ΚΟΝΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Ανθολογία

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΣΟΥ ΩΜΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΦΑΡΑΓΓΙ ΓΕΜΑΤΟ ΠΕΤΡΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ
Το χαδάκι στο λαιμό δεν το πιάνει το πεδίο ενέργειας του κομπιούτερ. Δεν μπαίνει στο πρόγραμμά του. Αρνείται αυτές τις λεπτομέρειες. Ούτε τις κάλτσες σου πιάνει, γιατί τις έχεις στο χέρι και ακουμπάει στον ώμο μου. Τα φιλιά σου τα μεταγράφει ως θερμότητα. Δεν βλέπει τον αποχαιρετισμό, το φως που κάνει ρίγες στη φούστα σου. Ούτε το μολύβι που γράφει τις παραγγελίες για τον μπακάλη. Κάνει ένα μονότονο θόρυβο, σαν ανεμιστήρας και βγάζει ταινίες με στοιχεία για πολύ σοβαρά πράγματα. Την τετραγωνική ρίζα της λύπης δεν θα την βρει ποτέ. Ούτε το ενδιαφέρει. Θα ανακαλύψει πολλά και διάφορα, αλλά τα μικρά, τα μισοσβησμένα τα έχει σε κενό στις καταγραφές με τα αθροίσματά του. Αυχενικό σύνδρομο: τα κάρβουνα των φιλιών και ο ασβέστης της νύχτας δημιουργούν αυτό το πέτρωμα στα όνειρα. Ύστερα τυφλώνεσαι. Δηλαδή θέλεις και βλέπεις ένα πρόσωπο!  [συνονθύλευμα στίχων από τις ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ του Γιάννη Κοντού, εκδόσεις Κέδρος 1999- ART by Paradowski Leszelc photo]  


ΠΕΔΙΟΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ
Συνηθισμένο τοπίο.
Λίγη θάλασσα, μια μικρή κίτρινη πόλη να την ακουμπά
κι ένα γονατισμένο βουνό να κρατά με δυσκολία τον ουρανό
μην πέσει πάνω μας.
Ήλιοι μας ακινητοποιούν
πάνω στα συρματοπλέγματα.
Τα σπίτια βυθίζονται αργά-αργά
μέσα στη θάλασσα.

Επί σκοπόν.

Πυρ…
Τα μάτια σου
Τα μάτια σου αιωρούνται εντός μου.
 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ - ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΣΟΥ ΩΜΟΣ
Πάνω απ τον αριστερό σου ώμο
είναι ένα φαράγγι γεμάτο πέτρες
και χαμόγελα από μετάξι
σκαλωμένα σ' αγριοπούρναρα.
-Στον ώμο που ακουμπάει
το κομμένο μου κεφάλι-
Μικραίνεις. Μικραίνεις τόσο
που γίνεσαι ένας λεκές στο πάτωμα.
Αρχίζουν οι μοναχικοί περίπατοι 
στο δωμάτιο.
Πιάνω το κεφάλι μου και το πετάω
σ' έναν οποιονδήποτε δημόσιο χώρο
σαν χειροβομβίδα.

Μετά, τίποτα! 

Της χάιδεψα το χώρισμα
του στήθους – φούντωσε
βασιλικός και μύρισε αέρας –

Σιδερένιες τανάλιες οι πρωτεύουσες
μου χαμογελούν χωρίς δόντια.

Μη βάφεις τα νύχια σου.
Φοβάμαι.

ΤΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ (της Ελπίδας μου)
Όπως γυρίζει η νύχτα μέσα μου
φέρνει πνιγμένους στην επιφάνεια.
-Το στήθος κλείνει για να κρατήσει
ό,τι προλάβει-

Έρχεται η μέρα.
Αλλά τι μέρα –τυλιγμένη σαν μπαμπάκι
γύρω στα δένδρα, σε μια γη
κρεμασμένη από κλωστή που είναι
έτοιμη να σπάσει.

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΟ ΗΤΑ
Σπάσαν τα ελατήρια μου
και σέρνομαι πάνω στον τεντωμένο
χρόνο.
Ή,
αν προτιμάτε:
Φωτεινή επιγραφή είμαι, που της
κόψανε το ρεύμα ενώ σε διαφήμιζε
σαν το καλύτερο προϊόν κατά της
κακοσμίας των ονείρων.

Σπάσαν τα ελατήριά μου
όχι στην ανάκριση, αλλά από καθημερινά
ρήματα ξεκοιλιασμένα που εξατμίζονται
μια σπιθαμή από τα δόντια!
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ - ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

Η ΣΚΑΛΑ
Όπως καταλαβαίνεις σκάλα βαθιά
που τρίζει και το σκοτάδι
είναι υγρό και κολλάει πάνω σου.

Άξαφνα
παραπατάς.
Γκρεμίζεσαι.
Γύρω πορτοκάλια, ρολόγια και άλλα
είδη καθημερινής χρήσεως.

Ανάβουν φώτα και φωνές
από διάφορες μνήμες.

Μακριά ακούγεται σειρήνα,

Βέβαια δεν έρχεται κανείς

ΟΝΕΙΡΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
-Πόσα μεσημέρια κοιμήθηκα μόνος
με το δέρμα μου-

Ξεκοιλιασμένες πόρτες και από κει
να περνούν λωρίδες κήπων.
Στο βάθος μια κοπέλα μόλις διακρίνεται,
μ' ένα πνευστό όργανο παίζει το σιωπητήριο.
Ένας νεκρός πέφτει από τον ουρανό,
ελαφρύς σαν πούπουλο.
Σκαλώνει στη στέγη.

"τώρα τους θάβουμε βαθειά και βρέχει"

Βρέχει.
Σκούριασε το φως
Σταμάτησε.
Μόλις που προλαβαίνει η κοπέλα
να καταπιεί το όργανο.

Σβήσανε όλα.

Μια καμπάνα βαράει δαιμονισμένα.

(Μεσημέρι γεμάτο μελάνι και πέτρες)

Η ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Μισοφωτισμένοι διάδρομοι.
Χτισμένες πόρτες.
Κυνηγάς έναν άνθρωπο για να μιλήσεις.
Τσαλαβουτάς στα νερά.
Σκοντάφτεις σε δεμένα χέρια.
Ανάβουν εκατομμύρια φώτα
πάνω απ' το κεφάλι σου.
Σβήνουν.
Μετά σημαδεύουν τον πλαϊνό σου
και πέφτουν πάνω του σαν κοράκια.
Ένας τρίτος προσπαθεί να κλάψει.
........................................................
Βέβαια ωραία είναι η φιλοσοφία
και τα καλοβαλμένα πάρκα, ακόμη και οι αρχαιότητες
-δεν λέω- αλλά εδώ η ζωή βρίσκεται στα τελευταία της.
Όπως χάνεται μια λίμνη όσο προχωρούν τα αποξηραντικά έργα.

Κι άρχισε να μας σκεπάζει ένα βουβό
λευκό χρώμα, σκληρό σαν πέτρα.
[Γιάννης Κοντός από την ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

ΧΩΡΙΣ ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Άρχισε να μυρίζει το σκοτωμένο απόγευμα.
Μύρισε και το καλοκαιράκι.
Διαμπερές τραύμα ο ήλιος
κι ούτε συζήτηση για την αγάπη μου.
Έχω ένα κενό στη μνήμη μου.
Ένα χωράφι, ας πούμε, κι εκεί βρίσκονται
τα πιο περίεργα πράγματα.
Άδειες κονσέρβες, μέχρι όνειρα.

Κατά τα άλλα, ζω κανονικά.

Μόνο που, μερικές φορές, ο φόβος,
αυτό το κατοικίδιο ζώο,
μπερδεύεται στα πόδια μου τρίζοντας.

Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Η άλλη μέρα είναι ένας άλλος θάνατος
κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου.
Ένας θάνατος ηλεκτρονικός
χωρίς πριν και μετά.
Όπως εκεί που τελειώνει
ο ώμος και δυο δάχτυλα κενό
σε χωρίζει από τις φωνές.

Με το φασματοσκόπιο βάζω
κάποια τάξη στην ομορφιά σου
που διαθλάται και ρίχνει
τοίχους και ταβάνια.

Παγώνω με το λευκό παντού,
το φως να με σημαδεύει
και τη σιωπή να τρίβεται στον ουρανίσκο μου
βογκώντας.
 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ -ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ
Να τρίψω τα μάτια μου με γυαλόχαρτο, 
να πάρουν φωτιά, για να ησυχάσω
με την περιβόητη επικοινωνία μας και να μείνω μόνος.
Μόνος, παιδί μου, στον κόσμο, χωρίς περιττά χρώματα.
Μόνος με την αναπνοή μου.
Και να περνούν οι μέρες γκαμήλες μαύρες
και ν' ακούω μόνο τις φλέβες σου
γαλάζια νήματα στο λαιμό.
Οι ιδεολογίες στο ψυγείο
μαζί με τα τυριά και τη ρωσική σαλάτα,
μαζί με τα ποιήματα και την ενεργειακή πολιτική
και τις βλακείες για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας.
Ε, όχι άλλο. Τέρμα τα αστεία.
Τέρμα οι φωτοτυπίες των συναισθημάτων.
Τέρμα και το θέμα πατρίδα.
Για τελευταία φορά. Θα μείνω μόνος,
πηγαίνοντας τα δελφίνια μου στη βοσκή
κάτω απ' την Ακρόπολη και όπως θα μηρυκάζουν
το καμένο χόρτο, θα κοιμηθώ ή θα πεθάνω χωρίς όνειρα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΩΠΗ
Με φωνάζουν διάφορες φωνές.
Χρωματιστές, σιδερένιες
-η φωνή σου το απόγευμα σε κίτρινη φόδρα-
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Έρημο φως. Έρημος τόπος.
Το χέρι μου βόσκει  στην κοιλιά σου.

Η φωτογραφία δείχνει διαδήλωση
ή αιχμαλώτους -έστω, ανθρώπους
που θα χαθούν -στο τέλος,
εκεί που σβήνουν όλα, βλέπω
τη γυναίκα μου να φωνάζει:
"πιο κάτω, πιο κάτω το χέρι σου"
ή το φοβερό: "ωραία μέρα σήμερα".

Το σταματημένο χέρι.
Το σταματημένο ποίημα.

Κάποιος γυρίζει το διακόπτη
και το σκοτάδι τρέχει παχύρρευστος γύψος.
Όλα τα άλλα είναι ζήτημα χρόνου.

ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ (στην Κική Δημουλά)
Ψηλά δένδρα. Ψηλός ουρανός.
Γύρω πετάνε φωνήεντα. Λίγο ακόμα
και θα ξεχάσω την άλλη πλευρά μου.

Σκοντάφτεις σ’ ένα μισοθαμμένο πρόσωπο.
Το τραβάς απότομα και οι ρίζες του
κρέμονται στον αέρα –πάει ξέχασε το χώμα-
Από παντού βγαίνουν καπνοί - λες και καίγονται
όλα τα μυστικά του κόσμου-
Κυλιόμενες σκάλες φέρνουν ομοιόμορφα τοπία.
Τα περιμένουν ίδια βλέμματα – ίδιες θήκες
Ένα μικρό κορίτσι τρέχει σε όλες
τις ηλικίες του υδράργυρος.
Ανοίγω τη βρύση – τη μνήμη
Ξεκουμπώνει το δέρμα της απαλά
και φαίνεται η γεωγραφία του απογεύματος.
Το τοπίο τώρα είναι σεληνιακό.

Ο καπνός με τυφλώνει και πέφτω
στην πρώτη χαράδρα
στο πρώτο κενό
στον πρώτο άνθρωπο.
5.
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου 
ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην 
καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά.
Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου
αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία
από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό.
Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε 
μια λίμνη με πολλούς φαντάρους.
15.
Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό 
του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί
την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως
που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις,
με ένα τσιγάρο στο στόμα - χωρίς να ξέρεις 
ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας ακατάπαυστα
για καθημερινές βλακείες, για πολιτική 
οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις
άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ
στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι.
Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανένα πια και η
τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη
στο χώμα.
40.
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό.
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν 
φωτιά. Όλα τ' άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και 
την τριγωνομετρία.  

ΣΤΑ ΜΙΣΟΣΚΟΤΕΙΝΑ
Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά και έπιπλα.
Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα  
και ξερούς καφέδες στο πάτωμα - έρωτα στο πάτωμα
ή στο ταβάνι, σαν μύγες -   (-i-)
Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά
στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους και ένα χαλάκι
κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου.
Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει
στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεται έτσι.
Και η κρεατομηχανή δουλεύει.
 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ  - ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΕΙΣΜΟΥ:
Παχιά άνοιξη βιομηχανική
με ριπολίνη και πλαστικό
γέμισε το σπίτι μας.
(Είναι εκτός πραγματικότητας
οι περιγραφές με πουλιά, μαλλιά
και μάτια)

Όλες οι αποστάσεις συγκεντρώθηκαν
σε μια τελεία -χωρίς τρόπο διαφυγής.
Μεταφράσεις γίνονται στην ίδια γλώσσα
για να συνεννοείται ο πληθυσμός.
Εμφιαλωμένες ερωτικές κραυγές μεταφέρονται
από τα ψυγεία για τις ζεστές νύχτες.

Αγκαλιάζω το σώμα σου
και περιμένω να γεννήσεις
τη μεγάλη πέτρα.

ΜΑΥΡΑ ΣΤΟΥΠΙΑ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΕΤΑΜΕΝΑ
Μ' ένα νόμισμα στο στόμα προσπαθώ να περάσω
το ποτάμι. Στον καρπό του χεριού το ρολόι
-ωρολογιακός μηχανισμός – έτοιμος να με ακρωτηριάσει.
Τρέχει το νερό με έναν ήχο κλαρίνου βραχνιασμένου.
Πέφτουν τα φιλιά σου στο χώμα – αυτό το μοβ
που βγαίνει από τη γλώσσα, όταν άνθρωπος προσεύχεται-
Υπάρχει το στήθος, το ελλειψοειδές τόξο της αφής
και ο εγκέφαλος κάρβουνο όταν σε σκέπτομαι.
Υπάρχει αυτό το ποίημα που δεν σε θέλει
και αντιδρά με χίλιους τρόπους και πυρετό.
Υπάρχει η νύχτα με τα πορτοκάλια
και το ύφασμα του λόγου.
Υπάρχει πάντα το θέμα πατρίδα.

Έτσι έγινε με τις βροχές, χωρίς δένδρα.
Κατά τα άλλα, τα ίδια, και τα σπίτια
κολλημένα στη θέση τους.
Μόνο μια διαδήλωση περνούσε με σιδερένιες φωνές.

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το σώμα σου κάπου κάνει μια τεθλασμένη
γραμμή και ξεφεύγει απ’ τη τροχιά του.
Χάνεται στα σεντόνια, βουλιάζει στο κρεβάτι.
Τα δευτερόλεπτα-τσιγάρα τελειώνουν
στο άψε- σβήσε. Σκέπτομαι αυτούς που δουλεύουν
σε υπόγειες στοές χωρίς οξυγόνο, χωρίς μουσική
και μετακινούν τη νύχτα.

Με περιμένουν μεγάλοι έρωτες πλατύφυλλοι
με περιμένουν μεγάλες σιωπές.

Πίνω καφέ κάτω απ’ τον ίσκιο του ταβανιού
και πλάι τα ρούχα σου με δαγκώνουν.
Κτυπάνε τηλέφωνα, τρέχουν βρύσες, βαράνε κουδούνια
δεν είμαι πουθενά. Βάζω αυτί στο πάτωμα
και ακούω που έρχεται με πόδια διψασμένα.

Κρέμομαι από μια βομβαρδισμένη γέφυρα
και έχω ξεχάσει πώς πετούν.

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Κάθε πρωί με πονάνε οι ώμοι
Είναι που κωπηλατώ στον ύπνο μου
για να σε φτάσω. Η ιστορία είναι
πάντα ίδια. Αδειάζει η λίμνη,
πηγαίνω στον πάτο, στη λάσπη.
Βγαίνουν αλλεπάλληλα εκμαγεία
της λύπης μου. Με σημαδεύουν
ελεύθεροι σκοπευτές στο κεφάλι.
Περνάνε χρόνια. Επιτέλους σε πιάνω.
Γυρίζεις το πρόσωπο, δεν έχεις μάτια.
Κανονικά θα έπρεπε να με καταλάβει μέγας φόβος
αλλά γελάω, γιατί βλέπω ένα ζαρκάδι
στην άσφαλτο να μηρυκάζει την ομορφιά του.

-Στα όνειρά σου, υπάρχουν ακόμα
υπολείμματα τροφών
 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ - ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

ΠΛΕΝΕΣΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΡΑ ΠΟΥ ΤΡΕΧΟΥΝ ΠΟΤΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΗΛΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ (επιλεγμένα αποσπάσματα από τα ΟΣΤΑ του Γιάννη Κοντού)
6
Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν
γύρω μου. Γίνανε ασβέστης.
– Με την κιμωλία τους
γράφω ποιήματα –
8
Τα ρούχα μας μπερδεμένα
στην καρέκλα, μοιάζουν
φίδια σε οργασμό.
9
Αυτές οι βυζαντινές κοπέλες
που βλέπω κάθε μέρα
επαληθεύουν τους εσπερινούς
και τα κυπαρίσσια.
16
Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.
21
Πρωί -πρωί χιλιάδες μικρά κορίτσια
με ποδήλατα τρέχουν σε κατηφόρες
ανεμίζοντας ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου
26
Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες
40
Τυλιγμένη στην εσάρπα σου
μοιάζεις με ψάρι σε δίχτυ.
– Από τα τελευταία της αποξηραμένης
λίμνης, με τα πράσινα νερά –
51
Τρέχεις, σε κυνηγάνε εικόνες πήλινες.
Σπάζεις τον καλαμένιο φράχτη
και βρίσκεσαι σε άλλη χώρα.
Όπου άλλοι άνθρωποι, άλλα
ονόματα, άλλη γραφή –χάλκινη.
67
Όταν πάω να σε φιλήσω
όλο κρύβεσαι –λες και θα σε φωτογραφίσω-
Κατεβάζεις το κεφάλι και ο αυχένας σου
τρέχει ποτάμι, χύνεται στο απόγευμα.
Κάθομαι άνεργος, σε κοιτάζω να πρασινίζεις.
Αργότερα κλείνομαι στην τουαλέτα
και προσπαθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Λέω λοιπόν: τη λάμπα φεγγάρι,
τον καθρέφτη ουρανό και εγώ που χτενίζομαι
εκεί μέσα άνθρωπος – έξω  η νύχτα
93
Ξύπνησα με κοντά παντελονάκια.
Κρατούσα με σπάγκο τον ουρανό
και πήγαινα και έκλαιγα.
98
Πάλι στης κουζίνας τα θαύματα
είμαστε. Με τα μαχαίρια να κόβουν
την ομορφιά σου στη μέση. Από το δάσος
του ψυγείου μαζεύουμε φρούτα. Ροκανίζω
τη φρυγανιά –το χρόνο μου, σ’ αυτή
την καθημερινή κρύπτη.
107
Καθόμαστε στο πάτωμα
(στο μαύρο χόρτο)
πλάτη με πλάτη.
Φεύγεις. Στη θέση σου
μια μεγάλη σπηλιά,
βγάζει ζεστό αεράκι
του μέλλοντος.
121
Τα λόγια μου αρνιά
που γίνονται πέτρες
βόσκοντας το χόρτο
της επιθυμίας σου.
129
Αυχενικό σύνδρομο: τα κάρβουνα των φιλιών και ο ασβέστης της νύχτας δημιουργούν αυτό το πέτρωμα στα όνειρα. Ύστερα τυφλώνεσαι. Δηλαδή θέλεις και βλέπεις ένα πρόσωπο. Στο τέλος μένεις μόνος με τους κυματισμούς του πονοκεφάλου και τους σοφάδες των λέξεων
[Από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού «Τα οστά» (1982) που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010)», εκδ. Τόπος 2013 και στην ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ]

ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ποια πραγματικότητα; Αυτόν τον αέρα
που τρέχει γύρα μας, αυτά τα φιλιά
που δεν πιάνονται. Πρέπει να σοβαρευτούν
οι σοβαροί, να γελάσουν οι αγέλαστοι,
για να πετάξουν τα πουλιά.

Ποια πραγματικότητα, απροετοίμαστοι
για το χώμα. Το φως ή το σκοτάδι
ή η ώχρα των ονείρων. Κυρίως όμως
το παιδάκι με τα ναυτικά
να βγαίνει απ’ τη φωτογραφία
και να κλαίει στο πάτωμα για το μπλε

Ποια πραγματικότητα
υπάλληλοι του καιρού,
που λερώνετε τα νερά
και δεν ανάψατε ποτέ κερί,
αλλά αναπαύεστε στον ηλεκτρισμό
και στις μεγαλοβατώρες.
Ποτέ δεν θα αγγίξετε
το λευκό ύφασμα του απροσδιόριστου

ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙΟΥ
Τι θάλασσες περάσανε ή χτυπήσανε
αυτό το κρεβάτι. Βόρειες, νότιες,
θερμές παγωμένες. Με θύελλα,
με άπνοια, με φιλιά ή κωπηλατώντας
μαζί σου στην ακρογιαλιά, στην άκρη
του ξύλου του αθώου επίπλου.
Κάτω βράχια και σπασμένα κορμιά
ζωντανά που θέλουν ν’ ανέβουν
πάλι πάνω στο οροπέδιο, στο αλώνι,
στα μονόχρωμα, στα μονόχνοτα σεντόνια, στη φωλιά.
Οι εποχές δεν αλλάζουν τη βλάστηση
του τοπίου. Τα ίδια φυτά φύονται πάντα
χαμηλά, κυρίως καλαμιές και βρύα,
σαν ξεχασμένες σκέψεις. Βλέπω το βυθό.
Βλέπω ταινίες (όνειρα τα λένε άλλοι).
Οι τέσσερις γωνίες του δωματίου
τινάζουν αέρα, ο οποίος ανακατεύει
τα σύννεφα και το φως του ταβανιού,
και έρχεται θύελλα, θαλασσοταραχή.
Αστραπές αυλακώνουν τις κουβέρτες.
Το μαξιλάρι το παίρνει για λίγο το κύμα.
Προσπαθώ να σώσω το ραδιόφωνο
(γιατί μου χρησιμεύει ως ασύρματος).
Το κομοδίνο και οι καρέκλες βουλιάζουν,
επιπλέουν τα προσωπικά μου αντικείμενα.
Σπάει και το μοναδικό κυπαρίσσι.
Ούτε φανταζόμουνα, όταν διάβαζα γεωγραφία,
ότι θα κατοικούσα στο ακρωτήριο
της Καλής Ελπίδας –χωρίς ελπίδα,
ότι θα πήγαινα τόσο μακριά.
Με αυτά κι άλλες αναπολήσεις μαλακώνει
ο καιρός, περνάει η θύελλα.
Τότε πιάνω το γόνατό σου, το μισό φεγγάρι,
τη μέση σου, χορδή τόξου,
και βαδίζω επί των υδάτων.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑΤΗΣ ΜΕΡΑΣ - ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡΣ
Το χαδάκι στο λαιμό σου
δεν το πιάνει το πεδίο ενέργειας
του κομπιούτερ. Δεν μπαίνει
στο πρόγραμμά του. αρνείται αυτές
τις λεπτομέρειες. Ούτε τις κάλτσες σου
πιάνει, γιατί τις έχει στο χέρι
κι ακουμπάει στον ώμο μου.
Τα φιλιά σου τα μεταγράφει
ως θερμότητα. Δεν βλέπει τον
αποχαιρετισμό, το φως που κάνει
ρίγες στη φούστα σου. Ούτε το μολύβι
που γράφει τις παραγγελίες
για τον μπακάλη. Κάνει ένα μονότονο
θόρυβο, σαν ανεμιστήρας, και βγάζει
ταινίες με στοιχεία για πολύ σοβαρά πράγματα.
Την τετραγωνική ρίζα της λύπης
δεν θα τη βρει ποτέ. Ούτε
το ενδιαφέρει. Θα ανακαλύψει
πολλά και διάφορα, αλλά
τα μικρά, τα μισοσβησμένα,
θα τα έχει σε κενό στις καταγραφές
με τα αθροίσματά του!

Ο ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ (απόσπασμα)
Το χαδάκι στο λαιμό σου

Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις. Δυσκολίες
και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους, γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνάν
με χαρούμενους ανθρώπους. Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει
- άλλοτε θυμάται. Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα. Δεν κοιτάζει
πίσω το ποίημα, γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.

Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.
Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό το
λυκόφως. Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ
δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.
Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι
που αυτός το βλέπει άπλετο φως.
Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,
είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της
Αργοναυτικής Εκστρατείας. Πάει και πάει.
Το πέλμα θυμάται το πριν και το
μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,
βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.
Το τέρμα σφίγγεται βίδα
στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.
Ένας διασκελισμός και χάνεται
στην αβεβαιότητα του τέλους.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού Ο ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ –κρατικό βραβρείο ποίησης 1998 από την ανθολόγηση ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ, Κέδρος 1999]

Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα από το παλιότερο βιβλίο μου
Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα
από το παλιότερο βιβλίο μου.
Ήτανε πρίμα μπαλαρίνα,
αλλά ένα ατύχημα
την έκανε να βάφει νήματα
και να κεντάει.
Μαζί με τις δύο κόρες που αποκτήσαμε,
στήσαμε μια μικρή βιοτεχνία.
Όλη μέρα τραγούδια, γέλια και δουλειά.
Τα βράδια έπαιρνα το άλογο,
το πήγαινα στο τέρμα των τρόλεϊ
να το ποτίσω.
Το καυσαέριο ανέμιζε τη χαίτη του.
Δεν θυμάμαι
πόσες χρονικές μονάδες ψάχναμε
για νερό.
Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό.
Έψαξα, ρώτησα (με νοήματα πια)
και πείστηκα ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί τυλιγμένο στα μαλλιά.

(από την ποιητική συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι»)

Λίγα λόγια για τον ποιητή Γιάννη Κοντό (από τον ομότεχνό του Γιάννη Βαρβέρη)

Ο Γιάννης Κοντός είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές φωνές της λεγόμενης "Γενιάς του 1970", και μάλιστα από το πρώιμο στάδιο της.
Δημιουργικά και αφομοιωτικά διδαγμένος από τους μεταπολεμικούς επιφανείς προγόνους τους Τάκη Σινόπουλο και Μίλτο Σαχτούρη, πέτυχε να παρακάμψει την αναλυτικότητα του πρώτου ή τις κλειστοφοβικές εμμονές του δεύτερου και να τις αντικαταστήσει με την καιριότητα του απροσδόκητου και τον εναγκαλισμό όλων των εξωτερικών μορφών της πόλης και της ζέουσας καθημερινότητας. Ο Κοντός δημιούργησε με τα χρόνια, είτε μέσα από ποιητικές πρόζες είτε μέσω συνήθως σφιχτών ευρηματικών ποιημάτων, το αποτύπωμα του σύγχρονου κόσμου που μας περιβάλλει, αντιπροσωπευμένο από τα τραύματα-εμφανή και αφανή- του ποιητικού "εγώ" του. Ενώ στην επικράτειά του, εικαστική, χρωματική, κυκλοφορούν ελεύθερα, σχεδόν γεναιοδώρως ασύδοτα, όλα τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα παλιά ονόματα, οι ιδέες, τα ζώα, τα φυτά, οι μνήμες, οι έρωτες, τα δωμάτια και τα αδιέξοδά τους, ο Κοντός τα συστεγάζει αριστοτεχνικά, αλλά μόνον κατ' επίφαση σουρρεαλιστικά. Ναι, ο υπερρεαλισμός τον τροφοδοτεί στην εικονοποιία του, στους συντακτικούς ή γλωσσικούς του ακροβατισμούς, καμιά φορά και στην ίδια του τη σύλληψη, δεν είναι όμως ο αληθινός πατέρας και οδηγός του.
Θα 'λεγα ότι τα κύρια ατομικά στοιχεία που περισσότερο τον προσδιορίζουν είναι ένα είδος προωθημένης, "οικείας" προφορικότητας στον ποιητικό του λόγο καθώς και συχνά μια μελαγχολικά εκφερόμενη στοχαστικότητα θυμοσοφικής τάξης. Ο Κοντός είναι μεν οικείος, δεν αυτοβιογραφείται όμως ποτέ. Ψήγματα μόνο απ' τη ζωή του ή τις πρόδηλες φοβίες του παρουσιάζονται στο ποιητικό υλικό, που έχει σχεδόν πάντα φαντασιακό πυρήνα. 


ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, Ο ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ ΤΡΩΕΙ ΦΩΣ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΜΕΤΑΞΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ (κριτικές και σχόλια για την ανθολόγηση ποιημάτων του Γιάννη Κοντού ΠΡΟΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ – αποσπάσματα από συνεντεύξεις και σχόλια): 

http://deepunctum.blogspot.gr/2016/04/blog-post.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου