Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΕΙ, ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ:

«Ενόραση και αισθητηριακή εμπειρία»: Μια αναλυτική κριτική μελέτη για το ποιητικό έργο του Γιώργου Βέη με αφορμή την τελευταία ποιητική συλλογή του Βλέπω (εκδ. Ύψιλον), από τη φιλόλογο και ποιήτρια  Άννα Αφεντουλίδου: «Στο τελευταίο του ποιητικό βιβλίο ο Γ. Βέης φαίνεται να ολοκληρώνει μια ποιητική πορεία, η οποία με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ξεκίνησε επτά περίπου χρόνια πριν, με τη συλλογή Λεπτομέρειες Κόσμων. Εκεί είχαν τεθεί οι αρχές του λυρικού του θεωρήματος με διάσπαρτες ακόμη και αυτόνομες τις δραματικές του εκβολές. Στο Βλέπω, λυρική όραση και δραματική αναπαράσταση, σκέψη και συγκίνηση, κατ’ αίσθησιν αντίληψη και νοητική πρόσληψη συναιρούνται σε ένα σύνολο συνταγματικών κειμένων που αρθρώνουν την συγκριτική κοσμοθεωρία του και το πολυεστιακό ποιητικό του όραμα.


Και εξηγούμαι. Στις Λεπτομέρειες Κόσμων (όπου υπάρχουν δύο ενότητες ποιημάτων: Πλωτά απογεύματα με 36 ποιήματα και Ήλιος σφραγιδόλιθος (υποσαχαρική Αφρική) με 12 ποιήματα), ορίζονται οι συντεταγμένες του λυρισμού του, όπως θα αναπτυχθούν περαιτέρω και στις επόμενες συλλογές του (Ν όπως Νοσταλγία, Μετάξι στον Κήπο) και μάλιστα υπογραμμίζοντας, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, την άμεση διασύνδεση του ελάχιστου: λεπτομέρειες με την ολιστική σύλληψη: κόσμων. Τα φυσικά στοιχεία από τα πιο απλά κοσμολογικά, αέρας, νερό, ως τα πιο σύνθετα, φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί-φορείς ενός συμπαντικού, αισθητηριακού αλλά και νοησιαρχικού πνεύματος, συνυπάρχουν με γεγονότα, αφηγήσεις εμπειριών, που αναγνωρίζονται μέσα από τις δραματικές τους συμφύσεις ως συν-αισθηματικά βιώματα με έκτυπα ίχνη στη μνήμη και στη φαντασία. Συνυπάρχουν δηλαδή ποιητικές συλλήψεις, όπως:
Τα φυσικά στοιχεία από τα πιο απλά κοσμολογικά, αέρας, νερό, ως τα πιο σύνθετα, φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί-φορείς ενός συμπαντικού, αισθητηριακού αλλά και νοησιαρχικού πνεύματος, συνυπάρχουν με γεγονότα, αφηγήσεις εμπειριών.
«Ο κέδρος ξεχώρισε κιόλας/ ανάμεσα στους μύθους της αυγής/ διάφανα όλα,/ συγκεκριμένα.// Ίριδες σαν παντού.» (Επικράτεια, σ. 19) και
«Να σ’ αφήσω πάλι να μιλήσεις;/ Όπως παλιά που θόλωνες με τα χνώτα/ το τοπίο και χανόμουν μέσα σε υποθέσεις/…//έχεις αλλάξει ισχυρίζεσαι/ έμαθες πολλά στο μεταξύ/ λύγισες ελαφρά,/ με τις εμπειρίες του χειμώνα/ με τις ανοησίες των άλλων»[…] (Οκτώβριος σ.20)
Συμ-βιώνει η συγκινησιακή αφετηρία και στόχευση μαζί με το αίτημα ενός βαθύτερου στοχασμού, μιας υπαρξιακής αγωνίας που απευθύνεται τόσο στο ασυνείδητο όσο και στη συνείδηση του δέκτη. Συνυπάρχουν δηλαδή κείμενα όπως:
«Το άνοιγμα του κιμονό// τόσο όσο να μην γλιστρήσει/ το γυμνό στο πάτωμα/ να μη γίνει θρύψαλα/ η πανάκριβη στιγμή» (Ακρίβεια, σ.22) και
«Ινδάλματα και απωθημένα της Κίνας/ αποτυπωμένα με ορμή στα άψυχα/ Είναι οι πέτρες, οι βράχοι, οι κορμοί των δέντρων/ που αλλάζουν, που γίνονται με τον καιρό/ σοφίσματα και δόξα, εκμαγεία στοχασμών.» […] (Η βιβλιοθήκη που δεν κλείνει ποτέ σ. 24)
Χαρακτηριστικό το πρώτο ποίημα της συλλογής που ονομάζεται Εισαγωγή και λειτουργεί προεξαγγελτικά ως πρόδρομη παράθεση για το σύνολο του επόμενου ποιητικού του έργου – ιδίως όπως θα αποκρυσταλλωθεί στο Βλέπω (θυμίζοντάς μας το βίωμα «του σκοτεινού δάσους», όπως είχε σημασιολογηθεί από τον Σεφέρη στις Δοκιμές του.
«Την πρώτη φορά πέρασα σχεδόν από πάνω του/ σα να ήθελε να με τραβήξει/ να με πάρει στο φως και στις σκιές του/ δεν έδωσα και πολλή σημασία/ το αεροπλάνο υποσχόταν άλλωστε νέους ορίζοντες/ από το παράθυρό μου μπέρδευα ξανά/ αποστάσεις και επιθυμίες.// Τώρα που περπατώ/ ένα ένα τα μονοπάτια του/ κι ακούω το τραγούδι του/ δεν έχουν τέλος οι φωνές του/ μετρώ στους κορμούς δέος/ και φρόνηση// δάσος με τις σημύδες.» (Εισαγωγή, σ. 13)
Η ποιητική φωνή μπορεί να συν-τονίσει τις αντιθέσεις: φως-σκιά/απόσταση-επιθυμία/ δέος-φρόνηση που διχοτομούν τον άνθρωπο σε σώμα και ψυχή, νόηση και αίσθηση, επιθυμία και αναστολή.
Και μια τελευταία αναφορά-γέφυρα που μας μετα-βιβάζει από τις Λεπτομέρειες Κόσμων στο Βλέπω, το ποίημα Ευφορία, όπου θίγεται η σχέση του ανθρώπου με την αντίληψη του θανάτου, αλλά και το γνωσιολογικό ερώτημα για την δυνατότητα και την προέλευση της γνώσης:
«Βλέπω/
τα μανιτάρια που ευδοκιμούν/ στην υγρασία των τάφων./…// Φυτρώνει στο χώμα το μάθημα/ η φυτολογική εκδοχή της ηθικής»[…] (σ.23)
Αναπαραστατική δομή και πρώτες εικόνες
Η συλλογή Βλέπω περιέχει 94 ποιητικά κείμενα με ποικιλία μορφολογικών παραλλαγών, από στιχουργικά πιο αυστηρά μέχρι σχεδόν πεζολογικά, από ολιγόστιχα, μέχρι πολύστιχες συνθέσεις. Οι τίτλοι από μονολεκτικά ονόματα, μέχρι φραστικά σύνολα που λειτουργούν ως διασκελισμοί των πρώτων στίχων. Διαπιστώνουμε ένα ευρύ φάσμα επομένως. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι επιλεκτικοί αποκλεισμοί: δεν υπάρχει κανένα πεζόμορφο ποίημα. Και ενώ τα κείμενα δεν χωρίζονται σε υπο-ενότητες, ακολουθούν μια δική τους εσωτερική λογική, συνέχονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελούν κομμάτια ενός συνεπούς συνθέματος.
Το δραματικό και το λυρικό συμφύονται, η σωματική αίσθηση με τη στοχαστική συγκίνηση συντίθενται μέσα στο ίδιο κείμενο, οι τόποι χάνουν το χωροχρονικό τους στίγμα και παγκοσμιοποιούνται.
Παραδειγματικά σχολιάζω σύντομα την ενότητα των πρώτων έξι ποιημάτων: Το πρώτο ποίημα της συλλογής αποτελεί ένα είδος έκκλησης-προσευχής στο θαύμα-δέντρο (σταθερό μοτίβο, σχεδόν σύμβολο στην ποίηση του Βέη) «Τι κείμενο!» αναφωνεί ο ποιητής. «Δέντρο, τιμιότερο των βιβλίων./ Δέξου με.» (Η εφήμερη ωραιότητα της μηλιάς, σ.11). Η ιδιαίτερη θέση του ποιήματος αυτού τονίζεται όχι μόνο επειδή είναι το εναρκτήριο, αλλά και από την από-τύπωσή του: κάθε στίχος χωρίζεται με διπλό τυπογραφικό διάκενο. Στα επόμενα ποιήματα εικονογραφούνται: η έρημος και η ιδιότυπη σοφία της (σ.12), ο αιθήρ με την γνώση της αλήθειας, στον οποίο εμπιστεύεται ο ποιητής τις αράδες του, γιατί τον ωθεί να άρει την σιωπή του (σ.13), η θάλασσα που με τον ιπτάμενο θαλασσοβάτη της διδάσκει την τέχνη του ερωτικού σώματος: «να μάθω να πετάω κι εγώ/ χαμηλά πάνω από το ιερό οστούν,/ τη μέση, τη λεκάνη» (σ.14), η άρση της αντίθεσης του ονειρικού και του ρεαλιστικού βιώματος, η φαινομενική αντίθεση άνοιξης και θανάτου: «ξυπνώντας άκουσε κάτι ακόμα/ «Αγάπη μου»/ γύρισε και είδε/ το ίδιο το φέρετρό του/ από πράσινο γυαλί/ να μπαίνει στο δωμάτιο/ ολόρθο/ σαν την άνοιξη»(σ.15). Και όλα τα προηγούμενα συναιρούνται στο ποίημα Στοργή όπου ο κόσμος του ποιητικού βιώματος γλιτώνει τον μύστη του από το εγκόσμιο οδυνηρό βίωμα της ιστορίας: «…το αεράκι θα φυσήξει, σίγουρο τραγούδι,/ θα μας πάρει πούπουλα του ύπνου/ να μας φέρει στων παραμυθιών τα σοφά λημέρια/…/ χωρίς άλλο νόημα η δόξα των ανθρώπων/ ο πόλεμος, αυτά τα είδωλα του κόσμου/ μόνο ας κρατηθούμε τώρα/ λίγο ακόμα απ’ τα γερά κλαδιά του πεύκου» (σ.16)
Φύση και στοχασμός, έρωτας και θάνατος, η ποίηση ως άλλη πραγματικότητα: όλα τα μεγάλα θέματα έχουν θιγεί. Στα επόμενα ποιήματα ξετυλίγονται ένα-ένα, εμπλέκονται και παραλλάσσουν, συλ-λογίζονται και εξατομικεύουν. Το δραματικό και το λυρικό συμφύονται, η σωματική αίσθηση με τη στοχαστική συγκίνηση συντίθενται μέσα στο ίδιο κείμενο, οι τόποι χάνουν το χωροχρονικό τους στίγμα και παγκοσμιοποιούνται: Μέσα στο φως της Ορεστιάδας: «το λευκό χρώμα της αγριοκαροτιάς/ ένα έργο τόσο φυσικό τόσο ολοκληρωμένο/ μέσα στο φως της Ορεστιάδας/ όσο κι αυτό το γινωμένο φιλί/ σέρνεται, αλλά ποτέ δεν φθείρεται/ στην άκρη του λυγμού/ εκεί ακριβώς που οι κνήμες/ έχουν αρχίσει να λιώνουν από το τρέξιμο/ από τις απορίες, τις φασαρίες/ ένα πέλμα, δύο πέλματα ιερά και τρύπια/ στους πέντε δρόμους.» (σ.23)
Κοσμοείδωλο και κοσμο-θεώρηση
Ο Βέης είναι από τους λίγους σύγχρονους Έλληνες ποιητές που αντιμετωπίζει την ποίηση ως μια προσπάθεια αποτύπωσης ενός βιώματος που καλείται να συναιρέσει όλα τα είδη της γνώσης, που αγωνίζεται να γίνει εκείνη η απόλυτη εμπειρία των αισθήσεων, των εικόνων και των ιδεών, η οποία θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πρωταρχική του μήτρα: την αρχέγονη μητέρα-φύση, όπου οι δυισμοί αίρονται, οι παραμορφωτικές συμβάσεις του σύγχρονου πολιτισμού καταργούνται. Η ποίηση γίνεται η απόκρυφη γλώσσα που μπορεί να μας οδηγήσει στη μυστικιστική εμπειρία της ολοκλήρωσης, στην έκ-στασιν ή και στην κάθαρσιν, με ένα βίωμα ανάλογο της ερωτικής έκστασης, που είναι κλήρος των λίγων. Όπως η ηδονή με την οποία η Κίρκη δοκίμασε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του: οι υπόλοιποι αποκτηνώθηκαν, ο Οδυσσέας κατάφερε να οδηγηθεί στην πιο σπάνια, την ανώτερη γνώση: να φτάσει στην είσοδο του Άδη, αλλά μέσα από το σκοτάδι του να βρει την γνώση που τον οδήγησε και πάλι στο φως και στο ταξίδι. Γι’ αυτό και στην ποίηση του Βέη συναντάμε στοιχεία από την αρχαία ελληνική μυθολογική πίστη (Εκάτη και Κυβέλη, Δήμητρα και Ελευσίνια μυστήρια) αλλά και ανατολικούς θρησκευτικούς μύθους, κυρίως του ινδουισμού, δίπλα σε ιδέες των «φυσικών» προσωκρατικών φιλοσόφων αλλά και του νεότερου δυτικού ορθολογισμού, στοιχεία της σκέψης του Διαφωτισμού.
Η ποίηση γίνεται η απόκρυφη γλώσσα που μπορεί να μας οδηγήσει στη μυστικιστική εμπειρία της ολοκλήρωσης, στην έκ-στασιν ή και στην κάθαρσιν, με ένα βίωμα ανάλογο της ερωτικής έκστασης, που είναι κλήρος των λίγων.
Το ποίημα Ο κόκκινος ιβίσκος θα σβήσει τελευταίος (σσ 99-106) αποτελεί ένα είδος συμπυκνωμένης ποιητικής αποτύπωσης αυτού του κοσμοθεωρητικού στίγματος: ο ολιστικός χαρακτήρας του ανατολικού μυστικισμού, η πάλη των κοσμογονικών αντιθέτων στον Ινδουισμό συνυπάρχουν με τον ορθολογισμό του δυτικού Διαφωτισμού των νεότερων χρόνων, αλλά και με πτυχές του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, που περιέχουν σπερματικά τόσο την μυστηριακή πλευρά που σχετίζεται με την γονιμότητα και την εναλλαγή όσο και την αποδεικτική λογική της νεότερης επιστήμης, που στο τέλος του ποιήματος μας προς-γειώνει ξανά στη σκηνή του εγκόσμιου δράματος της Ιστορίας.
«(…)το τραγούδι του Κρίσνα τυλίγεται στα πράγματα[…] μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε εύκολα μέσα στο πλήθος/ το κεφάλι του Βίσνο[…] στίχοι από τη Μπάγκαβετ Γκίτα[…] α, ναι πέρασε απ’ αυτά τα μέρη και η μεγάλη Βρετανία/…/ υποτροπιάζει ο πολιτισμός/ ίσως κι εδώ ο λόγος να είναι δούλος των παθών/ όπως ακριβώς τον ήθελε εκείνος ο πεισματάρης Σκότος,/ ο Χιουμ][…] από μετάξι μυστηρίων η ενότητα των πάντων/ οι λωτοί είναι ήλιοι μικροί/ θα εκραγούν κι αυτοί χρόνια μετά[…] αυτό ειδικά το φως το μελέτησαν πρώτοι/ όσοι υπαγόρευσαν τις Βέδες// το έχουν διυλίσει οι Ουπανισάδες[…] στα χρώματα του κήπου-η δύναμη/ μονοθεϊσμοί πολυθεϊσμοί συγκεντρώνονται κι αυτοί εδώ/ λάμπουν[…] δεν ξέρω αν χρειάζεται να βγούμε έξω από τον κήπο/ αν πρέπει να ξαναμπούμε μπουσουλώντας στην Ιστορία/ αλλά εκρήξεις/…// θάνατο στους άπιστους//λατομεία βίας οι πόλεις […]»

Ο Γιώργος Βέης
 Κι αυτή η εξ-ιστόρηση γίνεται μέσα από την κατάργηση του χρόνου αλλά και την κατάργηση του ευκλείδειου χώρου της σύμβασης και της συνήθειας. Σαν την διατύπωση μιας νέας κοσμολογίας που μας παραπέμπει με το δικό της αισθησιακό όχημα και μέσα από θρησκευτικές ανατολικές τελετουργίες σε σύγχρονες εκδοχές της θεωρητικής φυσικής, τόσο παρόμοιες, τόσο αντιθετικές μεταξύ τους.
«Από τα βάθη των τόπων/ ένας-ένας φτάνουν ως εδώ οι χορευτές/ με κόκκινους ιβίσκους στ’ αυτιά/…/ εξογκωμένοι βολβοί, βαμμένα μάτια/ προσηλωμένα μόνιμα σ’ ένα νοητό κάλλος/ σ’ ένα παντοδύναμο μηδέν/…/ μέσα στο ξάφνιασμα του βλέμματος/ περιέχουν όλο τον κόσμο/…// στο τέλος της παράστασης, η καταλλαγή,/ η επίκληση η ιερή:/ΟΜ//…σώματα φερέφωνα/ στα πρόσωπα μια πατρίδα άφεσης// είσοδος στη δεύτερη φύση»
Ενδεικτικά χρονικά ορόσημα οι πρώτοι στίχοι των 4 πρώτων στροφών: «Απέραντο μαυσωλείο μέλλον/…// είναι το πνεύμα που σπρώχνει τον καιρό στο Νέο Δελχί/…// η νωχέλεια γεννάει εδώ επί αιώνες τις μεταφυσικές/…// απόγευμα των δεήσεων υγρό, ανοιχτό»
Χαρακτηριστικά σήματα του ποιητικού χώρου στην 7η ενότητα:
«Πού να οδηγούν οι λεωφόροι του Δαιδάλου;/ έχει κέντρο άραγε αυτή η πόλη,/ υπάρχει άκρη και μέση;/ μπορεί να πέσουμε κι εμείς/ μέσα σ’ αυτό το βιβλίο των κινούμενων εικόνων// ας μη φοβόμαστε όμως/ θα βγούμε ζωντανοί στο τέλος, αλλά διαφορετικοί-/ ας μη σκίσουμε τίποτα./ ας μη σπαταλήσουμε τίποτα/ όλα μετράνε τη στιγμή της εισδοχής, της μύησης//φύλλα του τσαγιού σήμερα οι χάρτες/ κοίτα τις περγαμηνές μεμβράνες του/ εδώ κρύβονται οι εξομολογήσεις[…]»
και στην 8η ενότητα: «η εμπροσθοφυλακή των δικών μας αισθήσεων/ στη λιμνούλα του δημόσιου κήπου τώρα/ η γλώσσα ετοιμάζεται να βγάλει το πουκάμισό της/ φίδι ιερό που τρέφεται με ό,τι καλύτερο έχουμε/ Νέο Δελχί Δελφοί Ινδία Δελχί Δελφοί Ινδία»
Άλλα ερμηνευτικά κλειδιά αυτού του χωροχρόνου υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Επιλέγω τέσσερα μικρότερης έκτασης που ωστόσο λειτουργούν ως αρθρωτικοί κρίκοι αρκετά συνεκτικοί, σχετικά με το κοσμοείδωλο που περιγράφηκε παραπάνω.
Γεύμα στην Καστέλα: δηλώνεται με ειρωνικό τρόπο ο χωλός βηματισμός ενός αιτιοκρατικού παρόντος, το οποίο θεωρητικά μπορεί να μας στερήσει από την αμεσότητα των αισθήσεων και να μας οδηγήσει στην τύφλωση, την απώλεια της κατ’ αίσθησιν αντίληψης∙ η διαύγεια της επιστημονικής δια-βάθμισης μάς στερεί από την ολιστική εν-όραση.
«Δεν θα έλεγα όχι για ένα ποτήρι μπύρα/πριν από το μεσημεριανό μας, άλλωστε/ “lakes are more reasonable than oceans”»/είπε ο καθηγητής της φιλοσοφίας,/ο υπερασπιστής των γεύσεων και πρόσθεσε λίγο μετά/ «…το εξ ορισμού αδιάφορο για τις υποθέσεις μας σύμπαν,/αυτός ο μεγάλος, ο αδιάφορος γρύλος,/θα καταφέρει κάποτε να έρθει τόσο πολύ κοντά μας/ώστε να τυφλωθούμε τελείως από διαύγεια/και χρώματα της επιστήμης...» (σ.70)
Ίμερος: αποτυπώνεται με αντιστρόφως ανάλογο, προς το προηγούμενο ποίημα, τρόπο η βιωματική εμπειρία της αισθητηριακής γνώσης, η αξία της οποίας βρίσκεται στο μικρό, το ασήμαντο, στο φαινομενικά ελάχιστο, που κινητοποιεί όμως την ευαισθησία, αυτή την συγκινησιακή βαθύτερη πηγή αντίληψης.
«Σχεδόν ήχος/ μια νότα πιο χαμηλά από τον ψίθυρο/ του σχεδόν νεκρού// λίγο προτού αποχωριστεί, εννοώ, το ξερό φύλλο/ από το κλαδάκι του/ αυτή η τέλεια υπόκρουση/ το θρόισμα ενός γράμματος/ ενός μορίου Γνώσης» (σ.72)
Η προσπάθεια το άρρητο να ειπωθεί, το απόλυτο να ακτινογραφηθεί, το ωραίο να αναπαραχθεί. Η τελειότητα της αισθητικής εμπειρίας ποτέ δεν αποτυπώνεται με τον απόλυτο τρόπο που ο καλλιτέχνης θα ήθελε.
Στάση ζωής: δίνεται με έναν σχεδόν σπαρακτικό τρόπο η προσπάθεια το άρρητο να ειπωθεί, το απόλυτο να ακτινογραφηθεί, το ωραίο να αναπαραχθεί. Η τελειότητα της αισθητικής εμπειρίας ποτέ δεν αποτυπώνεται με τον απόλυτο τρόπο που ο καλλιτέχνης θα ήθελε∙κάτι που καθιστά την προσπάθειά του, με αυτό το παντοτινά ξένο, τραγική.
«Ανήκει βέβαια περισσότερο στο σύμπαν/ παρά σ’ αυτό το φύλλο του τυπωμένου χαρτιού,/ του ήδη μισοξεχασμένου/ κι όμως το έχουμε θελήσει τόσο πολύ/ το έχουμε ονειρευτεί κατάδικό μας/ αλλά εκείνο ξέρει πώς να κρατάει το κεφάλι του ψηλά/ πώς να παραμένει απλησίαστο/ παντοτινά ξένο/ το αηδόνι.» (σ.116)
Εύθραυστον: συντονίζεται η σωματική διάσταση με τη βαθύτερη γνώση∙ η γνώση απορρέει από το σωματικό βίωμα ένας ιδιότυπου αισθησιασμού, που δείχνει τον δρόμο της Κίρκης: η σωματική έκσταση, μέσω της οποίας ακυρώνονται τα όρια του εγώ και του άλλου, η απόλυτη ένωση με το Παν, μπορεί να μην οδηγεί στη συμβατική γνώση, σε μια ψευδοϊστορική όραση, αλλά οδηγεί στη σοφία μέσα από τη λατρεία του σώματος.
«Κράτησε λίγο ακόμη την ανάσα/ το κάθε δευτερόλεπτο λογαριάζει περιπέτειες/ μην πεις για την ώρα τίποτε άλλο/ ανεβαίνω από τα σπλάχνα σου,/ τα σπλάχνα του παντός,/ τυφλός, σοφός κι αγράμματος// υπόσχομαι όμως να γίνω ο πιστότερος φύλακας/ του στήθους σου» (σ.121)

Η σωματική ηδονή ως όρος της αισθητηριακής ολοκλήρωσης
Την άρση της αντίθεσης σώματος-νόησης, τη συσχέτιση της ηδονής με τα όρια της ύπαρξης και τον θάνατο, (συνδεδεμένη και με την νοσταλγία της επιστροφής στο οικείο, στην ποίηση και την πατρίδα) την βλέπουμε με μεγαλύτερη διαύγεια και στις Ανταποκρίσεις:
«Τα νερά τρέχουν στην άκρη του υπόστεγου,/ βρέχει όλη μέρα/ το κινητό ψητοπωλείο αγέρωχο πουλάει βρώση όπως πάντα/ χαράμ ή χαλάλ είναι πεντανόστιμο εδώ το σατέ,/ από μακριά έρχονται να το γευτούν κι ας χάνουν χρόνο/ όχι όμως και την ψυχή τους που λαχταράει ύλη από αρνί/ ή μοσχαράκι, διότι έτσι είναι η ζωή, αυτός ο δισταγμός μεταξύ/ ενός θαυμαστικού κι ενός ερωτηματικού, που λέει ο Πεσσόα,/μαζεύεται όλη στο ξυλάκι του σατέ, στο καλαμάκι της γεύσης,// όχι της πανάκριβης του παραδείσου, αλλά της φτηνής/ του δρόμου/ της αντοχής και της ραστώνης,/των αντιθέτων που γεννούν τις ηδονές,/ προσοχή μόνο μην καρφωθεί στα ούλα/ ή πληγώσει τον ουρανίσκο// το γρήγορο σατέ, στην Ιάβα των θαυμάτων /και στάξει το αίμα/ που φέρνει τους νεκρούς κοντά σου να μυρίσουν φως και τροφή/ ναι, όπως σε κείνη την ποίηση της πατρίδας που πηγαινοέρχεται/ στον κάτω κόσμο.» (σ.25)
Πανάκριβο και φτηνό, παράδεισος και δρόμος, αντοχή και ραστώνη, ηδονή και πόνος, φως και κάτω κόσμος.
Ο τόπος του ποιήματος ορίζεται από το υπόστεγο ενός κινητού ψητοπωλείου, που εφήμερο αλλά και παντοτινό (κινητό-όπως πάντα) πουλά την βρώση του. Οι άνθρωποι που το ποθούν έρχονται από μακριά κι ας χάνουν χρόνο. Το νερό της βροχής, που τρέχει από το υπόστεγο όλη μέρα σηματοδοτεί και τον χρόνο του ποιήματος. Το υπόστεγο προφυλάσσει αλλά δεν σταματά τη ροή της διάρκειας. Αμέσως μετά εδραιώνονται οι αντιθέσεις του κόσμου της αίσθησης και της σκέψης. Η ψυχή λαχταράει το είδωλό της, την ύλη, γιατί έτσι είναι η ζωή: ο δισταγμός μεταξύ του ερωτηματικού και θαυμαστικού του Πεσσόα, (το ανάμεσο του θεού και μη-θεού του Ευριπίδη;) Και ο υπαρξιακός συλλογισμός σώζεται μέσα από τη σωματική αίσθηση, από την αίσθηση της γεύσης και της ηδονής: όλη μας η ύπαρξη συγκεντρώνεται σε ένα φτηνό καλαμάκι, σ’ αυτό που μοιάζει, αλλά δεν είναι ευτελές∙ γιατί είναι η ίδια η ζωή μες στη σοφή της απλότητα. Και συνεχίζουν οι διχοτομικές αντιθέσεις που προσπαθούν να άρουν το ασυμβίβαστο: πανάκριβο και φτηνό, παράδεισος και δρόμος, αντοχή και ραστώνη, ηδονή και πόνος, φως και κάτω κόσμος. Και ο κίνδυνος τη γεύση της ηδονής να συνοδεύσει η οδύνη του θανάτου, το αίμα να φέρει τους νεκρούς είναι κάτι που φαντάζει ως γαλήνια βεβαιότητα, με εκείνο το κυρίαρχο ναι∙ είμαστε ήδη μύστες της, μια που η ποίηση της πατρίδας πηγαινοέρχεται στον κάτω κόσμο, αιώνες τώρα.
Η ηδονή ως απορροή του έρωτα αποτυπώνεται και στο κείμενο: Η διαρκής έκπληξη εκείνων των ερώτων, ένας ύμνος του ερωτικού θαύματος διαποτισμένος όμως και με την πικρία του ανεπίτευκτου
«Ακόμη ένα αλλά γρήγορο σώμα/ το κλέος των προσφορών του/ μέσα στο σκοτάδι γίνεται Κυβέλη/ ή κατά τις περιστάσεις Εκάτη/ ένα σπίτι γεμάτο πυρσούς/ έτοιμο ν’ ανάψει/ οι σπασμοί έχουν αρχίσει από νωρίς/ δάχτυλα ερευνούν απερίσπαστα χάος// Ποιο είναι το αρμόδιο ρήμα/μήπως souffler;/ Αλλά αρκεί για μια τόσο βαθιά πράξη;[…] Με το κορμί να γέρνει ήδη/ πάνω από τα χαντάκι της έξωσης/οι δανειστές να κορυβαντιούν προ πολλού/ εμείς ψάχνουμε στο χάρτη νέες πηγές/ τροφή στα έσχατα των ηπείρων/περισσότερο αποδημητικά πλέον/ παρά σημασίες δίποδες […] Θα επιστρέψω,/ Σίμων ο Μάγος ή απλώς Αλέκος Π./ θα επιστρέψω μέσα στο φως της αλάνθαστης πτώσης.[…] Οι κλειδώσεις μας ποτέ δεν θα πονέσουν/ όσο βάζουμε λίγο μέλι στους αφαλούς/ από εκεί ως το μεδούλι μπορεί να φτάσει/ κι από εκεί ως τους αστερισμούς του Αυγούστου/ να μας δείξει// Μπορούμε ν’ αντέξουμε, σήμερα τουλάχιστον,/ κι άλλη, δίπατη πραγματικότητα/ και το αντίθετό της μαζί/ είμαστε από κεράσια ξαφνικά αδάμαντες.// κάτι από την επανάληψη/ κάτι από την επανάληψη/ έρχεται ο οργασμός να δέσει με το όνειρο της Ρουθ// καθώς κουταβάκια τρέχουμε/ πάνω κάτω στο χαλί της όρεξης και της έκστασης/ όμως/ τα ασταθή βήματα της Πάρκινσον/ τα κραυγαλέα σινιάλα της γεροντικής άνοιας/ τα σφαγμένα βλέμματα της Αλτσχάιμερ/[…]// Παρεισφρέουν πάλι οι γλουτοί/ κι αναστατώνουν για τα καλά/ τη σύνταξη της νύχτας.// Από το μονόλογο της Ευρυδίκης/ καθώς κατεβαίνει ήρεμη την Πατησίων/ προλαβαίνω ν’ ακούσω:/ «…κι η απόσταση που χωρίζει την αριστερή κλείδα/ από τις υποσχέσεις του ουρανού/ μισή ώρα μόνο με τα πόδια είναι/ και μας φαίνεται αιώνας…» (σσ73-76)
Στο κείμενο κυριαρχεί έντονο το σωματικό στοιχείο, οι συνδηλώσεις της σωματικής ηδονής, χθόνιο και σκοτεινό που όμως μας ανυψώνει, η αγωνία μήπως γκρεμιστούμε, μήπως δεν αντέξουμε, η αγωνία της φθοράς και της ασθένειας, αλλά και του ανεπίτευκτου, της ανύψωσης που εμπόδιό της στέκεται ο χρόνος. Υποβάλλονται με έναν άλλοτε πιο λοξό άλλοτε πιο κάθετο άξονα: οι αναφορές σε χθόνιες τελετές και στα ελευσίνια μυστήρια: Κυβέλη, Εκάτη, οι πυρσοί, οι δανειστές να κορυβαντιούν, η αναφορά σε μυστικιστικού τύπου τελετές με τον Σίμωνα τον Μάγο, οι σπασμοί, το γρήγορο σώμα, η ψαύση των δαχτύλων, τα αποδημητικά πουλιά αντί για τις δίποδες σημασίες, η επανάληψη που οδηγεί στον οργασμό, η δίπατη πραγματικότητα που μας κάνει κεράσια και αδάμαντες, το μέλι στον αφαλό και οι αστερισμοί του Αυγούστου….

[παραλείπεται μια ενότητα]
Αισθησιασμός και αισθητική συγκίνηση: ένας υπόρρητος διάλογος με τον Σεφέρη
Η αισθησιακή εμπειρία που υποβάλλεται από το ποίημα Η διαρκής έκπληξη εκείνων των ερώτων και ο συσχετισμός της με το αισθητικό βίωμα, που σπερματικά διαχέεται και σε άλλα κείμενα της συλλογής (ιδιαίτερα όταν το συν-αναγνώσουμε με το Ο κόκκινος ιβίσκος θα σβήσει τελευταίος και την ενότητα του τελετουργικού χορού) φέρνει στο νου τον Νιζίνσκι του Γ. Σεφέρη. Εκεί ο Σεφέρης σε μια αφήγηση που έχει όμως πιο ξεκάθαρη αρχή, μέση και τέλος (για να θυμηθούμε και το ποίημα Ενθύμιον όπου γίνεται αναφορά σε μια ρήση του Γ. Βαρβέρη) αναδιηγείται μιαν παρ-αισθητική εμπειρία (ο αφηγητής, ενώ κάθεται μόνος μπροστά στο τζάκι του σπιτιού του, «βλέπει» ξαφνικά τον χορευτή Νιζίνσκι να αναπαριστά ένα χορευτικό δρώμενο μπροστά του) εξώφθαλμα ομόλογη με αυτήν του ερωτικού βιώματος και η οποία ταυτίζεται με τον αγώνα και την αγωνία του καλλιτέχνη στην προσπάθειά του να αποτυπώσει μια σχεδόν μυστικιστική εμπειρία των αισθήσεων και του νου. Στα Άπαντα του Σεφέρη το πεζόμορφο κείμενο αποτελεί ένα από τα Πέντε ποιήματα του κ. Σ.Θαλασσινού.
Η αισθητηριακή εμπειρία στον Βέη δεν έχει την παραισθητική διάσταση του Σεφέρη, διατηρεί ωστόσο την ενορατική της απόληξη.
Στο κείμενο του Σεφέρη, τα αισθητηριακά ερεθίσματα οδηγούν στην ένταση του συναισθήματος (κυρίαρχη η όραση: κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ, έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα μάτια και η ακοή: ήχος του οργανέτου, ήχος από κύμβαλο, σουραύλι, πέταγμα των πουλιών, ήχος της προσωπίδας). Το αίσθημα της ζέστης εντείνεται και κορυφώνεται, καθώς περνά απ’τα εξωτερικά ερεθίσματα: κάρβουνα/σπίρτα/φωτιά/ αλλά και τα χρώματά τους: κόκκινασπίρτα/βυσσινί χαμόγελο/ πορφυρό κυπαρίσσι, στο σώμα του αφηγητή: Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει. Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί μου σαν κυκλοφορία. Αμέσως μετά την κορύφωση του αισθήματος, με το πέταγμα των πουλιών και την συνεχή επανάληψη του ήχου που διακόπτεται, η αίσθηση της ζέστης μεταλλάσσεται το ίδιο αιφνίδια στο αντίθετό της: Έπειτα σταμάτησε απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε παγωμένος, για να οδηγήσει στην κούραση αλλά και την γαλήνη: Έβλεπα τους πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι σα λαχάνιασμα με βάραινε(…) Μολονότι βρισκόμουν μπροστά σε μιαν αγωνία, είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει. Οι οπτικές και ηχητικές παραστάσεις οδηγούν με ένα είδος κλιμάκωσης στο αίσθημα της ζέστης και του κρύου, της ζάλης και του λαχανιάσματος και ταυτοχρόνως την σκέψη και την μνήμη στην κινητοποίηση (Θυμάμαι/μ’ έκανε να συλλογιέμαι/δεν ξέρω/[και μετωνυμικά]σκόνταψε σ’ ένα βιβλίο/προσπάθησα να εξηγήσω/), για να καταλήξουν σε μια σύνθετη συγκίνηση, ενός συναισθήματος που γίνεται αντιληπτό και σε συνειδησιακό επίπεδο, σε ένα είδος υπεροχής: είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει. Ενώ ο χορευτής εξουθενωμένος από τον εκ-στατικό χορό και αφού σκοντάφτει σε ένα βιβλίο (μετωνυμικός υπαινιγμός της σκέψης;), γονατίζει μπροστά στον αφηγητή και χάνεται βυθιζόμενος στις πράσινες παγόδες (συνεκδοχικά υποβάλλεται κάτι από τον ανατολικό φιλοσοφικό και θρησκευτικό μυστικισμό;) του χαλιού που βρίσκεται μπροστά στο τζάκι.
Ομόλογες τέτοιες εμπειρίες υπάρχουν διάσπαρτες σε πολλά από τα κείμενα στο Βλέπω, αν και ο χώρος είναι τις περισσότερες φορές εξωτερικός και ως δρώντα πρόσωπα εναλλάσσονται άνθρωποι, φυτά, ζώα, οι οποίοι και παρουσιάζονται ως ισότιμοι φορείς της συμπαντικής ύλης, των αισθήσεων και της εμπειρίας.
Η αισθητηριακή εμπειρία στον Βέη δεν έχει την παραισθητική διάσταση του Σεφέρη, διατηρεί ωστόσο την ενορατική της απόληξη∙ ωστόσο στην παραγωγή του συγκινησιακού βιώματος του Βέη συμβάλλει και η συλλογιστική πορεία της νοητικής σύλληψης, άλλοτε ως ισότιμος άλλοτε ως δευτερογενής όρος. Έτσι, φαίνεται να καταργούνται ως απαγορευμένες για την ποιητική ενόραση οι περιοχές της αντίληψης και της νόησης. Ο Βέης αναγνωρίζει τις δεσμεύσεις του από το νοησιαρχικό παρελθόν, ιδιαίτερα του Δυτικού ανθρώπου και αναζητά την αφομοίωσή τους μέσα από το μυστικιστικό βίωμα της Ανατολής ή/και μέσα από ομόλογα αρχέγονα κατάλοιπα, όπως αυτά επιβιώνουν στις αρχαίες ελληνικές τελετουργίες( πχ τα Ελευσίνια μυστήρια).
Ίσως κάπως έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε πως παρόλες τις ομοιότητες, παραμένει η αντίθεση ανάμεσα στην δραματική απαισιοδοξία του Σεφέρη, η οποία προκύπτει από την εγκόσμια ιστορική τοποθέτησή του και στη λυρική αισιοδοξία του Βέη, η οποία απορρέει από την κοσμική, σχεδόν συμπαντική του οπτική.

Επιλογικά
Στο Βλέπω το ποιητικό φάσμα επεκτείνεται από τους υποδοχείς της λυρικής επιφάνειας στα όρια του δραματικού βάθους με μια συνεχή προσπάθεια ενοποίησης. Η εταστική ματιά μεταλλάσσεται συνεχώς σε σπουδή της απρό-βλεπτης εμπειρίας που, είτε ενδίδει είτε αντιστέκεται στις ιδεολογικές σχηματοποιήσεις, καταφέρνει να συναιρέσει το εκτατικό με το εντατικό, να διευρύνει το ιδιωτικό στο δημόσιο, να συνυπάρξει το διδακτικό με το αυτογνωστικό. Ακυρώνοντας τις όποιες ενστάσεις για τους αμοιβαίους αποκλεισμούς: η νεότητα ανήκει στο μικροσκοπικό εδώ-και-τώρα, ενώ η ωριμότητα μακροσκοπεί στο α-θέατο. Ο ποιητής δεν έχει ανάγκη από διορθωτικούς των συμβάσεων φακούς. Η διάθλαση ορίζει τον κόσμο του. Η παρέκκλιση την όρασή του. Ένα ποιητικό βλέμμα που διηθείται μέσα από ένα σύνθετο σύμπλεγμα μυθικών και λογοτεχνικών παραπομπών, μια ποιητική ματιά που απορροφά το ερωτικό μέσα από έναν φυσιοκρατικό αισθησιασμό, χωρίς περιττές αισθηματολογίες. Εξάλλου, οι ποιητικοί αισθητήρες έχουν εδώ και αιώνες κατορθώσει να ανιχνεύσουν, να αντιληφθούν και να αποτυπώσουν τη σκοτεινή συμπαντική μας ύλη, προτού θριαμβολογήσουν οι Φυσικοί επιστήμονες για το επίτευγμα των διαστημικών τους τηλεσκοπίων μεσούσης της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αι. Γιατί μόνο μέσα από την ερωτική ή/και ποιητική Έκσταση, δίνοντας αιματηρή μάχη με τη μνήμη, που βασανίζει με τα διλήμματα της εμπειρίας, μπορούμε να ψηλαφήσουμε για λίγο την αλήθεια και την ομορφιά. Μια αλήθεια που, όσο κι αν στο ανοιχτό βιβλίο του κόσμου μπαινοβγαίνουμε φιλάγρυπνοι, βρίσκεται πάντα κρυμμένη στα πιο απλά.
 [ΠΗΓΗ: ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος]

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ ΤΟ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΜΙΑΣ ΛΙΜΝΗΣ…
[ανθολογία ποιημάτων από τη συλλογή ΒΛΕΠΩ του Γιώργου Βέη, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2013 με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο]:

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ και στις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ: ΜΙΑ ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙA ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ:  Αγαπητή Άννα και λοιποί ήρωες της «ιστορίας», Με ενδιαφέρει ο φιλολογικός σας εξοπλισμός, τα εργαλεία σας και οι καταβυθίσεις σας, κρατώ μάλιστα στα χέρια μου -το τελευταίο καιρό επίμονα- το πόνημά σας Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ. Μια καταβύθιση στον κόσμο του αυτισμού, όπως και το μικρό σας βιβλίο για τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη, και βλέπω πως δίνουν ήδη καρπούς και έχουν να δώσουν κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, μα εδώ θα  επικεντρωθώ στα ποιητικά σας δρώμενα και στις κειμενικές σας δομές ως ομότεχνος, που θέλει να ορμήσει ξάφνου καταπάνω σας με βλέμμα εξεταστικό και να ψηλαφίσει ζυγίζοντας τις γραμμές σας και τα συμβαίνοντα. Πρώτες αυθόρμητες λοιπόν παρατηρήσεις, με διάθεση –παραπάνω από ό,τι πρέπει ή συνηθίζεται– αν μου επιτρέπετε, «φιλοσοφική»… Μακριά λοιπόν από την ψευδαίσθηση των όποιων αφελέστατων υποθέσεων μας, γύρω από έναν τάχα διαφανή εαυτό, τολμά και κατεβαίνει η ποιήτρια με διάθεση να δει, να ψηλαφίσει και να μας μεταφέρει εξομολογούμενη −μεταπλασμένα αισθητικά− τα τεκταινόμενα της, τα εκείνη τη στιγμή διαμορφωνόμενα παιδιά της, με μια ποίηση εσωτερικής εστιάσεως, καύσεως και εντάσεως. Αναστοχαστική λοιπόν η χειρονομία της, η ματιά της, το ίδιο της το σώμα, γίνεται ένας τόπος μιας χωρίς θεό παράλληλης ρευστότητας, μετά την κατά τον Heidegger «μοναδολογία χωρίς θεό» του νιτσεϊσμού, από όπου και μας δίνονται θαρρώ οι τόσο ενδιαφέρουσες αυτές αντανακλάσεις. Τα υπό «εξέταση» ποιήματα, συνοψίζοντας, λειτουργούν ως νέες γεωμετρίες που μας φέρνουν σε νέους πλαστικούς χώρους, έστω ως διαίσθηση, τόπους «ανεξερεύνητους» που δίνουν και έχουνε να δώσουν κι άλλα μέσα στην πολλαπλότητα τους, την διαφορετικότητα τους, και πάνω από όλα στη θρυμματιζόμενη και πρόσκαιρη τους σύσταση [ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ Άννας Αφεντουλίδου: κριτική παρουσίαση με εσωτερική εστίαση Πέτρου Γκολίτση]




Η ποίησή σας λοιπόν κ. Αφεντουλίδου κινείται ως κύμανση φωτεινή και παιχνιδιάρα –άλλοτε ηχητική κι άλλοτε βουβή− γύρω από τη γραμμή του διασπασμένου υποκειμένου (στην όποια ιστορική του εξέλιξη), στα όρια της γλώσσας και της εκφραστικής, αλλά και μέσα στην ρευστότητα των ταυτοτήτων, στην αναζήτηση και στη διαλεκτική σχέση της έννοιας και του σώματος-βλέμματος-αφής. Με έντονα μάλιστα παρούσες και υποβόσκουσες τις ρευστές μετατοπίσεις του προσώπου σας, τις αλλαγές στη θέαση και στη δράση των υποκειμένων σας, με τις ταυτότητες δοσμένες με έναν νέο τρόπο, και με το φύλο αδιάλειπτα παρόν μες στη ρευστότητα και τη μεταβλητότητά του. Διαβάζουμε ενδεικτικά:

-Ακόμα κοιμάσαι; μου είπε ο άντρας. Οι άλλοι είναι ήδη στην παραλία. Πότε θα πας; Τράβηξα το σεντόνι’ το σώμα μου ήταν ήδη γυμνό. –Συγνώμη, του είπα βλέποντας πως κοίταζε αυστηρά τα αποτριχωμένα μου μέλη. […] Στο μπάνιο ροδαλά νερά στα λευκά πλακάκια. Η γυναίκα ξέπλενε το αίμα από τα πόδια της. Δεν θα έρθω, είπε. Πηγαίνετε εσείς» […] «Ο κίτρινος ήλιος του σπιτιού είχε χαθεί […] Πίσω απ’ το λόφο, γκρίζο και αγριεμένο το νερό απειλούσε. –Μα πού πήγαν οι άλλοι; ψέλλισα κοιτάζοντας τη σκοτεινή αμμουδιά. –Άργησες […] Ο δρόμος είχε χαθεί μαζί του («Θάλασσα»)

ΣΚΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ: ΜΕΤΑΞΥ PITTURA METAFISICA ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΔΙΑΚΕΚΟΜΜΕΝΟΥ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ
Μέσα στο ονειρικό αλλά και μεταφυσικό αυτό κλίμα, όπου οι ήρωες σκαλώνουν στα αυτονόητα –ενδεικτικός ο φόβος να μην ακουμπήσει ο άντρας της «θάλασσας» το γυμνό καλώδιο της κουζίνας και η αδυναμία της πρωταγωνίστριας-ποιήτριας να τον πληροφορήσει– όπου τα πλέον αφύσικα αποκαλύπτονται ανεμπόδιστα και ομαλά στη ροή τους, σαν να έχουν τα πράγματα μια δική τους άρμοση, μια άλλη λογική στο δέσιμο και στην αλληλουχία τους, μεταφερόμαστε σε τόπους pittura metafisica, δηλ. κοντινούς ή ενδιάμεσους των ζωγράφων Ντελβώ, Ντε Κίρικο, Μαξ Έρνστ και Έγκον Σίλε. Επίσης παρόν κι ο γλωσσολόγος-φιλόσοφος Λούντβιχ Βιττγκενστάιν με τη μύγα του, μέσα στο μπουκάλι στα όρια της γλώσσας και του κόσμου ως ένα από τα παράξενα πλάσματα που συναντώνται στην ποίησή της. Σημειώνει η ποιήτρια με μια δόση ανα-στοχασμού: «βαθυπράσινα στοχαστικά μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Λεπτά κατάλευκα δάχτυλα», «κάθε δεύτερη μέρα» να του αλλάζεις το «νερό μη χάσει το χρώμα του», για να προσθέσει: «Και πού και πού του ρίχνω μια μύγα μην πέσει σε αχρηστία η πολύτιμη γλώσσα του», μεταφορικά και κυριολεκτικά παίζοντας με το σώμα και τα μέλη του.
Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση τελικά που φέρει μια νέα, ζωντανή και παιχνιδιάρα σεξουαλικότητα και ταυτόχρονα διατηρείται ως μια αυθύπαρκτη κειμενική κατασκευή που αναστοχάζεται, κατορθώνοντας να ερεθίσει, να προκαλέσει και να παίξει ταυτόχρονα, με πολλά μέρη του ψυχισμού, του θυμικού και του αμφιβληστροειδούς, αλλά κυρίως με την ίδια τη νόηση του αναγνώστη. Ας παραθέσουμε, ενδεικτικά πάλι, σημεία που τονίζουν τα προαναφερθέντα:
μη μη είπες μη βγαίνεις
αλλά εγώ σκαρφάλωνα κόκκινα τα κεραμίδια […]
η μέσα μου γυμνή γδάρθηκε στην κόψη [….]
υγρή γλυκιά φωνή
χτυπούσε το κεφάλι μου στο πάτωμα
την ώρα που βυθίστηκες στο σώμα μου [...]
με τράβηξες μέσα σου και χάθηκα
(«Αντί ιστορίας με φεγγίτη»)
«Φορτηγατζής μου κάνει κουμάντο γδέρνοντας το κορμί μου»
(«Πείνα»)
και:
Έβαλα το δάχτυλό σου στο στόμα μου.
Μετά γέμισα άμμο, ήσουν βαρύς»
(«Ιστορία με το 13ο φεγγάρι»)
αλλά και:
Την άλειφα λάδι να ζηλεύεις. Αργά αργά και παντού.
Την φιλούσα στο λαιμό.[…]
Ψηθήκαμε στον ήλιο. Ουφ.
Μου έδινε λεφτά, έπαιρνα νερό και παγωτά.
Έσταζα πάνω της και το έγλειφα. Με έσπρωχνε και γελούσε.
Ένα μεσημέρι έκανα ότι κοιμόμουν.
Έβαλα το χέρι μου μέσα και της έπιανα το στήθος […]
το μικρό μου χέρι να σ’ έχει αρπάξει χαμηλά
(«Η ιστορία της αδερφής μου»)

Με το στίχο επιπρόσθετα «Είναι όλα σπασμένα είπες,/Ακριβώς αυτά δεν τα θέλει κανείς» να δείχνει μια βαθιά και άλλης υφής και τύπου ευαισθησία. Με το ποίημα να λειτουργεί κυρίως ως ποίημα-σώμα-μνήμη, στον κατακερματισμό του. Μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της αφήγησης και τον αφηγητή −εξ ου ίσως και τα απότομα περάσματα− η ποιήτρια μας φέρνει αντιμέτωπους με το ίδιο το ποίημα ως κάτι το ζωντανό και το απροσπέλαστο, που μεταβάλλεται και σαλεύει ως μια αντανάκλαση, δείχνοντας και τις πολλαπλές και ενδιαφέρουσες μετατοπίσεις της στον χρόνο και στις διάφορες ηλικίες της. Μας λέει:
«Σε είχα συναντήσει 2-3 φορές μέσα στο ασανσέρ. Μύριζες καπνό καφέ και ξύρισμα. […] Το ωραίο ήταν το παράθυρο που έδειχνε ύπουλο φθινόπωρο να λέει θα ανοίξουν τα σχολεία σε λίγο γαμώτο μου. […] Έβαλες τα δάχτυλα σου μέσα, σε εκείνο το σημείο που γράφει I love comics./ Πόνεσα αλλά ήταν ωραίο όπως στο κρυφτό που γδέρνεσαι πάνω στον τοίχο./ Με τράβηξες με δύναμη αλλά εγώ δεν τραβήχτηκα/ κάψιμο τσούξιμο ψίθυρος μημηφοβάσαι ωραίοθαείναιμη».

Με αυτές τις τελευταίες λέξεις, όπου δένουν τα πρόσωπα ως ένα μέσα στην ίδια λέξη, καθώς τα σώματα, να κατορθώνουν κάτι θαρρώ το νέο.
Πρόκειται για μια ποίηση, με άλλα λόγια, που αποβλέπει σε μια διασπασμένη «αλήθεια», βαθειά και μυστική (-ιστική) –γιατί όχι;– εκεί όπου κάτω από τα πρώτα «ρηγματώδη πετρώματα» του ψυχισμού, συναντούμε και πάλι νερά και διάφορα υγρά, σκοτεινά και στην εξάχνωση τους, που δίνουν και γεννούν ρευστές ταυτότητες −τέτοια η μήτρα τους− που επιτρέπουν στην περίπτωση αυτή, την άρθρωση και τη δόμηση ενός ποιήματος που ξεχωρίζει μες στην κατορθωμένη αλλά και πηγαία ιδιοτυπία του. Αντλώντας από τις τόσο ενδιαφέρουσες αυτές κοιτίδες, η δημιουργός μάς καλεί σε μια καταβύθιση για να τις γνωρίσουμε μαζί της. Μια μυστικότητα που εκδηλώνεται ενδεικτικά στα ποιήματα «Αντί ιστορίας με φεγγίτη», «Ιστορία της αδερφής μου» και «Χθεσινοβραδινόν»:

Αχθοφόροι έφεραν ένα ψυγείο με χάσκουσα πόρτα, στοίβες από πετσέτες θαλάσσης μάς περίμεναν στα ράφια του, Ως επί το πλείστον λευκές με θλιβερά γαλαζωπά άνθη

με το φορτίο των λέξεων να αλλάζει, να ελαφραίνει και μες στην ανισορροπία του να μας μετατοπίζει, ζωγραφίζοντας με απλές λέξεις-γραμμές υπερρεαλίζοντες τόπους και μεταφυσικά τοπία.
Ένα κλίμα που συνεχίζεται διαφορετικά στη «Συνεδρία» όπου το μεταφυσικό –ως τόπος πάντοτε– πλέκεται με την ψυχανάλυση και με το αποσπασματικό ενός ανανεωμένου και διακοπτόμενου υπερρεαλισμού. Όταν ακούμε πως: «Τα απογεύματα φράζει με γλάστρες το στενό» σκεφτόμαστε τον Ντε Κίρικο δοσμένο αλλιώς, και εκεί είναι ίσως που προστίθεται:
Μη λερώσουν τα άρρωστα παπούτσια μου το δρόμο της. Τα βράδια γυρνώ φορτωμένη λέπια και χώματα. Υποχρεωμένη να τα μαγειρεύω, λες και είναι η μόνη τροφή, το τελευταίο μυστικό μας δείπνο.

Στο κλίμα αυτό σαφώς και προσθέτουν «η επίπεδη πλατφόρμα νερού» που «σε οδηγεί», ο «πίνακας ανακοινώσεων για παρόν και μέλλον» και «το δικό μου [σπίτι-πλατφόρμα], πληθωρικά φορτωμένο με τα ημιτελή συμβάντα» του ποιήματος «Φιλοξενία», αλλά και «τα πιόνια» που «πρέπει να μείνουν εκεί∙ εσαεί μισοτελειωμένες παρτίδες» του ποιήματος «Παίγνιον».

Το κλειδί παραμένει βέβαια, καθώς σημειώνεται, ως τέλους άχρηστο. «Το κλειδί μου είναι άχρηστο» («Νύστα») ενώ «δυο κάθετες ρίγες μού βαραίνουν τα μάτια» («Έκστασις») ως μπάρες δηλ. φυλακής που προφανώς δείχνουν την ύπαρξη ως έναν τόπο εφιαλτικό και αδιέξοδο, δηλ. ως τόπο καφκικό, ενεργοποιώντας και τον Ξένο του Καμύ, με τα σώματα να εμφανίζονται άλλοτε ακρωτηριασμένα, τεμαχισμένα, στάζοντα και αιμορραγούντα, κι άλλοτε σμιλεμένα, σκαλισμένα, καψαλισμένα, με προσθήκες ψεύτικες, κι ως τέτοια συγχέονται με τον χώρο –στη φυσική αλλά και στη μεταφυσική και ονειρική του σημασία– σε μια νέα αξίωση. Κι όλα αυτά ενώ: «ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς» («Αν-αιρετικόν») σαν τον καλβικό ήλιο, αλλά και τη καλβική διχόνοια, με παρούσα επίσης και τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δοσμένη αλλιώς, ως μια γυναίκα δηλαδή της εποχής μας, στους πολλαπλά μεταβαλλόμενους ρόλους της. Μας λέει η ποιήτρια:

Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες. Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα, γαλήνια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι./ Όταν με αγγίζει παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας
αλλά και:
Δάπεδα βουβά, σώματα σκαλιστά
σκοτεινοί σταλακτίτες της μνήμης […]
η σκόνη ρουφά τις ανάσες που πέρασαν […]
με δεμένα τα μάτια αφήνεσαι
στα πλαστικά μου μέλη επάνω
 για να προσθέσει:
Υποτάσσομαι.
Το ξένο γίνεται υγρό και ζεστό
(«Μικρή ιστορία ανταλλακτικής ισομετρίας»).
Τα υγρά τα συναντούμε και στο στίχο «για να μάθω μαζί σου των υγρών την αλήθεια» («Μικρή ιστορία διπλών πλυντηρίων»). Τα παραπάνω δένουν ενδεικτικά στο ποίημα «Μικρή ιστορία ακυρωθέντος χρησμού», όπου βλέπουμε:
ουλές, ξεχασμένους λεκέδες […]
φλογισμένες θηλές
ενώ:
απέξω έτρεχαν ρυάκια απ’ τους τοίχους
γυναίκες γυμνές σκούπιζαν σιωπηλά τα νερά […]
Έλεγες […] Πολύχρωμο πλήθος ζητούσε εικόνες
χρησμούς και το βλέμμα σου
με το gothic στοιχείο επίσης παρόν μες στην ιδιοτυπία του. Εδώ αξίζει να σταθούμε  και στο:
Πήγα
Κεραυνός καίει φτερούγες, νεράιδες και ξόρκια
Η ποιήτρια χωμένη στα μαλλιά σου […]
Κύλησα τα χέρια μέσα στην μπλούζα της
έτριψα τις θηλές, ζεστές, έσταξα λέξεις στο αυτί της.
Κρεμάστηκε απ’ τα χείλη σου.
Γονάτισα μπροστά σας
γλίστρησα τα δάχτυλα ανάμεσα στα πόδια της […]
έχω κερδίσει επιτέλους
το δικαίωμα
να κοιμηθώ
μαζί σας
(«Παρουσίαση βιβλίου»)
όπως και στο:
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε τη φωτιά στα φτερά τους […] έπιανε παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο» («Συλλέκτρια Ι»)
Κι η τόσο διαφορετική αυτή εικονοποιεία δένει και μας πάει αλλού με το:
ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «Θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μην μπορεί να κρεμαστεί.

ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΡΕΥΣΤΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΜΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ
Κατεβαίνω λοιπόν συνοψίζοντας στα ποιήματά της με μια ορμή και θέληση άλλη, σκεπτόμενος πως το «διασπασμένο» −τόσο φορτωμένο στις μέρες μας− «υποκείμενο», το νιτσεϊκό αυτό παιδί, πως δεν είναι άλλο από έναν ποντικό εργαστηρίου, μέρος ενός «πειράματος» που μας διαφεύγει, που στις διακριτές, τις καλύτερες του στιγμές μάς δίνει έναν Κάφκα ή έναν Μπέκετ. Σε αυτό το κλίμα, τηρουμένων των αναλογιών, πριν από τα «επιγράμματα» σημειώνει η Αφεντουλίδου: «Η σκέψη άχρηστο αξεσουάρ του έρωτα», η σκέψη «μας χάρισε την αυταπάτη» και «την ανάλαφρη γεύση μιας ιματασίον αθανασίας» («Της σκέψεως»), αλλά και το: «Ανακάτεψε χλωρίνη, βιακάλ, ακουαφόρτε και το ήπιε. Ανάστροφα κύλησε το αίμα και διέλυσε τον δυνατό μυ της γλώσσας. Αναστασία! φώναξαν. Δεν ήσουν πια εκεί.» («Μνήσθητε»), για να καταλήξει -;- στο «Όσο δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε, τόσο κάτι την τραβούσε πίσω. Ο καταραμένος τόπος το είχε αποφασίσει. Θα έμενε για πάντα εκεί.» («Αρά»).

Ως μια αντανάκλαση, ως μιαν ηχώ, ως ένα σημειωτόν στο πουθενά, στο κάθε επόμενο σήκωμα του ενός ποδιού, ως πελαργοί υβριδικοί κι ως ποντίκια, ή κι ως κολυμβητές, καθώς θα δούμε, εμφανιζόμαστε ξανα-ανανεωμένοι, εμβαπτισμένοι μες στο ποίημα, φέροντας πάνω μας και γύρω μας τον τόπο ως χωροχρόνο ίδιο αλλά κι ως άλλο. Γράφει χαρακτηριστικά η ποιήτρια:
Ήταν ο κολυμβητής χάριν κι εξαιτίας του οποίου έγινε η θάλασσα. Μέχρι να το καταλάβει, η γέφυρα είχε ολοκληρωθεί. Δεν κολύμπησε ποτέ («Υδροστατικόν»)

Στην κάθε στροφή του ποντικού, δεξιά στο κάθε επόμενο, στο κάθε νέο άκρο του «Τ» που συναντούμε, φτιάχνεται τόσο η επόμενη στροφή όσο και το ίδιο μας το βλέμμα, από το οποίο ίσως και προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Τελικά ενώ δεν κολυμπάμε πνιγόμαστε αντικρίζοντας μια γέφυρα που παραμένει εκεί. Μας βοηθά λοιπόν μια τέτοιου τύπου ποίηση να ανοιχτούμε στο υποκείμενο ως φορείς ενός ματιού που κοιτά τον εαυτό του και βραχυκυκλώνει απορώντας. Τα καλύτερα ποιήματα αυτής της σύνθεσης, στις καλύτερες τους τουλάχιστον στιγμές, εφάπτονται θαρρώ εδώ με όσα θέτω και κινούνται επιπρόσθετα ωθώντας μας σε νέες προσχώσεις ή ανακατατάξεις του υπαρκτού που ανανεώνουν ηλεκτρίζοντας την πρόσληψή μας.

Στον αντίποδα των παραπάνω, για να επιμείνουμε θεωρητικά, βρίσκεται ο Μπετόβεν και το απόλυτο υποκείμενο ενός Έγελου, που ορθώνει τον θεό σηκώνοντας τα μάτια του και του συνομιλεί. Στις μέρες μας αυτή η στάση ίσως να συνοψίζεται στον κινηματογράφο του Ταρκόφσκι, και στην ποίηση, στον τόπο μας, του Γιάννη Δάλλα, γνωρίζοντας πως η επικείμενη αναίρεση είναι οριστική και η αστρική μας συγχώνευση και διάλυση αμετάκλητη. Ψήγματα ή αυτή η διάθεση υπάρχει στην ποίηση της Άννα Αφεντουλίδου όπου και διαβάζουμε: «Σαν το πιασμένο αγρίμι πάλευε να πάρει ανάσα. Και εκείνο το άγγιγμα ήταν μια ελπίδα ότι μπορούσε επιτέλους κάπως να ελευθερωθεί» («Διάσωσις») (βλ. και το ποίημα «Χθεσινοβραδινόν»), χωρίς όμως καλλιτεχνικά να ορθώνεται το αποτέλεσμα στο «προαποφασισμένο» ύψος και στη στάθμη του υπόλοιπου έργου.

Μια τρίτη δυνατή στάση, μετά τον Νίτσε και τον Έγελο, είναι αυτή της διυποκειμενικότητας, του λεγόμενου αναστοχασμού, του Εμμάνουελ Καντ και δίχως να γνωρίζω πραγματικά γιατί, εδώ μου έρχεται στο μυαλό ο Σαίξπηρ, όπου το «κάλλος» αποκτά −κι ο άνθρωπος μαζί− μια ξέχωρη δική του ύπαρξη, δίχως να αντανακλά «ουσίες» κι άλλα διάφορα ιστορικά και φορτωμένα, βλ. ενδεικτικά τις έννοιες του «αληθινού» και του «αγαθού». Γνωρίζοντας λοιπόν, πως το «αισθητό» στέκεται επάξια εδώ και δυο τουλάχιστον αιώνες, πλάι στο «νοητό», μες στην αλαζονεία μας, μες στην αλαζονεία της και η ποιήτρια –ως σύγχρονο ιστορικό υποκείμενο– επινοεί κατασκευές, καλλιτεχνήματα που τριγυρίζουν στο μυαλό μας, ως δημιουργίες που αξιώνουν αυτονομίες κι άλλα παρόμοια. Κι αν ο Βολταίρος μας λέει πως: «αν ρωτήσουμε ένα βάτραχο τι είναι η ομορφιά, το Μέγα Κάλλος, το καλόν; Εκείνος θα σας απαντήσει φυσικά ότι είναι η βατραχίνα του» −και παρόμοια θα απαντούσε ο Ξενοφάνης για τους θεούς− έτσι κι η ποίηση της Αφεντουλίδου  λέει μες στην κρυπτικότητα της: «Αρπαζόταν απ’ τα ξένα κορμιά σαν απ’ τα κάγκελα του κελιού πριν την εκτέλεση» («Πορνικόν») και: «αυτοκίνητο ακίνητο στην άκρη. Τζάμι χαρακωμένο από βροχή. Δάχτυλα τρέχουν στις σκιές της σάρκας χωρίς επιστροφή. Ό,τι τραγούδησε έχει τελειώσει» («Τελεολογικόν»). Με πρώτο και καλύτερο θαρρώ, το ποίημα η «Ιστορία των απογευμάτων». Περισσότερο τείνοντας εδώ παρά έχοντας πραγματικά αφομοιώσει και κατακτήσει αυτή την αίσθηση-διαίσθηση της.
Έτσι αυτή η γραφή παραμένοντας ριζικά ανοιχτή στην ετερότητα του ασυνειδήτου καθίσταται πραγματικά σύγχρονη και άρα ανίκανη να επιστρέψει σε έναν μοναδιαίο περίκλειστο εαυτό −που δεν υφίσταται εξάλλου− και εκεί στην ρευστότητα των ταυτοτήτων μάς δίνει και τα καλύτερα της κατορθώματα, απλώνοντας το χέρι στον άλλον, είτε αυτός είναι ο ίδιος της ο εαυτός, παροντικός ή παρελθοντικός, ή οι ενίοτε εξωσωματικοί, ας τους πούμε πραγματικούς, εξω-φαντασιακούς, άλλους.

ΑΝΤΙ ΕΞΟΔΟΥ
Μακριά λοιπόν από την ψευδαίσθηση των όποιων αφελέστατων υποθέσεων μας, γύρω από έναν τάχα διαφανή εαυτό, τολμά και κατεβαίνει η ποιήτρια με διάθεση να δει, να ψηλαφίσει και να μας μεταφέρει εξομολογούμενη −μεταπλασμένα αισθητικά− τα τεκταινόμενα της, τα εκείνη τη στιγμή διαμορφωνόμενα παιδιά της, με μια ποίηση εσωτερικής εστιάσεως, καύσεως και εντάσεως. Αναστοχαστική λοιπόν η χειρονομία της, η ματιά της, το ίδιο της το σώμα, γίνεται ένας τόπος μιας χωρίς θεό παράλληλης ρευστότητας, μετά την κατά τον Heidegger «μοναδολογία χωρίς θεό» του νιτσεϊσμού, από όπου και μας δίνονται θαρρώ οι τόσο ενδιαφέρουσες αυτές αντανακλάσεις.
Τα υπό «εξέταση» ποιήματα, συνοψίζοντας, λειτουργούν ως νέες γεωμετρίες που μας φέρνουν σε νέους πλαστικούς χώρους, έστω ως διαίσθηση, τόπους «ανεξερεύνητους» που δίνουν και έχουνε να δώσουν κι άλλα μέσα στην πολλαπλότητα τους, την διαφορετικότητα τους, και πάνω από όλα στη θρυμματιζόμενη και πρόσκαιρη τους σύσταση.
Με ενδιαφέρον παρατηρούμε τέλος πως «επιλέγεται» η επιστροφή στη δομή, στην «αφήγηση» και στα «αληθινά» μυθιστορίζοντα πρόσωπα, ως μια κάποια λύση στο αδιέξοδο της «μετα-νεωτερικότητας», εκεί όπου η καινοτομία ήταν η μόνιμη «χρυσή» προτεραιότητα. Προτιμάται μάλιστα αυτή η λύση αντί αυτής, που παίρνει τη μορφή μίνι-κατακλυσμού στον τόπο και στις μέρες μας, της αμήχανης δηλ. επαναφοράς και της «αναβίωσης» της ρίμας και άλλων παρελθοντικών σχημάτων που προσπαθούν να επαναφέρουν ίσως νέου τύπου «νομιμότητες» και μονόχνοτες κανονικότητες. Κι ίσως και για αυτό τον επιπρόσθετο λόγο μιλά για την Αφεντουλίδου ο Α. Ζήρας σε μια νέα κριτική κόντρα της εποχής μας (βλ. Τα Ποιητικά, εκδ. Γκοβόστη, τχ. 13).
Κλείνοντας να συμφωνήσω με το «Ά-λογον» της σύνθεσης, μεταφορικά και κυριολεκτικά, πως «δέχτηκα το χαλινάρι/ για ν’ απολαύσω τον ιππέα/για να καλπάσω εγώ μαζί του [σου]/ξεγελώντας/ότι αυτός [δηλ. εσύ] έχει [ς] το πρόσταγμα» ή μήπως όχι; Και η απάντηση; προφανώς στην «Απουσία, Ι»: «Ευτυχώς υπάρχει και η αλληγορία/Για να θυμίζει/πως/άλλα λέμε και άλλα εννοούμε//Για να μαρτυρεί/ πως ό,τι είπαμε/είναι/για άλλη μια φορά/αληθινό».  

[ΠΗΓΗ: κριτική στο βιβλίο της Άννας Αφεντουλίδου από το Πέτρο Γκολίτση, που αναρτήθηκε στην περιοδική έκδοση στοχασμού: INTELLECTUM]


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ (ανθολογία κι άλλων ποιημάτων Άννας Αφεντουλίδου με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύδεσμο):