Κυριακή 21 Μαΐου 2017

ΠΟΣΟΙ ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ ΑΡΚΟΥΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΗΚΟΥΣΤΑ

«Είναι η ποίηση πρόσχημα της τρέλας;  Ή είναι η τρέλα πρόσχημα της ποίησης;  Ή μήπως και οι δυο τους είναι πρόσχημα κάτι άλλου,  κάτι άλλου υπέρμετρα αλάνθαστου που δεν μπορεί να μιλήσει;» Τα παραπάνω… διλήμματα από την Κατακόρυφη Ποίηση του Roberto Juarroz αξιοποιεί ως μότο στη δεύτερη ενότητα της συλλογής ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου. Καθόλου τυχαίος ο όλος προβληματισμός για το μαγικό χώρο της   ποίησης, αφού στη συγκεκριμένη ενότητα θαύματα αφόρετα  είναι ποιήματα που άμεσα ή έμμεσα σχολιάζουν τα ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ, ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ αλλά και τις ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ της ποιητικής δημιουργίας. Ενώ στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ποιητή, στο ΛΑΓΩΝΙΚΟ ή η ΕΜΠΝΕΥΣΗ του, στην ΟΜΟΛΟΓΙΑ του στο ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟ (με κεφαλαία τίτλοι από άλλα ποιήματα της ενότητας) καταγράφονται ενδιαφέρουσες πτυχές ποιητικών δοκιμών, που είναι κατά κόρον «δοκιμές νάρκης του άλγους, εν Φαντασία και Λόγω»: «Έστω και χάρτινοι… ματαιωμένοι και αδιευκρίνιστοι… με ασήκωτο το ελαφρύ χρώμα του καιρού να σκεπάζει τα λόγια μας, τις άκρες των σελίδων θα τσακίζουμε για να σφαδάζει το λευκό που αστόχησε…» (από το ποίημα ΣΤΑ ΡΑΦΙΑ ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΕΙΣ σελ. 76)    «Και όλα αυτά για έναν απλό συγκλονισμό –απλό που λέει ο λόγος- γιατί, αν το καλοσκεφτείς δεν θα την πεις και αναίμακτη τη σύλληψη του ποιητή…» (ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ σελ. 62). Κι άλλα σχόλια για τη «συνομιλία» της ποιήτριας με την ποίηση και τους ποιητές με ΚΛΙΚ στον πίνακα της Chiharu Shiota –που ένα άλλο θέμα της ίδιας κοσμεί και το εξώφυλλο της συλλογής. Έξοδος με ανθολογία Αφόρετων Θαυμάτων της συγκεκριμένης ενότητας: ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟΙ, ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ (ή ωκεανογραφία εσωτερικού χώρου). ΕΞΙΤΗΡΙΟ με σύντομο περιεκτικό σχολιασμό και αντιπροσωπευτικά ποιήματα και από τις άλλες ενότητες της συλλογής!..    [Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 2017 – ART by Chiharu Shiota



Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΩΝ (που λαμβάνουν χώρα τα απογεύματα στους πίσω κήπους μιας λέξης): 
Στα όλα σχεδόν τα ποιήματα της 2ης ενότητας αξιοσημείωτες είναι οι μεταφορές και οι συμβολισμοί που συνδέουν την Ποίηση με την Νόσο:  «Πρόσεχε τον υδράργυρο! Μην τον πατήσεις! Είναι κατάκτηση –των λίγων- η αιώρηση κι αν γίνει αυτός ο στόχος σου, τότε η ώχρα –που σαν τη λοίμωξη σου ’χει προσβάλει τη ψυχή- θα θεραπεύεται απλά μ’ ένα τροπάριο βυζαντινό» (από ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ σελ. 57). Στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΣΘΕΝΟΥΣ (σελ. 59) πάλι, αφού απαριθμεί όλα τα προειδοποιητικά σημάδια της… «ασθένειας» (όπως για παράδειγμα τη «ξαφνική εμφάνιση χαμένων ανεξήγητα πραγμάτων» ή «το στυλωμένο βλέμμα στην έξοδο κινδύνου») στην κατακλείδα διαπιστώνει: «Ξέρετε, τώρα τι ύπουλα σε πλησιάζει η νόσος…»!..   Αφόρετα Θαύματα, λοιπόν, και τα ποιήματα, καθώς ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟΙ (οι Ποιητές), λέει η ποιήτρια, σκύβουμε με αφοσίωση πάνω από την αλήθεια, για να φέρουμε στο προσκήνιο κάθε φορά μια πιο ολισθηρή εκδοχή της. Ή «στους πίσω κήπους μίας λέξης» λύνουμε γρίφους και αινίγματα που ξεσκεπάζουν τη φθορά!..  Ωστόσο στο επόμενο ποίημα αυτής της ενότητας με το χαρακτηριστικό τίτλο «ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ή ωκεανογραφία εσωτερικού χώρου» εστιάζει -έστω μέσα σε παρένθεση- στη ματαιότητα της προσπάθειας των ποιητών: «χαλάνε τελευταία συνεχώς και άπατα μες τα ποιήματα πηγαίνουνε τα λόγια» (σελ. 68). Μάλιστα, οι επανωτές λυρικές ερωτήσεις με τις οποίες κλείνει η… ωκεανογραφία του εσωτερικού χώρου, ενισχύει το κλίμα της αμφισβήτησης: «τι είναι αυτό που επαίρεται και κλαίγεται συγχρόνως; Τι σπινθηροβολεί κι αμφισβητεί και στη βροχή τρομάζει; Τι φλέγεται; Τι ψεύδεται; Τι διάτρητο κρυώνει κι εμπρός μας συνωμοτικά ρίχνει τα αντικλείδια τα θαυμαστά να μας φανερωθούν τα τρομερά να λάμψουν;» (από τη σελ. 69)  Αμφιβολίες πολλές και κάποια μορφή δυσπιστίας για τη σκοπιμότητα ή την αποτελεσματικότητα της έμπνευσης εκφράζονται και στο ποίημα όπου η «θεά»   αυτή των ποιητών, η Έμπνευση,  χαρακτηρίζεται στον τίτλο  ως Λαγωνικό, που όμως άλλοτε εμφανίζεται ίσως απρόσκλητη κι άλλοτε πάλι φεύγει. Άλλοτε σαλπίζει υποχώρηση όμως «την ύστατη στιγμή θριαμβικά επέστρεφε κρατώντας μες τα δόντια της –θήραμα άχρηστο ακριβό- το ρίγος ενός βλέμματος ή το κλειδί που ξεκλειδώνει τους καθρέφτες…» (σελ. 70). Και τι μ’ αυτό αφού, τελικά οι λέξεις του ποιήματος «ελάχιστη σχέση έχουν μ’ εκείνο που σημαίνουν» (σελ. 71) Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι επισημάνσεις/ διαπιστώσεις της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου για την ιδεοληψία της προσκόλλησης των ποιητών σε κάτι που οι ίδιοι τόσο έντονα αμφισβητούν. Επιμένουν να γράφουν ποιήματα και, μάλιστα, πιο πολύ επιμένουν κάθε φορά να γράφουν ποιήματα για τις αμφιβολίες τους γύρω από την ποίηση. Αυτήν την αρρωστημένη εμμονή κωδικοποιεί η ποιήτρια με το στίχο: «η κατ’ εξακολούθηση εμφάνισή σας στον τόπο του εγκλήματος εγείρει υποψίες περί ενοχής ή νοσηρότητάς σας…» (από το ποίημα ΣΤΟ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟ σελ. 72)  και απευθυνόμενη σε δεύτερο ενικό πρόσωπο στον ποιητή ευθέως τον προτρέπει: «συνεργαστείτε  θλιβερέ μου ποιητή όσο ακόμα είναι καιρός ή διαφορετικά ομολογήστε» (σελ. 73). Και η ΟΜΟΛΟΓΙΑ (τίτλος του ποιήματος που ακολουθεί) είναι ανατριχιαστική: «Να είσαι ήσυχος, μου έλεγαν σχεδόν ψιθυριστά να κλαψουρίζεις κι εμείς θα αναλάβουμε διακριτικά να σε παρηγορούμε σσσσσς, σσσσσς, σσσσσς…  παίξ’ το όσο μπορείς αδιάφορος, όπως αν πηγαίνεις στο τελωνείο με λαθραία…» (σελ. 74 και 75).  Έρχεται όμως κάποια στιγμή το ξέσπασμα του ποιητή:  «Άκου στο τελωνείο με λαθραία! Μα πώς αναρωτιόμουν. Άσε που εγώ συνήθιζα χωρίς βαριές αποσκευές να ταξιδεύω… Πού να κρυφτούν τα αβάσταχτα; Κι αν πεις λεφτά για υπέρβαρο πού θα ’βρισκα να δώσω;» (σελ. 75). Υπάρχει λύση; Κάποια μορφή κάθαρσης; Άλλοθι για την με «υπεροψία και μέθη», αλλά και με «κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων» (που θα έλεγε κι ο Καβάφης), υπεράσπιση της χαμένης υπόθεσης των ποιητών; Η διαπίστωση είναι κατηγορηματική: «Το μόνο που μένει τελικά» είναι «να πάρουν» οι ίδιοι οι ποιητές «την υπόθεση στα χέρια τους».    Νότες αισιοδοξίας εντοπίζουμε στο προσκλητήριο  που ακολουθεί: «άντε, παιδιά… όλοι μαζί και δυνατά να υφάνουμε την απόδραση… Όλοι μαζί και δυνατά… Να ανέβει κι ο τελευταίος… Να τους ξεφύγουμε. (από το ποίημα ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟΙ – ανθολογείται ολόκληρο στη συνέχεια) Και στο ΕΞΙΤΗΡΙΟ (σελ. 77), τελευταίο ποίημα της ενότητας  η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου βάζει μια άνω τελεία στην αδιέξοδη (;)επαναλαμβανόμενη αυτή ανακύκλωση αυτό-αναφορικών προβληματισμών γύρω από τη σκοπιμότητα της ποιητικής δημιουργίας λέγοντας: «τέρμα πια οι αναμονές, τα «θα δούμε» και τα «βλέπουμε»… «…θα τα καταφέρω»!.. λέει με σιγουριά στον τελευταίο στίχο ο … «μόνο λιγάκι αφηρημένος» ποιητής που είναι «όπως σκιά που ερωτεύεται ηχώ»!     
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΦΟΡΕΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ  από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής της Ευτυχίας –Αλεξάνδρας Λουκίδου:
ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟΙ
Εκδοχή Α
Άλλοι χορεύουν με τα μάτια τους κλειστά
πάνω από μια πρόταση
-κύριας ή δευτερεύουσας κραυγής
δεν έχει σημασία-
αρκεί να υπαινίσσεται αποχαιρετισμό
ή να δηλώνει ήττα.

Εκδοχή Β
Άλλοι εγκαταλείπουν τις μεταφορές
και σκύβουν με αφοσίωση
πάνω από την αλήθεια.

(Εδώ αντηχεί σαρκαστικό
το γέλιο απ’ την πλατεία)

Αγωνιούν να φέρουν στο προσκήνιο
κάθε φορά μια πιο ολισθηρή εκδοχή της
να απαγγείλουν το άλλο φτεροκόπημα
που κατοικεί παμπάλαιο στη ραχοκοκαλιά
-εκ φύσεως αποδημητικό κι ανέκαθεν φοβισμένο-
να μιλήσουν χωρίς καμιά συστολή
για ό,τι κωπηλατεί στο σύμπαν τους
νωχελικό κι ακαριαίο…

Ξέρουν
ότι μια κίνηση
ή μια ασήμαντη στιγμή αρκεί
να μαραζώσει η άνοιξη
τα τεθλασμένα είδωλα να συνθλιβούν
να ταραχθεί της φύσης τους η κλίση.

Καμιά φορά με νόημα χαμογελούν
όταν τους αναφέρουν για το αταίριαστο.

Θυμούνται…
λίγο το ρούχο που άνοιγε
λίγο ο γιακάς που στένευε
λίγο και το μανίκι που τραβούσε
τους έβαλε τότε σε υπόνοιες
μα πιο πολύ τους τάραξαν εκείνες οι καρφίτσες
που άλλαζαν θέσεις μόνες τους
λίγα λεπτά αφού τελείωνε η πρόβα.

Και τώρα πια
 τι τους προτείνει το ένστικτο;

Χωρίς αγάπη
χωρίς μια τρικυμία ιδιωτική
όλα τα αχειροποίητα που τους αναλογούν
θα καταλήξουν σύμβαση και συνενοχή
μες τον αδιάφορο συνωστισμό.

Πώς να το αγνοήσουν;

Άσε που τράβηξε πολύ η ανούσια καρτερία
για τις αόρατες κλωστές
που δήθεν θα έραβαν γι’ αυτούς
μια φορεσιά στα μέτρα τους
να μην τους παίρνουν για σαλούς
στα μπαρ, στις εκδρομές, στις διαλέξεις…

Το μόνο που απομένει τελικά
να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.

Θα συλλαβίζουν δυνατά κι όλοι μαζί
την ίδια την απόδρασή τους.
Όλοι μαζί και δυνατά
α, όπως άνθος σε απόγνωση
νε, σαν ανορθόγραφη αποδοχή
μο, όπως μόλις και μετά βίας
σκα, όπως σκαρώνω επιτήδεια φυγή
και τέλος λα
έτσι για μια παραλλαγή
να μη φανούν ότι συνωμοτούν
αλλά πως τραγουδάνε.

Άντε παιδιά…
Όλοι μαζί και δυνατά…
Να υφάνουμε την απόδραση
να την εγκαταστήσουμε
να γίνουμε για μια φορά κι εμείς
το σπίτι και η γωνία του
κι η αράχνη που υφαίνει τον ιστό της
και που τον ανεβαίνει
να τον ανέβουμε
να ανεβούμε…

Όλοι μαζί και δυνατά…
Να ανέβει κι ο τελευταίος…
Να τους ξεφύγουμε.

ΕΞΙΤΗΡΙΟ
Θα φύγω!
Να φύγω, μου είπαν.
Μ’ αφήνουν τελικά να φύγω.
Μετά το πρωινό, ελεύθερος, μου είπαν.
Το φαντάζεστε;

Τέρμα πια οι αναμονές
τα «θα δούμε» και τα «βλέπουμε»
και πια δεν θα ’μαι απαρηγόρητος
μόνο λιγάκι αφηρημένος
όπως σκιά που ερωτεύεται ηχώ

μα θα τα καταφέρω!



ΕΔΩ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (εδώ προέλευση και καταγωγή χέρι με χέρι ανταλλάσσονται): 
«Τέτοιος που ήμουν με ιδιότητες πετρωμάτων κεχριμπαρένιων απαλά που φωσφορίζουν Ζήτησα από παντού ακόμα κι από τα αποφάγια ενός οράματος Τη λίγη πιθανότητα (έστω κι αδυναμία) να προφέρω το πρώτο γράμμα κάθε πράγματος Το θήτα»!.. Αυτό το απόσπασμα από ποίημα του Δ.Π. Παπαδίτσα (Όπως ο Ενδυμίων, "ΙΙ", 1970) προτάσσει η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ως μότο στη νέα 7η ποιητική συλλογή της ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ. Έχουμε λοιπόν, εκ προοιμίου, μια έμμεση πλην σαφέστατη ομολογία, για τη δυσκολία της ποιήτριας να προφέρει κάθε πράγμα που η πρώτη συλλαβή του ή ακόμα και το πρώτο-πρώτο γράμμα του είναι το Θήτα!.. Μένει να δούμε, επομένως ποια είναι αυτά τα δύσκολα ονόματα που τα κωδικοποιεί ευθύς εξαρχής ως «αφόρετα θαύματα». Μια πρώτη χαραμάδα φωτός για την αθέατη κι υποσυνείδητη  αυτή πραγματικότητα έχουμε ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΝΕΡΟ, το ποίημα με το οποίο αρχίζει η αναμέτρηση της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου με τις «σκιές» της: «Ποιος πριονίζει τη σκιά;» ρωτάει και προλαβαίνει να μας ενημερώσει πως «δεν είναι μια – είναι η δική μου κολλημένη στη δική σου. Σφάγιο ιερό που δεν ανήκει σε κανέναν». Ο φόβος εντοπίζεται στις λέξεις που θα χρησιμοποιηθούν στο ποίημα για να δοθεί υπόσταση σ’ αυτό που βρίσκεται κάτω απ’ το νερό «γλιστρά από το σώμα» και «ραγισματιές απλώνονται στην πρώτη όρασή μου – ήμουν παιδί κι οι λέξεις τότε δεν πενθούσαν –…». Οπότε, συμπέρασμα:  «ας μείνουν αμετάφραστα τα δύο ονόματα μου. Μια εκδοχή θα' ναι κι αυτή άλλοτε εντός κι άλλοτε εκτός τοπίου μία οξύμωρη προοπτική για αυτό το άλλο νόημα το αιφνιδιαστικό που αποχωρίζει το προφίλ  όσο καμία λάμπα...» (από τη σελ. 10). Αναπόφευκτα όμως μέσα στις ιστορίες που φτιάχνονται με λέξεις γεννιούνται απορίες σαν κι αυτές που υποβάλλονται στο αμέσως επόμενο ποίημα με τίτλο ΥΠΑΡΧΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΥΠΡΟΥ 17: «Τι ελάχιστο διάστημα  ανάμεσα στο «λείπουμε» και στο «φριχτά πονούμε» πόσο αθώος τελικά ο κόσμος  που ορίζεται απ' το θάνατο- μια παρουσία έρωτα -θαρρείς υπόδειγμα άνοιξης- μια απληστία ουρανού στεφανωμένη χώμα κι η μετρημένη έκταση πλέον  όλη δική σου..». Εδώ αξίζει να υπογραμμίσουμε την απουσία δισταγμού στο να προφέρει δυνατά η ποιήτρια μια λέξη με πρώτο γράμμα το Θήτα για «τον κόσμο μας που ορίζεται από το θάνατο». Η σχεδόν  ταυτόχρονη  παρουσία όμως του Έρωτα, της Άνοιξης και του άπληστου Ουρανού μηδενίζουν την όποια επιφύλαξη.    «Η ευπιστία φταίει προφανώς και η εμπιστοσύνη που έτσι ασυλλόγιστα η οριζόντια γραμμή για κάθετη σου μοιάζει…» (αποσπάσματα από το ποίημα ΥΠΑΡΧΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΥΠΡΟΥ 17 σελ. 11 και 12). Το διάχυτο φόβο για ένα παρόν που δεν είναι πια «ακέραιο και στιλπνό» αλλά όλο και πιο «απροσδιόριστο και αμφίβολο» διαλαλεί η Λουκίδου στην ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (σελ. 24, 25): «παλιά με φόβιζε πολύ η εισβολή στα υπόγεια της υγρής ακινησίας, η επικείμενη έξωση δια των μεγαφώνων, η εκκαθάριση του αχρηστευμένου χρόνου…»!..  Πώς φτάσαμε ως εδώ; Περιφραστική απάντηση στα επόμενα ποιήματα της πρώτης ενότητας: ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ή ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ και ΚΟΛΑΖ ή η ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ του ΑΠΟΚΟΛΛΗΘΕΝΤΟΣ, που ανθολογούνται στη συνέχεια της ανάρτησης. Εντωμεταξύ, στο ποίημα με το συμβολικό/ μεταφορικό τίτλο ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ έχουμε περιγραφή της  «κρίσης» πολιτισμού και των αποτελεσμάτων της: «Αποσυντίθενται τα σύμβολα χάνουν τα περιγράμματα τους οι αξίες μες στη χρυσή χωματερή παντός τετελεσμένου και τότε πια τα πρόσωπα ίκτερο εμφανίζουν –γιατί αρρωσταίνουμε βαριά όσοι το παρελθόν τους εκποιούνε- παίρνουν το βυθισμένο βλέμμα του νεκρού όταν τα ονόματα αρχίζει να ξεχνά και βάζει πλώρη ολοταχώς για νέες αμνησίες» (από τη σελ. 20). Η αλλοτρίωση είναι δεδομένη και η πρόγνωση για μια κάποια λύτρωση αβέβαιη ή όπως η πρόγνωση του καιρού «στον τόπο αυτόν που ήρθατε πάντοτε πέφτει έξω» (ΞΕΝΟΙ σελ. 22) Αλλά έρχεται καιρός που πρέπει να κάνουμε τον απολογισμό, να «κλείσουμε ταμείο». Τα ερωτηματικά είναι αμείλικτα και η απάντηση  δύσκολη: «τι παίρνεις πίσω; Τι αφήνεις; Σε ποια μετάληψη νυχτερινή τα χείλη θα σφραγίσεις;» όταν ό,τι και να κάνεις «πάλι τα κρίματα και η μοναξιά θα γέρνουνε στο ζύγι» (από το ποίημα ΕΛΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΤΑΜΕΙΟ στη σελ. 23). Δεύτερες σκέψεις δεν χωρούν, τα προσχήματα και οι φαντασιώσεις  δεν μπορεί να διαιωνίζονται, ούτε «μπορεί επ’ άπειρον του φόβου το βατράχι να κοάζει»!.. «Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις που αποδειχθήκατε σοφές διδάσκοντάς μας άρνηση και υποταγή κι αθώα οπισθοχώρηση… Μας μάθατε για τα καλά πως ό,τι δεν μας συναντά αυτό στο τέλος μας διασχίζει» (ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ σελ.28-30)    

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ή ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΔΩ (από τη σελ. 16)
Είχαν βλαστήσει από καιρό
οι καλοήθεις όγκοι της ευτέλειας
Μια ιχνηλασία άκαρπη
πάνω από τέλματα αχανή
υπαίθρια κηρύγματα
και φρούτα που τα ανάθρεψαν
αυξητικές ορμόνες.

Τώρα
μας κυνηγούν οι μεσολαβητές
με τα κρυμμένα μάγια στο μανίκι…
Για μια στιγμή κάνουν ότι μας συμπονούν
για μια μοναδική στιγμή
τη σωτηρία των σωμάτων διακηρύσσουν
μα η συνέχεια άγνωστη
κι ανεξιχνίαστο προς το παρόν
μένει το πεπρωμένο
αφού ό,τι μετριέται
πάντα φαίνεται λειψό
κι ό,τι ονομάτίζεται
ως απουσία υπάρχει…

-Τι μου ζητήσατε να κάνω αγαπητέ;
Να γράψουμε στον πίνακα ένα παράδειγμα;
Να γράψουμε!
Να χρησιμοποιήσω και παραβολές;
Να αναφέρω και τις εξαιρέσεις;

Γράψε λοιπόν:
Δασύνεται η αρπαγή
και οξύνεται το μίσος.

Παρακάτω:
Χειμωνιάζει.
Να μη βασίζεστε σ’ αυτούς
μονάχα στη συγκίνηση.
Και με την οικειότητα
λίγα τα πάρε δώσε
ούτε στα ελαφρυντικά
να προσμετράτε τις προθέσεις.

Και, τέλος, να προσθέσετε κι αυτό:
Αρκεί μια τόση δα παρέκκλιση
απ’ ό,τι λες προορισμό
μια ασυναίσθητη, ούτως ειπείν, αφηρημάδα
και καταρρέει σαν τράπουλα
το σκιάχτρο που προστάτευε
τους κήπους και τα όνειρα.

Να, ναι, το σκιάχτρο αγαπητοί…
Σκόρπια τα ρούχα, τα καπέλα, τα άχυρα
μια συντριβή θριαμβευτική
αριστοκράτη θυρωρού
που έλαμπε σαν επαίτης…

Γεμίζει ο ουρανός μαύρα πουλιά
εκλείπει παντελώς η απειλή
χάνονται οριστικά και δια παντός
το φωτοστέφανο
και η αντανάκλασή του.

ΚΟΛΑΖ ή Η ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΟΛΗΘΕΝΤΟΣ (από τη σελ. 26):
Διαθέτω έναν φάκελο-συμπιεσμένο δάσος
συλλογή κατοικίδια παλιάς ανθοφορίας
δοξαστικό του ετερογενούς και των αποκομμάτων
μικρές εικόνες πτώματα και ανάπηρες ιδέες
που ένοχα τις αφαίρεσα από το σύνολό τους
με την υπόσχεση δεύτερου βίου ανώτερου
σε προηγμένο φόντο.

(Σελίδες περιοδικών
-στο όριο του περιττού
πρόχειρα διπλωμένες-
φωτογραφίες γυναικών
γερόντων αγαλμάτων
παιδιών πάνω σε καρουζέλ
μα και μεταθανάτιες βικτωριανές
-αγκαλιασμένοι οι συγγενείς με τον νεκρό
πάνω στον καναπέ του-
και κείμενα που με μία βίαιη ψαλιδιά
σώπασε τη ροή τους)

Τώρα, στη σκοτεινή αναμονή
τη σιγουριά παρέχουνε
του από μηχανής Θεού
για κείνη τη μοναδική φορά
που η έμπνευση θα έχει δυστοκία.

Μια ομηρία άθλια
που με προσχήματα φαιδρά
κρατά για χρόνια ανενεργό
το ήδη παρωχημένο.

Μόνο που εγείρονται κάποτε κι αυτά
σύσσωμα συμμετέχοντας
στην έγχρωμη παρέλαση των ασημαντοτήτων.

Είναι η στιγμή
που θραύσματα συστρεφόμενα
επιχειρούν ομαδικά
χειρόγραφη την έκπληξη να κάνουν
με απώτερο φυσικά σκοπό
το αίνιγμα να παραμείνει άλυτο.

Θέλει να τσαλακώσεις ασημόχαρτα πολλά
για να βρεθείς με ασφάλεια ανήμερα του Λόγου.

Εκβάλλει η τυφλότητα
από βαθύ πηγάδι


ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΙΓΗ ΠΟΣΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΔΙΕΣΧΙΣΕΣ ΝΤΥΜΕΝΗ ΦΩΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΙ (προτού σε βενετσιάνικους καθρέφτες εισχωρήσεις…)
«Είναι μεγάλα ζώα ανάμεσά μας, είναι
Βαθιά ποτάμια, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.
Δεν πρέπει ν’ αργοπορήσουμε, χτυπάει το τύμπανο
Ο έρωτας είναι βιαστικός, όπως η φωτιά,
όπως ο γρήγορος ήσκιος του θανάτου»
Δυναμική εισαγωγή στην Τρίτη ενότητα της συλλογής με το παραπάνω μότο από τις Φωτοσκιάσεις IV του Γιώργου Θέμελη. Καθόλου τυχαίο κι εδώ το σχήμα λόγου που συνδέει  τη φωτιά του βιαστικού Έρωτα με το γρήγορο ήσκιο του Θανάτου. Το Σώμα, έννοια που γεφυρώνει την μεταξύ τους απόσταση, κυριαρχεί στα περισσότερα ποιήματα της τελευταίας ενότητας: «Πλέουν τα σώματα ματαιωμένα κι ακριβά μες την ανάμνηση του σχήματος που πια δεν είναι. Ανεξημέρωτες φωνές φωταγωγούν με πυρκαγιές αγιάτρευτες του τόπου το αδιαπέραστο που δεν ιχνηλατείται… Μη φοβηθείς… Η γενναιότητα του ιλίγγου ουδόλως απελπίζεται» (ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ σελ. 86). «Και άξαφνα κληθήκαμε να βγούμε έξω από τα λόγια σαν να χωρίζαμε το σώμα μας από τη λύπη που του αναλογούσε σαν να αφήναμε να γλιστρήσει η μουσική  έξω απ’ το λιμπρέτο ν’ αρχίσει η άγρια μοιρασιά της θάλασσας που απότομα τραβήχτηκε και της στεριάς που μεγαλύνθηκε να υποδεχθεί ξενιτεμένους…» (ΤΟ ΝΕΟ ΟΝΟΜΑ σελ. 88)

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ (από τη σελ. 92)
Στης νύχτας τα βαθύκοιλα
η ασφυξία των ανίδεων θηραμάτων…

Ένας ορίζοντας ορίων
που εκτείνονται
μια ντελικάτη ύφανση
ματιών σβησμένων σε όνειρο
και συλλαβών
που σπρώχνουν τους σφυγμούς
στο αποκορύφωμά τους.

Γαλήνια και η παράδοση
των ύστατων αντιστάσεων
θαρρείς και θνήσκει η ψυχή
και μένει η σάρκα άχρονη
μες στη γυμνότητά της

Άγια του σώματος σιγή
πόσους θανάτους διέσχισες
ντυμένη φως δαμασκηνί
προτού σε βενετσιάνικους καθρέφτες

εισχωρήσεις…


ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΩ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΜΕ ΤΙΜΕΣ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (να αποχαιρετήσουμε με ύφος ανάλαφρο τις μάταιες διαβαθμίσεις του φωτός, ν’ ανταλλάξουμε τα θαύματα με την επιείκεια) ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ κι άλλων ποιημάτων και από τις τρεις ενότητες της συλλογής με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου