Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ ΑΚΟΜΑ

(…το λέμε τώρα έρωτα του ουρανού και των άλλων άστρων…):

 «Ζητήματα Ύψους» είναι ο τίτλος της 4ης ποιητικής συλλογής της Κυριακής Λυμπέρη που κυκλοφόρησε το 2015 στη σειρά Λάλον Ύδωρ από τις εκδόσεις Τυπωθήτω. (Προηγήθηκαν οι συλλογές:  «Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι», 2009, «Εμαυτού», 2010, και «Το κάλλος και το τραύμα», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012, ενώ το 2017 κυκλοφόρησε και η συλλογή «Ορμητικοί οι Φθόγγοι ως το Χάνομαι», εκδόσεις των Φίλων).

«Ζητήματα ύψους πραγματεύομαι ακόμα…» δηλώνει η ποιήτρια στον πρώτο στίχο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής.  Και ακολουθεί  μια εικόνα που αντιστοιχεί εν πολλοίς με την ιδέα του «Κληρονόμου Πουλιών» στον Ελεγκτή του Σαχτούρη που πρέπει «έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει και να ελέγχει τ’ αστέρια»!..

Έτσι και η Κυριακή Λυμπέρη, φαντάζεται εαυτήν ψηλά, να επιβλέπει από το «αιωρόπτερό» της τα επί γης φαινόμενα και μαζί με τ’ αστέρια, ν’ αναρωτιέται για «το ύψος το σωστό» από το όποιο θα γίνει ο έλεγχός τους:

«στις γυμνές βραγιές στο χώμα», «στο δάσος» των ανθρώπων!..

 Γιατί μόνο από ψηλά, όπως τ’ αστέρια, ρίχνοντας «ματιές συμπονετικές…» μπορεί να φυτεύει «χρυσαφιές ανταύγειες». 

Το τελευταίο αυτό ποίημα και ο πρώτος στίχος έδωσαν τον τίτλο στα  σαράντα ένα ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή με τα οποία η ποιήτρια εξωτερικεύει συναισθήματα που «εξέθρεψε η απώλεια, η προδοσία, η ματαίωση του ονείρου. Ο έρωτας» (σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση της Ανθούλας Δανιήλ). 

Οι βάσεις της εξωτερίκευσης τίθενται με τις υποθέσεις στο πρώτο-πρώτο ποίημα της συλλογής:

 «κι αν καμιά φορά μετρώ τα ύψη, είναι τα βάθη που συλλογιέμαι.

Κι αν ρίχνω δίχτυα για πουλιά, είναι γιατί με θέλγουν τα φερσίματά τους, του κότσυφα ο κελαηδισμός και ο χτύπος του φτερού.

Αν μ’ αγαπάς, να ξέρεις πως κρατώ κάποιας αόρατης πόρτας τα κλειδιά…

 Και αν ακούσεις ουρλιαχτό, να με πονάς, αλλά μη ζητήσεις να επιστρέψω αμέσως, ώρες που με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.

Μα όταν βγαίνω από εκεί, πόσα κομμάτια ουρανού μπορώ και θέλω να χαρίζω» (Με άγρια Βότανα σελ. 9).

Προσηλωμένη, λοιπόν,  η Κυριακή Λυμπέρη, στα θέματά της, Σώμα, Ψυχή, Αγάπη, Όνειρα «στους ορίζοντες πετάει σχοινιά, θηλυκώνει τα τέσσερα σημεία τους» και τιτιβίζει με τα ποιήματά της ευχές για να αποτινάξει από πάνω της

«ό,τι ως έρμα καθιστά το άγγιγμα του επάνω δύσβατο»,

γιατί «και στα σύννεφα όταν ανεβαίνω – δώσε γαλάζιο και σκοινιά - ύστερα από λίγο βουλιάζω σε βάθη άπατα.

Αρμυρή, αρμυρή απ’ τον καιρό κι όμως αθώα, ξανακερδίζω την πρώτη μου ψυχή» (Χαρμολύπης Εγκώμιον σελ. 24).

Στην πατρίδα της τον Ουρανό, «διπλώνει μαλακά τις λύπες, ραντίζει με βροχούλες τα ερωτήματα» και αφήνεται στην εξαίσια αυτή αναμονή του Κάλλους-

«το λέμε και υποταγή στην ομορφιά που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει».

Ποιήματα για ζητήματα ύψους και βάθους είναι, λοιπόν, η συλλογή αυτή της Κυριακής Λυμπέρη. Η αρχή μιας διαδρομής αναζητήσεων εκεί ψηλά στ’ αστέρια που είναι παράλληλα γλυκιά επιστροφή «στις γυμνές βραγιές στο χώμα»      [Art by Chagall Mark]




ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ  (από τη σελ. 38)
Μήτρες της άνοιξης υγρές
μέσα στο χώμα του σωστού καιρού,
τρίζουν οι βολβοί, ετοιμάζονται
αξίζει το κάλλος την αναμονή του.
Κι εσείς, φίλοι πουλιά μου, δώστε μου
την όρασή σας να κοιτάζω την πλάση,

τη γλώσσα σας να τραγουδήσω δώστε μου
στα πιο ψηλά κλαδιά της κατάφασης.
Μ’ αυτό το αγεράκι σήμερα
να πυκνώσω θέλω το μέγεθος του κόσμου,
να λιώνουν απαλά στα χέρια μου
φρούτα, καρποί, επιδαψιλεύσεις της αγάπης.
Το λέμε τώρα έρωτα
του ουρανού και των άλλων άστρων
το λέμε υποταγή στην ομορφιά
που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει.
Κι όταν έρθει κάποτε η στιγμή
το πήλινο εκμαγείο μου στη γη να παραδώσω,
άρωμα γιασεμιού η διαθήκη μου
και ροδιού σπόροι οι λέξεις,
τ’ όνομά μου.


ΑΝΕΒΑΙΝΩ. ΠΟΥ ΠΑΩ; ΝΑ ’ΞΕΡΑ ΜΑΚΑΡΙ… ΜΗΠΩΣ ΦΤΕΡΑ ΕΧΩ ΒΓΑΛΕΙ; ΟΧΙ. ΨΑΥΩ ΤΑ ΜΕΛΗ Τ’ ΑΛΑΦΡΑ, ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ. ΜΑ ΠΩΣ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΕΧΩ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΑ; (Περί Διαστολής σελ. 43):
Στην αρχή της συλλογής διαβάζουμε δυο μότο που επέλεξε η Κυριακή Λυμπέρη να προλογίζουν τα ποιήματά της. «Γιατί το σώμα και η ψυχή εκτίθενται μαζί» αναρωτιέται στο πρώτο ο Πωλ Ελυάρ έχοντας έτοιμη την απάντηση: «Γιατί χρησιμεύουν ως δικαιολογία το ένα για την άλλη». Και από κάτω ο Νίκος Καρούζος αποφαίνεται: «Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης»!.. Μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή των συγκεκριμένων παραθεμάτων αφού κατά κάποιον τρόπο προοικονομούν τα Ζητήματα Ύψους. Μας προϊδεάζουν για το     Σώμα, τη Ψυχή, την Αγάπη, τις έννοιες δηλαδή με τις οποίες η Κυριακή Λυμπέρη θα κτίσει το ποιητικό της οικοδόμημα και μετρώντας το χρόνο που της δόθηκε θα τις ιστορήσει: «Με την πρώτη ανάσα μου ερωτώ: τι είναι η υγρασία του φιλιού στο δέρμα, έρμα μη βυθιστώ; Πόσο περίμενε αντέχουν οι αρτηρίες; Η μετρημένη πίεση στα νύχια πόσο αυξάνει το βάθος της ουλής; Τα δάχτυλα είναι δάχτυλα ή ηλεκτρικά καλώδια; Και μ’ άλλα τέτοια περιττά (λεπτά;) μετράω το χρόνο που μου δόθηκε, ασκούμαι στην αριθμητική μου…» (από το Ημίμετρο σελ. 18). Στα ύψη της αγάπης όμως φτάνεις με το σώμα. Με το σώμα «ψηλώνεις κι εποπτεύεις… του εδάφους τα συμβαίνοντα» και γίνεσαι σταδιακά έτοιμος για όλα. Η προετοιμασία είναι επώδυνη  και προϋποθέτει μια δύσκολη προσαρμογή. Σιγά-σιγά «ψηλώνει και ψηλώνει ο λαιμός σου,  ορέγεται λες τον ουρανό… Διότι το σώμα πάντα υπακούει τον αφέντη του» (Στα Ύψη με το Σώμα σε. 14). Υπάρχουν πολλοί στίχοι σε διάφορα ποιήματα της συλλογής στους οποίους παρακολουθούμε, ενίοτε με υπερρεαλιστικές εικόνες, μια περιπέτεια «μεταμορφώσεων» στο μακρύ αυτό πηγαιμό προς τα ύψη. Έτσι στο ένα ποίημα «σαν μια καμηλοπάρδαλη που, με θαυμάσια προσήλωση στης προσαρμογής την αρετή, και στα ψηλά και στα χαμηλά γνωρίζει να ελπίζει…» (Στα ύψη με το Σώμα σελ. 14) στο άλλο έχει αρχικά «στην πλάτη κολλημένο τόσο καιρό έναν σκύλο…» που στην πορεία «στα σημεία που φύτρωναν τα σκυλίσια μέλη, βγάζει φτερά και αρχίζει να πετάει  (Μια ομοταξία για ν’ ανήκω σελ. 16)    και σ’ ένα τρίτο ποίημα η μεταμόρφωση αγγίζει τα όρια του γκροτέσκο, «ο δράκος μέσα γίνεται με τα χρόνια άγγελος που ίπταται στο σωστό ουρανό, κάθε φορά εκτελεί περιπολίες, επιβλέψεις, ανοιχτομάτης φύλακας παρών και πανταχού στρατιώτης ευσυνείδητος…» (Ο Δράκος μου σελ. 20). Η Ανθούλα Δανιήλ σχολιάζοντας τη συμβολική αυτή πορεία των μεταμορφώσεων παρατηρεί: «Των παλιών ρομαντικών τα σύνεργα –«βράδια» και «φεγγάρια»– δεν επαρκούν για να βαστάξουν το βάρος της ψυχής. Και όσο πιο ψηλά κοιτάζει κανείς τόσο πιο βαρύς γίνεται ο κόσμος. Βράχος ασήκωτος ο καημός που το πάσχον εγώ πρέπει να άρει. Απέλπιδες είναι οι προσπάθειες να σκαλώσει σε κάτι, να υψωθεί πάνω από τις συμβάσεις, να κρατηθεί στην επιφάνεια και να μη βουλιάζει στων παραισθήσεων το τέλμα…»  Η δίψα ουρανού, άστρων, αγάπης είναι  έκδηλη σ’ όλη την ποιητική συλλογή. Οι υψηλές αναζητήσεις, όμως, απαιτούν συνεχή προσπάθεια και συνείδηση των θυσιών, χωρίς μάλιστα να είναι εκ των προτέρων βέβαιη η  θετική έκβαση της «επί των υδάτων» ποιητικής πορείας. «Χρειάζεται να μελετήσεις, σημειώνει εύστοχα η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, την απόσταση που διανύεις ως εαυτός. Χρειάζεται να ενσκήψεις στο σώμα σου ως βάθος. Να ζυγίζεις το βάρος του κόσμου για να βρεις τις οδούς του ύψους. Και αυτό κάνει η Κυριακή Λυμπέρη εδώ». Και αυτό είναι η Αρχή της Αρχής (σελ. 32): «Τρέχει το ελάφι πάνω κάτω στα ψηλώματα, ξεραίνεται το γέλιο μου στην άκρη του λαιμού, η δίψα μου είναι των άστρων. Πώς άνθισα στα μέρη αυτά τα χαμηλά, πήλινα πόδια χάρισα στο μέτριο, η καρδιά μου χώραγε τους ουρανούς και εγώ μοιράστηκα στα ερπετά»  Η ποιητική διαδικασία αλλεπάλληλων κι αμφίδρομων αλλαγών –τη μια στιγμή η καρδιά ποθεί τους ουρανούς, την άλλη το σώμα ανθίζει σε μέρη χαμηλά μαζί με τα ερπετά- έχει εντέλει  λυτρωτική καθαρτική επενέργεια Αγωνιώδης και προπαντός μοναχική είναι η αναζήτηση κάθαρσης. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σχολιάζει: «Ναι, η αγάπη έχει ύψος. Εκεί κατοικεί. Μόνη. Η μοναξιά του επίδοξου αναβάτη – ακροβάτη στην αγάπη, άλλοτε ως πικρή διαπίστωση, άλλοτε ως προϋπόθεση κι άλλοτε ως υπόσχεση, υπερχειλίζει όλη τη συλλογή… Η καρδιά της ποιήτριας στην μοναξιά της, αναζητά με πείσμα να αναμοχλεύσει το αόρατο, το ανέφικτο, με μια τιμιότητα που μόνο η αγάπη έχει, με μια αγαθότητα θα έλεγε κανείς…».  Θέλει υπομονή και πόνο αυτός ο δρόμος, θέλει να επιμένεις: «θα σου δώσω αυτό το σώμα, πάρε με, με τα χείλη ένα-ένα να μετρήσεις τα οστά, διαμάντια δάκρυα στις λακουβίτσες μου και να καίνε, να επιμένεις στην αγάπη, να επιμένεις…» (Να επιμένεις από τη σελ. 45)

ΜΙΑ ΟΜΟΤΑΞΙΑ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΗΚΩ  (από τη σελ. 16)
Είχα στην πλάτη μου κολλημένο
τόσο καιρό ένα σκύλο.
Και αυτό το έλεγε
ο ένας φυσικό
(επειδή έμοιαζαν ανθρώπινα
τα υπόλοιπα χαρίσματα του ζώου),
ο άλλος αδιάφορο
(επειδή γιατί ν’ ασχοληθούμε με τους άλλους
όταν τόσο πολύ ήδη
μας απασχολεί ο εαυτός μας;)
κι ο τρίτος νοσηρό
(επειδή μερικοί έχουν το χάρισμα
να διακρίνουν καθαρά
και να ομιλούν ακόμα καθαρότερα).
Λοιπόν σιγά-σιγά, καθώς η πλάτη μου
από το βάρος άρχισε να με πονάει,
καθώς να προχωρήσω μακριά
ελεύθερα πια δεν μπορούσα,
εκεί,
στα σημεία που φύτρωναν τα σκυλίσια μέλη,
άρχισα να βγάζω φτερά.
Έλεγα, καλύτερα ν’ ανήκω
στην ομοταξία των πτηνών
που γνωρίζουν να πετούν
να τραγουδούν
και να ατενίζουν,
αλλά δεν ξέρουν καθόλου τι θα πει αφέντης,
ενώ ξέρουν καλά τι θα πει αγάπη
(σάλιο, λάσπη και άχυρο
για τη δημιουργία της φωλιάς).
Έτσι έλεγα,
γιατί είναι λίγα
τα πουλιά που χωράνε σε κλουβιά
χωρίς να πεθάνουν.
Ενώ ένα σκύλο,
μια χαρά τον κουβαλάς
στην πλάτη σου σ’ ένα στενό σπιτάκι,
για ένα μόνο κόκαλο
τα χέρια του κυρίου γλείφοντας
μ’ ευγνωμοσύνη!

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΖΗΤΗΜΑ ΥΨΟΥΣ και ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΕΧΕΙ ΟΥΡΑΝΟ
Ο Ουρανός είναι κοινός τόπος συμβόλων για τα όνειρα και τους πόθους των ποιητών. Ο Μίλτος Σαχτούρης μάλιστα πίστευε ότι, κατ’ επέκταση, μπορεί να είναι και κοινή πανανθρώπινη ανάγκη, όταν προσπαθώντας να ορίσει τη Χώρα της Ποίησης έλεγε πώς πρόκειται για ένα «μαγικό χώρο στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως πανανθρώπινη ανάγκη για ουρανό». Ο κόσμος, λοιπόν του ποιητή έχει οπωσδήποτε ουρανό. Έχει απόπειρες κατάκτησης του μεταφυσικού αυτού χώρου από χίλιες οδούς. Στον αντίποδα, εξίσου πυκνές  είναι και οι εικόνες Βυθού, σκηνές καταβύθισης ή πνιγμού  σε υδάτινα τοπία, εκεί όπου μπορεί κανείς ν’ αποκαλύψει ξαφνικά «θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων». Αυτό το αντιφατικό δίπολο, Ύψος – Βάθος, Ουρανός – Βυθός,  εναλλάσσεται και στα ποιήματα της Κυριακής Λυμπέρη. Έτσι, η μισή της καρδιά βρίσκεται εκεί που «…ξεβράζει η φουσκοθαλασσιά ρήματα, λέξεις και μαργαριτάρια» (Οι Αντίποδες σελ. 11) όπως ίσως η ηρωίδα της Σονάτας ανακάλυπτε στο βάθος του πνιγμού της «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων». Στο άλλο ποίημα όμως ψηλώνει και ψηλώνει και τα σε έκταση χέρια της γίνονται φτερά και ως ένας Ινδός άγγελος «ζυγιάζεται στην άκρη του φωτός…» (Ένας Ινδός άγγελος σελ. 19). Δηλαδή εδώ την βρίσκουμε ανεβασμένη στα σύννεφα να διαχειρίζεται «γαλάζιο και σκοινιά» και αμέσως μετά, λίγο πιο κει, την βλέπουμε να βουλιάζει σε βάθη άπατα (Χαρμολύπης Εγκώμιον σελ. 24). Και στη μια περίπτωση όμως και στην άλλη, είτε πετάει ψηλά στα σύννεφα είτε καταβυθίζεται βαθιά-βαθιά στην «αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής», έχει συνείδηση της δοκιμασίας, γνωρίζει ότι «ο κάθε δρόμος κρύβει τις παγίδες του, κάθε γωνιά τον κίνδυνό της… Μα κάθε γειτονιά έχει μια λάμπα για πρόχειρες ενέσεις αιωνιότητας, αναβολές φθοράς και άλλα αναλγητικά. Κι έτσι όπως βαδίζουμε γυρεύοντας, το μόνο φως μέσα στη νύχτα αυτή η λάμπα και τ’ άστρα μακριά που λιώνουνε στα δάκρυά τους τα συντροφικά» (Το Φαρμακείο σελ. 28). Εμφανείς κι εδώ οι αναλογίες με τον ανάλαφρο εξαίσιο ίλιγγο της Σονάτας, το αέναο ταλάντευμα του ποιητή, το «βαθύ-βαθύ πέσιμο, βαθύ βαθύ το ανέβασμα». «Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες. Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι…». Θεραπεύονται όμως με μια ασπιρίνη τα θαύματα που εν φαντασία και λόγω δημιουργούν οι ποιητές; Πώς να γιάνεις τις ουλές «που έχουν όλα τα δένδρα στο κορμί τους;». Η συνταγή βέβαια, σ’ αυτές τις ειδικές περιπτώσεις που στα μονοπάτια έρωτα και πάθους βρεθείς και «της σάρκας η τροφή… απλώνει κλώνους και φυλλώματα και, αν δεν προσέξεις, πνίγει όλο το σπίτι», (Σαρκοβόρων νηπενθών βίος σελ. 15),  όταν δηλαδή «στήνει ο ουρανός αγάπης παίγνια, απρόσμενες παγίδες, θαύματα ερήμην», τότε η συνταγή είναι: «με λίγο χάδι πώς αλλάζει ο καιρός, λιώνει και στάζει στην ποδιά των άστρων και το κεντρί της μέλισσας στο στόμα σου βρυσούλα αμβροσίας θα κατηφορίσει… Και το φιλί που φτάνει από βαθιά κανέλα και γαρύφαλλο στη γλώσσα» (Θαύματα Ερήμην σελ. 29)

Κεντρικό σημείο στα ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ της Κυριακής Λυμπέρη είναι το ποίημα με τίτλο Επί των υδάτων και σε παρένθεση Ars Poetica. Ο Σεφέρης πολύ σοφά είχε πει ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα λόγια των ποιητών θα φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου εσαεί ακόμα κι όταν αυτός δεν θα είναι πια εκεί. Την αλήθεια αυτή της κοινοκτημοσύνης του λόγου και της διαιώνισής του δια μέσου της ποίησης επιβεβαιώνει με το δικό της τρόπο η ποιήτρια στο εν λόγω ποίημα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συνομιλία της με τους στίχους πολλών και διαφορετικών ποιητών που αγάπησε ή συνομίλησε μαζί τους μέσα από το έργο της. Οι στίχοι τους –με πλάγια τονισμένη γραμματοσειρά- είναι οι φάροι στην δική της επί των υδάτων ποιητική πορεία:  
ΕΠΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ (ARS POETICA)  (από τις σελ. 33-36)
Στα νερά πάντα να μπαίνω γυμνή,
κοριτσάκι με αισθήσεις στιλπνές,
ότι της αθωότητας η γλώσσα έχει τίμημα
οι άλλοι είναι τώρα τ’ όνομά μου
τα δαχτυλίδια μου, τα κοσμήματά μου
υπέρβαρη μες την εξάρτυση αυτή,
καθόλου δεν με νοιάζει αν πνιγώ με λέξεις.
Την πρώτη φορά ναυάγησα στους φίλους
που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν,
στη στέρνα που μαζεύει τις πληγές
και στις αμυγδαλιές που ανθίζουν
δίσεκτα χρόνια σε καμένη γη.
Κι ανάμεσα στα κόκαλα
ο καπετάνιος να επιμένει στο τιμόνι του.
Κάπου θα κλαίει ένα βιολί.
Υπάρχει, δεν υπάρχει,
επιδιορθώνει τα ταβάνια μας ακούραστα,
σύμβολα ζωής υπερτέρας ρίχνει στον καφέ,
δυο κουταλάκια, έτσι για το δρόμο.
Μην ακούσατε
κανέναν να αυτομολεί στην Πρέβεζα;
Ξάπλωσε μέσα στην καρδιά μου και κοιμάται.
Γνώρισα κι έναν από τους μετοίκους,
αγάπαγε αγόρια με τα φαναράκια τους,
σε καφενεία έγραφε τους οίστρους του,
έριχνε μέλι στα σκεπάσματά του
και το πρωί στην αγορά ρητόρευε
για την υπόθεση των Πτολεμαίων.
Και κάπου ένας άλλος ανεμοπορεί
ελικοφόρος κατά το βοριά,
αρέσκεται στη συλλογή ιμέρων,
στα ναυπηγεία του τεχνουργεί ολημερίς 
επιτελίδες αδιακρίτως και φιλιά
για τα μαλλιά των κοριτσιών
και για λαιμούς των κύκνων.
Έρχεται πάντα ο άγιος της κολάσεως,
στο χορταράκι γαντζωμένος
ανεβαίνει την ουράνια σκάλα,
γιατί -να ξέρετε- η ταπείνωση
βαθμολογείται με άριστα μετά Χριστόν.
Των πηγών πλαντάζει ο πίδακας
να εκτοξεύει το νεράκι του,
τι να κομίσει άλλο από την αγάπη,
με κλαδιά, με φύλλα και με τ’ άνθη της
που πλέκει ολημερίς στεφάνια.
Ω χάρισμα, Βουραϊκέ,
με το σουγιά στα δόντια του θανάτου
να σε σκάβουν τα χρόνια και να στέκεσαι
σαν αγκωνάρι στην πλατεία ακτημοσύνης.
Και μήπως δεν είναι αδέλφια μου
μια άλλη αρετή η δικαιοσύνη
που ξέμεινε στα τρίστρατα
με τους ζυγούς και με τα ματογυάλια της,
πρεσβυωπίας η κακούργα θα ήτανε,
άρρωστη εσαεί από μάτια!
Άσμα ηρωικό μας τραγουδάει και άλλοτε
τη γοητεία της Νεφέλης,
τα πλήθη των νεφών μαζεύει στη στιγμή,
στεγνούς –ποσί αβρόχοις-
μας περνάει από κάτω
ως το μεγάλο κόσμο, το μικρό,
ως την ευγένεια με τα συστατικά της.
Έρχεται ο άλλος στο φτερό του αετού,
κωδωνοκρούστης των Ιμαλάϊων,
ορέ αυτός δεν ξέρει από ντροπές,
χαϊδεύει τους μαστούς με ύψιλον
και πώς θα πάμε Έκτορα στη Νίσυρο
μόνο με τα σαντάλια μας
πορευόμενοι επί των υδάτων!
Μας βρίσκει ο έρωτας εκεί,
στη γειτονιά μας ξημερώνει καύσωνας,
πότε θα φάμε Διάκο τα κουφέτα σου
με την Καλλιόπη μούσα ακατάδεκτη!
Μια γηραιά κυρία φτάνει αειθαλής,
ξεχύνονται οι ήχοι απ’ τα φουστάνια της,
ιδιόμελο το λες, μουσική δωματίου,
τι να περνάνε απ’ έξω τεθωρακισμένα,
ξύνει και ξύνει πλήκτρα, μαλακές μεριές
και σειέται πάντα ο Άθως με τα μοναστήρια του.
Όταν τη συνάντησα, κατηφόριζαν κυκλάμινα
να διακοσμήσουν μπουκαλάκια εσωτερικά,
διάλεγε η νοσταλγία
το χρώμα που θα κατοικήσει,
φίλη μου των ψιθύρων εσύ
και μυροφόρε των απόντων.
Αν θέλετε έτσι τώρα να μιλώ,
τραβώ προγόνους, φυλαχτά του ύπνου,
πατάτε ένα κουμπί στη γλώσσα μου,
τρίψτε πιπέρι στους αδένες.
Ταγμένοι οι ποιμένες ν’ αγρυπνούν
και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων
κι εγώ εδώ στα χειμαδιά
μαθαίνω την ψυχή μου.

(επίλογος) ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ από την ανάγνωση των ποιημάτων από τη Διώνη Δημητριάδου:
«Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του «όλου», όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα, και τότε φτιάχνεις δυο τρεις στίχους από τους πιο ερωτικούς «κι άμα λυθούν τα σπλάχνα, αναβρύζουνε αρτεσιανά τα δάκρυα, μερίζεται ο άρτος του γκρεμού». [Διώνη Δημητριάδου]
(κατακλείδα το ποίημα) ΓΕΝΟΙΤΟ  (από τη σελ. 26)
Να βρέχει αστέρια, ανοιχτοί οι ουρανοί
μαστοί αφθονίας σε χέρσους λειμώνες
μου έλεγες θα μου δανείσεις το αίμα σου
να δροσίσω τις φλέβες μου, να τραφώ

φυτο-φωτοβολίδα να λάμψω στο ύψος μου
να τρίβονται ψίχουλα οι αμφιβολίες της αγάπης
χρυσά κάτω απ’ το δένδρο πουλιά ιθαγενή

κραταιοί προφήτες μιας άλλης άνοιξης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου