Σταύρος Βαβούρης ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ
Όταν μας λέγαν οι παλιοί πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο. Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά. Αλλά μια και έγινε, γιατί ν’ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;.. Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί! Αφού μας δόθηκαν καρδιές άστρα να θέλουν, άστρα γιατί δε μας δόθηκαν; Στον ουρανό ένα σιρίτι μονάχα η σελήνη δεν θα μπορέσει να πραΰνει έναν ολόγιομο καημό… Όταν τρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο. Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο! Δε μας λογάριασες αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας… Τι κλαις; Άσε να ξημερώσει και θα δούμε. Τώρα είναι βράδυ ακόμα, ένα σιρίτι μονάχα η Σελήνη! (ΧΙΜΑΙΡΑ από την πρώτη ενότητα ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ του Σταύρου Βαβούρη – ART by KIDCHAN ambition)


Α. Η ΦΥΓΗ
Με τα πουλιά του νέου καιρού
μ’ εξοπλισμένη
πάλι, τούτη την έξαλλη στρατιά
των γαρυφάλλων πίσω από τα χείλη μου
με τη δραματική ομορφιά της φετινής μου προσφοράς.

όλα είναι περίφημα, όλα καίνε.

Τώρα που κατεβαίνω
μέσα σ’ ένα θρίαμβο φωτιάς κι απελπισίας
το καθετί καταποντίζεται στο φως
κι όλα αρμενίζουνε σε πέλαγα ήλιου.

Σου γράφω μέσα
από παραληρούντα πλήθη.
Δε βρίσκω στέρεο τόπο να σταθώ!
Αν βγάλω κι ένα δευτερόλεπτο το χέρι από τα μάτια
θα μου το κάψει αυτός ο φρενιασμένος ήλιος.
Σου γράφω ναυαγίζοντας
μεσ’ σε ξετρελαμένα χελιδόνια!
Με σπρώχνουν χελιδόνια
κι άνεμοι και κύματα πυρσών.
Κι ακόμα, πριν από το σύνθημα
–σου γράφω πάνω σ’ ανυπόμονα άλογα-
όλα είναι θάλασσα κι ατμός.
Παίρνω στα χέρια μου μιαν ελπίδα
σαν το φως όλου του κόσμου, τα γκέμια μου - 
Το σύνθημα, 
και ξαφνικά γλιστράμε σε μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Δεν αισθάνομαι πια τίποτα.
Σκοντάβουμε κι αρπάζουμε φωτιά.
Γίνομαι πυροτέχνημα. Όλα είναι περίφημα!

Επευφημείστε!!! 

Β. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΖΕΝΙΦ
Μόνο στα όνειρά μου θα ξανάρθεις πια.

Τώρα που κατεβαίνω σα σπαθί
και κάθε αυγή
φυτρώνω μες από τα κύματα
απίθανο ηλιοτρόπιο στο φως,
που σκύβει ο ήλιος και μου λέει τα μυστικά του
κι αρχίζω την επέλασή μου
κάτω απ’ τις εκστατικές αψίδες του ουρανού
μπροστά
από ένα πέλαο μεθυσμένες παπαρούνες
που διεκδικούν τα σμαραγδένια χνάρια μου

Αν θες να μ’ αγαπήσεις
να μου πληρώσεις τούτη την πανάκριβη φωτιά
πρέπει να με μαζέψεις χούφτα-χούφτα από την άμμο
πρέπει να με μαζέψεις χούφτα-χούφτα απ’ τα τριφύλλια
απ’ τις πλαγιές απ’ τα χαλίκια
όπως εγώ
φυλάω για λίγο κάτι από τα χέρια μου
για να σου γράψω αυτό το γράμμα
τώρα που ο ήλιος σκύβει και μου λέει τα μυστικά του,
καθώς φυτρώνω και προβάλλομαι στο φως,
και κατεβαίνω κάθε αυγή
κάτω απ’ τις αψίδες του ουρανού
σπαθί
σπαθί κι ατμός χρυσός.

Γ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Μόνο στα όνειρά μου θα ξανάρθεις πια.

Ο Απρίλης φέτος, μου μιλάει με μια φωνή πικρή
Από κει πέρα,
ένας κυκλώνας θλιβερός μ’ αναζητάει
και ψάχνει
προχωρώντας με στροφές λυπητερές.
Ποιος δρόμος θα στρώσει τη χλόη του στα βήματά μου;
Ποια κύματα,
Ποιες αύρες θα ’ρθουν για μια νέα μου αναζήτηση
κει που τελειώνει η πράσινη γραμμή;
Εκεί που σβήνει ο αφρός της τελευταίας παλίρροιας,
Εκεί που η τελευταία ντάλια
θροΐζει το πικρό της μυστικό στον τελευταίο αέρα;

Κανείς δεν θα απαντήσει.
Γυρίζω.
Στρώστε μου μια κάμαρα στοργή
κι ένα προσκέφαλο απ’ Αγάπη να τελειώσω.

Ο κάμπος με παρατηρεί
με μια φαρμακωμένη πρασινάδα.
Ποιο μονοπάτι θα ανοιχτεί στρωτό στα βήματά μου;
Οι φλόγες που αρμενίσανε στολίσκος σιωπής
σε πεθαμένα πέλαγα δακρύων
κι οι παπαρούνες,
δείχνουνε στο πληγωμένο φως
μιαν άνοιξη θαμμένη.

Δε θα ρωτήσω
τώρα που η ώρα της επιστροφής μου αυγάζει
άνοιξε του πικρού ουρανού σου τη γαλήνη.
Ο Θάνατός μου
θα ’ναι η ανταρσία κι η αγανάκτηση
μιας πικροδάφνης που ’ζησε
και σβήνει στη Σκιά,
Ώρα του σιωπηλού αποβιβασμού
Ώρα της Μοίρας έπειτα από την Ώρα μου

στη Σκιά.
Δε θα πληρώσω πια ακριβά
χρυσά πουλιά κι άλλου καιρού
που δε θα χτίσουν στην καρδιά μου τη φωλιά τους.
[από το ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ του Σταύρου Βαβούρη]

Η ΣΑΡΑΜΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΩΝ ΗΜΕΦΩΝ
…Όμως εγώ δεν είμαι κάτω από το φως.

Έχει συννεφιάσει από καιρό
χωρίς να ξέρουμε τι θέλαμε όταν ήρθαμε
σ’ αυτά τα λιβάδια.

Για όταν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού
έχουμε μιαν αγκαλιά παπαρούνες
Ένα κουτί γεμάτο ανάμνηση και φως
για τη φοβέρα και την ερημιά της νύχτας
Έχουμε ένα μυστικό ανέφικτο όνειρο
για τις ημέρες που ’ρχονται
‘Ένα μυστικό όνειρο, σαν πυρκαγιά μες την καρδιά.

Αλλά το πεπρωμένο δεν το ξεγελάς με αυτά.
Η μοίρα δεν χορταίνει με όνειρα.

Έχει συννεφιάσει από καιρό
Δεν σας μιλάω κάτω από φως
Η θέση μου είναι σκοτεινή.
Άνθρωποι που φόραγαν γυαλιά, άλλο καιρό
μας είχαν πει να χτίσουμε.
Πέτρες υπάρχουν. Να κατέβεις στα νταμάρια,
Χρόνια που τους ξορκίζαμε
βάζοντας να μιλήσει η λύπη μας,
μέσα απ’ ένα τρελό κοχύλι απ’ ακρογιάλι
χρόνια, που οι μέρες μας γέμισαν παπαρούνες.
Τώρα τις κρατάμε, ανατριχιάζουν κι υποφέρουμε.
Δεν μας τις ζητάνε κι υποφέρουμε

χωρίς να ξέρουμε γιατί ήρθαμε σ’ αυτά τα λειβάδια
γιατί επιμένουμε
γιατί υπομένουμε
αφού
κάτω απ’ ένα πύρινο καμτσίκι
της Μοίρας τ’ άλογα ανυπομονούν:
Εμπρός!

Αν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού
έχουμε το μπουκέτο αυτό τις παπαρούνες
ένα κουτί γεμάτο φως για συντροφιά τη νύχτα
ένα σπαθί μες στη ματιά’

Αν όμως έρθει η καταιγίδα
Η θέση μου είναι σκοτεινή
Στέγη δεν υπάρχει πουθενά
σ’ αυτά τα λιβάδια.

Τι θα μας προφυλάξει απ’ το κακό;
 [από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΡΙΖΙΚΑ ΜΑΣ
Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
Τέλος, παντρεύτηκε για ν’ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.
Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ’φερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μ’ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.
Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.
 [από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Σταύρου Βαβούρη]

ΔΙΑΚΡΙΟΙ
Ως εδώ πέρα, φτάνει μόνο η μυρουδιά της θάλασσας
Άλλοτε ελπίζαμε,
Σηκώναμε σιγά-σιγά, με βέβαιη τρυφερότητα τα μάτια
ψάχναμε τον σφραγισμένο ορίζοντα
κι ελπίζαμε.
Στις μακρινές κορφές των μελανών βουνών
μια υποψία καπνού καμιάφορά:

-Από δωπίσω κάπου είναι η θάλασσα
Από δω πίσω φεύγουν τα καράβια.
Αυτός, είμ’ ο ελάχιστος καπνός τους,
Σας περιμένω-

Υπάρχει η θάλασσαλοιπόν!
Κι αυτός ο αέρας σε φαρμακερή ειρωνεία
Κι αυτός ο μπάτης μήνυμα φαρμακερό:
Η μυρουδιά της, μόνο η μυρουδιά της.

Όπως καταλαβαίνετε ύστερα από αυτά,
εδώ, στη χώρα των διακρίων,
είναι φανερή ετούτη η φρενιασμένη βλάστηση
είναι φυσικά αυτά τα γαβριασμένα δένδρα
ετούτοι οι κάκτοι με πύρινα λουλούδια
να τους κόβεις την αυγή
και να γίνονται πάλι μια παλάμη το λεπτό
και να ’ναι, πάλι, τ’ άλλο το πρωί, θεριά.

Όπως καταλαβαίνετε
είναι φυσικά αυτά τα αλλόκοτα κλαριά
ν’ αρπάζονται απ’ τα ρούχα μας
ν’ αρπάζονται απ’ τα μαλλιά μας
να γαντζώνονται σα νύχια στην ψυχή μας,
να παραληρούν τις πυρωμένες νύχτες:

-Από κει πίσω-ξέρουμε- είναι η θάλασσα.
Από κει πίσω κάπου φεύγουν τα καράβια.
Ξεριζώστε μας.
-Από κει πίσω περιμένουμε τα κύματα
Βλέπεις τον καπνό; Ο χαιρετισμός τους.
Μύρισε τον άνεμο: η αγάπη τους
Μύρισε τον άνεμο.

Δέρνονται σα χέρια ανθρώπων.
Μα είναι φυτεμένα εδώ. Εδώ θα λιώσουν.
Όλα είναι φυτεμένα εδώ:
Οι διάκριοι οι αδελφοί μου. Η διακρία η χώρα μας.
Κανείς δεν θέλει να τ’ ακούσει.
Κανείς δεν μας γνωρίζει.
Ποιος θα μας βοηθήσει;

Κύριε, δεν έπρεπε να ξέρουμε ότι υπάρχει η θάλασσα,
ή τουλάχιστον, δεν έπρεπε να φτάνει αυτή η μυρουδιά.
Θα ’χαμε μια χούφτα στάρι
θα ’χαμε μια πίκρα για  ό,τι χάσαμε,
λίγα ταπεινά λουλούδια για τους τάφους μας
μια ελπίδα για την άλλη μας σοδειά,
θα ιδρώναμε στα βράχια που μας έδωσες.

Μα δε ζούσαμε μαζί μ’ αυτά τα αλλόκοτα φυτά
ακούγοντας τις νύχτες με κομμένο το αίμα
να προσπαθούν να σπάσουνε τα τζάμια
και  να μιλούν για το μεγάλο μακελιό.

Στη χώρα των διακρίων, Κύριε,
έπρεπε να χτίσεις πιο ψηλά, τα μελανά βουνά
που κλείνουν τον ορίζοντα απ’ την ώρα που γεννήθηκα.
[από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Σταύρου Βαβούρη]

ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΣΑΛΙΝΑ, ΑΚΟΛΑΣΙΑ και ΑΡΝΗΣΗ
Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών μου
ελλόχευε ένα ποίημα,
όχι απ’ αυτά που γράφουν στο χαρτί,
αλλά από κείνα που ’ναι διάχυτα στον άνεμο
ή που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες
και που ’ναι αυτό καθ’ εαυτό το αίμα πιθανόν
μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Η κάθε νύχτα, μου μιλούσε μ’ ένα ποίημα
που ’σπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια
σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγει
κι η κάμαρά μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης·
απ’ το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευσε παντού, με τόση λυσσαλέα επιμονή
αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα
ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε
ολόκληρη και μένα ένα ποίημα, που αναπτύχθηκε
και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
 [από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Σταύρου Βαβούρη]

ΑΝ ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥΣ
Αν έκανε τα ποιήματά του στίχους
σημαίνει ότι δεν είχαν άλλο τρόπο
να υπάρξουνε στο στίβο σου, ζωή.

Αλλιώς, τα ποιήματα δεν γράφονται,
είναι ανάσες και παράπονα θαλάσσης
πέσιμο βροχής, τραγούδια ανέμου
που συλλαβές δεν γίνονται και λέξεις φυσικά
και στίχοι που τυπώνονται κι εκδίδονται
για να υπάρξουνε στον άγριο στίβο σου, ζωή.
 [από τις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ του Σταύρου Βαβούρη]

ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.
Μ’ ένα όνειρο ακατάβλητο
στ’ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα
.
[από τις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ του Σταύρου Βαβούρη]

Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ
Η θάλασσα θα ’χει δεχτεί
να πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα απ’ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες αφυπνισμένες άγκυρες.
Το αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα ’χω ανέβει στο τελευταίο δάκρυ,
το δάκρυ που πετρώνει,
και γίνεται
αυτό που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.
Οι ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν κάτω απ’ το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό, τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι, να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.
Μα το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες,
και δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μες απ’ τις κινήσεις μας,
που τις προετοιμάζει,
το σκοτεινό αυτό νόημα
που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μες απ’ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε θαν το δουν.
Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα εγώ, πέρα απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν θα ’μαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο ’να πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα στ’ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα ’χουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
δε θα ’ναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε θα ’ναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω από ρομαντικό φεγγάρι.
Θα μένει
μόνο αυτό το τραγικό άρωμα,
η ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή η στεγνή εντύπωση
που αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
–τσεκούρι, φωτιά–
Αν θες την κάνεις λόγχη
–τσεκούρι, φωτιά–
που λησμονιά
ή μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.
Κι εδώ, δεν θα ’ρθει η θάλασσα να παίξει
με τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν θα ’ρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι,
δεν θα ’ρθει μπάτης πια.
Στα ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη και μοναχή στους μόλους
με τη φωνή του πυρετού
για τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που αμέριμνα θα ’ρθουν
να φέρουν άνοιξη στο χώμα
που το στοίχειωσε η θυσία σου.
Θα ’χω μια λύπη που θ’ αγγίζει τ’ άστρα,
ψηλή, και κατακόρυφη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Αυτοί, μετά καθώς θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι έπειτα
θα ’ρθουνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα ’ρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μ’ αν ήταν στο ’να μου πλευρό πάντα η φωτιά,
αυτό το μέτωπο
δεν ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών πουλιών που δεν λαλούν,
δεν ήταν πάντοτε κυψέλη
για στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.
…Ότι σε πήραν σύννεφα,
ότι είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για πάντα.
Ευθεία γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που κράτησα στα χέρια μου
το ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα εγώ
μπορώ να ξέρω την αλήθεια.
 [από τη συλλογή ΟΙ ΑΤΡΕΙΔΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ και της ΣΙΩΠΗΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩ 1960  γ και δ
Από το βάθος, πίσω απ’ το βουνό
ανέβηκε, με μια κραυγή εσχάτης απογνώσεως
ένα φεγγάρι βουτηγμένο στο αίμα.
Μα τι ζητάει λοιπόν;
Αιώνες τώρα τραυματίζεται
και πάλι τραυματίζεται
μα μ’ όλο το χαμένο του αίμα
δεν πέθανε ποτέ.
Τι θέλει να πει λοιπόν
με τους μελοδραματισμούς αυτούς που δεν τελειώνουν;

Δεν με ξύπνησαν αύρες απαλές ποτέ
Τυφώνες άνοιγαν με πάταγο τα τζάμια
κι έσπαζαν άγρια τον ύπνο μου.
Άστραψαν άγριες αυγές μεσ’ στα όνειρά μου
και με πέταξαν έξω απ’ το κρεβάτι
με την ψυχή στα δόντια.

Τώρα λοιπόν μη μου μιλάτε
για τη βέβαιη ροδοδάκτυλη ηώ
που μουσική και ηριγένεια αύριο
θα εγγίσει τα κλειστά μου βλέφαρα σα θρόισμα γι’ αυτά
και για τις άλλες σχετικές ρομαντικές αηδίες.
[από τη συλλογή ΤΑ ΞΗΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ του Σταύρου Βαβούρη]

ΜΟΙΡΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ και η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΚΑΡΙΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΣΤΗ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ
Στο τέλος της ημέρας άρχιζε το βράδυ
Εκεί που δεν μπορούσες πια να κάνεις ποιήματα
υποτροπίαζε το άγχος.
Βούλιαζες. Δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις
Κι εκεί
που ο Έρωτας χανόταν
άρχιζε η ζωή ν’ απολιθώνεται.

Γινόταν εκείνο που στη φυσική
ονομάζουν «απείρως ψυχρόν»
εκείνο που εννοούμε
όταν λέμε:
-Χαίρετε, πώς είσθε;
-Πολύ καλά ή κι Υποφέρω
-Υπομονή
-Ως πότε;
-Επ’ άπειρον!

Υπάρχουμε σε μια κίνηση
Γι’ αυτή υπήρξαμε
όσο κι αν είναι τρομερή
όσο κι αν μας ερημώνει
όσο κι αν μας οδηγεί στο μακελειό διαρκώς
αυτή καταξιώνει τη ζωή μας
δίνει νόημα στις μέρες μας.

Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Αν την απαξιώσουμε, πεθαίνουμε.
Γινόμαστε φυτά
που τα κινεί ο αέρας πια τυχαίως
ώσπου ν’ ανεβεί αυτή αγριεμένη, πάλι μες απ’ το βυθό μας
μες απ’ τις αντιστάσεις μας διαρρέοντας,
διεκδικώντας τον καιρό και τις ημέρες που ’χασε.

Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Κι αν δεν την κάνουμε,
ακόμα κι αν την σταργγαλίσουμε
διαγράφεται μοιραία στη βούλησή μας
μεθάει τη φρόνησή μας
και κινεί στον τόνο της τα χέρια μας
Υπάρχει σαν υπονοούμενο εύγλωττο στα μάτια μας
Έρχεται ακάθεκτη, δεν πάμε προς αυτήν
Μας πηγαίνει, δεν την πάμε.

Υπάρχει στο αίμα μας
Υπάρχει στην ψυχή μας
δεν είναι δυνατό να της διαφύγουμε.
[από τη συλλογή ΤΑ ΞΗΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ του Σταύρου Βαβούρη]

ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΓΗ
Ο ουρανός κοιτάζει, όπως συνήθως, σκοτεινός.
Μετέχει, δεν μετέχει;
Είναι κάτι που δεν θα καταλάβουμε ποτέ.
Όπως κάθε μέρα συννεφιάζει και ξανοίγει
κατά τις κυκλικές του διαθέσεις
μη ρωτήσεις.
Δεν υπάρχει ελπίς ν’ αποκριθεί
ή να κάνει απλώς, έστω, μια νύξη
να υποδείξει κάπως μια κατεύθυνση
να κάνει έν’ αόριστο σινιάλο.
Όχι,
τέτοια πιθανότης δεν υπάρχει.
Όσο για κάτω, εδώ
είναι μι’ άλλη ιστορία:
Πράγματα δυστυχώς καθορισμένα και σαφή:
Το ποτάμι, από τη μια μεριά φουσκώνει
ο αέρας απ’ την άλλη, μαίνεται:
«Θαρθείς, θαρθείς λοιπόν;»
ρωτάει με τα παράφορα τραγούδια του,
κι έτσι η τραγωδία
που μόνο αορίστως διεγράφετο
ιίθεται σαφώς:
Πρέπει να πάρεις, όπως πάντα
στην πιο ακατάλληλη στιγμή για σκέψη
μιαν απόφαση:
Θα μείνεις;
Θα πας;
Οι προτομές στο πάρκο, οι προσόψεις των κτιρίων
σ’ ατενίζουν θλιβερά:
Δηλαδή «αι γραπται παραδόσεις,
οι τύμβοι των αγωνιστών
αυτοί που υπέμειναν κι έπεσαν
“τοις (ε) κείνων ρήμασι πειθόμενοι'
τι θα γίνουν, θα τα πάρει το νερό;»
Είναι ανάγκη να υψωθούν καινούργια υδατοφράγματα.
Πρέπει λοιπόν να μείνεις.
Τ’ αγάλματα ατενίζουν σταθερά:
«Να μείνεις».
Ο αέρας όμως έχει ξεφρενιάσει·
σπρώχνει μέσα στο στήθος σου
έν’ αφηνιασμένο ιππικό
και λύσσαξε·
τυλίγει το κεφάλι σου βουερά
μ’ αλλόκοτους ρυθμούς
«κι απόψε, απόψε» τραγουδάει
«απόψε είν’ το τελευταίο δρομολόγιο·
θαρθείς;»
Οι αλλοτινοί φραγμοί να ’χουν σαπίσει,
το ποτάμι ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει αριστερά,
ο αέρας δεξιά
απάνω γρίφος ο ουρανός: αίνιγμα αιώνων
σύνολον: κυκεώνας
κι ανάμεσά του Εσύ
μ’ ένα κοπάδι αλόγων λυσσασμένων
που ήδη εκυριάρχησαν
ήδη καλπάζουν έξω από τα μάτια σου
σέρνουν και ξεσκίζουν με τα γκέμια τους τα χέρια σου·
θα φύγεις; Θα υπομείνεις;
Τα σπίτια που ατενίζουν θλιβερά
κι η κραυγή:
«Μα εγώ, δεν είμαι ακόμα προτομή
μη με βασανίζετε
δεν είμαι πέτρα εγώ».
[από τη συλλογή ΤΑ ΞΗΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ του Σταύρου Βαβούρη]

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Τι είναι μέσα στις προθέσεις των πουλιών αυτών;
Διαγράφουν κύκλους γύρω μου
Συνδαυλίζουνε τις σπίθες με τα ράμφη τους,
τη στάχτη που σβήνει
κρατούν το καλοκαίρι που τελειώνει με τα δόντια

Με σβήνει κάποτε η φωτιά
Τα καλοκαίρια φεύγουνε στο τέλος
Ίσως πρέπει κάποτε, άλλωστε, να φεύγουν
για να πέφτει ο πυρετός του Αυγούστου.

Γιατί λοιπόν φθινόπωρο πολύ προχωρημένο
ακόμα ν’ αναβάλουν το ταξίδι τους
αυτά  τα αλλόκοτα, μικρά, τρελά πουλιά;
[από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Σταύρου Βαβούρη]

ΕΔΙΝΑΝ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΟΥΛΙΩΝ
Έδιναν –αλήθεια- την εντύπωση πουλιών τα σαρκοβόρα όρνεα
που τα ’φερνε απροσδόκητα ο καιρός
σα θαυμαστά ουράνια τόξα
πριν σταματήσει η καταιγίδα μάλιστα.

Δεν έμοιαζαν –ας ήτανε- με  γύπες.
Ίσως γιατί όπως σκέπαζαν το φως με τις πλατιές φτερούγες τους
ήτανε τόσο δύσκολο
να ξεχωρίσω είδη στο σκοτάδι.
Ίσως, απ’ τον πυρετό
Ίσως γιατί η δίψα  μου περίμενε πουλιά.

Ως τη στιγμή
που ξέσκιζαν κομμάτια από τα σπλάχνα μου
και φτερακίζαν κρώζοντας
 ας ήτανε
δεν μοιάζαν με όρνεα.

Έδιναν τόσο την εντύπωση πουλιών.!
[από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Σταύρου Βαβούρη]

ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ
Μόνο στα όνειρά μου θα ξανάρθεις πια.
Πάντα σιωπηλά και διφορούμενα
κι ακόμα βέβαια τότε περισσότερο
δεδομένου ότι δεν έχουν ήχους τα όνειρα
και φέρνουν τόσ’ αόριστα ό,τι φέρνουν,

Θα μου μιλάς και δε θα ξεχωρίζω τι μου λες
«Ορκίσου» θα ικετεύω,
δίχως να μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη
μα εσύ θα φεύγεις
θα διαλύεσαι στο χώρο του ύπνου
κινώντας σιωπηλά και διφορούμενα τα χείλη όπως πάντα
και τότε ακόμη βέβαια περισσότερο
αφού πραγματικά δεν θα ’χεις έρθει
αφού ποτέ δεν θα ξανάρθεις
παρά μονάχα στα όνειρά μου πια.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

Η ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Η θάλασσα χρόνια μετά σε κυνηγάει.
Μ’ ατέλειωτες βουβές παλίρροιες,
όσο βαθειά κι αν μετοικήσεις στα μεσόγεια,
εισχωρεί στις μέρες σου,
στις ώρες σου,
ανοίγοντας στον ύπνο σου ρωγμές
όσο στη λησμονιά βαθιά κι αν είχες ταξιδέψει
όσα κι αν έχτισες ψηλά και στέρεα φράγματα

με κύματα μεγάλου θυμού
Η θάλασσα τα υπερπηδά και τα σαρώνει
Όσες προσχώσεις κι αν παρεμβληθούνε –Θε μου!-
στο κουρασμένο σώμα σου
και στ’ ακοίμητο δικό της, ανάμεσα.
Η θάλασσα χρόνια μετά, σε φτάνει μια νύχτα.
Ανοίγει τα παράθυρα και σπάζει τις πόρτες
σε κατακλύζει με τυφώνες απρόβλεπτους
ή ανεπαίσθητα σε κατατρώει σε βράχο.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΜΠΗΚΑΜΕ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΠΡΟΧΘΕΣ
Μπήκαμε πάλι από προχθές
στην περιεσφιγμένη προσμονή
των ατελείωτων καλοκαιρινών απογευμάτων.
Στην λαύρα του άπλετου φωτός
που δεν φωτίζει τίποτα
που δεν υπάρχει να φωτίσει άλλωστε τίποτα
του ήλιου
που μονάχα τα εγκαύματα βαθαίνει πια.

Μπήκαμε πάλι στην περίοδο
του διακεκαυμένου ανώφελου-
Ανώφελου –επιμένω- ανώφελου,
γιατί αν λάβουμε υπ΄όψιν –επιτέλους σοβαρά
ότι τα’ αρθριτικά ποτέ δεν έγιναν καλά
ποτέ ουσιαστικά δεν είχαν ανακούφιση
οι πόνοι των ρευματικών απ’ τις ακτίνες του
κι εκ παραλλήλου αυτοί
που έχουν προσβληθεί από την νόσο του πυρός
πρέπει καθ’ όλο το διάστημα
που αυτός φρενιάζει ανήμερος στους δρόμους
να μένουν καραντίνα πίσω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα
που κλείνουν, βέβαια, κλείνουν
δίχως όμως έτσι να καλμάρουν
την έξαψη που αντανακλά η άσφαλτος στους τοίχους
ούτε και τις κρίσεις της βασάνου
που μες στο φαύλο εκπυρωμένο κύκλο της
μπήκαμε πάλι από προχθές.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΜΗ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕΤΕ
Μη με ξυπνήσετε αν με βρείτε
να κοιμάμαι ακόμα.
Ίσως ονειρεύομαι και πάλι
ακριβώς όπως και τότε που με ξύπνησαν
λέγοντάς μου
πως δεν είχαν να κερδίσω τίποτα απ’ τα όνειρα
κι εν τούτοις ό,τι έζησα
κι εν τούτοις ό,τι κέρδισα
ήταν μέσα στα όνειρά μου μοναχά.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΕΚΤΟΡΑ
Σε συλλογίζομαι έξω από τα τείχη μόνο σου
(όπως ακριβώς τον Έκτορα
το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος),
σφίγγοντας, όμοια και συ
τα δόντια σου με λύσσα
μόνο σου πάντοτε
κι εκείνη ιδίως την ημέρα, μόνο σου.

Μ’ ανέμη στην πανικό  την καρδιά σου
πιασμένη στην παγίδα
της απερίσκεπτής σου απόφασης
να μείνεις έξω από τα τείχη, μόνος σου.

Σε συλλογίζομαι να ζυγίζεις
ετούτο ή εκείνο το διέξοδο, -αργά-
να ξέρεις πως το σκέπτεσαι αργά
κι εν τούτοις να σκέπτεσαι
να γυροφέρνεις τα υπέρ και τα κάτω του –αργά-.

Έτσι σε συλλογίζομαι,
απ’ το χρόνο νικημένο
κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους
τους ταπεινούς, τους δεύτερους
ούτ’ όπως τον Έκτορα
(το γιο του Πριάμου στο Χ της Ιλιάδος)
απόναν Αχιλλέα τουλάχιστον.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΧΩΡΙΣΜΟΙ –Α-
Είπα: θα κλείσω τώρα το παράθυρο
και θα σε ονειρευτώ.
Λες κι ήτανε καιρός ποτέ
που δεν σ’ ονειρευόμουνα μονάχα
λες κι ερχόσουνα ποτέ
(κι όταν ήταν ανυπέρθετα ορισμένο πως θα ’ρθεις)
λες και δεν περίμενα από πάντα
χωρίς ποτέ να φτάνεις
λες και πάντοτε δεν έλεγα:
Θα κλείσω τώρα το παράθυρο
και θα σ’ ονειρευτώ.

ΧΩΡΙΣΜΟΙ –Δ-
Αισθήματα υψηλής θερμοκρασίας πάλι χθες
Συγκίνηση σ’ υπέρταση
Απελπισία και δάκρυα
που σήμερα οσονούπω ωστόσο
μ’ όλο που πλανιέται στην ατμόσφαιρα
μια απόγνωση ακόμα ενάερη
μπαίνουν βαθμιαία στην κατάψυξη.

Πράγματα συνηθισμένα, δηλαδή
πάρα πολύ συνηθισμένα:
Άλλοτε πέθαινα για σένα
και σήμερα
σχεδόν δε σε θυμάμαι πια.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟ
Αισθήματα και πρόσωπα σε χρόνο υπερσυντέλικο
Παρωχημένα ανέκαθεν
και τότε ακόμα που τα νόμιζα, ενεστώτα.
και τότε ακόμη που τα ενόμιζα, ενεστώτα.

«Είχα ζητήσει» λόγου χάριν – τόσο να σε βρω
δεν σ’ είχα βρει,
αν κι ισχυρίζεσαι πως πιο πολύ
μ’ είχες εσύ αναζητήσει,
γράφοντας γράμματα αναρίθμητα
θαμένα τώρα
κάτω από την κάθετη ψυχρή βροχή της Δυτικής:

Εν Λαμία –θυμάμαι-
Εν Αθήναις –θυμόσαστε-
τη δωδεκάτη πρώτου, έτους
έτους… ποίου;
Δεν είναι δυνατό να ξέρω πια,

Πάντως, εκείνων των εντάφιων ημερών
παρωχημένα αισθήματα και πρόσωπα
σε χρόνο πάντα υπερσυντέλικο
κι όταν ακόμη τα πιστεύαμε ενεστώτα.
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

Μες την καρδιά μου ακούγεται ένα Ποίημα. Αντηχεί, σ’ όλο μου το σώμα η μουσική του κι όταν είμαι απαυδισμένος μου δίνει φτερά, μου ψιθυρίζει: «όπου να ’ναι ξημερώνει… Να!, όταν γίνεται η νύχτα αιωνιότης. Ποτέ δεν το ’γραψα… Δεν μπόρεσα να κάνω συλλαβές, τους στίχους του και λέξεις… Όταν δεν θα ’χω τίποτα να γράψω, θα αναδυθούν απ’ το βυθό τους τα παλιά μου ποιήματα. Τότε αγριεμένα απ’ τη σιωπή θα σπάσουν τ’ αγριεμένα χείλη σου, θα μακελίσουν τη μακάβρια λιτανεία των βουβών ωρών… Θα μ’ αναγκάσουν να μιλήσω, να φωνάξω πάλι, θ’ αρπάξουν βίαια το χέρι μου να τα χαράξει πάλι στο χιόνι και τις πέτρες, στην απολιθωμένη στάχτη των ονείρων μου, εκείνου του νεκρού καιρού που δε θα βρίσκω τίποτα να πω (αποσπάσματα από τα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ Α και Β από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ  του Σταύρου Βαβούρη )

ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
Να μην στρέψεις.
Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους
δε θα ’φτανα στο φως μαζί σου

Άσαρκα κόκαλα
δυο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.

Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις
εξατμίστηκα.
Τίποτα δεν είδες
Τώρα όμως να το μάθεις.

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως
απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
Να στρέψεις
[από τη συλλογή ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ του Σταύρου Βαβούρη]

Προς το παρόν για ο,τιδήποτε άλλο, ούτε λόγος… όσες υποθέσεις κι αν επισωρεύσεις, η απόδοση είναι το πραγματικό: «Αν υπάρχουνε βωμοί, υπάρχουν και θεοί» (τότε, δηλαδή, γιατί να το υποθέσεις; Μόνο πους ’μπαινες συχνά στον πειρασμό να ρωτηθείς: Υπάρχουν; Που ’ναι τους λοιπόν; Το αντίθετό του: το «Απραγματοποίητο» έμενε και μένει απραγματοποίητο, παίζαμε με τις λέξεις και το λέγαμε «κι αντίθετο προς την πραγματικότητα». Αλλά όπως και να το ’λεγες ποιο θα ’ταν το όφελος να επαναλαμβάνεις: ει μη φως είχομεν… Φως είχομεν και φως όμως δεν είδομεν ποτέ, εκτός από το «μαύρο» και μονάχα αυτό). Η απόδοσή του οριστική δυνητική. Πιθανόν δυνητική, μα οριστική; Καθόλου. Αόριστη απολύτως, τουναντίον: «όμοιοι τοις τυφλοίς αν ήμεν» (στα πιο πολλά οι πιο πολλοί από μας δεν είμαστε όμοιοι τοις τυφλοίς; Γιατί λοιπόν «αν ήμεν;»). Μετά το προσδοκώμενο: ε από προσδοκίες τίποτε άλλο. Εξ άλλου αυτές, είτε μ’ οριστική ενεστώτα στην απόδοση, είτε με μέλλοντα, έχουνε καταντήσει –αν δεν ήταν από πάντα- μια διαπίστωση που «επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές»: «ην εγγύς έλθη θάνατος, ουδείς βούλεται θνήσκειν» (Δηλαδή, πεθαίνεις, θέλεις ή δε θέλεις –ποιος το θέλει;- πεθαίνεις τελικά). Πρόκειται στην ουσία για το είδος της «απλής σκέψης του λέγοντος» που είναι απλή σκέψη του λέγοντος, είτε σπουδαία είτε ασήμαντη, σχήμα λόγου προϋπόθεση του βρόντου μ’ ευκτική δυνητική στην απόδοση. Άντε τώρα, να ’βρεις προκοπή, πήγαινε πιο πέρα, κέρδισε λίγο χώρο, -αν είναι δυνατόν- μ’ επιχειρήματα ευκτικής δυνητικής. Προς το παρόν λοιπόν για οτιδήποτε άλλο ούτε λόγος πια. Μαγκώσαμε στο κόμμα του Απραγματοποίητου. Ούτε στην απόδοσή του καν δεν προχωρήσαμε, που όσο και να ’ναι ανοίγει κάποιες προοπτικές. Εκεί και μείναμε. Στο μαύρο –ξέρετε- στο μαύρο, μονάχα σ’ αυτό [ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου