Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΔΙΑΤΡΗΤΗ ΑΡΜΟΝΙΑ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΤΩΝ ΘΟΡΥΒΩΝ ΟΙ ΑΙΧΜΕΣ...

(… και με ήχους οξείς σφυρηλατείται η νωχέλεια…)*

Στο τέλος της συλλογής του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου ΕΓΩ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΘΑ ΚΡΑΤΑΩ ΕΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2016, υπάρχουν συγκεντρωμένα, ως ξεχωριστή ενότητα, τα αποφθεγματικά κείμενα  έξι Αστερίσκων, όπου δίκην σημειώσεων ή ως ένας ακόμα παράλληλος λόγος,  κλείνουν το κυρίως σώμα του βιβλίου.

Τους Αστερίσκους αυτούς είχε χρησιμοποιήσει ήδη ο ποιητής σε επτά από τα κείμενα της συλλογής του παραπέμποντας μ’ αυτούς σ’ έναν επιγραμματικό σχολιασμό  σημαινομένων του τίτλου   ή του σύντομου κειμένου.

Δηλαδή κάτι σαν παραλλαγή στο ίδιο θέμα  από μια άλλη πλευρά χωρίς πάντως να είναι εμφανής ο συνδετικός μεταξύ τους κρίκος.

Η συγκεντρωτική όμως παρουσίαση των  Αστερίσκων στο τέλος της συλλογής, ίσως να υποδηλώνει πως έχουμε μ’ αυτούς ένα άλλο ποίημα μέσα στο εξ ορισμού πολλαπλό ποίημα.

«Ό,τι διαιρείται χάνεται όπως η αγάπη;

Σίγουρα όχι στην ποίηση»,

είναι η κατηγορηματική δήλωση του ποιητή στον 6ο αστερίσκο με τίτλο:

«Αγάπης άσκηση: Διαιρώ το ένα δια του δύο και πηλίκον ακέφαλο αισθάνομαι στις άδειες μου τσέπες».

 

Στο κείμενο, τώρα,  με τίτλο ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΥΡΗ ΤΗΣ ΑΦΗΣ (σελ. 15) τα χρώματα δίνουν τη λαβή για τον αστερίσκο/ υποσημείωση που ακολουθεί τη βασική διαπίστωση:

«αν ήταν όλα πλήρη νοήματος τα δάχτυλα χωρίς τη γύρη της αφής δεν θα ήξεραν τα χρώματα να ξεχωρίσουν»* (*ανία είναι της λευκότητας η υπέρβαση, άλλο αν λευκό προεκτείνοντας μαύρο σεντόνι απλώνεται σε παρθένο δάσος).       

Στη «διάτρητη αρμονία, τέλος, που παράγουν των θορύβων οι αιχμές και με ήχους οξείς σφυρηλατείται η νωχέλεια»,  αστερίσκο/ υποσημείωση στο κείμενο ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ (σελ. 35),

οι ήχοι είναι η γέφυρα που μας γυρίζει σε:

«Γουργούρισμα περιστεριών και στον ήχο καμπάνας μακρινής (σύνθεση τοπίου νεκροταφείου)… και

«στις ντροπαλές από πένθος φωνές των παιδιών»

που όλα μαζί  συμβάλλουν σε μια φυσική αρμονία όμοια μ’ ενός

«δένδρου την άξαφνη ανάληψη με του οποίου συθέμελα οι ρίζες υψώνονται χωρίς μνήμη σκιάς ούτε χώματος πλην με ήχους αναπάντεχα πρωινούς μητέρας».  

 

Έτσι ή αλλιώς με αστερίσκους ή χωρίς ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι καίριος στις επιγραμματικές επισημάνσεις του, στα πεζόμορφα αυτά ποιήματά με τα οποία μας προσκαλεί να υπερβούμε την θλίψη της καθημερινότητας…

παρόλο που αυτός (θα) κρατάει το έως θανάτου μαύρο χρώμα…

[ακολουθούν κι άλλα αποσπασματικά σχόλια για τον ποιητή και τα   κείμενα της εν λόγω συλλογής – ART by Barbara Kroll Artwork]



ΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΤΕ ΕΣΕΙΣ, ΕΓΩ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΘΑ ΚΡΑΤΑΩ ΕΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

(γιατί… ) αν ήταν όλα πλήρη  ΝΟΗΜΑΤΟΣ  θα έφτανε να δώσω ένα ζεστό  ΦΙΛΙ  στους ηττημένους…

Ο Κώστας Παπαγεωργίου συγκαταλέγεται στους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της γενιάς του ’70, και κατά τον Γιώργο Βέη «ανταποκρίνεται απολύτως σε ό,τι έχει αναλάβει να εκπληρώσει. Οι οριακές αλληλουχίες ονειρικών και ενσυνειδήτων ρυθμών, οι αμφισημίες των κρίσιμων φαινομένων του βίου, οι κύριες ανταποκρίσεις μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης και βεβαίως οι διαχρονικές, υποδόριες σχεδόν πάντα, διασυνδέσεις υποκειμένων και αντικειμένων επαληθεύονται, αποτυπώνονται και ταξινομούνται με υποδειγματική νηφαλιότητα…»    

«Εγώ το Μαύρο θα κρατάω έως Θανάτου», λοιπόν, «ένα σύντομο εγχειρίδιο ανατομίας σιωπηλού πόνου  και μόνιμης ευαισθησίας»,  είναι το γενικό σχόλιο της Εύας Μοδινού για τη συλλογή.

«Η ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου έχει έναν τρόπο να σε αιχμαλωτίζει στον μικρόκοσμό του χωρίς καμία επιτήδευση» γράφει στο δικό του σημείωμα ο Γιώργος Λίλης.

Πράγματι, απουσιάζουν τα λεγόμενα «ποιητικά κόλπα».  Λιτό αλλά κάπως επιτηδευμένο ύφος, χαμηλόφωνο πάντως και διακριτικό,  και κυρίως ευρηματική επιγραμματική διατύπωση υψηλών νοημάτων/ ιδεών χωρίς περιττούς προσδιορισμούς ή επεξηγήσεις και ένας ιδιαίτερος ρυθμός που αποδίδει τα μετρημένα βήματα του ελεύθερου στίχου σε συνδυασμό με τη ροή ενός συχνά ελλειπτικού αφηγηματικού λόγου,  διακρίνει και τα κείμενα της συλλογής με τον παραστατικό τίτλο: ΕΓΩ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΘΑ ΚΡΑΤΑΩ ΕΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ.  

Η πρόταξη του ΕΓΩ προλέγει  τη συνειδητή αυτό-αναφορική διάθεση, ενώ η ιδιαίτερη προτίμηση του μαύρου «έως θανάτου» χρώματος  προδιαθέτει για τα θέματα και το περιεχόμενό των συλλογισμών του ποιητή. 

 

ΠΡΩΤΟΣ ΕΓΩ επιγράφεται και το κείμενο στη σελ. 24: «Λουλούδια σαν παραιτημένα από το χρώμα τους μιμούνται σούρσιμο άνοιξης. Έξω η άλλοτε μελετηρή σελήνη τώρα έρμαιο τυφλών επιθυμιών αδειάζει το αργυρό της βλέμμα σε κάδους σκουπιδιών με τις αρπάγες των μαστών της διογκωμένες. Έτσι κι αλλιώς πρώτος εγώ θα ξεχαστώ μετά θα με ξεχάσουν οι άλλοι αφού κι όλα να ενωθούν ο ενικός μια μέρα θα θριαμβεύσει. Στο ίδιο σημείο θα σημαδεύει πάντοτε η βροχή ανίκανη τον όγκο της να ορίσει τόσο αδέξια σαν μια πολλά υποσχόμενη σταγόνα»

 

Για την εμμονή στο μαύρο, τώρα, το σχόλιο του Γιώργου Λίλη είναι αρκούντως διαφωτιστικό: «Αν διαβάσουμε προσεκτικά τα ποιήματα της συλλογής, διαπιστώνουμε πως ο ποιητής πολεμά το θάνατο με τα ίδια του τα όπλα, το σκοτεινό και μαύρο που πρεσβεύει. Το μαύρο για τον Παπαγεωργίου είναι ένα χρώμα που βοηθά να συνειδητοποιεί πως δεν θα νικήσουμε ποτέ την φθορά και κατά συνέπεια τον θάνατο, αλλά έχουμε στο μεσοδιάστημα την ευκαιρία να αντισταθούμε ορίζοντας μια προσωπική πολιτεία όπου η τέχνη μπορεί ανθίσει ακόμα κι όταν αποκαλείται το μαύρο για να ορίσει την επικράτειά της, ένα ποιητικό μαύρο, όχι αυθαίρετο, αλλά συγκεκριμένο που δηλώνει αντίσταση στο πραγματικό και άκρως ρεαλιστικό μαύρο της ζωής που φθίνει…».

 

Η Τιτίκα Δημητρούλια με τη σειρά της σχολιάζει: «Ο θάνατος, η απουσία του νοήματος, το ξεψύχισμά του σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, η υπαρξιακή δυσφορία… ήταν κυρίαρχα θέματα και στις προηγούμενες συλλογές του Κώστα Παπαγεωργίου. Το νέο στοιχείο, στην παρούσα συλλογή,  είναι η οικοδόμηση του πένθους, της λύπης, της οδύνης ως υπαρκτού και παγιωμένου κόσμου. Ακρογωνιαίοι λίθοι, όπως πάντα, εικόνες και λέξεις του παρελθόντος, των άλλων συλλογών και των άλλων ποιητών, τα χρώματα και η λειτουργία τους, οι ήχοι και οι συγχορδίες τους, ο χρόνος και το μέτρημά του)… Το μαύρο στην παρούσα συλλογή λειτουργεί, το είπαμε, όπως ακριβώς και στη φυσική: απορροφά όλη την προσπίπτουσα ακτινοβολία, όλες τις λάμψεις, τους ήχους, γίνεται ο χαλασμένος σφυγμός της λύπης, η διάτρητη αρμονία, η διάρκεια που δεν ανήκει κανενός…

 

Το μαύρο χρώμα του τίτλου αλλά και των ποιημάτων της συλλογής σχολιάζει και η Άλκηστη Σουλογιάννη όταν λέει: «…το μαύρο χρώμα φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη πύκνωση βιωμάτων, συναισθημάτων, σημασιών, πληροφοριών που ο εσωτερικός άνθρωπος συλλέγει κατά τη διάρκεια και μέχρι το τέλος του βίου, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως πύλη προς ποικίλες παράλληλες υποκειμενικές πραγματικότητες όπου κυριαρχούν έννοιες όπως: ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι, αγάπη και έρως, μνήμη και λήθη, λόγος και σιωπή, όραση και αφή, απώλεια και λύπη…»:

 

«Από τον ίσκιο μιας λέξης τον ήχο προτιμώ. Γι’ αυτό και συλλέγω ράκη ευγλωττίας που με μαύρη κλωστή συρράπτω μετά και τι χρώματα χύνονται αργά και ζεστά όταν νυχτώνει χειμώνας. Τι χρώματα λάσπη όσο πρέπει ρευστή για να πλάθει το μάτι τοπία κι από μνήμης πλαγιές απαλές και λοφίσκους μπορεί τρυφερούς πλην αδίστακτους στη διανομή της ομορφιάς. Που και λοξά έστω βλέποντας δεν περιορίζεται του τοπίου η θέα, βαθαίνει απλώς και ακούγονται νερά να τρέχουν με κουτσό καλπασμό αν και ακίνητα εκεί που ζυμώνεται η όραση, εκεί όπου κι ένα χιονάνθρωπος ακόμη από γυαλί δεν λιώνει ας αναβοσβήνουν γύρω του φωτιές –πολύχρωμα λαμπιόνια συνθηματικά σαν αλήθεια» (ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΓΙΑΛΙ σελ. 20)

 

Ιδιαίτερο στοιχείο ύφους και αισθητικής είναι, για τον Κώστα Βούλγαρη,  κι ο παράλληλος, πολυφωνικός λόγος. Ενώ απουσιάζουν τα κόμματα και άλλα σημεία στίξης, και η ροή είναι ένα συνεχές, η κάθε περίοδος διαβάζεται, συγχρόνως, είτε ολόκληρη είτε χωρίς τις παρένθετες λέξεις. 

 

Παράδειγμα το κείμενο Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (σελ. 14) που αποτελείται από τρεις κύριες προτάσεις, αλλά θα είχαμε ένα πλήρες ποίημα και χωρίς τη δεύτερη πρόταση, η οποία, με τη σειρά της, θα μπορούσε να αποτελεί αυτή το ποίημα, δηλαδή ένα άλλο ποίημα, στο οποίο όμως θα κυριαρχούσε μια αφαιρετικότητα:

 

Δεν ήταν πρωί αλλά νύχτα με απλώς αραιωμένο το μελάνι των φύλλων της… 

 

… ΣΤΟ ΘΡΟΪΣΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΧΡΩΣΕΩΝ ΕΤΡΕΜΕ ΤΟ ΦΩΣ

όσο σκαρφάλωναν ξεθεωμένες οι ώρες κάτι επίγειες με βάρος σαλεμένο από το βάθρο τους. Παράπλευρες απώλειες καταμετρά ο τελώνης της γραφής (Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ σελ. 14)

Ιδιαίτερο όσο και ευρηματικό υφολογικό στοιχείο της δημιουργικής γραφής του Κ. Γ. Παπαγεωργίου είναι και η μεταφορά. Σχεδόν κάθε πρόταση του είναι μια μεταφορά. Αρκεί να αντιγράψουμε με τη σειρά τα δέκα πρώτα (κι όμως) ενδεικτικά παραδείγματα για να πεισθούμε για την δημιουργική προσκόλληση σ’ αυτό το εκφραστικό σχήμα:

 

«Ας όψεται το μαύρο αλάτι των δακρύων οι αλυκές του αθέατου της θέας το κάλπασμα στου βλέμματος το πίσω μέρος και τα βήματα που χωρίς νόημα πια διανύουν ένα εδώ ασυνάρτητο» (ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ σελ. 11),

«Και θήλασμα του ήλιου με βλέμμα θαμπό κι από απόγνωσης πέτρα» (ΣΩΣΙΒΙΟ ΧΩΜΑ σελ. 12),

«Σημάδι ευλύγιστο στο φως και πρόσταγμα έρωτα κηλιδωμένου από εικόνες ζωής που υψώνονται χωρίς κινδύνου επίγνωση χωρίς τρέμισμα αγάπης» (ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥ σελ. 17),

«Που και λοξά έστω βλέποντας δεν περιορίζεται του τοπίου η θέα, βαθαίνει απλώς και ακούγονται νερά να τρέχουν με κουτσό καλπασμό αν και ακίνητα εκεί που ζυμώνεται η όραση» (ΧΙΟΝΑΝΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ σελ. 20),

«Τόση σιωπή που ακούγομαι τραγούδι αλλά αν το τραγούδι ζήλευε την ειλικρίνεια μιας μαργαρίτας δεν θα είχε τι να πει στο μάδημά του» (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ σελ. 22),

«Έξω η άλλοτε μελετηρή σελήνη τώρα έρμαιο τυφλών επιθυμιών αδειάζει το αργυρό της βλέμμα σε κάδους σκουπιδιών με τις αρπάγες των μαστών της διογκωμένες» (ΠΡΩΤΟΣ ΕΓΩ σελ. 24),

«Στα όρια της ταχύτητας κελάηδημα πουλιού με τα φτερά ταριχευμένα επειδή τα ιλιγγιώδη χαμόγελα της ασφάλτου εντέλει ωχριούν μπροστά σ’ ενός αγιοκλήματος την τυφλή αναρρίχηση» (ΣΤΑ ΟΡΙΑ σελ. 27),

«Στα κελιά παλιάς μουσικής κατοικούν οι ερημίτες του ονείρου» (ΣΑΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ σελ. 28),

«Και ορίστε τώρα που στα βλέφαρα η νύστα απλώνεται αδιάκριτα χωρίς τη συγκατάθεση του ύπνου» (ΔΟΝΤΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ σελ.31),

«Η λύπη δεν υφαίνει ουράνιο τόξο αλλά τα χρώματα θερίζοντας συνθέτει ένα μεσίστιο γιατί που φτάνει δήθεν από μακριά επειδή ποτέ δεν έφυγε» (ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ σελ.38) κλπ., κλπ…

 

Αυτό που κομίζει εις ποίησιν το βιβλίο του Κ. Π. Παπαγεωργίου, σχολιάζει ο Κώστας Βούλγαρης,  είναι μια συστηματική υπέρβαση του ορίζοντα της πρωτοπορίας του μοντερνισμού. Το ποίημα δεν οργανώνεται με κέντρο τον ποιητή και τη φωνή του, δεν εκπορεύεται ως αλήθεια, ως νόημα, ως συναίσθημα, ως ολοκλήρωμα. Αποτελείται από μέρη ανομοιογενή, ακόμα και ασύμβατα, που δεν συνθέτουν ένα αδιάσπαστο όλον, αλλά συνυπάρχουν, με εντάσεις και εμφανείς μεταξύ τους διαφορές. Έτσι το ποίημα παραμένει ανοιχτό, και επιτελεστικά λειτουργικό.

 

Η Άλκηστη Σουλογιάννη γράφει: «Ο εσωτερικός άνθρωπος με στοχαστική διάθεση ακολουθεί ατραπούς μέσα στο διαπροσωπικό και στο φυσικό περιβάλλον, αδιαφορεί για την επιφάνεια των πραγμάτων και επιμένει σε ποικίλες συνδηλώσεις ως αποτέλεσμα εναυσμάτων από την εξωτερική πραγματικότητα, καταφεύγει στα ασφαλή πεδία του ονείρου ως παραμυθητική βιοτική περιοχή ιδιαίτερης φόρτισης και αυτάρκειας, αιωρείται μέσα στην παλινδρομική κίνηση του προσωπικού, ψυχολογικού χρόνου που αποθησαυρίζει τιμαλφή στη βαθειά δεξαμενή της μνήμης και αφήνει ασαφή την προοπτική του μέλλοντος…»:

 

«Το γέρικο ποτάμι είναι σοφό. Θέλει νερό σιωπηλό αργό κι αρυτίδωτο – ας είναι θολό δεν πειράζει. Στη ράχη του ακτίνες του ήλιου απαλές σαν δάκρυα φιλιά μιας αγάπης ραγισμένης γυαλί. Αλλά το γέρικο σκυλί αγνοεί την αγωνία του ποταμιού όσο η λαγωνική του οσμή ξχύνεται ασυλλόγιστα χωρίς ούτ’ ένα πρόσταγμα έστω νοερό του κυνηγού» ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙ σελ. 37

 

Η ΧΛΟΗ ΑΝ ΗΤΑΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΤΩΝ ΠΕΛΜΑΤΩΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΘΑ ΗΧΟΥΣΑΝ ΝΟΗΜΑΤΑ:

ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ είναι το δεύτερο κείμενο της συλλογής μετά την προλογική δίστιχη ΥΠΟΣΧΕΣΗ: «ας τραγουδάτε εσείς, εγώ / το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου».

Υπόσχεση που τηρείται με τον ιδιαίτερο τρόπο και τη ξεχωριστή ματιά που βλέπει τα πράγματα ο Κώστας Παπαγεωργίου. Έτσι, δεν είναι τυχαία που προηγείται το κείμενο αυτό με την καθόλου τυχαία υπερβολική υπόθεση/ μεταφορά / προειδοποίηση του ποιητή για την περίπτωση που θα γινόταν αναπάντεχα κείμενο παραδείγματος χάριν και η χλόη. Να τι θα ακολουθούσε αυτή την ακραία μεταμόρφωση της Χλόης σε Κείμενο:

 

«οι πατημασιές από το φόβο διαρροής των μυστικών τους ίχνη ασυνταίριαστα θα σκόρπιζαν. Στο ελάχιστο ανασήκωμα της φτέρνας το πάντα διψασμένο χώμα θα έτριζε χαμόγελα και από ντροπή θα θριάμβευε το κόκκινο ερήμην των λουλουδιών. Αλλά η χλόη αν ήταν κείμενο οι σελίδες της θα έσκυβαν υπάκουα στις διαθέσεις των χρωμάτων επειδή του χώματος τα υπόγεια στρώματα θα πρόδιδαν τη δίψα τους. Και η χλόη αν ήταν κείμενο κανείς δεν θα τολμούσε να πλαγιάσει. Ας όψεται το μαύρο αλάτι των δακρύων οι αλυκές του αθέατου της θέας το κάλπασμα στου βλέμματος το πίσω μέρος και τα βήματα που χωρίς νόημα πια διανύουν ένα εδώ ασυνάρτητο» (από τη σελ. 11).

 

Η Τιτίκα Δημητρούλια σχολιάζει:    «Σ’ αυτή τη χλόη-κείμενο – ας σκεφτούμε μια στιγμή τα χρώματά της, πράσινο αχνό με υποψία καφέ του χώματος και πάνω λέξεις μαύρες; - οι άνθρωποι πάντως δεν πλαγιάζουν, σαν τον «κοιμώμενο» του Ρεμπώ με ή χωρίς πληγές στο πλευρό τους. Γιατί τα κείμενα δεν αναδέχονται τον θάνατο, ακόμη κι όταν μιλάνε γι’ αυτόν, ή μάλλον τον αναδέχονται όπως το μαύρο χρώμα την προσπίπτουσα ακτινοβολία, τον απορροφούν χωρίς αντανακλάσεις. Το κείμενο, το ποίημα, στέκει στην άλλη όχθη του κόσμου, μέσα και έξω από αυτόν την ίδια στιγμή, μέρος του και εικόνα του, ενός κόσμου όπου η ύπαρξη μπορεί να είναι μετέωρη όσο και ασυνάρτητη, προσηλωμένη στον διανυμένο χρόνο που επιτρέπει την ανάδυση της πραγματικότητας ως μνήμης:

 

Όλων των ρολογιών ο διανυμένος χρόνος αν επέστρεφε κι εκεί που πρωί σημαίνοντας έκοβε τ’ όνειρο στα δυο και το ποδοπατούσε ή αργά με των βημάτων του εκκρεμούς τη σταθερότητα να ερχόταν λέει μ’ ένα φως έστω αμυδρό να δω τουλάχιστον κι εγώ λίγη πραγματικότητα (ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ σελ. 13)

 

ΤΟ ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΟ ΠΟΥ ΜΟΛΙΣ ΠΙΑ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΥΣ

είναι το έπαθλο αποστάσεων ΕΡΗΜΗΝ ΜΟΥ που διένυσα (αστερίσκος στο κείμενο ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙΡΟΥ σελ. 16)

Κάθε ποίημα, γράφει η Εύα Μοδινού, δομείται σαν μια μαθηματική εξίσωση επίλυσης του ανέκφραστου, γιατί «έχει ανάγκη απόδειξης η ζωή…». Για ν’ αποδειχθεί στο τέλος ωστόσο, πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν παρά μόνο όταν οι φιλόδοξοι λύτες υποχωρήσουν μπροστά στο μυστήριο του ανέκφραστου. Ίσως ούτε και τότε, αφού αυτό που μπορεί να ειπωθεί θα είναι πάντα ένα μέρος του όλου, η αλήθεια όπως θεάται και βιώνεται από τον καθένα μας ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι

 

«Το χάδι αν ήξερε αγάπη τι θα πει κι αν απογόνους ήθελε πραγματικά υγιείς θα προτιμούσε δέρματα σκληρά –σκληρότερα και από τα λέπια ενός άγριου εφιάλτη. Αλλά έχει ανάγκη απόδειξης η ζωή, ο πόνος όχι αφού πονάει κανείς κι ερήμην της ζωής του. Γι’ αυτό η διάρκεια δεν ανήκει κανενός κι ίσως γι’ αυτό του τελευταίου ύπνου ο λάκκος είναι καθρέφτισμα ουρανού» (ΤΟ ΧΑΔΙ ΑΝ ΗΞΕΡΕ σελ. 39)

 

Η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας όμως, ως μια γνώση που οδηγεί στην οδύνη, τροφοδοτεί αέναα τη λύπη ώσπου να γίνει μια μόνιμη κατάσταση. Αυτήν τη λύπη ο Κώστας Παπαγεωργίου μετασχηματίζει σε ποίηση, αφού «η λύπη δεν υφαίνει ουράνιο τόξο αλλά τα χρώματα θερίζοντας συνθέτει ένα μεσίστιο γιατί που φτάνει δήθεν από μακριά επειδή ποτέ δεν έφυγε. Σαν ασωτία της μνήμης που επιστρέφοντας τι αμνοί αιμάτων θα σφαγούν τι μεσημεριανά λουτρά και αέρα πέδιλα και φλόγες ιωδίου με μωβ φτερά που ό,τι κι αν πω… » (ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ σελ.38)

 

Θα μπορούσαμε να πούμε βέβαια πως η αγάπη μπορεί να γίνει το αντίδοτο της λύπης ή το αντίβαρο, αλλά ο ποιητής «αποδεικνύει» και πάλι πως η αγάπη, όταν δεν είναι κραταιά ως θάνατος, υπόκειται στη στρέβλωση του εγώ, διαιρούμενη μέσα σε διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες ώσπου μοιραία αποδυναμώνεται. «Ό,τι διαιρείται χάνεται λοιπόν όπως η αγάπη.»

Άραγε η οδύνη, με τη μεταφυσική προέκτασή της, σαν δεύτερη φύση μας, σαν μόνιμη νοσταλγία για τη χαμένη μας Εδέμ, είναι τελικά ο καταλύτης της ζωής; Ή μήπως είναι μια σχεδία με την οποία ταξιδεύουμε στο μυστήριο του θανάτου;

Ο Κώστας Παπαγεωργίου με αυτήν τη σχεδία ταξιδεύει στη μνήμη, βαστώντας το μαύρο έως θανάτου, ιχνηλάτης αυτής της θαμπής ανεξερεύνητης σκιάς που η ζωή αφήνει πίσω της: της λύπης.

 

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ (σελ. 34):

Μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα της επόμενης μέρας μα ακόμα οι ώρες της τόσο νωπές και ασχημάτιστες. Δεν διακρίνονται μα όλες μαζί ένα κράμα μουντό και αξεδιάλυτο κάνουν. Εγώ κρατημένος και σαν από προαίσθημα κακό δεν θέλω να μπω – ας βουίζουν στ’ αυτιά μου τα επόμενα… παριστάνω ότι δεν και ότι δήθεν ανέμελα ρίχνω πέτρες στης περασμένης νύχτας το παράθυρο. Ακούω σπασίματα γυαλιών και τότε σκέφτομαι μπορεί κάποιος δικός μου αγαπημένος να χαμογελάει κρυφά.

 

ΑΓΑΠΗΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΔΙΑΙΡΩ ΤΟ ΕΝΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΥΟ

και πηλίκον ακέφαλο αισθάνομαι στις άδειες τσέπες

 Ο,ΤΙ ΔΙΑΙΡΕΤΑΙ ΧΑΝΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΟΠΩΣ Η ΑΓΑΠΗ;  

«Ο Παπαγεωργίου, λοιπόν, αθόρυβα και συστηματικά, αφήνει πίσω του τις βολικές αδράνειες που έχουν μνημειώσει πριν την ώρα τους τόσους και τόσες τις γενιάς του, ταυτόχρονα όμως αρνούμενος να εκλάβει τις προσφερόμενες σήμερα δυνατότητες ως ευκολίες. Αυτό συνιστά μια στάση ακραιφνώς ποιητική» (Δημήτρης Βούλγαρης)

 

ΧΩΜΑ ΟΥΡΑΝΟΥ (σελ. 41):

Σκυμμένος επάνω σε όνειρο σαν σε παλιό πηγάδι ακούω τυφλό πλατάγισμα φτερών στα υγρά τοιχώματα και ισχνός αέρας ταράζει μόλις το ρηχό νερό τόσο ανεπαίσθητα που η μορφή μου μένει ατάραχη εντελώς. Στη στάση αυτή και όσο οι επιθυμίες φυλλορροούν ρωτάω τι θα γινόταν άραγε η βροχή αν κάποια μέρα επέστρεφε ανάερο ρούχο του πρωινού στον διάτρητο εαυτό της ή πάλι αν από χαλί σαν μαγικό σημάδευε τους ευνοουμένους της με σβολιασμένα χώματα ουρανού.

 

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ  το 1966.   Εργάστηκε ως δικηγόρος από το 1972 ως το 1978· έκτοτε ασχολείται αποκλειστικά με την λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με τα αξιολογότερα λογοτεχνικά περιοδικά κατά την τελευταία τριακονταετία: ΑΝΤΙ,  ΛΕΞΗ,  ΔΕΝΔΡΟ,  ΔΙΑΒΑΖΩ,  ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, ΤΡΑΜ κ.ά.  Διετέλεσε συνυπεύθυνος στη σύνταξη των ετήσιων ομαδικών αντιδικτατορικών εκδόσεων Κατάθεση '73 και Κατάθεση '74, ενώ συνέταξε (με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη) την Ελληνική ποιητική ανθολογία θανάτου του εικοστού αιώνα (1995). Από το 1982 ως το 1998 εξέδιδε και διηύθυνε το περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ και ΤΕΧΝΕΣ. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε δίσκους από τον Θάνο Μικρούτσικο ("Ιχνογραφία"), από τον Νίκο Τάτση ("Έρανα"), καθώς και από τον Χάρη Κατσιμίχα. Από το 1982 εργάζεται στην Ελληνική Ραδιοφωνία, στην αρχή ως σύμβουλος σε θέματα λογοτεχνίας και εν συνεχεία ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και εκδηλώσεων στο Τρίτο Πρόγραμμα. Από το 1990 εργάζεται ως καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, διδάσκοντας Ιστορία Θεάτρου και Λογοτεχνίας. Ποιήματα, μελέτες και εκτενή δοκίμιά του έχουν μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Έχει πάρει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2001 και το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω". Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 2012 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νουβέλας-Διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" για το αφήγημά του "Νερό".


ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΨΗΛΟΤΑΚΟΥΝΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΡΙΚΛΙΖΟΥΝ ΓΛΙΣΤΡΩΝΤΑΣ ΑΡΓΑ ΣΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΑ ΒΑΘΗ  (εκεί που πρώτος αμάρτησες κι ας τόλμησες πρώτος την πέτρα να ρίξεις):

κι άλλες επιλογές πεζοποιημάτων από το βιβλίο του Κώστα Παπαγεωργίου ΕΓΩ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΘΑ ΚΡΑΤΑΩ ΕΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2016   με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο

https://ai2avatongar.blogspot.gr/2017/04/blog-post_29.html



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου