΛΗΣ, τρία ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συλλογή Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]

Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΜΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Μες στη νύχτα ακούω την καρδιά μου
κι είναι ο χτύπος της
η μελωδία ερωτευμένου μουσικού
π’ αγάπησε το χάος.
Ξαπλώθηκα κι ακίνητη
περιμένων ν’ αναδυθεί
αιμόφυρτη η τραγουδίστρια
της ζωής μου μεσ’ απ’ τις λάσπες.
Κι όπως η θρόμβωση
έχει μεταδοθεί στη σιωπή
κι έγιναν σιδερένιοι βαριοί
οι κόκκοι του αέρα
γύρω απ’ το δέρμα,
για να γλιτώσω το γνωστό
πάω σ’ άλλο γνωστό
κι αυτό χαμένο: εσένα.
Απεγνωσμένα κινούμαι
έξω από το υποκείμενο
προς το αντικείμενο
που είναι αιώνιο
και λάμπει με τον αφαλό του
στη μέση
σαν τεράστια λάμπα.
Όχι πως δεν φοβάμαι
αλλά αν η νύχτα είναι καλοπροαίρετη
ανοίγουνε οι πόροι
μπαινοβγαίνω στο σώμα
και την βλέπω την καρδούλα μου
ένα σβόλο χώμα
ακουμπισμένο στο φως
φως ασύγκριτο
φως συγκεκριμένο σαν το νερό
να χαμογελάει στο νεκρό
που εκείνη γνώρισε
καιρό πριν από μένα.
[από τη συλλογή της  Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]


ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το Ποίημα»
κι η γραμμή της ζωής μου αυτοδιαγράφεται.
Ρωτάω ανθρώπους καθαρούς σαν το νερό
για την ησυχία των προβάτων
στα παιδικά τοπία,
το θόρυβο που κάνει η νύχτα
όταν μπαίνει…
Πλατάνια μες στο σύννεφο χαμένα
κι ο φοβισμένος βοσκός
να λικνίζεται στον αέρα
θαρρώντας ότι τραγουδάει.
Θεέ μου, μικρέ,
εσύ που πάντα αγαπούσες τους μεγάλους πιο πολύ
κοίτα για πόσο λίγα ενθουσιαζόμαστε,
πόσο λίγα μας αφήνουν
τα κάρβουνα μάτια του χρόνου.
Θεέ μου, μικρέ,
ας ήταν το πάθος στα μέτρα μου
να μην ποθώ ξαφνικά
ολόκληρη την ημέρα
σε ύψωμα με φλογέρα
κι ανασηκωμένα τα φουστάνια στο πράσινο.

«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το Ποίημα»,
η ζωή μου αυτή την τελεία.
Κι έπειτα μια παύλα-
στο άσπρο στήθος
εκείνου του πουλιού,
του πολύ παλιού αγαπημένου
που τρίφτηκε και κιτρίνισε
μέσα μου σα χώμα.
Πάντα μια άλλη ζωή φαίνεται
πιο ελεύθερη, πιο ζωή απ’ τη δική μου:
ο βοσκός στην απόλυτη ερημία του γάλακτος
όταν η μάνα υπάρχει μόνο κοπαδιαστά
όπως η αγάπη στις βαθιές καρδιές
αυτών που ξέρουν.
[από τη συλλογή της  Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ
Η αισχρή χειρονομία που κάνω και πιάνω την πένα, ενώ κάτι σαλεύει στον ελαφρότατο αέρα: η πέτσα της φύσης μου. Όπως όταν αργά σήκωνε εκείνος ο έρμος το μπράτσο, με τριγύριζε με μια ταπεινή δόξα κι η φωνή του η γάργαρη έμοιαζε παιδιού που απαγγέλλει ποίημα ηρωικό πριν εκτελεστεί. Το χέρι του με τα μασημένα νύχια έμπαινε αργά μέσα μου, όσο να γίνω εγώ η κίνηση της ίδιας της ταφής μου. Μ’ αυτήν ερχόμουν σ’ επαφή και τελείωνα το κάθε ποίημα. Στο νέο ερωτικό τοπίο φέρνω το τραπεζάκι μου και τα χαρτιά μου. Στρώνομαι στο γράψιμο. Βάζω μπρος στο μηχανάκι. Στον τρίτο στίχο ο νέος εμπνευστής μ’ έχει τέλεια καταχτήσει. Μαντεύω πώς ζει και πώς μ’ εξουθενώνει. Αρχίζω να φαντάζομαι περισσότερα απ’ όσα πράττω. Τα χέρια μου ιδρώνουν. Αφήνω την πένα, σκουπίζω τα τρία δάχτυλα που τη βαστάν στα χοντρά μου μπούτια. Η δημιουργία βρίσκεται στο φουλ.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

ΤΑ ΣΠΙΡΤΟΞΥΛΑ
Ο Γκιούλειβερ
που ξύπνησε μες τον αγρό, στο χώμα καρφωμένος σαν τα κρινάκια, στερεωμένος όπως τα στάχυα, βιδωμένος ως κι απ’ τις πιο λεπτές τρίχες της μύτης του, κολλημένος σαν έντομο στου εντομολόγου το τεφτέρι, πανικόβλητος σαν είδε πως ο τεράστιος όγκος του κορμιού του ήταν το έδαφος για εκατομμύρια μεγαλοφυείς επιχειρήσεις μικρότατων ανθρώπων που με σπιρτόξυλα και κλωστές τον είχαν καταδικάσει σε ακινησία
είμαι εγώ
με τους λιλιπούτειους παράφορους έρωτές μου που με κρατούν δέσμια της πιο χωμάτινης αντίληψης της ζωής, της πιο περιορισμένης κίνησης, μιας χαμερπέστατης σύλληψης του ωραίου σαν σώμα που γδύνεται και ξαπλώνεται κι ουδέποτε ανεβαίνει στους ουρανούς.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

ΜΟΥΧΡΩΜΑ
Το σκοτάδι τρώει σιγά-σιγά το φως, όπως το σκουλήκι τον καρπό: από μέσα. Πρώτες πέφτουν οι σκιές του «εντός ολίγου» κι ύστερα η κότα αποζητάει το χθεσινό κλαρί για να κουρνιάσει. Με το μικρό μυαλό της λέει πως η ζωή της θα βαστάξει για πάντα. Ένα σούρουπο ξεπροβοδίζει τα ορατά όπως βγαίνουν από την πόρτα του σούρουπου κι αόρατα πια ξαναμπαίνουν σε λίγο από την ίδια πόρτα που τώρα τη λένε νύχτα. Στο γύρισμα του κύκλου, στην πίσω μεριά του φεγγαριού, στην άλλη όψη του «ξέρω», ίσως γίνει πεταλούδα το σκιάχτρο που με παγώνει κι ίσως μεταμορφωθούν σε μέλη Άδωνη τα κατάσχημα ξύλα. Κι ο θάνατος με σκούφο κυνηγητικό κι όπλο, μήπως αρχίσει ν’ αστοχεί μες στα λουλούδια;
Πολιτεύομαι. Σκέφτομαι δηλαδή το θάνατο καθημερινά και τον συγκρίνω μ’ ένα άπειρα καλύτερο πολίτευμα: τη ζωή.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ’ρθει, κάτι σαν οργασμός που όλο αναβάλλεται μες στη νύχτα. Η γάτα γέννησε μέσα στο αυτί μου έτσι όπως ξαπλωμένη ατένιζα το μέλλον στο ταβάνι. Τα μωρά της κι οι φαντασιώσεις μου έσταζαν αίμα. Έβλεπα τον έρωτα σαν μεγάλη αγριότητα: ένα γδαρμένο ζώο και κρεμόταν απ’ το τσιγκέλι. Ο πόνος κι ηδονή του όλα αναίτια. Το μέλλον βαστιέται απ’ άλλα κι όχι από κει που δίνουμε τη ζωή μας όλη. Για τους Κινέζους το μέλλον βρίσκεται πίσω μας. Όπως όταν ταξιδεύεις και κάθεσαι πλάτη-πλάτη με τον οδηγό. Τότε, το παρελθόν, ο δρόμος που διάνυσες είναι το μόνο που έχεις μπροστά σου. Και δεν θα δούμε ποτέ τον οδηγό. Ποτέ δεν θα ’μαστε πλάι στη ζωή ή μαζί της. Η πλάτης της μόνο θα μας ζεστάνει την πλάτη για λίγο, όσο να φτάνουμε.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

ΟΝΕΙΡΟ ΑΡΑΧΝΗΣ
Τους πηγαίνω λοιπόν στα μέρη μου. Αέρινο δώμα με μικρά ρεύματα στις κλωστούλες ανάμεσα. Τους καθίζω τους έμορφους στα ελαφρά ανάκλιντρα του κενού, ενώ εγώ στρογγυλή στο κέντρο, στέλνω προς τα έξω τις τροφές σ’ αυτούς που μπαίνουν.  Φιλοξενώ με δέος την αβυσσαλέα φλόγα τους, όπως το πέος τους σε φυσικό περίγυρο φυλακής, τεντώνεται προς το δίχτυ. Η βίλα μου είναι κτισμένη από λευκή ενέργεια του σώματος κι όλα μου δείχνουν πως η ερωτική πλεκτάνη μου είναι ακατάλυτη ενώ οι εφήμερες, ηδονικές κραυγές τους θα σβήσουν χαμηλά, εκεί που είχα αρχίσει να σκαρφαλώνω. Το τέλος είναι γνωστό: εξαφάνιση του παγιδευμένου ερωτικού αντικειμένου και διαιώνιση της αχόρταγης αράχνης. Μα εγώ μέσα στη τελεσίδικη φρίκη της νίκης μου, ονειρεύομαι το άτρωτο αρσενικό που θα με γευματίσει. Χαμογελώντας ανέμελα ανάμεσα στα νεκρά ανάσκελα μαμούνια, τον φαντάζομαι τον φτερωτό καβαλάρη με τις κεραίες περιπτύξεις να με αποσπάει από τις βολικές συνήθειες του φόνου κι εκεί στην άκρη του ιστού, σιγά να μ’ αφανίζει. Με την πέτσα μου γυαλιστερή απ’ τις εκκρίσεις του ολόσχερου πάθους, θα δίνω όλο και περισσότερη υγρή κλωστή στο στόμα του απρόσμενου εκμεταλλευτή της σοφής μου σκευωρίας, όσο να γκρεμιστώ απ’ την κορφή της αδηφάγας φύσης, στον ερωτικό δήμιό μου ολότελα δοσμένη.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]


ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα
ζυγιάζεσαι, ώρες σε κοιτώ
να περνάς μια-μια τις σφαίρες
του ορατού
και ξέροντας την Κόλαση
να ξαναγυρίζεις στη γη.
Τα μπλε και τα αεράκια
μισοπεθαίνον στα δάχτυλά σου
τ’ ακουμπάς στο πραγματικό
εκεί που ήσουνα για μια στιγμή
το κέντρο.
Έχεις τον πειρασμό ακόμα
στη στάση της κεφαλής
να μη θελχθείς
να μη δοκιμάσεις κανέναν
συγκεκριμένο θάνατο
αλλά αιώνια να περιμένεις
να γίνει η άρνηση καλό
και το καλό η παύση.
Σε κατεβάζουν τα σκοινιά
σιγά-σιγά από ψηλά
είσαι το όνειρο
και μόνο εσύ ξέρεις
πόσο πονάει η αγάπη
η αγάπη της ύλης
μόνο εγώ ξέρω
πως κάποτε ήσαν ένα
και τα δυο, φως και χώμα
μες στο νερό το μέσα.
Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία
ίσως να μείνεις πίσω πια
με τις λίγες ψυχές
που καρτερούν το άδειο
να τους δοθεί, να τις δεχθεί
να γίνει το σπέρμα νόημα
στον κυκλικό αέρα.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ
Σκέφτομαι πως άνοιξες εσυ
τα χίλια ματάκια στο δέρμα τους:
τα ποιήματα αυτά
ήσαν τυφλά μονοκύτταρα
καρφωμένα στο σκούρο χώμα
της ζωής μου.
Κάτω απ’ το χέρι σου
λες κάτω από  μικροσκόπιο
φάνηκαν οι σχισμές τους
τα σκοτεινά πηγάδια
της φωταψίας τους.
Η ερπετή καρδιά μου
πετάει τη διχασμένη γλώσσα της
στο φεγγάρι
τα άπληστα στόματα των παθών μου
χάσκουν πάλι
και τα ποιήματα σηκώνονται
απ’ την απρόσωπη συφορά τους
για να δυστυχήσουν στο τώρα.
Μα όταν θα έχουν αλλάξει
οι αισθητικές αντιλήψεις της μοίρας
και το φύλλο θα ’ναι
ο ξεχασμένος έρωτας του παραθύρου
και το πουλί μια πένθιμη σκέψη
τα ποιήματα αυτά
σαν αλαφιασμένα κουνέλια
στα κλουβιά  του εργαστηρίου
θα φέρουνε ακόμη τις ασθένειές μου
ενώ θα έχει πάψει από καιρό
να ασκείται
η παθολογία του χρόνου

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ
Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά
τα στροβιλίζει για  λίγο μακριά
απ’ τις κουτές σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη
εκεί ν’ ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να, εκεί έλα
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δένδρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά  ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]

Ο ΣΚΙΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Κοίτα τον πώς πηδάει πάνω απ’ τα ξερόκλαδα της καρδιάς μου!

Η βροχή ξεφαντώνει στην ουρά του
αλλά αυτός σταθερός
ξεδιαλέγει φύλλα ξερά
ψάχνει για το θείο καρύδι.
Το φθινόπωρο εκθέτει σχέδια
που ταιριάζουν σε γυναίκες «ώριμες»
μύθοι μιας εκθαμβωτικής τελευταίας λάμψης
αναδύονται απ’ τα γκρίζα
κι αιχμαλωτίζουν.
Κι όπως άνοιξη
αβέβαιη κυκλοφορεί στα φυλλοβόλα
έτσι και στον κορμό της
στη σπασμένη φλούδα της
χαράζεται μια αιθρία
που μόνο τα πουλιά της
θα χαρούν.

Ρωτάει το σκίουρο η γυναίκα
-μόνο που αυτόν τον σώζει η ευφάνταστη ουρά του
και δεν λογαριάζει πως ό,τι και να κάνει
όσον ουρανό κι αν μεταλάβει
τρωκτικό πάντα θα ’ναι
του ποντικού αδέλφι-
ρωτάει λοιπόν
αν υπάρχει ποίηση πέρα απ’ το σώμα.
Η Γιαννούσα δεν το ’χε φανταστεί ποτέ αυτό
ότι θα ’ταν χωρίς σώμα
ή και χωρίς ποίηση.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]


ΠΡΩΤΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ
Ύστερα από χρόνια βγήκα στη θάλασσα.
Άφησα πίσω μου το σπίτι
που μες το ίδιο πάντα όνειρο
πότε έμοιαζε με υγρό λαβύρινθο
και πότε με εξέδρα φανταχτερής γιορτής
όπου χίλια πρόσωπα στριμώχνονται της μοίρας μου.
Η θάλασσα που με επισκέπτεται τώρα
κάτω  απ’ τα βλέφαρά μου
είναι ένας θυμωμένος αφρός με άστοργα πεταμένες
πάνω του λίγες χούφτες λουλάκι.
Στάλες φορτωμένες αλάτι
ταραγμένες κινούνται μπρος πίσω
το φως κάνει αβέβαιους βηματισμούς κι εκείνο
κανείς δεν επικαλείται τη νύχτα.
Εγώ μένω ακίνητη. Χρόνια ολόκληρα
πως αυτό το πράγμα πλησιάζει (Ποιο;)
Χρόνια ολόκληρα κάνω σαν να μην καταλαβαίνω
κι είναι μια απάτη που από  δαύτη εξαρτάται η ζωή μου.
Πότε-πότε μια παράξενη χαρά
σα να ’χα δώσει για φιλανθρωπικό σκοπό
και τα τελευταία μου λεφτά.
Ανεξέλεγκτα πια όλα τα περάσματα
απ’ τη λύπη στη μέθη. Αφρούρητα.
Καμιά μου πράξη δεν σπρώχνει τα πράγματα
ούτε κατά δω ούτε κατά κει.
Ποτέ δεν ήθελα να λέω ψέματα
όμως είναι δύσκολο να μην πεις ψέματα στο άδειο.
Κοιτάς έξω από το παράθυρο
και κάτι στο δρόμο σου θυμίζει πως αγαπάς φριχτά
ή και πως κανένας δεν σου λείπει.
Συγκινούμαι αλλιώς με τους ανθρώπους τώρα
σαν πακέτα τους βλέπω που κάποιος άφησε
σε κυλιόμενη ταινία.
Δεν ήρθε ποτέ να τα μαζέψει
η ταινία δεν σταματάει ποτέ.
Άλλο από τι ζωή τι μπορεί να σε κρατάει;
Σκέφτομαι το όνειρο με την ασπριδερή θάλασσα
κι είναι σαν να προσπαθώ να θυμηθώ
το πρόσωπο της από χρόνια πεθαμένης μάνας μου
ή το βλέμμα του αγαπημένου ζώου που χάθηκε ξαφνικά
μες στο χειμώνα.
Θαυμάζω όσους μιλούν ακόμα
κι αυτούς που σωπαίνουν περισσότερο.
Εγώ δεν κατόρθωσα ούτε το ένα ούτε το άλλο
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993]


AYTO
Θυμάμαι είχα αρχίσει ένα μακρύ Ποίημα.
Έλεγα θα ’ναι ένα μακρύ ποίημα και θα λέει γι’ αυτό.
Αυτό; Ποιο «αυτό»;
Καθόμουνα μπροστά σ’ ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο
με σκασμένη την πράσινη μπογιά
«Η ζωή μου το μόνο αιώνιο πια» έλεγα
όπως ροζ φύλλα από παλιά τετράδια
φύλλα της καρδιάς
ζουμερά χείλια, φωτεινά μαλλιά
σ’ αστραποβόλους καθρέφτες
φεύγαν σαν σε τραίνα φορτωμένα
τραίνα αστραπή.

Η ζωή όμως έμενε
κι είχε μια γεύση, μια γεύση…
Κάποτε είχα πάρει μέρος σ’ ένα γλέντι
κάποτε –πού;- κάτι μου είχε προσφερθεί
ένας καρπός στρογγυλός, ένα σώμα
άλλο απ’ το δικό μου με είχε απορροφήσει.
Το μυαλό μου κάνει την κίνηση του χεριού
που ψάχνει κάτι στο βάθος μιας τσάντας
απορούν τα δάχτυλα του νου
μ’ αυτό που συναντούν:
μιαν απειλή ασώματη
κάτι σαν κόρα ψωμί που έμεινε στον πάτο.
Οι καλοί ζωντανοί μου, σιωπηλοί
κάθονται στο μισοσκπόταδο, κάτι ακούν…
κάτι τους συγκινεί και κουνούν το κεφάλι
-κεφάλι λευκό-
οι πεθαμένοι άρρωστοί μου
γλιστρούν τα ταραγμένα ποιήματά τους
κάτω απ’ την πόρτα μου
ανάμεσα στους στίχους τους διαβάζω
«ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ».
Όμως περ’ απ’ την υφή της απειλής
ψάχνω μιας αδιόρατης συγκίνησης τη ρίζα.
Όταν «συντροφίτσα μου» μ’ έλεγε η μάνα μου
ή όταν ακούμπαγα σε στήθος με γυμνή καρδιά;

«Τι να ’ναι αυτά; Τι να ’ναι αυτά;»
ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει
ένα πουλί στριγγό
«Δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν είναι αυτό»
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996]

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και πού να τα βρω…
Το Άλφα θα το ’βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν’ αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν’ αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.
Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.

Θα ’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα θ’ άρχιζα
χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό
μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σα να το ’χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει
το τίποτα.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996]

ΟΡΙΣΜΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Φυτό ή μαχαίρι
κείμαι ή ενεργώ
παλιό ή πρωτόγνωρο το φως
στη σκάλα που ομολογώ
δεν ξέρω αν ανεβαίνω ή κατεβαίνω.
Πάω προς την απάντηση
ή την τέλεια συσκότιση;
Γιατί εκείνο το λέμε ηδονή
και τ’ άλλο πόνο
αφού όταν το σώμα έχει παραδοθεί
και κρέμεται, σφαδάζει
δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν αιμορραγεί
αφού είναι άπειρο μπροστά στο άδηλο μέλλον
που το σφάζει;

Ο ουρανός, το φως αν κατεβαίνει
κείνη τη στιγμή τη διαφορά σημαίνει.
Γιατί σ’ ό,τι κοιτάς, ακόμα και σκοτάδι
φως κατοικεί κρυφά
φως ακόμη και στον Άδη.
Ατέλειωτο μαύρο μήκος είναι ο πόνος
το ξέρεις γιατί εκεί δεν ονειρεύεσαι πια το φως
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ 2003]


Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ
Το υπερώο του σώματος
απ’ όπου τα χλωμά λιβάδια της σάρκας
έλαμπαν ακόμα πιο ελκυστικά
μες στο σκοτάδι
όταν με μισόκλειστα μάτια
ήταν σαν να άκουγες τους αγωγούς του αίματος
ν’ αδειάζουν και να ξαναγεμίζουν

το θείο μπαλκόνι
που μόνο στον πολύ πόνο
ζάρωνε και κρυβόταν
πίσω από τα σκούρα
το ανώγειο της καθημερινότητας
όπου άλλος αέρας φυσούσε
κι είχε τότε το φαί της ζωής
κάτι απ’ τη γεύση του συμβόλου

το αίθριο με τη δική του είσοδο
την αυτόνομη σχέση του με την ψυχή
η εικονογράφηση μιας ζωής άλλης
πάντα πιο μπροστά στη μέρα
πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα
το άγαλμα της ελπίδας
με τις δυο εύγλωττες καμπύλες
έπεσε
γκρεμίστηκε
και βλέπω πια τη ζωή
από κάτω προς τα πάνω
βλέπω πως έχω πάντα
την ίδια διαφορά στήθους
με το άπειρο
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005]

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Να ’ταν τα φιλιά τοπία
να τα σκαρφάλωνα
να με ρουφούσαν
ρουφήχτρες τη γης
να κατρακυλούσαν τα λιθάρια χείλια
να τα ’ψαχνα, να τα ’βρισκα δροσερά
στους χάρτες των αναμνήσεων
να τα ’νιωθα ζεστά λαχανιαστά
πίσω από τους θάμνους του αισθήματος
τοπία απόκρημνα
φιλιά γκρεμοί
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005]


Η ΑΛΛΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Η νέα μοναξιά ασήκωτη
κι η λύση της ακόμα πιο βαριά
αφού ο καθένας κουβαλάει τώρα
αμετάκλητη τη χρόνια πολύτιμη
αρρώστια της ύπαρξής του.
Με την ηλικία όλο μεγαλώνουν τα χάσματα
που άνοιξε ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ
κι παρουσία του άλλου
εξισώνεται με την απουσία του
ένας σιγανός πόνος σφίγγει
σαν να μην μπορείς να ταΐσεις
τον αγαπημένο σου σκύλο.
Κι όλα μοιάζουν από φιλάργυρο μετρημένα
και μαζί περιττά
αφού είναι πια άχρηστα στη φύση.
Αυτή να εκτελεστεί η συμφωνία μας μόνο θέλει
κι ας μην τη συνυπογράψαμε ποτέ
όπως δεν θα γράψουμε ποτέ
με την πένα της ζωής
τη λέξη ΤΕΛΟΣ.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ 2005]

ΤΙ ΔΙΝΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙ ΠΑΙΡΝΕΙ
Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ’ ουρανού σε κοντινή απ’ το μέλλον σου απόσταση
λάμπουν
κι όλα τα αποθέματα ζωής που ’χεις συλλέξει δε φτάνουν
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθε ακόμα
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα
τότε αγγίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
Πιάνεις τότε την πένα
και νομίζεις πως γίνεται ένα
με την ωραιότητα και την αθανασία.
Όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει για αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα:
απ’ τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σ’ ανταμείψει
να σε πλουτίσει
μ’ αιώνια δεσμά να σε δέσει
ή να ’ναι εκείνη όπως σ’ εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς
να’ ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την αγαπάς
να ’ναι εκεί
κι ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ 2011]

Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μόνο στην πρεμιέρα του φθινόπωρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά  φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις το θάνατο
 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ 2011]


Το βαθύ νόημα των ονείρων είναι το σκοτάδι, οι ιδέες τους εκφράζονται με άλλα όνειρα. Η περιγραφή του ερώμενου είναι κι αυτή μια ερωτική πράξη. Σκέφτομαι= ζω μια άλλη ζωή παράλληλη. Ο Έζρα Πάουντ κλείνει τα μάτια σφιχτά σα να τον σουβλίζουν. Μες στη σιωπή του τα ποιήματά του ξαναρχίζουν τη ζωή τους ανανεωμένα. Ο κόσμος που χάσκει ανοιχτός κάτω απ’ τα πόδια σου περιμένει να του πεις, ναι, ότι τον αγαπάς, πριν σε καταβροχθίσει. Φτιάχνεις έναν έρωτα τότε για να προστατευτείς απ’ το φαρδύ τοπίο. Ο Μενέλαος έχει ζήσει κι αυτός το δράμα της εμορφιάς ως χαμένος. Μες στα άγαρμπα, πορφυρά του παντελόνια πλέει το πέος του σαν ψάρι σε μολυσμένα ύδατα. Όχι, όχι καλύτερα να την είχε φτιάξει αυτός την Ελένη κι ας ήταν ένα ποίημα μόνο. [Η ΕΛΕΝΗ από τη συλλογή ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου