Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ Ο ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΑΣ ΛΥΝΕΤΑΙ:

Μπορεί να διαβάζει κανείς Μαρξ,  Φρόιντ  ή  Δαρβίνο.

Μπορεί να καταπίνει ολόκληρη τη φιλοσοφία του Χέγκελ, του Καντ  ή  του Νίτσε, 

είτε πάλι να του αρέσει η χημεία, η οικονομία, η αστροφυσική  ή  και η Ιστορία.

Μπορεί κάποιος ν' αγαπάει την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ

και κάποιος άλλος να είναι ερωτευμένος με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν.

Μπορεί κανείς να διαβάζει οτιδήποτε του κάνει κέφι.

Διαβάζοντας όμως κανείς αυθεντική ποίηση αναζωπυρώνεται εντός του το εξής ερώτημα:

Ποιο είναι το μερίδιο της ποίησης στη ζωή;

Ποια είναι η θέση της ανάμεσα σε όλους τους παραπάνω λόγους, επιστημονικούς ή μη;

Μελετώντας Φρόιντ ή Μαρξ μπορείς να συγκατανέψεις

«Να μια ωραία σκέψη!»,

ενώ διαβάζοντας Ρεμπό  ή  Μποντλέρ θα αναφωνήσεις

«Να μια αδελφή ψυχή!»;

Γιατί μόνο με την ανάγνωση ενός ποιητικού έργου μπορεί να βιώσει κανείς μια τόσο έντονη και βαθιά πνευματική συγγένεια, σχεδόν αδελφική;

Ίσως γιατί καμία επιστημονική θεωρία, καμία φιλοσοφική ή πολιτική σκέψη δεν έχει τη δύναμη της συγκίνησης του ποιητικού λόγου που καθιστά τον λόγο μετάγγιση αίματος, μετάγγιση ζωής κι όχι απλή μεταφορά γνώσης ή πληροφορίας.

Γιατί μέσα από την ποίηση είναι η ζωή που γίνεται λόγος και ο λόγος που γίνεται ζωή, και τανάπαλιν.

Γιατί μόνο μέσα από την ποίηση το «γλωσσικό πλέγμα» (για να θυμηθούμε τον Τσέλαν) γίνεται συν-ομιλία με τον άλλο,

τον άλλο με το λακανικό μικρό α, το άλφα της απόγνωσης, το άλφα της απώλειας, το άλφα της αγάπης.

 Γιατί μόνο με την αληθινή ποίηση ο γλωσσοδέτης της ύπαρξής μας λύνεται και η απόγνωση κι η αγάπη μας γίνεται μία με την απόγνωση και την αγάπη του άλλου… [ΜΕ ΠΟΙΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ, εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Αρβανίτη από την κριτική του για μια ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Άννας Γρίβα ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΓΡΙΟΙ, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012 – ακολουθούν κι άλλα σχόλια για τη συλλογή διανθισμένα με αντιπροσωπευτικά ποιήματα και από τις 4 ενότητές της:

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ποιήματα πώς στόλισαν τα κοφτερά μας δόντια

ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ, μονάχα μη δώσω τη λύπη μας σε λάθος σημασία

 ΦΡΕΝΑΠΑΤΕΣ, λιμνάζουν στα μάτια μας οι εσοχές της νύχτας και

ΟΝΕΙΡΑ. όπως κρυφά το πένθος των ανθρώπων –

 ο πίνακας ανάμεσα στις λέξεις της ανάρτησης είναι του Πολ Γκογκέν που αναρωτιέται:

«Από πού ερχόμαστε, τι είμαστε, πού πηγαίνουμε»;)



ΔΟΚΙΜΑΖΩ ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΕΙΣ ΜΕΧΡΙ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ:
Διαβάζοντας ποιήματα από τη συλλογή  ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΓΡΙΟΙ, γράφει ο Παναγιώτης Αρβανίτης, βρήκα αυτόν ακριβώς τον άλλο, με το λακανικό μικρό άλφα, αν και κεφαλαίο στην αρχή του ονόματός της. Έναν άλλον που τον τρώει το ίδιο υπαρξιακό σαράκι, ο ίδιος «ανερμήνευτος» γλωσσοδέτης, η ίδια πρόκληση για ζωή, πρόκληση που μετριέται μονάχα στην «έκταση των πληγών», όπως γράφει στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τον καθόλου τυχαίο τίτλο ΔΟΚΙΜΗ:

Το αυτί αρπάζεται από αναίτιους θορύβους
και στην καρδιά φουσκώνει
το συναπάντημα ενός γκρεμού

έλξη αντιλάλου
άδειο φορτίο με ρουφά
και με γεμίζει μία κάθοδος
όπως βυθίζονται τα σύννεφα
στην πτώση του νερού τους

μένω πρηνής και ανερμήνευτος
και δοκιμάζω αναδιπλώσεις
μέχρι ν’ αντέξω ακίνδυνα
του ποιήματος την αναχώρηση

στα μάτια των αλόγων
σαν τα καρφιά
σφηνώνονται οι πεδιάδες
και της ταχύτητας η πρόκληση
μετριέται μονάχα
στην έκταση των πληγών

Αυτό είναι η Ποίηση (συμπεραίνει ο Παναγιώτης Αρβανίτης): ένα «μάθημα ζωής», μια «υποψία» του τι είναι η ζωή, ή μάλλον μια «νύξη» του τι θα μπορούσε να είναι η ζωή «σε ένα μέλλον που γράφεται εκεί που σβήνουν τα σημάδια του», τελικά, ένας νέος τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή και τον κόσμο. Ένας τρόπο να μεθάς από ύπαρξη, να μεθάς από φύση, να μεθάς από σάρκα, να μεθάς από τη γυμνή ομορφιά μιας ποίησης που γίνεται σάρκα, μιας σάρκας που γίνεται ποίηση. Γιατί δεν αρκούν τα μέσα για να πλησιάσεις την ομορφιά, χρειάζεται και το θάρρος να μπορεί να την εφεύρει κανείς, ακόμη κι εκεί φαίνεται ν' απουσιάζει. Και στο έργο της Άννα Γρίβα βρήκα «μία ομορφιά που δεν το αντέχει να γίνεται πάντα κήπος»:
θα ανοίξω το παράθυρο να μπαίνει μέσα πνευμονία και φλέγματα και το κατσάδιασμα της ανατολής
Βρήκα επίσης έναν ενήλικο που δεν το αντέχει να μην ξαναγίνει παιδί:
 
τόσα παιχνίδια γύρω μου τόσες αφύλακτες χαρές
Στην ποίησή της βρήκα εντέλει έναν πολιτισμένο που εξεγείρεται ενάντια στον ίδιο τον πολιτισμό του, έναν πολιτισμένο που δεν το αντέχει πάντα να σκέφτεται γιατί χωρίς τη σκέψη «καλύτερα χορεύει», γιατί καμιά φορά δεν πρέπει να πιστεύουμε στις λέξεις, «οι λέξεις ξεχνιούνται, η γλώσσα μικραίνει, μόνο και μόνο για να θυμηθεί τα μυστικά των δέντρων».

Η ποίηση της Γρίβα δεν εξεγείρεται ενάντια σε επιμέρους πράγματα, εξεγείρεται ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη συνθήκη και σε έναν ολόκληρο πολιτισμό που την αναπαράγει και την συκοφαντεί ως τέτοια. Η ποίησή της είναι θα έλεγε κανείς αμφίβια, μπορεί να μπαινοβγαίνει μέσα κι έξω από τον δοσμένο ανθρώπινο πολιτισμό (το δυτικό) με την ίδια άνεση που ένα αμφίβιο ζει μέσα κι έξω από το νερό… Ακριβές παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «ΑΜΦΙΒΙΑ»:

Σκοτεινό το κεντρί μας
δεν ξέρεις αν δείχνει
με φορά προς τους άλλους
ή αν γέρνει και κρύβεται
να τσιμπήσει τα νώτα μας
το ονειρευόμαστε συχνά
όταν στο ξύλινο τραπέζι
μεγαλώνει ακόμη το δένδρο
και στην καρδιά του νεκρού αγριμιού
δυναμώνει ο χτύπος
και τρομαγμένοι ψιθυρίζουμε
πως το ένα είναι ο θάνατος
το άλλο η ζωή
-μη μπερδευτεί κανένας και χαθεί
μέσα σε όρια που δεν φαίνονται-
κι ανάβουμε όλα τα κεριά
στην αγωνία της εκκλησίας
φυσώντας πάνω τους
για το καλό ή το κακό
μια προσευχή

ο ουρανός έχει κενά
και τρέπει μέσα το κενό μας
ώθηση λένε βάζει ο άνθρωπος
κάπου να φτάσει, ν’ ανεβεί
μα είναι σύντμηση του ίδιου πράγματος
αυτό που ανέρχεται
κι αυτό που βρίσκει
καθρέφτης θάλασσας
σε άλλον κόσμο

σκοτεινό το κεντρί μας
ξεγελά τα πνευμόνια
όταν τους δίνει το νερό
και λέει εδώ θα κολυμπήσεις
έστω σαν δάνειο καταρράκτη
ή σαν άνδρας όμορφος κι αμφικλινής

το κεντρί μας σημαίνει
μαύρο το δόντι της περιπλάνησης
και γάτος που τρίζει
ψηλά στα κεραμίδια
λεπίδα ασθμαίνουσα σκουριά
που τρέχει  αίμα να προλάβει

Ακροβατώντας από ποίημα σε ποίημα ο αναγνώστης θα προαισθανθεί το δέος της εξεγερμένης φύσης, το κοσμικό δέος που νιώθει ένας πολιτισμένος μπροστά σε κάτι πρωτόγονο ή ακόμα περισσότερο, το ζωικό κι ενστικτώδες ρίγος που θα κατέκλυζε έναν πρωτόγονο αν τον άφηνες έστω για μια στιγμή στη μέση της πλατείας Ομονοίας, ή οποιασδήποτε πλατείας μιας «πολιτισμένης» μητρόπολης. Ανάμεσα στις σελίδες ο περιπλανώμενος αναγνώστης, θα  μουδιάσει κυριολεκτικά αντικρίζοντας ολόκληρη τη φύση εξεγερμένη να βγαίνει μέσα από τα ποιήματα όπως οι αναθυμιάσεις μέσα από ηφαίστεια που μόλις έχουν εκραγεί. Η χώρα της ουτοπίας της, η «χώρα της αθωότητας» μοιάζει με μια φυγή, φυγή όμως που δεν έχει τον τόνο μιας απλής εξωτικής περιπλάνησης στη φύση, αλλά που κυοφορεί μία υπόγεια καταγγελία. Φυγή από το πολιτισμό προς όφελος της φύσης, φυγή από τη νόηση προς όφελος των αισθήσεων και των ενστίκτων. Μοιάζει πάλι με μία γνωστή μας ουτοπία, αυτή του καταραμένου Γάλλου ζωγράφου Πολ Γκογκέν, του οποίου ο περίφημος πίνακας με τίτλο «Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πάμε;» μετεγγράφεται στο ποιητικό σύμπαν της Γρίβα με ένα αντίστοιχο ερώτημα: «Από πού έρχονται τα ποιήματα;» «Πού πηγαίνουν τα ποιήματα;», που είναι τίτλοι δύο ποιημάτων της:

ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ και ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μην πιστεύεις στις λέξεις
το στόμα μένει ανοιχτό
για να ανταμείψει την ανάσα
και όχι για φθόγγους που σφαγιάζονται
από μια λάθος ακοή
ή από ένα δέσιμο της γλώσσας

μιλούν καλύτερα οι κλωστές
σε σχηματίζουν στα κενά τους
σαν συμμετρία ιστού
μια εξέλιξη κόσμων
κωνοφόρων
όχι παγίδα
μα σκοτωμός πραγμάτων
άυλων
λίγος αέρας
λίγη η πάχνη και η αυγή
τίποτα βρώσιμο
για την αράχνη μας

μην πιστεύεις στις λέξεις
κοιτά καλά κοιτά βαθιά
με την ψυχή στα δόντια
το πέτρινο δάσος ονειρεύεται
βρίσκει πουλιά στην οροφή του
και κλαίει βουβά
και συμμερίζεται την ελαφρότητα
της απογείωσης

τα χείλη μπαίνουν στο κουτί
όπως σκουλήκι στη σιγή του
κι έτσι κρατιέται η ομορφιά
χωρίς το ναύλο
μια παρόρμηση
σε σκοτεινό καράβι
…………………………….
Κοιτάζω ψηλά
πάνω απ’ τις πλάτες του διαβάτη
ζωγραφίζω στα μάτια μου
τη διαδρομή των σπονδύλων του
και τη μιμούμαι
με την ακρίβεια του οστού
σκότωμα κλώνων
καταφέρνω σε πτήση αέναη
όταν βογκά το μεσημέρι
στο νήμα του υδράργυρου
και τρέμω αταίριαστα
σαν να μου κλέβουν
μέσα απ’ τα ρούχα το κορμί

δέχομαι το χορτάρι
ατελείωτο
πριν να καρπίσει πάνω μου
τη δροσιά του
και στην ψυχή μου ένα φτερό
πιασμένο απ’ τα’ αυτί
του ανεμόμυλου
αλέθει την ανάσα

αντιστρέφεται η βαρύτητα
ως της πορείας μου
τη βέβαιη απόληξη
στο σύμπαν
με κυνηγάνε πάντοτε
τα πόδια της καρδιάς μου
άστεγες λεύγες
και μια αγάπη υπνοβάτης:
στην αιώρα του κόσμου
μικρό περιστέρι
γουργουρίζω το φόβο μας
και απ’ τα θρύψαλα της φωνής μου
φτιάχνω πάντα το ίδιο ποίημα
ένας κύκλος που κλειδώνει
απ’ τον κύκλο των πουλιών
Μοιάζει σαν να μην έχουν γραφτεί: τίποτα το εκλεπτυσμένο, τίποτα το μεθοδευμένο, επιτήδευση καμιά. Λέξη κάτω από τη λέξη, σαν σταγόνες η μία μετά την άλλη, με τη λιτή καθοδική ροπή, έχουν τη φορά του τρεχούμενου νερού που ξεπηδά από την πηγή της έμπνευσής της. Ποιήματα-σταλακτίτες που μόνο η τελεία στο τέλος τους μας προϊδεάζει κάθε φορά πως εκκρεμεί το επόμενο ποίημα, αφού θα μπορούσε να είναι ένα και το αυτό ποίημα κάθε φορά, όπως κι η ίδια γράφει:
φτιάχνω πάντα το ίδιο ποίημα
ένας κύκλος που κλειδώνει
απ' τον κύκλο των πουλιών

ΑΓΑΠΑ ΜΕ –ΕΛΕΓΕΣ- ΚΙ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΑΡΚΑ:
Μια ποίηση που ξέρει να σιωπά  όταν οι άλλοι ρητορεύουν. Μια ποίηση που απέναντι στην κατακερματισμένη νόηση θέτει το αίτημα της αγάπης στην πιο αρχέγονη μορφή της:
Αγάπα με -έλεγες- κι άλλο δεν είμαστε από το όχημα προς λίγη σάρκα
Μια αγάπη που επιμένει να είναι «το όχημα προς λίγη σάρκα». Όχημα προς λίγη σάρκα, ολόκληρη η ποίησή της είναι ένα όχημα προς λίγη σάρκα, μια εξέγερση των αισθήσεων, μια σωματοποίηση της ύπαρξης, ένας υπαρξισμός του σώματος. Παντού νύχια, τρίχες, δόντια, ιδρώτας, προσμίξεις, μυρωδιές, σώμα παντού, ένα σώμα που εξεγείρεται, το σώμα ως κέντρο της ύπαρξης, το σώμα ως σύμπαν, το σώμα ο μόνος φυσικός υδροβιότοπος της μνήμης και των αισθήσεων, αλλά και της φθοράς τους. Γράφει κάπου: έχει το σώμα μου μικρές φιλοδοξίες, ή αλλού: Απόψε μιλούν τα σώματά μας τα πτερόεντα που μας ξεντύθηκαν και λιγοστέψαμε σαν υπέργηρα βρέφη.
Όλα τελικά είναι σώμα. Ακόμη και τα ίδια τα ποιήματα απογειώνονται και προσγειώνονται από και προς το σώμα.

ΜΗ ΜΕ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ αν δεν αγαπάτε τα ζώα και μάλιστα τις νυφίτσες, αν δεν ακούτε τους κεραυνούς οπουδήποτε… Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας, όταν δεν πίνετε το αθώο νεράκι… (Νίκος Καρούζος)
Με την παραπάνω αποστροφή του Νίκου Καρούζου ίσως συνομιλούν κάποια από τα ποιήματα της Άννας Γρίβα, αν δεχθούμε, όπως πιστεύει και η Βαρβάρα Ρούσου, ότι ο τίτλος της συλλογής ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΓΡΙΟΙ ταυτίζεται με το περιεχόμενο και τις ιδέες των ποιημάτων. Πάντως η παρουσία εικόνων από τη φύση και το ζωικό βασίλειο είναι δεδομένες με αποτέλεσμα τα ποιήματα να μεταβάλλονται σε μάρτυρες των ημερών που… «ήμασταν άγριοι» Αλλά μήπως αυτή η αγριότητα υπάρχει και στην εξευγενισμένη ανθρώπινη ζωή μας, αναρωτιέται στην κριτική της η Βαρβάρα Ρούσσου και υποσημειώνει τη δική της εκδοχή ερμηνείας: Στη συλλογή της Γρίβα βιώνεται και γίνεται συνείδηση η  στάση του ποιητή ως καταγραφέα και φίλτρου της κάθε χαράς-λύπης-αναζήτησης-ανάμνησης. Επομένως, είναι απόλυτα συμβατή με τέτοια συνείδηση η παρουσία του καίριου ερωτήματος που απασχολεί την ποιήτρια: η ίδια η ποίηση, η προέλευση του ποιήματος, η διαδρομή και η θέση του σε ένα τέτοιο σύμπαν.

Η ΜΕΣΑ ΑΝΑΣΑ
Όταν των δένδρων οι ρίζες
στο χώμα σκάβουν γκρεμούς
εντός να πέφτουν
οι όμορφοι
αυτοκτονούντες των αγρών
παίρνει ανάστημα ο κορμός
βάζει φθινόπωρο στα φύλλα
μην ξοδευτεί η μέσα ανάσα του.

Ακούω τις λέξεις των πουλιών
να παραλείπουν το κεφάλι μου
και να γλιστρούν στην άλλη όχθη
είμαι εδώ και δεν υπάρχω
με διατρέχω
απ’ άκρη σ’ άκρη
τι μούδιασμα!
να ονειρεύομαι
ότι αδειάζουν τα μυαλά μου

στα μνήματα ύστερα
αν μετρώ ξερά λουλούδια
και πιο ξερά τα δάκρυα
δε βρίσκω τίποτα κακό
που να ’ναι αλήθεια
όπως θα φαίνεται
βρίσκω μόνο εισπνοές
των δένδρων την κρυφή μανία
να συγκεντρώνεται
μια παλινδρόμηση αμοιβαία
προς τις πλευρές μου
ζωή που καίει που υγραίνεται
όπως το ζώο στη σπηλιά μας

«Λιμνάζουν στα μάτια μας οι εσοχές της νύχτας», «Είμαστε αγνοί αλλά καθόλου αθώοι», «Ποιήματα πώς στόλισαν τα μυτερά μας δόντια»:
Στίχοι της Άννας Γρίβα, όπως π.χ. οι παραπάνω «εξημερώνουν» τα νοήματα και διαπιστώνουν την απώλεια, όχι όμως χωρίς να επανεγκαταστήσουν με αυθεντικότητα τη δυνατότητα και για άλλες άγριες μέρες.  Διαβάζοντας ο αναγνώστης, σχολιάζει η Αντιόπη Αθανασιάδου,  γίνεται μάρτυρας της γέννησης μιας γλώσσας, η ίδια η διαδικασία της ποίησης εκτυλίσσεται μπρος στα μάτια του, παρακολουθούμε το στίχο να ξεκινά από το κύτταρο, να γίνεται αίμα, κίνηση, αισθήματα για να καταλήξει σε μια νέα απεικόνιση του κόσμου, «τα καθαρά μαλλιά κάποιας γυναίκας, γεμάτες υγεία δέσμες ήλιου». Το ξαναγράψιμο του κόσμου, το ξαναζωγράφισμά του, είναι κάτι που μάλλον δεν τελειώνει ποτέ. Η Γρίβα «ξεχνάει λέξεις», βρίσκει όμως άλλες και θυμάται «μυστικά δένδρων», επανεφευρίσκοντας τη γλώσσα και τη δυνατότητα να υπάρχεις με νέους τρόπους.  Έτσι μάς δείχνει πώς να σκεφτόμαστε, πώς να κάνουμε χώρο για να σκεφτούμε, πώς να παραμερίσουμε τον εαυτό για να τον ξαναδούμε: «μόνο μη δώσω τη λύπη μας σε λάθος σημασία». Αποκορύφωμα τα εκπληκτικά ποιήματα «Από πού έρχονται τα ποιήματα», «Το μάθημα των μυρμηγκιών», «ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΜΗ ΛΥΠΑΣΤΕ:

Προσέχετε τα βήματά σας
κάτω απ’ τις φυλλωσιές των δένδρων κρύβεται
το σώμα σας ντυμένο τα φτερά της νυχτερίδας
και τα τυφλά της μάτια
αν σκοντάψετε ξεγλιστρά πάνω σας
όπως απ’ της σπηλιάς τα εξογκώματα
και τα νύχια που χρόνια μεγάλωναν
κι ελίσσονταν στα κλαδιά
βρίσκουν επιτέλους μια θέση στο μυαλό σας

προσέχετε τη μήτρα σας αν είστε γυναίκες
το καρύδι που μεγαλώνει στο λαιμό σας αν είστε άνδρες
και παιδιά αν μείνατε βρείτε επιτέλους έναν τρόπο
να πεθάνετε ανώδυνα
χωρίς να χρειαστεί ούτε άνδρες ούτε γυναίκες να φανείτε

προσέχετε τον κίνδυνο που ανατέλλει κάθε πρωί απ’ το βουνό
σταθείτε μακριά και δώστε του ονόματα να τον ξορκίσετε
κόψη ξυράφι
φλοιό ανθρώπου λειωμένη ύλη
μες στα χέρια
κάποτε σύσπαση σιωπή
νύχτα πουλιά που τρόμαξαν
των κυνηγών το βόρβορο
και τις βαριές πατημασιές τους
ταίρι
προπάντων ταίρι
που οσφραίνεται το αίμα μας

ΟΝΕΙΡΑ: όπως κρυφό το πένθος των ανθρώπων

«Σ’ έναν κόσμο πελεκημένο αδυσώπητα η ποίηση δεν έχει αναγνώστες. Η αληθινή ποίηση «γράφεται εκεί που σβήνουν τα σημάδια της». Σ’ έναν κόσμο αλαλαγμών και τύρβης των εικόνων που διολισθαίνουν από τους ιμάντες της παραγωγής στην πασαρέλα του ανθρώπινου σφαγείου, ποιος διαβάζει σήμερα τον Μάριο Χάκκα; Σε έναν κόσμο που η πολιτική γίνεται ταυτότητα για ποιον έχει νόημα η πολιτική σιωπή του Σεφέρη; Στις οικονομικές θέσεις των τουριστικών αποδράσεων ποιος αποτολμά τα βήματα του Ρεμπώ, το ταλάνισμα έξω από τις πύλες της Θήβας, του Παζολίνι;  H αληθινή ποίηση δεν έχει αναγνώστες. Ούτως ή άλλως τα λόγια της είναι ο προπομπός ενός νέου κόσμου, ένα κάλεσμα για πράξη που εξανεμίζει τη φορμόλη των Ωραίων Γραμμάτων, των βραβείων, των διαγωνισμών· η αληθινή ποίηση δεν έχει αναγνώστες γιατί o μόχθος είναι μια επίπονη ασκητική στον τρόμο της ελευθερίας, στη μοναξιά και το ασύμφορο της σκέψης. Η αληθινή ποίηση δεν έχει αναγνώστες. Στο τέλος όλοι απεχθάνονται αυτό που αναστατώνει τη σύμβαση, το λάθος ή έστω την αποδοχή της επιθυμίας ο θάνατος να είναι πάντα μια υπόθεση του άλλου.
   Η αληθινή ποίηση δεν έχει αναγνώστες. «Γράφεται εκεί που σβήνουν τα σημάδια» της. Η ποιητική συλλογή της Άννας Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, αντιμετωπίζει αυτή τη διαλεκτική του λάθους, δηλαδή το απονενοημένο εγχείρημα της ποίησης. Εδώ το τυχαίο της ύπαρξης και η αυθαιρεσία μας εγγράφονται στο ρίσκο του λόγου. Η Γρίβα –και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς αυτή την προσπάθεια– δημιουργεί μια αίσθηση ζωντάνιας στο λόγο και προτάσσει μια ανατρεπτική ποιητική ματιά με φιλοσοφικό βάθος και τραγικές συνηχήσεις. Η περιήγηση στον ποιητικό της κόσμο μοιάζει με ταξίδι σε εμπόλεμη ζώνη. Εδώ ο καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του· το πλεονέκτημα της ανάγνωσης περιορίζεται αυστηρά στην απόλαυση της καλής ποίησης. Είναι και το μόνο χαρτάκι με τις οδηγίες που μας αφήνει στις σελίδες του βιβλίου της η ποιήτρια. Τα υπόλοιπα αποτελούν τελικά την αλήθεια του βιβλίου που κρίνει τον αναγνώστη. Πρόκειται βέβαια για το ελάχιστο βέβαια της αυθεντικής ποίησης, το οποίο η Γρίβα δείχνει να έχει αναλάβει αποφασιστικά» (Γιώργος Γιαννόπουλος)

 

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ (από τη συλλογή της Άννας Γρίβα ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΓΡΙΟΙ, Γαβριηλίδης 2012)

Μοιάζει με άφεση φωτόςαυτό το πρωινό

κι όμως τίποτα δεν έχει αλλάξει

οι σύρτες μαγκώνουν   το γάλα έχει ξινίσει

και στο μαρμάρινο πάγκο

παγώνει το κλουβί του πουλιού

 

θέλω στο κέντρο να σταθώ

και να διαλέξω μια παλίρροια

κύμα του ήλιου μες στα πόδια μου

γιορτή βροντών στην αγκαλιά μου:

όλοι οι καιροί ανάξιοι στα περιττώματα της ύπαρξης

-ίσως παλίρροια να ’τανε

η καρέκλα που μ’ έβαλε βαριά στα γόνατά της

κι απ’ τις τομές της ψάθας της κόβονταν νήματα ιστορίες

για ανύπαρκτους αστερισμούς κι άβολα ζευγαρώματα-

 

μπορεί να τρέχω απ’ το ’να νερό στο άλλο

μπορεί να κλέβω εχθρούς απ’ το φεγγίτη

μπορεί σαν έμβλημα και ζωγραφιά

να σπέρνω δάχτυλα στους τοίχους

μα ακόμα δεν έμαθα που συντρίβομαι

και πού αναπηδώ όταν νυχτώνω στο δωμάτιο

 

η θέση μου αμφίβολη φτιάχνει μια εξίσωση

-φωλιά αριθμημένη-

στο περιθώριο μόνο γράφοντας τις παραμέτρους του θανάτου.

 

Δεν υπάρχουν φυλαχτά πιο επικίνδυνα από τα αγγίγματά μας:

στη δροσιά των δένδρων κουμπώνω το πουκάμισο

στη μυρωδιά του άνδρα γδέρνω βουνά και περιβόλια

η γη μένει γυμνή κι εγώ ντυμένη ως το λαιμό

μόνο η μύτη περισσεύει κρύα σαν πέτρινη εξοχή

και βιαστική να ζήσει

 

πόσες φορές δεν είπα η ανάσα είναι αργή

η ανάσα υπομένει

θέλει τη λίγη ασφυξία της

φαράγγια να ανατέλλονται και ήλιοι να γκρεμίζουν

-μια ανταλλαγή που μαίνεται  στις άκρες των σωμάτων-

 

δεν κουράζομαι ποτέ

πλαγιάζω για λίγο κι είμαι ζεστή και πρόθυμη

τεντώνω τα φιλιά μου σαν φτερούγες

η κοιλιά μου σκέπτεται και κάνει όνειρα

που μόνο σε κοιλιά δεν αρμόζουν:

κλειστές περίκλειστες γιορτές

από το φράχτη των σπλάχνων

και διάφανα αποθέματα να πνίγουν το σκοτάδι

 

θα ’ρθει μια μέρα που θα ’ναι βάλσαμο

και ανακούφιση

σαν το αστέρι που πεθαίνει

μ’ ένα χαμόγελο τροχιά  στο σύμπαν.

 

Ξυπνάω μικροσκοπική

ξαπλωμένη στα φρύδια σου

η μέση μου έχει πονέσει

ακουμπισμένη στο σχήμα του τόξου

και δεν μπορώ ούτε τα μάτια μου να οδηγήσω

πέρα απ’ το πρόσωπό σου

 

πατάω στους αγκώνες κάτι σκληρό μ’ ανέχεται

χωρίς να κάνει ούτε πληγή

-με την παλάμη δεν αγγίζω:

δεν ξέρεις πόσοι αρρώστησαν μέσα σε τέτοια περιέργεια -

 

η επαφή θα δίνει πάντα υποσχέσεις

μικρά σημάδια αγωνίας

στο διάλειμμα του φεγγαριού

όταν αδρά χαράζονται φύσης ερείπια και κανάλια

ξάσματα φόβων για το καβούκι μας

και κανείς δεν ρωτά αν είναι η πλεύση επάνω μας

ή πιο βαθιά εκεί που χάθηκε του καραβιού μας το σκαρί

 

Φαντάστηκα πολλές φορές πως η ζωή μικραίνει

στην κοιλιά των σφουγγαριών

κάθε πρωί σαν ελιγμοί οι κινήσεις

στους διαδρόμους που μαλάκωσαν με το πρώτο νερό

και παραπάνω δεν κοιτώ

να βρω στηρίγματα στα χέρια

ούτε  το πέλμα δεν πατώ χωρίς να μου γλιστρήσει

 

κι αν θέλω λίγο να φουσκώνω

παίρνω ανάσα οστρακώδη

γίνομαι κύλισμα στο βράχο

χωρίς καθόλου να νοιαστώ

αν η κατάληξη είναι αφρός ή αμμουδιά ή βουτηχτή τα χέρια

 

φαντάστηκα πολλές φορές πως η ζωή μικραίνει

κρυμμένη δίχως αντιστάσεις

εκεί που ο καθένας διαλέγει την κοίτη του

για έναν ύπνο που δεν πνίγεται

απ’ τη σκληράδα στο κουκούλι μας.

 

Μην ονομάσω

Η ροή του κόσμου έχει κανόνες:

άλλοι διπλώνονται άλλοι μαστορεύουν

κι άλλοι κραδαίνουν ένα ποτήρι

που θα ξεδίψαγε τα όνειρά μας

 

τα κλαδιά μας ανοιχτά

στην άκρη σταγόνες

ο άλλος άνθρωπος ποτάμι

τρέχει να βρει ζεστή τη σάρκα

και τη μυρίζει ανήσυχα

όπως ο σκύλος που βαστάζει

του κλέφτη το περίγραμμα.

 

Βαραίνουμε.

Από τη σπείρα που μας κύκλωνε

μένει η δύναμη ίδια με τόπι

αυτά τα χρώματα που λέγαμε

είναι πολλά

όταν ενώνονται  στο γύρισμά τους.

 

Κλείνω τα μάτια και ξεχνώ

φορώ το μαύρο δένδρο

και τα κλαδιά του αναμετρώ

γλυκά τα δοκιμάζω

όταν απέχουν θαρραλέα μέσα σε άλμα επισφαλές

 

το σώμα διάστικτο αέρα τρανώνει την παρέκκλισή του:

μονόκεροι χαράζονται

στο σχήμα του αλόγου

και βράχοι παραλείπονται

στην πανδημία των βουνών

-από τη μάζα των πραγμάτων

αλλάζει όψη η αίώρηση-

 

φτάνω ψηλά και στέκομαι

χωρίς να βρω το βλέμμα μου:

τα δάχτυλα είναι το ακρωτήρι που ψαχουλεύει θαλπωρή

όταν οι λέξεις αγναντεύουν δειλά και μακρυσμένα

 

https://ai2avatongar.blogspot.gr/2017/02/blog-post_18.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου